Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Οι δύο ληστές - π. Συμεών Κραγιόπουλος (†)


Λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Ευαγγέλιό του: «Εις δε των κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων· Ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς. 

Αποκριθείς δε ο έτερος επετίμα αυτώ λέγων· Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει; Και ημείς μεν δικαίως· άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν. 

Και έλεγε τω Ιησού· Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου. Και είπεν αυτώ ο Ιησούς· Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23:29-43).

Οι δύο αυτοί ληστές που συσταυρώθηκαν με τον Χριστό, τυχαία καταρχήν, βρέθηκαν να είναι ο ένας από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά του Κυρίου. 

Τυχαία βρέθηκαν να συσταυρωθούν με τον Κύριο. Αυτός ο ληστής που είπε τα μη καλά λόγια, αν είχε σταυρωθεί όπως σταυρώνονταν τότε και άλλοι –διότι δεν σταυρώθηκε μόνον ο Χριστός και οι δύο αυτοί ληστές· κατά καιρούς σταυρώνονταν και άλλοι, ληστές, εγκληματίες, καταδικασμένοι κλπ.– αν λοιπόν είχε σταυρωθεί με άλλους και δεν είχε καμιά σχέση με την σταύρωση του Χριστού, δεν θα τα έλεγε αυτά τα λόγια, θα έλεγε ό,τι άλλο έλεγαν οι άλλοι. 

Οπωσδήποτε μέσα στον πόνο τους θα έβριζαν, θα βλασφημούσαν, θα κακολογούσαν. Αλλά δεν θα έλεγε αυτό που είπε, ότι «αν είσαι συ ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς».

Να, όμως, που βρέθηκε να είναι συγκατάδικος με τον Χριστό και συμπάσχων με τον Χριστό. Και δεν αισθάνεται καθόλου την μεγάλη τιμή που του γίνεται. Εξακολουθεί να είναι αυτός που είναι, ο συνηθισμένος άνθρωπος, ο οποίος απλώς βρέθηκε να είναι με τον Χριστό. 

Και αντί να δει τα πράγματα όπως τα βλέπει ο άλλος ληστής και να αισθανθεί και να μιλήσει ανάλογα και να γίνει πράγματι κοινωνός του Πάθους του Χριστού και πράγματι κοινωνός του θαύματος του Χριστού, λέει αυτά που λέει.

Είχε βέβαια ο ληστής μια κάποια ελπίδα ότι μπορεί να κάνει κάτι ο Χριστός, αλλά μπορεί όμως και λίγο να τον περιγελούσε. Κάτι μπορεί να είχε πάρει το αυτί του, πριν βρεθεί εκεί στη σταύρωση. 

Διότι όταν τον διάλεξαν και αυτόν να σταυρωθεί, θα ενδιαφέρθηκε να μάθει ποιος είναι αυτός με τον οποίο τον παίρνουν και αυτόν σαν κομπάρσος εκεί, να παίξει έναν ρόλο. Και θα άκουσε, αλλά φαίνεται πως τα θεώρησε όλα αυτά που άκουσε, που έμαθε, πολύ μωρά, πολύ ανόητα· ένα τίποτε.

Δεν άνοιξε η καρδιά του, δεν ταπεινώθηκε η καρδιά του, να δει την δύναμη του Σταυρού. Και τώρα που είναι εκεί πάνω στον σταυρό, μολονότι πονάει, πονάει, δεν είναι αστεία πάνω στο σταυρό –λίγο να φαντασθούμε ο καθένας τον εαυτό μας εκεί– παρά ταύτα η σκληρή καρδιά του δεν απαλύνεται, ο τράχηλός του δεν κάμπτεται και εξακολουθεί ακριβώς να είναι ο ίδιος, διότι είναι μεταξύ αυτών οι οποίοι θα χαθούν. 

Όχι γιατί τον προορίζει κάποιος, αλλά γιατί αυτός παίρνει αυτή τη στάση και εκτοξεύει αυτά τα λόγια στον Χριστό.

Λέει το κείμενο: «Αποκριθείς ο έτερος επετίμα αυτώ λέγων». «Δεν φοβάσαι τον Θεό, που είσαι και συ καταδικασμένος στην ίδια καταδίκη που είναι εκείνος;» 

Όχι με την έννοια απλώς που είσαι καταδικασμένος αλλά, όπως είπαμε, με την έννοια αυτή, που αξιώνεσαι και συ να ‘σαι πάνω στον σταυρό, να πάσχεις επάνω στον σταυρό μαζί μ’ αυτόν τον δίκαιο, μαζί μ’ αυτόν τον άγιο! Εδώ έχουμε μια ομολογία που αυτή την ώρα κανένας άλλος δεν την κάνει.

Και μόνον ο ληστής φωτίζεται από τον Θεό και γι’ αυτό μπαίνει πρώτος στον παράδεισο, φωτίζεται και κάνει αυτή την ομολογία, διότι ομολογεί τον Χριστό Θεό. 

«Αξιώνεσαι λοιπόν και συγκαταδικάζεσαι και συμπάσχεις με τον αθώο, με τον δίκαιο, με τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος τίποτε άτοπο δεν έκανε», όπως λέει στη συνέχεια. «Και ημείς μεν δικαίως· άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν».

Αυτό είναι όλο. Ποιος άνθρωπος θα μπορέσει να το πει αυτό στη ζωή του, αλλά σε κάθε περίσταση! Και ούτε μια φορά, ούτε μια στιγμή να μη νομίζει ότι πάσχει αδίκως! 

Και μάλιστα όταν βλέπει να υπάρχει μέσα του η τάση, η διάθεση να παραπονεθεί λίγο στον Θεό, ότι τάχα ο Θεός επιτρέπει να πάσχει άδικα η και ότι ο Θεός τον ταλαιπωρεί και τον βασανίζει άδικα!

Ο ληστής αυτός, θα έλεγε κανείς, απλώς παίρνει αφορμή από την σταύρωσή του, από το κάρφωμα αυτό, από τους πόνους αυτούς και φαίνεται να τα ξεπερνάει όλα αυτά. 

Και έχει το κουράγιο να ξεπεράσει τον άλλο πολλαπλάσιο σταυρό, να ξεπεράσει δηλαδή τον εαυτό του, να ξεπεράσει όλα αυτά που χυμούν από μέσα του, να βλασφημήσει και αυτός όπως κάνει ο άλλος. 

Και όμως. Κατά τον πιο άγιο τρόπο σκέπτεται, κατά τον πιο άγιο τρόπο ομολογεί, κατά τον πιο άγιο τρόπο εκφράζεται και συμπεριφέρεται απέναντι στον Χριστό.

«Δεν φοβάσαι εσύ τον Θεό, ότι είμεθα στο ίδιο κρίμα; Και εμείς δικαίως. Άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν. Ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν». 

Φωτίσθηκε από τον Θεό ασφαλώς, γι’ αυτό και ένα τροπάριο λέει ότι ανεδείχθη σε θεολόγο ο ληστής επάνω εκεί στον σταυρό. Είναι ο μεγαλύτερος θεολόγος, είναι ο πρώτος θεολόγος, θα λέγαμε.

Την πιο κρίσιμη ώρα, την πιο δύσκολη, την πιο σκοτεινή ώρα, που δεν υπάρχει κανείς γύρω από τον Χριστό, που δεν βλέπει κανείς τον Χριστό, που δεν λέει κανείς τίποτε για τον Χριστό, αυτός εκεί με τους πόνους φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει την αλήθεια. 

Φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού. Φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει ότι αυτός είναι αναμάρτητος. «Ουδέν άτοπον έπραξεν».

Και γι’ αυτό λοιπόν στρέφεται προς τον Χριστό και λέει αυτά τα περίφημα λόγια: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Τίποτε άλλο δεν κοιτάζει, τίποτε άλλο δεν θέλει. 

Ούτε καμιά αυτοδικαίωση υπάρχει, ούτε ίχνος υπερηφανείας υπάρχει, ούτε ίχνος κενοδοξίας ή αντιδράσεως ή παραπόνου, τίποτε. Νεκρός ο ληστής, νεκρός! Όχι απλώς επειδή θα πεθάνει πάνω στο σταυρό, όπως θα πεθάνει και ο άλλος, όχι. Όλοι θα πεθάνουμε. 

Αλλά είναι νεκρός ως προς τον άνθρωπο εκείνον ο οποίος αντιτίθεται στη σωτηρία που φέρνει ο Χριστός και θα πάει με τους χαμένους. Είναι νεκρός ως προς εκείνον και γι’ αυτό ψελλίζει αυτά τα λόγια: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου».

Και χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ο Χριστός δεν άφησε ούτε δευτερόλεπτο να περάσει, θα λέγαμε, και ανταποκρίθηκε καί του λέει: «Αμήν λέγω σοι», με βεβαιότητα σου λέω, «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω», σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο. 

Όπως και έγινε, και ξέρουμε ότι υπάρχουν εικόνες της Δευτέρας Παρουσίας που δείχνουν πολλά άλλα και δείχνουν και τον ληστή να μπαίνει πρώτος στον παράδεισο, και κοντά σ’ εκείνον έπειτα και πολλοί άλλοι.

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου «Σταυροαναστάσιμα», Β’ έκδοση, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2003, σελ. 175 (αποσπάσματα).

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου