Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Γέρο-Γεώργιος Λαζάρ, η λαμπάδα της πίστεως


Ένας από τους εγγονούς του Γέρο-Γεωργίου, ο Δημήτριος Μπογδάν Στρίμπου, μας περιγράφει πολύ ωραία την προσωπικότητα του κατά σάρκα παππού του.

«Σας δίνω κι εγώ μερικές πληροφορίες για τον Γέρο-Γεώργιο, τον οποίο θυμάμαι αφότου ήμουν μικρό παιδί. Πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο Γέρο Γεώργιος ερχόταν στο χωριό μας, το Σουγκάγκ, κάθε καλοκαίρι και έμενε μαζί μας, μαζί με τους γονείς μου στο σπίτι μας επί ένα μήνα. Κοιμόταν στο μπαλκόνι. 

Απ’ όσα εγώ γνωρίζω, ουδέποτε πήγαινε στο σπίτι του, που ήταν πλέον των τριών χιλιομέτρων μακριά από το χωριό μας. Την Κυριακή έρχονταν σ’ αυτόν η γυναίκα του και τα παιδιά του και τους έδινε και λίγα χρήματα. Διότι μας έλεγε ότι στη Μολδαβία που ζούσε, υπήρχαν πολλοί πλούσιοι και του έδιναν χρήματα τα οποία μοίραζε στους φτωχούς.

»Όσο καιρό έμενε σ’ εμάς, την νύχτα πήγαινε στην εκκλησία, όπου προσευχόταν περισσότερο από μία ώρα. Μάλλον επιθυμούσε να μένει στο δικό μας σπίτι διότι ήταν κοντά στην εκκλησία. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε τίποτε. Ενώ τις άλλες ημέρες, εάν ήταν νηστεία νήστευε, ενώ, εάν ήταν κατάλυση, έτρωγε αυγά, τυρί, ψωμί και γάλα. Κρέας δεν έτρωγε ποτέ. 

Έλεγε ότι έκανε προσευχή για να ευλογεί ο Θεός τα τρόφιμα και ό,τι του έδιναν, τα μοίραζε στους φτωχούς. Δεν του επέτρεπε η συνείδησή του να χορταίνει αυτός, και μάλιστα κρέας, τη στιγμή που τόσοι φτωχοί τον περιτριγύριζαν και του ζητούσαν τρόφιμα και χρήματα!

»Όλο τον καιρό περπατούσε ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος και μ’ ένα γελέκο στις πλάτες του. Ήταν το ίδιο γελέκο που φορούσε όταν έφυγε από το χωριό μας για τους αγίους Τόπους πριν 20 χρόνια. Βάδιζε στον δρόμο διαβάζοντας τους Ψαλμούς του Δαβίδ και την ευχή του Ιησού: “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς τους αμαρτωλούς”. 

Δεν ξέρω αν ήταν το έτος 1913 ή το 1914 όταν ήλθε για τελευταία φορά στο χωριό μας. Πάντως το 1914 άρχισε ο Πόλεμος και δεν του έδιναν διαβατήριο να επισκεφθεί το χωριό του. Αλλά, όταν ειρήνευσε ο κόσμος, πιστεύω ότι αυτός δεν θα ζούσε πλέον. Εγώ τόσα γνωρίζω από τον παππού μου, το Γέρο-Γεώργιο».

Αυτά τα γεγονότα μαρτυρούν και άλλοι χωρικοί που άκουσαν τον Γέρο-Γεώργιο να τους λέει το 1914 προφητικά:

– Από τώρα και στο εξής δεν θα έλθω πάλι στο Σουγκάγκ, διότι θα συμβούν μεγάλες ταραχές στον κόσμο.

Συχνά τον ερωτούσαν μοναχοί και μαθητές του:

– Πότε θα πεθάνεις, Γέρο-Γεώργιε;

– Ε, αγαπητοί μου, εγώ θα πεθάνω όταν θα γίνουν μεγάλες αναταραχές στον κόσμο, τους απάντησε ο Γέροντας με ιλαρό πρόσωπο, και στον θάνατό μου θα είναι μεγάλη εορτή και θα κτυπούν οι καμπάνες όλης της χώρας.

Πολλοί νόμισαν ότι λέει αστεία. Αλλ’ όμως τα όσα είπε ήταν αλήθεια. Να πώς συνέβησαν τα γεγονότα:

Στον καιρό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ο γέροντας έμενε στην πόλη Πιάτρα Νεάμτς. Σπανίως πήγαινε σε μοναστήρια και μαθητές του. Βέβαια, δεν ήταν καθόλου ασθενής. Ουδέποτε υπέφερε από κάτι σ’ όλη τη ζωή του. Ούτε έμεινε ποτέ στο κρεβάτι, ούτε πήρε κάποιο χάπι, διότι ο Θεός χάριζε στον δούλο Του δυνατή υγεία. Την τάξη της προσευχής και νηστείας την κράτησε μέχρι τον θάνατό του.

Ήταν το έτος 1916, στην Κοίμηση της Κυρίας Θεοτόκου, όταν η Ρουμανία έμπαινε στον πόλεμο. Τότε, όταν ο καμπανάρης της εκκλησίας του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ανέβαινε βιαστικά στο καμπαναριό για να κτυπήσει τις καμπάνες για τη γενική επιστράτευση, βρήκε τον Γέρο-Γεώργιο στο πρώτο αυτό κελλί του να έχει πάρει τον αιώνιο ύπνο. Και έτσι επαλήθευσε ο λόγος του που είπε, ότι στον θάνατό του, σε μεγάλη εορτή, όταν θα κτυπήσουν οι καμπάνες όλης της χώρας, αυτός θα φύγει απ’ αυτή τη ζωή.

Η είδηση της κοιμήσεως του Παππού διαδόθηκε την ίδια ημέρα σ’ όλη την πόλη Πιάτρα και τα περίχωρά της. Οι πάντες, μικροί μεγάλοι, έτρεχαν με δάκρυα ν’ αποχαιρετήσουν τον καλό τους φίλο και πατέρα, τον μεγάλο προσκυνητή και άνθρωπο της προσευχής, τον Γέρο-Γεώργιο.

Στον ενταφιασμό του συγκεντρώθηκαν περίπου 50 ιερείς, ηγούμενοι, ερημίτες, μοναχοί, μοναχές και χιλιάδες πιστοί, καθώς και επίσκοποι των γειτονικών επαρχιών. Κανείς δεν τόλμησε να του φορέσει καινούργια ρούχα. Ετάφη με τα ρούχα που φορούσε επί τόσα χρόνια, ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος, έχοντας δίπλα στο φέρετρό του το Ψαλτήριο και την μαγκούρα του. Ετάφη στο κοιμητήριο της πόλεως Πιάτρα Νεάμτς. Ήταν η 18η Αυγούστου του έτους 1916.

Το έτος 1934 ο μαθητής του πρωτοσύγκελλος Δαμασκηνός Τροφίν, Ηγούμενος του μοναστηριού Ρίσκα της επαρχίας Σουτσεάβα, ήθελε να μετακομίσει τα λείψανα του Γέρο-Γεωργίου στο Ρίσκα. Ως εκ τούτου, αφού τα τοποθέτησε σ’ ένα κιβώτιο, τα έβαλε επάνω στην καρότσα και ξεκίνησε για το χωριό Τίργκου του νομού Νεάμτς. 

Στον δρόμο που οδηγεί προς το γυναικείο μοναστήρι Βαράτεκ, τα άλογα σταμάτησαν και δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να πάνε πιο πέρα. Μάταια προσπαθούσε ο π. Δαμασκηνός για να ξεκινήσουν. Ξαφνικά τα άλογα ξεκίνησαν μόνα τους τρέχοντας προς το Βαράτεκ και δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν έφθασαν έξω από το μοναστήρι. Τότε ο π. Δαμασκηνός είπε:

– Φαίνεται ότι εδώ προτίμησε να έλθει ο Γέρο-Γεώργιος και για τις αμαρτίες μου αρνήθηκε να έλθει στο μοναστήρι μου, το Ρίσκα…

Του διάβασαν και εκεί στη μονή Βαράτεκ μία επιμνημόσυνη δέηση και τοποθέτησαν τα λείψανά του πίσω από το Ιερό Βήμα της κεντρικής εκκλησίας της Μονής, όπου και βρίσκονται μέχρι σήμερα.

Οι συγγενείς του από το χωριό του Σουγκάγκ και η κόρη του Μάρθα διηγούνται ένα άλλο ακόμη θαυμαστό γεγονός. Αργότερα, όταν άκουσαν ότι ο Γέρο-Γεώργιος μετέβη στην αιώνια ανάπαυση, του έκαναν επιμνημόσυνη δέηση και στο χωριό του, κατά τα τοπικά τους έθιμα. Έτσι ξεκίνησαν από το σπίτι για την εκκλησία και από εκεί στο κοιμητήρι με πολύ κόσμο, με τον Σταυρό μπροστά και με κεριά αναμμένα, αλλά προς έκπληξη όλων, ούτε ένα κερί των Χριστιανών που τα κρατούσαν δεν έσβησε, παρότι ο άνεμος τους κτυπούσε δυνατά στο πρόσωπο.

Αυτό ήταν ένα σημείο ότι και ο Γέρο-Γεώργιος, που ήταν και θα παραμείνει μία λαμπάδα της πίστεως, δεν είναι δυνατόν ποτέ να σβήσει παρά τις φουρτούνες των πειρασμών με την Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Από το βιβλίο: Μητροπολίτου Κραγιόβας Νέστορος, αρχιμ. π. Ιωαννίκιου Μπαλάν, πρωτ. π. Κωνσταντίνου Γαλερίου, Ιεροσολύμας μοναχής, «Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας». Μετάφραση – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Άθω, 2002 (αποσπάσματα).

«Πᾶνος» 

1 σχόλιο:

  1. Υπάρχουν εκατομμύρια η μάλλον δισεκατομμύρια Άγιοι που δεν τους γνωρίζουμε, καλώς δημοσιεύετε τους βίους τους για να ωφελούμαστε εμείς οι αμαρτωλοί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή