Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Περί Αγάπης Β' (26-50)


26.   Όταν ο νους κατορθώνει την πρακτική αρετή, προκόβει στη φρόνηση. όταν κατορθώνει τη θεωρητική, προκόβει στη γνώση. Ιδίωμα της πρώτης είναι να οδηγεί τον αγωνιστή σε διάκριση αρετής και κακίας, ενώ της θεωρητικής να οδηγεί αυτόν που μετέχει σ’ αυτήν στους λόγους για τα ασώματα και τα σωματικά όντα. Και τότε γίνεται άξιος για τη θεολογική χάρη, όταν, περνώντας με τα φτερά της αγάπης απ’ όλα όσα έχουν λεχθεί, έρθει σε θεωρία και εξετάσει – όσο είναι δυνατό στον ανθρώπινο νου – το λόγο περί των ιδιοτήτων του Θεού, με τη βοήθεια του Πνεύματος.

27.   Όταν πρόκειται να θεολογήσεις, μην αναζητήσεις τους λόγους που αφορούν στην ουσία του Θεού, γιατί δεν μπορεί να τους βρει νους ανθρώπου, αλλά και νους κάποιου από τα όντα που είναι μετά το Θεό. Αλλά να εξετάζεις, όσο είναι δυνατό, τους λόγους για τις ιδιότητες του Θεού, δηλαδή για την αιωνιότητά Του, την απειρία και απεριοριστία, την αγαθότητα, τη σοφία και τη δύναμή Του να δημιουργεί, να προνοεί και να κρίνει τα όντα. Μεταξύ των ανθρώπων, μέγας θεολόγος είναι εκείνος που ανακαλύπτει - έστω και λίγο – τους λόγους αυτούς.

28.   Δυνατός άνθρωπος είναι εκείνος που ένωσε τη γνώση με την πράξη. Γιατί με την πράξη μαραίνει την επιθυμία και ημερώνει το θυμό, ενώ με την γνώση δίνει φτερά στο νου και υψώνεται προς το Θεό.

29.   Όταν ο Κύριος λέει: «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα»(Ιω. 10, 30), εννοεί την ταυτότητα της ουσίας. Κι όταν πάλι λέει: «Εγώ είμαι στον Πατέρα κι ο Πατέρας σ’ εμένα»(Ιω. 14, 11), φανερώνει ότι οι υποστάσεις είναι αχώριστες. Οι τριθεΐτες λοιπόν, που χωρίζουν τον Υιό από τον Πατέρα, πέφτουν σε διπλό γκρεμό. Όταν λένε ότι ο Υιός είναι αιώνιος όπως και ο Πατέρας, Τον χωρίζουν όμως από Αυτόν, αναγκάζονται να πουν ότι δεν γεννήθηκε από τον Πατέρα και να πέσουν στην παραδοχή τριών Θεών και τριών αρχών. Όταν λένε ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα, αλλά Τον χωρίζουν από Αυτόν, αναγκάζονται να πουν ότι δεν είναι αιώνιος όπως ο Πατέρας και να θέσουν στην εξουσία του χρόνου τον Κύριο των χρόνων. Γιατί, καθώς λέει ο μέγας Γρηγόριος, πρέπει και σε ένα Θεό να πιστεύομε, και τις τρεις Υποστάσεις να ομολογούμε, και την κάθε μία με την ιδιότητά της. Γιατί, ναι μεν η θεότητα διαιρείται, αλλά αδιαιρέτως. και ενώνεται, αλλά διαιρετώς, όπως λέει ο ίδιος Γρηγόριος. Και για τούτο, είναι υπέρλογη και η διαίρεση και η ένωση. Γιατί, τι παράδοξο θα ήταν, αν όπως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, έτσι ενώνονταν και χωρίζονταν ο Υιός με τον Πατέρα και τίποτε περισσότερο;

30.   Ο τέλειος στην αγάπη, που έφτασε στην ακρότητα της απάθειας, δεν γνωρίζει διαφορά δικού του και ξένου, ή δικής του και ξένης, ή πιστού και απίστου, ή δούλου και ελεύθερου, ή γενικά αρσενικού και θηλυκού. Αλλ’ επειδή έχει γίνει ανώτερος από την τυρρανία των παθών και αποβλέπει στη μία ανθρώπινη φύση, όλους τους θεωρεί ίσους και έχει την ίδια διάθεση απέναντι όλων. Γιατί δεν υπάρχει γι’αυτόν Έλληνας και Ιουδαίος, ούτε αρσενικό και θηλυκό, ούτε δούλος και ελεύθερος, αλλά όλα και σε όλα ο Χριστός(Κολ. 3, 11).

31.   Από τα πάθη που βρίσκονται μέσα στην ψυχή παίρνουν οι δαίμονες τις αφορμές και υποκινούν μέσα μας τους εμπαθείς λογισμούς. Κατόπιν πολεμούν με αυτούς το νου και τον βιάζουν να δώσει τη συγκατάθεσή του στην αμαρτία. Αφού νικηθεί, τον οδηγούν στην κατά διάνοια αμάρτια. και όταν αυτή συντελεσθεί, τον φέρνουν αιχμάλωτο στην πράξη. Κατόπιν, αυτοί που με τους λογισμούς ερήμωσαν την ψυχή, αποχωρούν μαζί με αυτούς, και μένει στο νου μόνο το είδωλο της αμαρτίας, για το οποίο λέει ο Κύριος: «Όταν δείτε το βδελυρό είδωλο της ερημώσεως να στέκεται σε τόπο άγιο – όποιος διαβάζει, ας εννοεί...»(Ματθ. 24, 15). Ας εννοεί ότι τόπος άγιος και ναός του Θεού είναι ο νους του ανθρώπου, μέσα στον οποίον οι δαίμονες, αφού ερημώσουν με τους εμπαθείς λογισμούς την ψυχή, τοποθετούν το είδωλο της αμαρτίας. Ότι και ιστορικώς έγιναν αυτά, κανείς από εκείνους που διάβασαν τον Ιώσηπο, δεν αμφιβάλλει. Πλην μερικοί λένε ότι αυτά θα γίνουν και κατά την εποχή του Αντιχρίστου.

32.  Τρία πράγματα είναι εκείνα που μας παρακινούν στα καλά: τα φυσικά σπέρματα, οι άγιοι άγγελοι και η αγαθή προαίρεση. Φυσικά σπέρματα εννοώ το εξής: όταν αυτό που θέλομε να μας κάνουν οι άνθρωποι, το κάνομε κι εμείς σ’ αυτούς(Λουκ. 6, 31). ή όταν δούμε κανέναν σε στενοχώρια ή σε ανάγκη και εκ φύσεως τον ελεούμε. Οι άγιοι άγγελοι μάς παρακινούν όταν, βαδίζοντας για κάποιο καλό πράγμα, βρούμε βοήθεια καλή και προχωρήσομε. Και η αγαθή προαίρεση, όταν διακρίνομε το καλό από το κακό και προτιμούμε το καλό.

33.   Τρία πάλι είναι εκείνα που μάς παρακινούν στα κακά: τα πάθη, οι δαίμονες και η κακή προαίρεση. Τα πάθη, όπως όταν επιθυμούμε κάτι παράλογο. όπως π.χ. ένα φαγητό όχι στον ορισμένο του καιρό ή χωρίς ανάγκη, ή γυναίκα όχι για σκοπό τεκνογονίας ή όχι τη νόμιμη σύζυγο. Κι ακόμα όταν θυμώνομε ή λυπούμαστε άδικα. π.χ. εναντίον εκείνου που μάς προξένησε ατιμία ή ζημία. Οι δαίμονες, όπως όταν καιροφυλακτούν να μας βρουν σε αμέλεια και τότε ξαφνικά μας επιτίθενται και κινούν εναντίον μας τα πιο πάνω πάθη και τα όμοια. Και η κακή προαίρεση, όπως όταν, ενώ ξέρομε το καλό, προτιμούμε το κακό.

34.   Ο μισθός των κόπων της αρετής είναι η απάθεια και η γνώση. Αυτές γίνονται πρόξενοι της βασιλείας των ουρανών, όπως αντιθέτως τα πάθη και η άγνοια προξενούν την αιώνια κόλαση. Εκείνος λοιπόν που κοπιάζει για ανθρώπινη δόξα και όχι για το αληθινό καλό, ακούει από τη Γραφή: «Ζητάτε και δεν παίρνετε, επειδή ζητάτε με κακό σκοπό»(Ιακ. 4, 3).

35.   Υπάρχουν πολλά φύσει καλά που κάνουν οι άνθρωποι, τα οποία δεν είναι καλά για κάποια αιτία. π.χ. η νηστεία, η αγρυπνία, η προσευχή, η ψαλμωδία, η φιλοξενία, είναι φύσει καλά έργα, αλλ’ όταν γίνονται από κενοδοξία, δεν είναι καλά.

36.   Για όλα όσα κάνομε, ο Θεός εξετάζει το σκοπό, αν τα κάνομε γι’ Αυτόν ή από άλλη αιτία.

37.   Όταν η Γραφή μάς λέει: «Συ θα αποδώσεις στον καθένα κατά τα έργα του»(Ψαλμ. 61, 13), δεν εννοεί ότι ο Θεός ανταμείβει τα έργα που γίνονται έξω από τον ορθό σκοπό, αν και φαίνονται καλά, αλλά μόνον εκείνα που γίνονται σύμφωνα με τον ορθό σκοπό. Γιατί η κρίση του Θεού δεν αποβλέπει στα έργα, αλλά στο σκοπό για τον οποίο γίνονται τα έργα.

38.   Ο δαίμονας της υπερηφάνειας έχει διπλή πονηρία. ή πείθει τον μοναχό να αποδίδει στον εαυτό του τα κατορθώματα και όχι στο Θεό, ο οποίος είναι και χορηγός των καλών και βοηθός για την κατόρθωσή τους, ή, αν δεν πείθεται σ’ αυτό, του υποβάλλει την ιδέα να εξευτελίζει τους πιο ατελείς από τους αδελφούς μοναχούς. Αγνοεί όμως αυτός που υποβάλλεται, ότι ο δαίμονας προσπαθεί να τον πείσει να αρνηθεί την βοήθεια του Θεού. Αν δηλαδή τους εξευτελίζει εκείνους, γιατί δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν την αρετή όπως αυτός, τότε παραδέχεται ότι αυτός με την δική τουδύναμη την κατόρθωσε, πράγμα αδύνατο, αφού ο Κύριος είπε: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε»(Ιω. 15, 5). Γιατί όταν η δική μας ασθένεια κινηθεί προς τα καλά, χωρίς τον Χορηγό των καλών, δεν μπορεί να τα ολοκληρώσει.

39.   Εκείνος που γνώρισε την ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως, αυτός δοκίμασε τη θεία δύναμη. Και επειδή άλλα έχει κατορθώσει κι άλλα επιδιώκει να κατορθώσει με τη θεία δύναμη, δεν εξευτελίζει ποτέ κάνενα άνθρωπο. Γιατί γνωρίζει ότι όπως βοήθησε ο Θεός τον ίδιο και τον ελευθέρωσε από πολλά και φοβερά πάθη, έτσι είναι σε θέση να βοηθήσει και όλους, όταν θέλει και μάλιστα εκείνους που αγωνίζονται γι’ Αυτόν. αν και για λόγους που μόνος Εκείνος γνωρίζει, δεν τους ελευθερώνει όλους μαζί από τα πάθη, αλλά ξεχωριστά, ως αγαθός και φιλάνθρωπος γιατρός, ελευθερώνει τον καθένα που προσπαθεί.

40.   Όταν σταματούν να ενεργούν τα πάθη, ή γιατί κόπηκαν οι αιτίες τους ή γιατί οι δαίμονες υποχωρούν από δόλο, τότε εμφανίζεται η υπερήφανεια.

41.   Σχεδόν κάθε αμαρτία γίνεται για χάρη ηδονής, και η εξάλειψή της γίνεται με την κακοπάθεια και τη λύπη που προξενούνται είτε θεληματικά με τη μετάνοια, είτε με τρόπο που οικονομεί η θεία πρόνοια. Γιατί αν ανακρίναμε τον εαυτό μας, δεν θα καταδικαζόμαστε από το Θεό. και όταν δοκιμαζόμαστε από τον Κύριο με θλίψεις, μας παιδαγωγεί για να μην κατακριθούμε μαζί με τον κόσμο(Α΄ Κορ. 11, 31-32).

42.   Όταν σου έρθει αναπάντεχος πειρασμός, μην κατηγορείς εκείνον από τον οποίο προήλθε, αλλά εξέταζε το γιατί σου ήρθε, και θα βρεις διόρθωση. Επειδή είτε από εκείνον, είτε από άλλον, σου έπρεπε να το πιεις το πικρό ποτήρι της κρίσεως του Θεού.

43. Ακριβώς επειδή είσαι κακότροπος, μην αρνείσαι την κακοπάθεια, για να ταπεινωθείς με αυτήν και να ξεράσεις την υπερηφάνεια.

44.   Άλλοι πειρασμοί φέρνουν στους ανθρώπους ηδονές, άλλοι λύπες, άλλοι σωματικούς πόνους. Και ανάλογα με την αιτία των παθών που βρίσκεται στην ψυχή, επιβάλλει και το φάρμακο ο Γιατρός των ψυχών με την κρίση Του.

45.   Οι πειρασμοί σε άλλους στέλνονται από το Θεό για την εξάλειψη αμαρτημάτων που έχουν ήδη γίνει, σε άλλους για αμαρτήματα που τώρα γίνονται, και σε άλλους για να τους εμποδίσουν από αμαρτήματα που πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Εκτός βέβαια από εκείνους τους πειρασμούς που στέλνονται για να δοκιμαστεί κάποιος, όπως στην περίπτωση του Ιώβ.

46.   Ο φρόνιμος άνθρωπος, επειδή αναλογίζεται τη θεραπευτική ενέργεια της κρίσεως του Θεού, υπομένει ευχαρίστως τις συμφορές που του επέρχονται και σκέφτεται ότι κανένας άλλος δεν είναι αίτιός τους παρά μόνο οι αμαρτίες του. Ο ανόητος όμως, επειδή δε γνωρίζει τη σοφότατη πρόνοια του Θεού, όταν αμαρτάνει και τιμωρείται, θεωρεί ως αιτίους των συμφορών του ή το Θεό, ή τους ανθρώπους.

47.   Υπάρχουν μερικά μέσα που σταματούν την πρόοδο των παθών και δεν τα αφήνουν να μεγαλώσουν. και άλλα που οδηγούν στην ελάττωσή τους και τα περιορίζουν. Η νηστεία, για παράδειγμα, ο κόπος και η αγρυπνία δεν αφήνουν την επιθυμία να αυξηθεί. Η αναχώρηση όμως και η θεωρία, η προσευχή και ο έρωτας προς τον Θεό την ελαττώνουν και την οδηγούν στην εξαφάνιση. Το ίδιο συμβαίνει με τον θυμό. Η μακροθυμία, η αμνησικακία και η πραότητα σταματούν τον θυμό και δεν τον αφήνουν να μεγαλώνει, ενώ η αγάπη, η ελεημοσύνη, η καλωσύνη και η φιλανθρωπία, οδηγούν στην ελάττωση του θυμού.

48.   Εκείνου που ο νους είναι πάντοτε κοντά στο Θεό, αυτού και η επιθυμία αυξήθηκε πάρα πολύ κι έγινε θείος έρωτας και το θυμικό ολόκληρο μεταβλήθηκε σε θεία αγάπη. Γιατί ο νους, με την πολύκαιρη μέθεξη της θείας ελλάμψεως, αφού έγινε όλος φωτεινός, και το παθητικό μέρος του αφού το υπέταξε σφιχτά στον εαυτό του, το μετέβαλε – όπως είπα – σε ακατάληπτο θείο έρωτα και ακατάπαυστη αγάπη και το έφερε εξ ολοκλήρου από τα επίγεια προς το Θείο.

49.   Εκείνος που δεν φθονεί, μήτε οργίζεται, μήτε μνησικακεί εναντίον αυτού που τον λύπησε, δε σημαίνει ότι ήδη έχει οπωσδήποτε και αγάπη προς αυτόν. Γιατί μπορεί και χωρίς να αγαπά, να μην ανταποδίδει κακό στο κακό, λόγω της εντολής(Ρωμ. 12, 17). δεν μπορεί όμως εξάπαντος και να ανταποδώσει καλό στο κακό αβίαστα. Γιατί το να ευεργετεί κανείς με όλη του την καρδιά όσους τον μισούν, είναι ιδίωμα μόνο της τέλειας πνευματικής αγάπης.

50.   Εκείνος που δεν αγαπά κάποιον, δεν σημαίνει ότι και τον μισεί οπωσδήποτε. ούτε πάλι εκείνος που δεν μισεί, οπωσδήποτε αγαπά, αλλά μπορεί να είναι σε μια μέση κατάσταση, ούτε να αγαπά, ούτε να μισεί. Την αγαπητική διάθεση την προξενούν μόνο οι πέντε τρόποι που αναφέρονται στο ένατο κεφάλαιο αυτής της εκατοντάδας. ο αξιέπαινος, ο μέσος και οι αξιοκατηγόρητοι.
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου