Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Ἀριστείδης Π. Δασκαλάκης: Πραότητα καὶ Ὀργή, οἱ δύο ὄψεις δύο νομισμάτων




Ὁ γέρων Ἀθανάσιος Μυτιλιναῖος διηγοῦνταν : 

«Κάποτε ρώτησαν κάποιον πνευματικὸ ἄνθρωπο πῶς θά ἀναγνώριζε ἕναν ἅγιο, καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ἀπὸ τὴν πραότητά του »

O ἴδιος ὁ Κύριος ὑπόσχεται τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν στὸν 3ο Μακαρισμὸ Του: «μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.» (Ματθ. 5,5).

H πραότητα εἶναι καρπὸς τῶν δύο πρώτων μακαρισμῶν. Τῆς πτωχείας τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ πένθους. Οἱ ταπεινόφρονες καὶ οἱ συναισθανόμενοι τὴν αμαρτωλότητα τους , κλαίοντας γιὰ τὴν πτώση τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τὴ δική τους, αὐτοὶ εἶναι οἱ πρᾶοι.
 
Αὐτοὶ ποὺ δὲν κατακρίνουν, ποὺ δὲν καταδιώκουν, ποὺ δὲν ὑποτιμοῦν, ποὺ δὲν ὑβρίζουν καὶ δὲν ἐξουθενώνουν τοὺς ἄλλους. Αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι μνησίκακοι καὶ περιμένουν τὶς περιστάσεις καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθοῦν. Αὐτοὶ ποὺ δὲν χαίρονται μὲ τὸν ξεπεσμό των ἄλλων καὶ τὴν ἀποτυχία τους.

Πρᾶοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ τὰ πάθη τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς. Οἱ ἤρεμοι, οἱ ἐπιεικεῖς, οἱ ὑπομονετικοί.


Κι ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «οἱ κατεσταλμένοι τά ἤθη καί παντὸς πάθους ἀπηλλαγμένοι, ὡς μηδεμίαν ἔχειν ταραχὴν ἐνοικοῦσαν αὐτῶν ταῖς ψυχαῖς, οὗτοι πραεῖς προσαγορεύονται». Δὲν διοικοῦνται ἀπ᾿ τὸν στρατηγὸ τῆς ταραχῆς.

Ἡ ἀρετὴ τῆς πραότητας εἶναι παρεξηγημένη. Ὁ πρᾶος ἄνθρωπος θεωρεῖται πολλὲς φορὲς ὅτι δὲν ἔχει ψυχικὸ σθένος, ὅτι εἶναι χωρὶς ἀνδρεία, καὶ ἡ πραότητά του φαίνεται σὰν ἀδυναμία χαρακτῆρος. Πρόκειται ὅμως γιὰ μία πλάνη.


Τὸ νὰ μείνει κανεὶς ἤρεμος, ἀόργητος, ὅταν ἀδικεῖται, ὅταν παραμερίζεται, καὶ νὰ μὴ θυμώνει καὶ φωνάζει , νὰ μὴν ἐξαγριώνεται, αὐτὸ πραγματικὰ χρειάζεται μεγάλη ψυχικὴ δύναμη.


Ἀντίθετα, αὐτὸς ποὺ δέν εἶναι πρᾶος ἔχει ἀδύναμο χαρακτῆρα· δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει μία κατάσταση, καὶ θυμώνει. Ὁ πρᾶος εἶναι δυνατός.
Ἐν τούτοις ἡ πραότητα δὲν στερεῖται, ὅπως κανεὶς θὰ πίστευε, ἀπὸ νεῦρο ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ διαθέτουν οἱ πρωτόπλαστοι γιὰ νὰ ἀπομακρύνουν τὸν διάβολο.


Ὑπάρχουν τέτοια παραδείγματα στὴν Ἁγία Γραφὴ ἢ τὴν παράδοση τῆς ἐκκλησίας μας;


Μωυσῆς, ,εἶχε τὴν ἐπωνυμία πρᾶος. Εἶχε νὰ κάνει μὲ δύο ἑκατομμύρια σκληροτράχηλων Ἑβραίων καί ὅμως ἦταν πρᾶος ἀπέναντι σ᾿ αὐτὸν τὸν λαό.
Ὡστόσο αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τὸ νὰ πετάξει τὶς πλάκες τοῦ νόμου καὶ νὰ τὶς σπάσει, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ καὶ εἶδε τοὺς Ἑβραίους νὰ λατρεύουν τὸν χρυσὸ μόσχο.



Τὶς ἔσπασε λέγοντας: «Σ᾿ ἕναν λαὸ ποὺ μέ τόση εὐκολία μπορεῖ νὰ εἰδωλολατρεῖ, δὲν τοῦ ἀνήκει, δὲν τοῦ πρέπει νόμος Θεοῦ» Αὐτὸ δέν λογαριάστηκε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ὡς θυμὸς ἤ ὀργή, ποὺ θὰ ἦταν ἁμαρτία.


Ἰσαάκ, ὁ γιὸς τοῦ Ἀβραάμ εἶναι τύπος πραότητος. Τύπος Χριστοῦ.
Ὅταν ἔμεινε μόνος του, γιατὶ ὁ πατέρας του ὁ Ἀβραὰμ εἶχε πεθάνει, ἄνοιγε πηγάδι γιὰ νὰ ἀντλεῖ νερὸ καὶ νὰ ποτίζει τὰ κοπάδια του. Οἱ γειτονικοὶ λαοὶ ἔβλεπαν ὅτι ἀνοίχθηκε ἕνα πηγάδι, καὶ εἴτε διότι αὐτοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνοίξουν εὔκολα ἄλλο ἢ ἴσως δὲν ἔβρισκαν νερό, πήγαιναν καὶ τοῦ ἔπαιρναν τὸ πηγάδι, λέγοντάς του: «Τό πηγάδι αὐτὸ εἶναι δικό μας» Ὁ Ἰσαάκ ποτὲ δὲν μαχόταν· πήγαινε πιὸ πέρα. Ἐπειδὴ ἦταν εὐλογημένος, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδινε ὅλα τὰ ἀγαθά· ἄνοιγε ἄλλο πηγάδι, καὶ πάλι ἔβρισκε πολὺ νερό.

Ἅγιος Νικόλαος εἶναι «εἰκόνα πραότητος» καὶ «ἐγκρατείας Διδάσκαλος» ὅπως περιγράφει καὶ τὸ ἀπολυτίκιό του. Πὼς γίνεται αὐτὸς ποὺ «βρόντηξε» χαστούκι στὸν πειθαρχημένο καὶ μειλίχιο Ἄρειο, νὰ χαρακτηρίζεται πρᾶος κι ἐγκρατής;



Ἦταν ἐμπαθὴς ὁ ἅγιος; Εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα;


Ὁ λόγος ποὺ ὁ ἅγιος Νικόλαος χαστούκισε τὸν αἱρετικὸ καὶ ὑβριστὴ τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδας , δὲν ἦταν τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀποβολὴ τῆς ἀγάπης κατὰ ἑνὸς φυσικοῦ προσώπου (τοῦ Ἀρείου), ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό.
 

Δὲν πρόκειται λοιπόν, γιὰ μιὰ ἐμπαθῆ χειρονομία, ἀλλὰ γιὰ ἀποτέλεσμα θεολογικῆς ἀκρίβειας, συνοδευόμενης ὅμως ἀπὸ ἕνα ἐσωτερικὸ βίωμα, ἀντίστοιχο τοῦ ὁποίου βρίσκουμε στὴν ἁγιογραφικὴ διήγηση τῆς ἀπομάκρυνσης τῶν ἐμπόρων ἀπὸ τὸν ναό , ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἅγιος στηρίζεται μέσα στὴν φυλακὴ ἀπ᾿ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα πραότητος, ὅταν εἶπε στόν διάβολο: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ»  δέν θὰ τὸ εἶπε  μὲ κάποια, θὰ λέγαμε, πραότητα , ἀλλὰ μὲ νεῦρο ψυχῆς.

Τὸ ἴδιο πρᾶγμα εἶχε πεῖ καὶ στὸν ἀπόστολο Πέτρο, ὅταν Τόν ἐμπόδιζε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλημα: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Τὸ ἴδιο θὰ συνέβη, ἐπίσης, ὅταν ὁ Κύριος ἔφτιαξε ἕνα φραγγέλιο ἀπὸ σχοινιὰ καὶ ἔβγαλε ὅλους τοὺς ἐμπόρους μέσα ἀπὸ τὸν ναό – χωρίς βεβαίως νὰ χτυπήσει κανέναν. Αὐτὰ δὲν ἔγιναν μὲ μακαρία ἠρεμία! Ἔγιναν μὲ θυμὸ καὶ ὀργή.

Θὰ ᾿λεγε κανεὶς ὅτι ἀκυρώνουμε τὰ προηγούμενα καθ᾿ ὅτι εἴπαμε ὅτι πρᾶος εἶναι ὁ ἀόργητος. Πῶς γίνεται ὁ «θυμὸς» νὰ ἀποτελεῖ λοιπὸν μιὰ πτυχή, θὰ λέγαμε τῆς πραότητας; Γίνεται, ὅταν πηγάζει ἀπὸ ἀγανάκτηση ὅταν προσβάλλεται ὁ Θεός.

Μέγας Βασίλειος δίνει τὴν ἀπάντηση: «Τὸν θυμό, τὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ὀργίζεται κατὰ τοῦ κακοῦ».
Συνεπῶς, θυμὸς καὶ πραότητα δὲν ἀντιμάχονται· συνυπάρχουν κατὰ ἕναν ἁρμονικὸ τρόπο.

 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης λέει: «τὸ μέτριόν τε καὶ πρᾶον, οὐ τὸ παντάπασιν ἀπαθὲς ἐγκελεύεται». Ὅταν διατάσσει ὁ Κύριος τὴν πραότητα, δὲν σημαίνει μ᾿ αὐτὸ ὅτι πρέπει νὰ εἶναι κάποιος ἀπαθής, δηλαδὴ νά μὴν ἔχει νεῦρο.

Καὶ ὁ Θεοφύλακτος μᾶς λέει τὸ ἑξῆς: «Πραεῖς λέγονται οὐχ οἱ μηδόλως ὀργιζόμενοι, οἱ τοιοῦτοι γὰρ ἀναίσθητοι, ἀλλ᾿ οἱ θυμὸν μὲν ἔχοντες κρατοῦντες δέ· καὶ ὅτε δεῖ ὀργιζόμενοι, ὡς καὶ Δαυΐδ εἶπε «ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε»». 


Πρᾶοι δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ὀργίζονται καθόλου, γιατὶ τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι ἀναίσθητοι, ἀλλὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν θυμὸ καὶ τὸν συγκρατοῦν. Ὅταν ὅμως κάποτε πρέπει νὰ ὀργισθοῦν, νὰ τὸ κάνουν ὅπως εἶπε καὶ ὁ Δαυίδ, δηλαδὴ «νὰ ὀργίζονται χωρὶς νὰ ἁμαρτάνουν».

Ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς στὰ ἑκατὸ πρακτικὰ κεφάλαια μᾶς τονίζει: «Ὁ θυμός, περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη, ταράζει καὶ συγχύζει τὴν ψυχή, κάποτε ὅμως καὶ τὴν ὠφελεῖ πολύ. Γιατί ὅταν τὸν μεταχειριζόμαστε χωρὶς ταραχὴ κατὰ τῶν ἀσεβῶν ἢ ἀσελγῶν (ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἦταν σὲ ταραχή; 

Ἢ ὅτι ἔκανε τὸ ἔκανε γιὰ νὰ σταματήσει τὴν ὕβρη καὶ νὰ παραδειγματίσει; ) , γιὰ νὰ σωθοῦν ἢ νὰ ντραποῦν, τότε προσθέτουμε πραότητα στὴν ψυχή μας, γιατὶ συμβαδίζουμε μὲ τὸν σκοπὸ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. 

Ὁ φρόνιμος θυμὸς δόθηκε ὡς ὅπλο δικαιοσύνης στὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὸν δημιουργὸ Θεό. Ἄν ἡ Εὔα χρησιμοποιοῦσε αὐτὸ τὸ ὅπλο κατὰ τοῦ φιδιοῦ, δὲν θὰ νικιόταν ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ἐκείνη ἡδονή». (Μήπως καὶ ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς ἤθελε νὰ δικαιολογήσει τὰ ἐμπαθῆ του αἰσθήματα;)

Τὸ Ψαλτήρι λέει «ὀργίζεσθε, καὶ μὴ ἁμαρτάνετε» , καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Θὰ πρέπει νὰ ὀργίζεται κανεὶς χωρὶς νὰ ἁμαρτάνει· δηλαδὴ νὰ μὴν ὀργίζεται γιὰ πράγματα καὶ γιὰ συμφέροντα προσωπικά, ἄν ἀδικήθηκε, ἀλλά σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βλέπουμε νὰ γίνεται παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀγανακτοῦμε, δηλαδὴ νὰ ἔχουμε νεῦρο ψυχῆς, νὰ ἔχουμε θυμό, νὰ ὀργιζόμαστε.

Πόσο μᾶλλον ὅταν ὁ Νόμος καταπατᾶται στὸ σύνολό του, μὲ πανθρησκεία, οἰκουμενισμὸ καὶ κοινωνία σχισματικῶν. Τὶ πρέπει νὰ πράξει ἕνας ὀρθόδοξος ἀπέναντι στὴν προδοσία καὶ τὴν ὕβρη; Νὰ κάνει ὑπακοή; Νὰ ταπεινολογεί καὶ νὰ σκύβει κεφάλι καὶ συνείδηση;

Ὁ γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος τονίζει : «τὸ σέβας στοὺς ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ μεγαλυτέρους ἀναφέρεται στὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἐὰν ὅμως εἶναι αἱρετικοὶ τότε πειθαρχοῦμε μόνο στὸ Θεὸ»
Ὑπάρχουν τώρα καὶ κάποιοι ποὺ ἀπὸ φύσεως εἶναι πρᾶοι. Ἔ, αὐτοὶ δὲν καταφέρνουν καὶ κάτι ἀξιόλογο, εἰδικὰ ὅταν χρησιμοποιοῦν τὴν πραότητα ὡς ἐργαλεῖο, ὡς ὅπλο τοῦ κακοῦ.

«Ἀνήρ πονηρὸς δράσσεται πράον λόγον. Ἔχει γὰρ αὐτὸς τοὺς λόγους ὥσπερ δόλους» (δολώματα) μᾶς λέει ὁ ποιητὴς Μένανδρος.
Κάποιοι λοιπὸν προβατόσχημοι λύκοι- ἐκπαιδευμένοι στὰ ἐπικοινωνιακὰ «τρικ» - ποὺ διαθέτουν παρουσιαστικὸ εἰρηνικό, ταπεινοσχημοῦν καὶ πίσω ἀπ᾿ τὴ βιτρίνα τοῦ ἡσύχιου ἀνθρώπου καὶ τῆς φαινομενικῆς πραότητας, κρύβεται ἕνας μοχθηρὸς «λύκος» ἐμφορούμενος ἀπὸ πονηρὰ δαιμόνια, ἕτοιμος νὰ κατασπαράξει ψυχές.


Ἔτσι πλανεύουν κόσμο ποὺ δυστυχῶς δὲν ἀναζητᾶ τὴν ἀλήθεια, καὶ παρασέρνεται ἀπὸ τὴν ψευτοταπείνωση.
Ὑπάρχει καὶ μία σημαντικὴ μερίδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι  ἀρέσκονται νὰ ζοῦν μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα αἰσιοδοξίας δίχως βεβαίως νὰ στηρίζουν τὴ νοοτροπία τους αὐτὴ σὲ ὀρθὴ μετάνοια καὶ ἀντικειμενικὴ βάση.


Βεβαίως, ἡ αἰσιοδοξία στὴ σωστή της μορφὴ ἀποτελεῖ ἀρετὴ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλοίμονο, ἐὰν ἡ αἰσιοδοξία χαθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἄλλο εἶναι ὅμως αὐτὸ καὶ ἐντελῶς διαφορετικὸ εἶναι τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς στὰ σύννεφα καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ὅλα τὰ θέματα τῆς ζοφερῆς πραγματικότητος, ἀπὸ μόνα τους, δίχως ἀγῶνα καὶ μάλιστα δίχως Θεό, θὰ ἔχουν αἴσιον τέλος.


Ἀλλὰ καὶ κάποιοι ἁπλοί,  βραχυκυκλωμένοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταληφθεῖ ἀπ` τὸ φόβο, ἕνεκεν μιᾶς ἀρρωστημένης πνευματικότητος, ὅταν ἡ Πίστη εἶναι τὸ κινδυνευόμενο, τὶ κάνουν; Παρουσιάζουν θέαμα ἀξιοθρήνητο στὴ σκέψη καὶ μόνο, ὅτι ἴσως χρειασθεῖ νὰ θέσουν τὴν ὑπογραφή τους σὲ ἕνα ἁπλὸ κείμενο διαμαρτυρίας. Βαυκαλίζουν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, ὅτι εἶναι δῆθεν «πραεῖς καὶ ἡσύχιοι» καὶ ὅτι δὲν χάνουν τὴν εἰρηνική τους διάθεση, ἀφοῦ «ἔχει ὁ Θεός». Μάλιστα, ὑπάρχουν καὶ ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸν ἐπιβεβλημένο ἔλεγχο ὡς κατηγορία, κατάκριση, κλπ.

Αὐτὸ τὸ «ἔχει ὁ Θεός», ἐνῶ εἶναι ἔκφραση πίστεως ἀγωνιστικῆς καὶ ἀπαύγασμα ἀμεταθέτου ἐλπίδος, κατώρθωσε ὁ Διάβολος, διὰ τῶν ἀφελῶν καὶ δειλῶν πιστῶν, νὰ τὸ σερβίρει ὡς παγίδα καὶ νὰ τὸ περάσει ὡς τρόπον ζωῆς, μετατρέποντάς το σὲ  πυροσβεστῆρα κατὰ τοῦ ἁγνοῦ ζήλου. (ὅπως ἡ ἀγάπη στὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν ἀρρωστημένη προσέγγιση τῶν ἐκκλησιῶν).

Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ νόθα καὶ μεταλλαγμένη πίστη ἐκφράζει τὸ κήρυγμα μετανοίας τοῦ προφήτη Ἀμώς. Ἀντιμετώπισε τὸ ψεῦδος, τὴν ἀδικία κι ἕνα σωρὸ ἀνομολόγητα κι αἰσχρὰ ἁμαρτήματα, τοῦ ἀποστατοῦντος Ἰσραήλ, ὀχτὼ αἰῶνες πρὶν τὸ Χριστό.



Βασιλιᾶς ὁ Ιεροβοάμ ὁ Β' στὴ Σαμάρεια καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Οζίας.
Ὁ λαὸς μιμούμενος τοὺς ἄρχοντες κι ἀντιγράφοντας, τὴν συμπεριφορά  τους σερνόμενος στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας ἥλκισε τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ οἱ καθ᾽ ὕλην ἁρμόδιοι (τὸ ἱερατεῖο), ἀντὶ νὰ ἐλέγξουν τὴν ὅλη κατάσταση καὶ νὰ κηρύξουν μετάνοια, ἀπολάμβαναν τὴν ἡσυχία τους μὲ ὅλα βεβαίως τὰ προνόμια ποὺ προέβλεπε ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως.


Ποῦ φωνὴ  διαμαρτυρίας; Ποῦ κήρυγμα ἀφύπνισης; Ποῦ ἔλεγχος ἐπιβεβλημένος; Ποῦ λόγος ἐποικοδομητικός; Ὅλοι ἀπολάμβαναν τὴν ἡσυχία τους καὶ τὴν πονηρὴ ἀταραξία τους.


Μέσα λοιπὸν σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα, ξεσπᾶ ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ ὁ Προφητικὸς λόγος. Τάδε λέγει Κύριος: «Ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». «λέων ἐρεύξεται, καὶ τίς οὐ φοβηθήσεται; Κύριος ὁ Θεὸς ἐλάλησε, καὶ τίς οὐ προφητεύσει;». (Αμ. 3,8)


(Ὅταν ὁ λέων ἀφήνει τοὺς βρυχηθμούς του, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φοβηθῆ;
Ὁ Κύριος ἔδωσεν ἐντολὴν καὶ ποιὸς προφήτης θὰ ἀρνηθῆ νὰ ὁμιλήση ἐκ
μέρους τοῦ Κυρίου;)
 
Κηρύσσει σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀμερίμνως καὶ μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ραθυμίας ἀνέμεναν τὴν «ἡμέραν Κυρίου», κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἔλθει ὁ Κύριος γιὰ νὰ δώσει λύσεις στὰ προβλήματα ποὺ οἱ ἴδιοι γίνονται αἰτία νὰ δημιουργοῦνται καὶ νὰ σωρεύονται.

Οἱ Ἰσραηλῖτες ἀνέμεναν τὴν «ἡμέραν Κυρίου» ὡς ἡμέραν δόξης γιὰ τὸ ἔθνος τους καὶ λαχταροῦσαν μὲ μία  ἰδιαίτερη ὑπερηφάνεια τὸ πότε αὐτὴ θὰ ἔλθει. Ὁ Ἀμώς, θρυμματίζει αὐτὴ τὴν ψεύτικη ἐλπίδα καὶ διασαλπίζει στὸν ἄνομο λαό, ὅτι ἡ «ἡμέρα Κυρίου» δὲν θὰ εἶναι ὅπως αὐτοὶ τὴν νομίζουν, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἡμέρα τιμωρίας, συμφορᾶς καὶ φρίκης γιὰ τὶς τόσες καὶ τόσες ἀνομίες καὶ ἁμαρτίες.


Ὑπάρχουν δυστυχῶς καὶ κάποιοι Πνευματικοί, ποὺ θέτουν ἐπιτίμιο στὴν ἀνησυχία τῶν πιστῶν, θεωροῦντες τὸν ἐπιβεβλημένο ἔλεγχο, τὴ διαμαρτυρία, τὴν ὁμολογία ὡς κατακρίσεις καὶ κατηγορίες.
Αὐτοὶ οἱ πνευματικοὶ καλλιεργοῦν φροῦδες ἐλπίδες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλοιώνεται αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς πίστεως.


Καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ προστεθεῖ, ὅτι ἡ νοοτροπία αὐτή, ὅτι δηλαδὴ «ὅλα θὰ τὰ τακτοποιήση ὁ Θεὸς» καὶ ἐμεῖς ἂς μὴν κινοῦμε οὔτε τὸ δακτυλάκι μας, τελικῶς καταντᾶ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι καὶ τελικῶς τὰ πράγματα νὰ ἔρχονται ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι φαντάζονταν οἱ «ἄκαπνοι» πιστοί.


Στὴν ἐποχήν μας, ἡ ἁμαρτία ἔχει πιὰ κατακλύσει τὰ πάντα: αἱμομείκτες, παιδεραστές, ὁμοφυλόφιλοι, πόρνοι, μοιχοί, ἐγκληματίες, δολοφόνοι, ἔμποροι ναρκωτικῶν. Ἐμπορία καὶ μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων ἀπὸ «ἐγκεφαλικὰ νεκρούς», ἀμβλώσεις. Κοινωνία τῆς διαφθορᾶς καί τῆς παρανομίας. Πατρίδα ποὺ ξεπουλιέται στὸ χρηματιστήριο τῆς νέας τάξης πραγμάτων. Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἀκούγεται ἡ ἐπωδός: « Ἔχει ὁ Θεός!»


Ὁμολογοῦμε φοβισμένοι τὴν ἀλήθεια νοερῶς ἢ τοὐλάχιστον ἔτσι νομίζουμε, ἀλλὰ στὰ φανερὰ προδίδουμε τὸν Χριστό.


Ἡ ἀλήθεια θὰ πρέπει πάντοτε νὰ διακηρύσσεται. Ἡ δὲ Χάρις ἐπικυρώνει τὴν ἀλήθεια, δικαιώνει τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ καταισχύνει τὰ φερέφωνα τῆς πλάνης καὶ τοῦ ψεύδους.


Οἱ ἐν Χριστῷ πραεῖς «θυμώνουν» ὅταν προσβάλλεται ὁ Θεός. Ἀγανακτοῦν γιὰ τὴν ἅλωση τῆς πίστεως. Οἱ φαινομενικὰ πραεῖς θυμώνουν ὅταν προσβάλλεται τὸ «ἐγὼ» τους καὶ ἡ ἰδιοτέλειά τους, ἐνῶ στὰ θέματα πίστεως παραμένουν συνειδητὰ ἀτάραχοι καὶ ὑπάκουοι στὸ ψεῦδος.


Τὸ νὰ ὑψώνουμε φωνὴ καὶ μόνο, δὲν διαφέρουμε ἀπ᾿ τὰ ἄλογα ζῶα ποὺ βρυχῶνται στὴ φύση. Τὸ νὰ ὑψώνουμε τὸ λόγο μας, ἐλέγχοντας τὴν αἵρεση,  γινόμαστε εἰκόνες Θεοῦ πρὸς τὸ  καθ᾿ ὁμοίωσιν. 

Ἕνας Πέρσης ποιητὴς εἶπε: «Ὕψωσε τὰ λόγια σου, ὄχι, τήν φωνή  σου.
Εἶναι ἡ βροχούλα ποὺ κάνει τὰ λουλούδια νὰ μεγαλώσουν, ὄχι ἡ καταιγίδα
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου