Κυριακή 17 Μαΐου 2020

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΜΑΪΟΥ 2020

Κυριακή της Σαμαρείτιδος



Ὕδωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτὸν γύναι,
Τὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ῥύπους ψυχῆς πλύνεις.


Έρχεται ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί, έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).
 
Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό.

Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους ακόμα και τους μισητούς από του Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.

Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρεί νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το «νερό που θα σου δώσω» θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψήσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.

Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατα Πνεύμα και αλήθεια.

Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατα Πνεύμα και αλήθεια». Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.

Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.

Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.

Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες πρός το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.

(Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Πίστει ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι, ἡ Σαμαρεῖτις ἐθεάσατο, τὸ τῆς σοφίας ὕδωρ σε, ᾧ ποτισθεῖσα δαψιλῆς, Βασιλείαν τὴν ἄνωθεν ἐκληρώσατο, αἰωνίως ἡ ἀοίδιμος.
 
Σύναξη πάντων των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως 


Την Κυριακήν της Σαμαρείτιδος, κατ’ έτος, τελείται εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω η εορτή της «συνάξεως» επί τη ιερά μνήμη «πάντων των εν Αγίοις Πατέρων ημών Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως». Το πρώτον η εορτή αύτη εθεσπίσθη προτάσει του νυν ευκλεώς Πατριαρχούντος Αυθέντου και Δεσπότου ημών κ.κ. Βαρθολομαίου του Α΄. Ούτως η Α.Θ.Π., ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, άμα τη εκλογή Του εν έτει 1991 μ.Χ., προέτεινεν εις την Ενδημούσαν Σύνοδον κατά την συνεδρίαν της 24ης Οκτωβρίου 1991 μ.Χ. την θέσπισιν κοινής εορτής πάντων των προκατόχων Αυτού Αγίων Πατριαρχών, από του ιδρυτού της Βυζαντίδος Εκκλησίας, Πρωτοκλήτου Ανδρέου, και του υπ’ αυτού κατασταθέντος πρώτου επισκόπου αυτής Στάχυος (38 – 54 μ.Χ.) έως και του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του ΣΤ΄ (1813 – 1818 μ.Χ.) απαγχονισθέντος παρά την θύραν της Μητροπόλεως Ανδριανουπόλεως την 18ην Απριλίου 1821 μ.Χ. - «Ούτω θα έχομεν την ευκαιρίαν ίνα επικαλούμεθα την χάριν και την προς Κύριον μεσιτείαν αυτών υπέρ της Μητρός Εκκλησίας και υπέρ ημών αυτών» είπεν ο Πατριάρχης ημών εις εκείνην την συνεδρίαν. Συνοδική δε αποφάσει, κατά την συνεδρίαν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου της 19ης Νοεμβρίου 1991 μ.Χ., εθεσπίσθη η εορτή αύτη και έκτοτε εορτάζεται πανηγυρικώς και εκκλησιοπρεπώς εις την καθέδραν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δη δια τελέσεως Πατριαρχικής και Συνοδικής Λειτουργίας, εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου. Συνετάγη δε επί τούτω και ιερά ακολουθία, υπό του αοιδίμου υμνογράφου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Γερασίμου του Μικραγιαννανίτου, συμψαλλομένη κατά την Κυριακήν της Σαμαρείτιδος, μετά της του Πεντηκοσταρίου ακολουθίας, καθά το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας διακελεύει. Ο δε, εκ των μελών της σεβασμίας Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Χαλκιδικής, κ. Νικόδημος, εχάρισε εις την Μεγάλην Εκκλησίαν Ιεράν Εικόνα των Αγίων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βυζαντίου ποιμένες καὶ περίδοξοι πρόεδροι, ὤφθητε σοφοὶ Ἱεράρχαι διαφόροις ἐν ἔτεσι· διὸ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑμῶν τὴν πολιτείαν εὐφημεῖ· δι’ αὐτῆς γὰρ φωστῆρες περιφανεῖς, πυρσεύετε τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορείαν τὴν ἔνθεον, Ἱεραρχῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς Πατριάρχας σοφούς, καὶ θείους ἐκφάντορας· οὗτοι γὰρ δεδεγμένοι, τὴν τοῦ Πνεύματος αἴγλην, ὤφθησαν Ἐκκλησίας, ἀληθεῖς ποιμενάρχαι, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ Βυζαντίου τοὺς ἁγίους ποιμένας, ὡς Ἱεράρχας τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καὶ ἀρετῶν δοχεῖα πολυτίμητα, πάντες εὐφημήσωμεν, ἐν μιᾷ συμφωνίᾳ, πρὸς αὐτοὺς κραυγάζοντες· ἀπὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ ἐπηρείας ρύσασθε ἡμᾶς, Ἀρχιεράρχαι Χριστοῦ ἐνθεώτατοι.

Μεγαλυνάριον
Κωνσταντινουπόλεως τοὺς σοφούς, καὶ κλεινοὺς Ποιμένας, εὐφημήσωμεν, οἱ πιστοί, τοὺς ἐν διαφόροις, ἐκλάμψαντας τοῖς χρόνοις, ὡς Ἐκκλησίας στύλους καὶ ἑδραιώματα.


Άγιοι Ανδρόνικος και Ιουνία οι Απόστολοι








Eις τον Aνδρόνικον.
Ἔθνη διδάξας Ἀνδρόνικος μυρία,
Πρὸς Χριστὸν ἦλθεν, ὃς καλεῖ πρὸς φῶς ἔθνη.

Eις την Iουνίαν.
Ἰουνία τέθνηκε μηνὶ Μαΐῳ,
Ὃς πρῶτός ἐστιν εἰσιὼν Ἰουνίου.

Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ θάν' Ἰουνίη Ἀνδρόνικός τε.

Οι άγιοι Απόστολοι Ανδρόνικος και Ιουνία συγκαταλέγονται ανάμεσα στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου μας, τους οποίους εορτάζουμε στις 4 Ιανουαρίου. Συνεργάσθηκαν με τον Απόστολο Παύλο, για τους οποίους γράφει στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Ασπάσασθε Ανδρόνικον και Ιουνίαν τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες είσιν επίσημοι εν τοις αποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Χριστώ»(Προς Ρωμαίους, ιστ' 7). Δηλαδή, χαιρετήστε τον Ανδρόνικο και την Ιουνία, τους συμπατριώτες μου, που καταδιώχθηκαν και φυλακίσθηκαν μαζί μου και είναι διακεκριμένοι μεταξύ εκείνων που ασκούν την αποστολή του κηρύγματος, και οι όποιοι μάλιστα προσήλθαν στο Χριστό πρωτύτερα από μένα.

Περισσότερες πληροφορίες για τον Άγιο Ανδρόνικο μπορείτε να διαβάσετε στις 30 Ιουλίου.


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Δυὰς φωτοειδής, ἱερῶν Ἀποστόλων, καὶ κήρυκες Χριστοῦ, ἀνεδείχθητε κόσμω, τοὶς πάσι κατασπείραντες, τὸ τῆς χάριτος κήρυγμα, ὅθεν σήμερον, ἠμᾶς πιστῶς εὐφημοῦμεν, ὢ Ἀνδρόνικε, καὶ Ἰουνία θεόφρον, Χριστὸν μεγαλύνοντες.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.


Άγιος Αθανάσιος ο Νέος, ο Θαυματουργός επίσκοπος Χριστιανουπόλεως



Πέφευγεν ἐχθροῦ τοῦ βροτοκτόνου βέλη
Ὁ εὐλογητὸς καὶ μέγας Χριστοῦ λάτρις.
Ἆλτο ἄημα φαεσφόρον νῦν γε Ἀθανασίοιο.


Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Καρύταινα της Γορτυνίας περί το 1640 μ.Χ. (κατά άλλους στην Κέρκυρα το 1664 μ.Χ.) και το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Κορφηνός. Οι γονείς του ονομάζονταν Ανδρέας και Ευφροσύνη και είχαν ακόμη τρία τέκνα. Υποθέτουμε πως τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην γενέτειρά του και στην συνέχεια μάλλον φοίτησε στην περίφημη σχολή της μονής Φιλοσόφου και αργότερα, ως κληρικός, στην Κωνσταντινούπολη.

Όταν ο Αναστάσιος βρισκόταν σε ηλικία γάμου, οι γονείς του παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει τη μοναχική πολιτεία, επέμεναν να τον νυμφεύσουν. Ο πατέρας του μάλιστα, χωρίς καν να έχει την σύμφωνη γνώμη του υιού του, τον αρραβώνιασε στην Πάτρα με την θυγατέρα ενός πλούσιου άρχοντος και στην συνέχεια τον έστειλε στο Ναύπλιο να προμηθευθεί τα γαμήλια πράγματα. Ο Αναστάσιος υπάκουσε στην πατρική εντολή και ξεκίνησε για το Ναύπλιο. Στον δρόμο του πέρασε και από το εκκλησάκι της Παναγίας στο Βιδόνι, κοντά στο χωριό Σύρνα και ζήτησε την θεία φώτιση.

Στο Ναύπλιο, αφού αγόρασε ότι έπρεπε, πήρε την μεγάλη απόφαση. Αναφέρεται πως την προηγούμενη νύχτα της προγραμματισμένης αναχωρήσεώς του για την Καρύταινα, ενώ βασανιζόταν από τους λογισμούς τι να πράξει, είδε στον ύπνο του την Παναγία μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο, η οποία αποκαλώντας τον με το όνομα που επρόκειτο να λάβει αργότερα ως μοναχός, του είπε, σύμφωνα με τα γραφόμενα του πρώτου βιογράφου του: «Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε». Έτσι κι έγινε. Ο Αθανάσιος απέστειλε πίσω τους δούλους και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου, αφού έγινε μοναχός με το όνομα Αθανάσιος, χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος και πρεσβύτερος.

Επί της πρώτης πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιακώβου, ο Άγιος Αθανάσιος χειροτονείται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Αρκαδίας, σε διαδοχή του Μητροπολίτου Ευγενίου, που με βάση σωζόμενα έγγραφα αρχιεράτευσε στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία από το 1645 μ.Χ. έως το 1673 μ.Χ. τουλάχιστον. Ως χρόνο της χειροτονίας του πρέπει να υποθέσουμε το αργότερο τα τέλη του 1680 μ.Χ. ή τις αρχές του 1681 μ.Χ., γιατί για πρώτη φορά απαντάται τον Απρίλιο αυτού του έτους, όταν υπογράφει ως μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη αφοριστικό γράμμα προς τον Μητροπολίτη Ευρίπου και Επίτροπο Μελενίκου.

Ως προς την έδρα της Μητροπόλεως, ο τίτλος «Χρφιστιανουπόλεως» οδηγεί στην Χριστιανούπολη, το σημερινό χωριό Χριστιάνοι. Ουσιαστική όμως έδρα της Μητροπόλεως πρέπει να θεωρήσουμε με ασφάλεια την πόλη της Κυπαρισσίας.

Η κατάσταση της επαρχίας του Αγίου ήταν οικονομικά, εκκλησιαστικά και ηθικά απελπιστική. Όσο υπήρχε στην Πελοπόννησο η Τουρκική κατάσταση, η θέση των Χριστιανών από οικονομική πλευρά ήταν δεινή. Η θρησκευτική κατάσταση, παρά την ευεργετική δράση των μοναχών του Λουσίου και της σχολής της μονής Φιλοσόφου και όποιων άλλων, δεν διέφερε και πολύ, τα δύσκολα εκείνα χρόνια, από την κατάσταση της υπόδουλης χώρας.

Ο Άγιος Αθανάσιος άρχισε αμέσως τον αγώνα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα διάφορα προβλήματα και να βελτιώσει την κατάσταση. Πρώτο μέλημά του ήταν η εξεύρεση κατάλληλων νέων για τι ιερατικό αξίωμα. Προκειμένου να πετύχει τον στόχο του ο Άγιος σύστησε σχολεία για την στοιχειώδη λειτουργική και λοιπή εκπαίδευση των υποψηφίων και παράλληλα παραιτήθηκε από κάθε συνηθισμένη τότε οικονομική προσφορά, που δινόταν εκ μέρους τους στον Αρχιερέα για την συντήρηση του ιδίου και της Επισκοπής. Πιστεύοντας ο Άγιος πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο ιερός θεσμός, που διατηρεί την γνήσια πίστη στον Χριστό και ο συνεκτικός κρίκος, που ενώνει τους υπόδουλους Έλληνες και συντηρεί την εθνική συνείδηση και ακόμα πως οι εκκλησίες είναι το κέντρο αναφοράς και το σημείο συναντήσεως και κοινωνίας των δύστυχων Ελλήνων, φρόντισε για την επισκευή και συντήρησή τους, όσο βέβαια αυτό ήταν εφικτό και από οικονομικής πλευράς και από πλευράς χορηγήσεως αδείας από τους Τούρκους. Ο Άγιος ενδιαφέρθηκε και για τα μοναστήρια, τις ιερές αυτές εστίες της σωτηρίας, τα κέντρα φωτισμού και φιλανθρωπίας, που πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την ελευθερία του υπόδουλου Γένους.

Προς το ποίμνιό του ο Άγιος Αθανάσιος στάθηκε αληθινός Επίσκοπος και μιμητής του Χριστού, που ενδιαφέρθηκε όχι μόνο για τους τόπους λατρείας, αλλά και για την διακονία του λαού του, προκειμένου να τον ανακουφίσει από τα καθημερινά δεινά της ζωής και της δουλειάς. Η αγάπη του προς τα ορφανά, τις χήρες, τους ανήμπορους γέροντες, τους διωκόμενους και αδικούμενους ήταν μοναδική.

Ο Τριαδικός Θεός παρέσχε στον Άγιο «μισθό» και τον αξίωσε ήδη από την επίγεια ζωή του αλλά και μετά την κοίμησή του να επιτελεί σημεία και θαύματα. Αναφέρεται πως, όταν ο Άγιος λειτουργούσε, την στιγμή που έβγαινε στην Ωραία Πύλη να πει το «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε…», οι πιστοί έβλεπαν μπροστά στο στόμα του ένα φεγγοβόλο αστέρι.

Έτσι, αφού ποίμανε θεοφιλώς το ποίμνιό του και διακόνησε την Εκκλησία του Χριστού, ο Άγιος Αθανάσιος κοιμήθηκε μετά από ολιγοήμερη ασθένεια το 1707 μ.Χ. ή το 1708 μ.Χ. (κατά άλλους το 1735 μ.Χ.). Λίγα χρόνια αργότερα, μεταξύ των ετών 1710 - 1713 έγινε η εκταφή του και το ιερό λείψανο βρέθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του αδιάλυτο και μυροβόλο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς τελοῦντας τὴν μνήμην, καὶ τιμώντας τὸ σῶμα σου, καὶ πανευλαβῶς προσκυνοῦντας τὴν μυρίπνοον Κάραν σου, ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Θεόν, ἱκέτευε Χριστὸν τὸν ἀγαθόν, καὶ ταὶς σαὶς θερμαὶς πρεσβείαις, τῶν κινδύνων σῷζε, ὦ ἅγιε Ἀθανάσιε. Ἔχων δὲ καὶ συμπρεσβευτήν, τὸν μέγαν Κυρίου Πρόδρομον, ἔσο ἀοράτως τῆς Μονῆς, φρουρὸς καὶ προπύργιον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ δοξασθεὶς παρὰ Θεοῦ θαυμασίως, δι᾽ εὐωδίας καὶ θαυμάτων ποικίλων, ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀθανάσιε, φάνηθι ταχύτατος, καὶ θερμὸς ἀντιλήπτωρ, τῶν δεινῶν λυτρούμενος, τοὺς πιστώς σε τιμώντας, καὶ τοὺς τὰ λείψανα κατέχοντας τὰ σά, πρὸς μετανοίας ὁδὸν χειραγώγησον.


Άγιοι Σολόχων, Παμφαμήρ και Παμφυλών 



Eις τον Σολόχωνα.
Φυγών Σολόχων του Σατανά τους λόχους,
Άτρωτος ήκει προς τον ύψιστον Λόγον.

Eις τον Παμφαμήρ και Παμφυλών.
Θαρσείτε καν τύπτησθε Mάρτυρες δύω,
Θήσει Θεός μάλαγμα ταις πληγαίς στέφη.


Οι Άγιοι Μάρτυρες Σολόχων, Παμφαμήρ και Παμφυλών (ή Παμφαλών ή Παμφαλιών) κατάγονταν από την Αίγυπτο και άθλησαν κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.).

Υπηρετώντας στο στρατό και ενώ βρισκόταν στη Χαλκηδόνα, κατόπιν διαταγής του αυτοκράτορα να αναζητηθούν οι Χριστιανοί στρατιώτες, διετάχθησαν υπό του τριβούνου Καμπανού να θυσιάσουν όλοι στα είδωλα. Όλοι συμμορφώθηκαν με την διαταγή πλην των ανωτέρω Αγίων, οι οποίοι αρνήθηκαν να πράξουν τούτο, ομολογώντας την πίστη τους στον Τριαδικό Θεό. Αμέσως συνελήφθησαν και υπεβλήθησαν σε φρικτά βασανιστήρια.

Οι Μάρτυρες Παμφαμήρ και Παμφυλών βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Μάρτυς Σολόχων, αφού υπέμεινε και έλεγξε τον Καμπανό για την απάνθρωπη συμπεριφορά του, διατρυπήθηκε με σιδερένιο όργανο από το αυτί μέχρι τον εγκέφαλο. Από το μαρτύριο αυτό παρέμεινε άνευ αισθήσεων και παράλυτος. Αφού παραλήφθηκε από Χριστιανούς και μεταφέρθηκε στην οικία κάποιας ευσεβούς χήρας, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Όσιοι Νεκτάριος και Θεοφάνης οι αυτάδελφοι κτήτορες της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων



Οι Άγιοι αυτάδελφοι ιερομόναχοι Νεκτάριος και Θεοφάνης ήταν γέννημα και θρέμμα του αρχοντικού οίκου των Αψαράδων στα Ιωάννινα, έναν οίκο που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στη ζωή της Ηπειρωτικής πρωτεύουσας.

Αρχικά το επώνυμο ξεκίνησε ως Οψαράς και σημαίνει τον ιχθυοπώλη, από το όψον - οψάριον - ψάρι. Από την διαλάληση των ιχθυοπωλών [ο ψαράς] κατά φωνητική αλίωση προήλθε το [αψαράς] και εξ αυτού και το επώνυμο Αψαράς. Αργότερα από το οψαράς προήλθε το «ο ψαράς».

Έντονη είναι η παρουσία και η ανάμειξη μελών της οικογένειας των Αψαράδων στα πολιτικά πράγματα της Ηπείρου, κατά την διάρκεια της εξουσίας του Σέρβου Δεσπότου Θωμά Πρελιούμποβιτς (1366/7 - 1384 μ.Χ.). Αναφέρεται ο Μιχαήλ Αψαράς «άνδρας επίβουλος, καταδότης και φαύλος», τον οποίο τίμησε για τις υπηρεσίες του ο τύραννος με το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου. Μετά την δολοφονία του Πρελιούμποβιτς, ο Μιχαήλ Αψαράς συλλαμβάνεται, τυφλώνεται και κατόπιν εξορίζεται. Αντίθετα ο συγγενής του Θεόδωρος Αψαράς καλείται ως σύμβουλος από την χήρα του δυνάστου Μαρία Αγγελίνα Παλαιολογίνα και «…ἐντίμως τὸν ἀποστάτην θάπτουσι καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς τὸν βασιλέα Ἰωάσαφ εἰσφέρουσιν…».

Οι δύο Όσιοι γεννήθηκαν στα Ιωάννινα, στα τέλη του 15ου αιώνα μ.Χ. Οι ίδιοι ξεκινούν την αυτοβιογραφία τους από την στιγμή που αφιερώθηκαν στον Θεό, χωρίς να κάνουν καμία μνεία για την αρχοντική καταγωγή τους, την ανατροφή, την μόρφωση και την περιουσία τους. Οι γονείς τους και οι τρεις αδελφές τους ενδύθηκαν το μοναχικό σχήμα και κατοικούσαν σε κάποιο κελλί κοντά στο χωριό του νησιού. Το όνομα της τρίτης αδελφής των Οσίων, πιθανότατα είναι Μαγδαληνή.

Οι δύο αυτοί αδελφοί, Νεκτάριος και Θεοφάνης, οι Αψαράδες, έλαβαν μια αξιόλογη για την εποχή τους παιδεία στην περίφημη μονή των Φιλανθρωπηνών επί ηγουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνού. Όμως, τα πλούτη, η δόξα, η ικανή μόρφωση στάθηκαν αδύνατα να νικήσουν την θεϊκή τους αγάπη. Σε πολύ νεαρή ηλικία, οιστρηλατημένοι από τον θείο έρωτα, κατέφυγαν στον μοναχισμό ξεκινώντας από την Ηπειρωτική πρωτεύουσα και δικαιώνοντας τον χαρακτηρισμό της ως «Μοναχοπόλεως». Το ιερό μοναχικό σχήμα περιεβλήθησαν κατά το 1495 μ.Χ. από κάποιον Όσιο γέροντα, Σάββα ονομαζόμενο (τιμάται 3 Φεβρουαρίου). Κοντά του έμειναν δέκα ολόκληρα χρόνια, στο ασκητήριο του Τιμίου Προδρόμου της νήσου των Ιωαννίνων μέχρι την κοίμησή του, στις 9 Απριλίου 1505 μ.Χ., συλλέγοντας τους καρπούς της ησυχαστικής ζωής.

Μετά την κοίμηση του πνευματικού τους πατέρα Σάββα ανεχώρησαν για το Άγιον Όρος, στην αστείρευτη πηγή του αναχωρητισμού, για να αντλήσουν νέα στηρίγματα για την κατοπινή τους μοναχική πορεία. Στο «Περιβόλι της Παναγίας» έγιναν δεκτοί από τον πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη Νήφωνα Β' (τιμάται 11 Αυγούστου), ο οποίος μόναζε στη μονή Διονυσίου μετά από την Τρίτη εκλογή του το 1502 μ.Χ.

Κατά το διάστημα της σύντομης παραμονής τους στη μονή Διονυσίου ζήτησαν και έλαβαν από τον αγιασμένο και φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή, Πατριάρχη Νήφωνα, «όρο και κανόνα μοναχικής καταστάσεως». Αφού με την διδασκαλία του εκπλήρωσε τις επιθυμίες τους και με την αγαθή καρδιά του τους όπλισε με τα απαραίτητα εφόδια για την πνευματική τους σωτηρία, τους συμβούλεψε να επιστρέψουν στο κελλί της μετανοίας τους, συνεχίζοντας εκεί τους ασκητικούς αγώνες τους.

Υπακούοντας στις παραινέσεις και στις εντολές του Πατριάρχου Νήφωνος, που στάθηκε γι' αυτούς δεύτερος πνευματικός πατέρας και με την υπόσχεση ότι δεν θα παρέκλιναν απ' όσα του παρήγγειλε, γύρισαν στο κελλί τους, στο νησί των Ιωαννίνων.

Επειδή όμως το βρήκαν κατειλημμένο από κάποιους κοσμικούς άρχοντες, οι οποίοι μάλιστα προέβαλαν και κτιτορικά δικαιώματα επάνω του, αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν για δεύτερη φορά. Κατέφυγαν στα ενδότερα μέρη του νησιού, όπου βρήκαν, κατά την επιθυμία τους, τόπο κατάλληλο για ησυχία και άσκηση, κοντά σε κάποιο άλλο μισοερειπωμένο και έρημο ησυχαστήριο, αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα. Αυτό ήταν κτισμένο σε μια σπηλιά, επάνω από τη λίμνη, όπου τα νερά της είχαν εισχωρήσει μέσα στην κοιλότητα του βράχου σχηματίζοντας μια πελώρια «Γούβα», όπως τοπικά ονομαζόταν.

Πριν πολλά χρόνια είχε αγιάσει στον τόπο αυτό, ένας περίφημος για την άσκησή του ερημίτης, ο Αντώνιος. Δεκαοκτώ χρόνια είχε μείνει έγκλειστος στο κελλί και είχε προικισθεί από τον Θεό για την πολλή του καθαρότητα με διορατικό χάρισμα.

Ευθύς αμέσως επισκέφθηκαν και έλαβαν από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων την ευλογία του και την έγγραφη άδεια του για την ανέγερση νέου ησυχαστηρίου. Για περισσότερη ασφάλεια ζήτησαν και την έκγριση του Οικουμενικού Πατριάρχου Παχωμίου Α' (1503 - 1504 μ.Χ., 1504 - 1513 μ.Χ.). Εκείνος με ιδιόγραφο πατριαρχικό γράμμα του στήριξε τις προσπάθειές τους, ενισχύοντάς τους μάλιστα με τη διαβεβαίωση, όπως έκανε και ο Μητροπολίτης, ότι κανένας δεν θα τους εμπόδιζε στο θεάρεστο έργο τους.

Αφού εξασφάλισαν την απαιτούμενη άδεια και έγκριση, προχώρησαν αμέσως στην ανέγερση ναού και στο κτίσιμο κελλιών. Η κτιτορική δημιουργία στην πράξη αποδείχθηκε ένας μεγάλος και κοπιαστικός αγώνας. Όλη την ημέρα οι Όσιοι δούλευαν να κόψουν ένα μεγάλο τμήμα βράχου, να γεμίσουν με χώμα και πέτρες την γούβα, για να αρχίσουν κατόπιν το κτίσιμο. Τελικά το 1506/1507 μ.Χ. ανήγειραν με προσωπικά τους έξοδα το ναό του Τιμίου Προδρόμου και μαζί με αυτόν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, περατώθηκε και η ανέγερση των κελλιών και των λοιπών απαραίτητων οικοδομών.

Οι ιερομόναχοι Νεκτάριος και Θεοφάνης ήταν κτίτορες ενός ακόμα μοναστηριού. Μετά την ανέγερση της μονής του Τιμίου Προδρόμου στο νησί, ανήγειραν για τις αδελφές τους και τους γονείς τους το μοναστικό ησυχαστήριο του Αγίου Νικολάου στο Λεπενό.

Η ιερά μονή Αγίου Νικολάου Λεπενού με την διαθήκη των κτιτόρων κληροδοτήθηκε στην ιερά μονή Βαρλαάμ. Αυτήν την χρησιμοποιούσε από τα μέσα του 16ου αιώνα μ.Χ. ως Μετόχι και ως κατάλυμα σταθμεύσεως των διακονητών Βαρλααμιτών, που φρόντιζαν τα κτήματα των Αψαράδων στην Ουσδίνα.

Η πορεία τους συνεχίστηκε με δοκιμασίες. Η τελευταία επίθεση εναντίων τους ήταν η πιο επώδυνη. Τα βέλη δεν προέρχονταν από τους αλλόπιστους Τούρκους, αλλά από αυτούς τους ίδιους τους εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες του τόπου, για λόγους τους οποίους, όπως αναφέρουν στην αυτοβιογραφίες τους, δεν θέλησαν να κοινοποιήσουν.

Βλέποντας όλη αυτή την δοκιμασία, τον πόλεμο και την κακία των εχθρών να αυξάνεται, ήλθε στο νού τους η συμβουλή του αγιορείτη γέροντός τους, του Αγίου Νήφωνος, που προορατικά τους είχε πει: «Ὅταν καταλάβη ὑμᾶς πειρασμός, μὴ ἀντιστῆτε αὐτῶ, ἀλλὰ ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καὶ εἰρηνεύσετε».

Πράγματι μετά από τέσσερα περίπου χρόνια παραμονής τους στα Ιωάννινα εγκατέλειψαν οριστικά πια τη νεόκτιστη μονή τους και μετέβησαν κατά το 1510/11 μ.Χ. στους μετεωρίτικους βράχους αναζητώντας εκεί τη νέα εστία για την ασκητική τους τελείωση.

Τους δόθηκε από τους πατέρες της Σκήτης του Μεγάλου Μετεώρου ο στύλος του Ιερού Προδρόμου όπου και παρέμειναν για επτά χρόνια.

Η στενότητα όμως του βράχου και το ανθυγιεινό κλίμα από τους δυνατούς ανέμους δεν τους επέτρεψε να παραμείνουν περισσότερο εκεί. Γι' αυτό και στράφηκαν στην αναζήτηση καταλληλότερου χώρου. Από το πλήθος των μετεωρίτικων βράχων τους είλκυσε περισσότερο ένας πλατύς και ευάερος λίθος, ησυχαστικός και αρκετά ευρύχωρος, κατάλληλος για κατοικία, ο οποίος ονομαζόταν του Βαρλαάμ. Η επωνυμία αυτή ήταν παρμένη από τον πρώτο ερημίτη - οικιστή, που σκαρφάλωσε και εγκαταβίωσε στην απάτητη αυτή κορυφή.

Στον βράχο λοιπόν του Βαρλαάμ, ο οποίος ήταν ολοκληρωτικά έρημος και ακατοίκητος πριν από πολλά χρόνια, οι δύο Όσιοι ανέβηκαν και εγκαταστάθηκαν με την άδεια του Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος και του τότε καθηγουμένου της ιεράς μονής του Μεγάλου Μετεώρου τον Οκτώβριο του 1517/18 μ.Χ.

Αμέσως μετά την ανάβασή τους στον βράχο άρχισαν τις οικοδομικές τους εργασίες, γιατί δεν σώζονταν τίποτε από τα παλαιότερα κτίσματα. Αφού έκτισαν μερικά πρόχειρα κελλιά για κατοίκηση, πρώτη τους δουλειά ήταν να ανεγείρουν τον τέλεια ερειπωμένο ναό. Από το παλαιό εκκλησάκι, που ο ερημίτης Βαρλαάμ είχε αφιερώσει στους Αγίους Τρεις Ιεράρχες, σώζονταν μόνο μερικά ετοιμόρροπα τμήματα από το Άγιο Βήμα, που εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές τους ανάγκες για αρκετό καιρό.

Γι' αυτό, με ανεξάντλητους σωματικούς κόπους και ταλαιπωρίες, με την αμέριστη συμπαράσταση των Οσίων υποτακτικών τους, Βενεδίκτου και Παχωμίου, οι οποίοι ήταν από την αρχή μαζί τους και με τη Χάρη του Θεού προχώρησαν στην εκ βάθρων ανέγερση του ναού.

Για περισσότερα από τριάντα χρόνια απαρασάλευτη φύλαξαν την ακολουθία των θείων ύμνων και προσευχών, την ολονύκτια αγρυπνία των Κυριακών, καθώς και κάθε άλλης δεσποτικής εορτής ή και μνήμης μεγάλου Αγίου, ενώ κατά τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδος το ήμισυ της νυκτός το είχαν αφιερώσει στη δοξολογία του Θεού. Η δε καθημερινή τους δίαιτα ήταν υπερβολικά ασκητική και αδιάπτωτη.

Το 1542 μ.Χ. θεμελίωσαν το ναό των Αγίων Πάντων. Στις 17 Μαΐου του 1544 μ.Χ., ημέρα Σάββατο, την ενάτη βυζαντινή ώρα ο ναός των Αγίων Πάντων ολοκληρώθηκε.

Εν τω μεταξύ, ο Όσιος Θεοφάνης είχε ήδη δέκα μήνες ασθενής στο κρεβάτι και εξαντλημένος από την ασθένειά του βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου του. Και, ενώ όλοι οι συμπαραστεκόμενοι αδελφοί και πατέρες γύρω του έκλαιγαν και θρηνούσαν και με μάτια δακρυσμένα έψελναν τον κατανυκτικό Παρακλητικό Κανόνα, έγινε ένα θαύμα. Ξαφνικά ένα υπέρλαμπρο και διαυγέστατο αστέρι είχε σταθεί πάνω από το κελλί του Οσίου, καταλάμποντάς το με υπερκόσμιο φως! Με την δύση του ηλίου η ψυχή του Οσίου Θεοφάνους μετέστη στις αιώνιες μονές. Ταυτόχρονα έσβησε και το υπερφυσικό αστέρι, σημείο της αμέτρητης δόξας που τον περίμενε στην ουράνια πολιτεία. Έξι χρόνια αργότερα, δεύτερη ημέρα της Διακαινησίμου, στις 7 Απριλίου 1550 μ.Χ., αναπαύθηκε και ο Όσιος Νεκτάριος. Ο τάφος τους και τα άγια λείψανά τους, το δεξί χέρι του Οσίου Νεκταρίου και το αριστερό χέρι του Οσίου Θεοφάνους με άφθαρτο το δέρμα επί των αγίων οστών τους, αποτελούν πηγή δυνάμεως για τους αδελφούς της μονής και τους ευλαβείς προσκυνητές.
Άγιος Νικόλαος εκ Μετσόβου



Ίν’ εκφύγης πυρ της γεέννης παμμάκαρ,
Tο πυρ υπέστης Nικόλαε ευθύφρον.
Ο Νεομάρτυς Νικόλαος Μπασδάνης ή Βλαχονικόλας ή Εξηντατρίχης, όπως αλλιώς ονομάζεται, γεννήθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου από φτωχούς, αλλά πολύ πιστούς γονείς. Έζησε σε μια περίοδο δύσκολη και ταραγμένη, αφού μετά την αποτυχία των επαναστατικών κινημάτων του Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου (βλέπε 10 Οκτωβρίου), οι διώξεις και οι πιέσεις των Μουσουλμάνων κατά των χριστιανών, είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους.

Σε νεαρή ηλικία πήγε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, όπου εργαζόταν σε τούρκικο αρτοποιείο. Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα, οι Τούρκοι, χρησιμοποιώντας τρομοκρατικές μεθόδους, τον ανάγκασαν να εξισλαμιστεί. Όταν όμως ο Νικόλαος συνειδητοποίησε το μεγάλο χριστιανικό και εθνικό του ολίσθημα, επέστρεψε στο Μέτσοβο, όπου ζούσε χριστιανικά.

Η φτώχεια όμως, και οι δύσκολες συνθήκες διαβιώσεως, που επικρατούν αυτή την περίοδο στο Μέτσοβο, αναγκάζουν τον Νικόλαο να ξαναπάει στα Τρίκαλα, για να πουλήσει δαδί. Εκεί, έγινε αντιληπτός από κάποιον Τούρκο κουρέα, που γειτόνευε με τον αρτοποιό, στον οποίο εργαζόταν ο Άγιος. Ο Τούρκος κουρέας συλλαμβάνει τον Νικόλαο, τον σέρνει βίαια στον δρόμο, και τον βρίζει δημόσια, γιατί πρόδωσε το Ισλάμ, και έγινε πάλι χριστιανός. Ο Νικόλαος, επειδή φοβήθηκε τις συνέπειες, έδωσε στον Τούρκο κουρέα το φόρτωμα του δαδιού και δεσμεύτηκε μαζί του να του φέρνει κάθε χρόνο από ένα φόρτωμα δαδί. Μετά την συμφωνία αυτή, ο Τούρκος άφησε ελεύθερα τον Νικόλαο.

Επιστρέφοντας στο Μέτσοβο ο Νικόλαος, έκανε αυστηρή αυτοκριτική, και συνειδητοποίησε ότι οι συνεχείς αυτές πνευματικές πτώσεις, και οι ένοχοι συμβιβασμοί, δεν αποτελούν γνωρίσματα των γνησίων μαθητών του Ιησού. Τότε, πήρε την μεγάλη απόφαση να μην ξανασυμβιβαστεί σε θέματα πίστεως, και αν χρειαστεί, να θυσιάσει και αυτήν ακόμη την ζωή του στον βωμό της αγάπης του Χριστού. Αυτές οι μεταπτώσεις, όσο απλές και αν φαίνονται, είναι ωστόσο αρκετά δραματικές, και παρουσιάζουν τον ψυχογραφικό πίνακα ενός ανθρώπου, που πορεύεται από την ομιχλώδη ατμόσφαιρα προς το φως. Στην περίπτωση του Νικολάου, παρακολουθούμε την διαλεκτική πορεία μιας ψυχής, που ανακαλύπτει κλιμακωτά τον εαυτό της. Γι αυτ'ο και συγκινεί ιδιαίτερα τις αδύνατες, ασθενικές ψυχές μας. Είναι μια μορφή, που ζητάει τον Ευριπίδη της Ορθοδοξίας.

Με αυτοπεποίθηση ο Νικόλαος πηγαίνει στον πνευματικό του για να εξομολογηθεί τα κρίματά του και να φανερώσει σ' αυτόν τους μελλοντικούς του στόχους. Ο έμπειρος όμως πνευματικός, έχοντας υπόψη του την συναισθηματική αστάθεια του Νικολάου, τον συμβουλεύει να αφήσει προς το παρόν τους υψηλούς αυτούς στόχους, επειδή φοβόταν μην υποπέσει σε δεύτερη άρνηση της πίστεως. Ο Νικόλαος όμως μένει σταθερός στην μεγάλη του απόφαση. Ο πνευματικός, βλέποντας το σταθερό και αμετακίνητο φρόνημα του Νικολάου, τον ευλόγησε και τον άφησε να πορευτεί στο μαρτύριο.

Με την ευχή του πνευματικού του, ο Νικόλαος μεταβαίνει για άλλη μια φορά στα Τρίκαλα με την απόφαση να δώσει αυτή την φορά, την καλήν μαρτυρίαν Ιησού Χριστού. Εκεί τον αντιλαμβάνεται ο Τούρκος κουρέας, ο οποίος εκνευρισμένος τον ρωτάει για το δαδί, που του είχε υποσχεθεί. Στην αρνητική απάντηση του Νικολάου, ο κουρέας τον καταγγέλλει στους Τούρκους της γειτονιάς, οι οποίοι με βίαιο τρόπο τον φέρνουν στο τούρκικο κριτήριο με βασική κατηγορία την αλλαξοπιστία. Στις ερωτήσεις και απειλές των Τούρκων δικαστών, ο Νικόλαος απαντάει: «Χριστιανὸς ἐγεννήθην καὶ Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω». Μη μπορώντας να τον μεταπείσουν με την πειθώ, χρησιμοποιούν την βία, η οποία μεταφράζεται σε άγριους ξυλοδαρμούς, σκόπιμη στέρηση της τροφής και του νερού, σαδιστικές και απάνθρωπες ενέργειες. Τέλος, τον ρίχνουν σε σκοτεινή φυλακή, όπου για πολλές μέρες τον ταλαιπωρούν με πείνα, δίψα και διάφορα βασανιστήρια. Αλλά ο Νικόλαος τα υποφέρει όλα με θαυμαστή πίστη και υπομονή.

Για δεύτερη φορά, τον παρουσιάζουν στο άνομο κριτήριο, όπου και πάλι ο Νικόλαος, εκήρυξε μεγαλοφώνως τον Χριστόν, πως είναι Θεός αληθινός και Αυτόν πιστεύει και δεν τον αρνείται πώποτε.

Οι Τούρκοι δικαστές, βλέποντας την αμετάκλητη γνώμη του Νικολάου, παίρνουν την απόφαση να τον ρίξουν στην φωτιά. Με εντολή τους ανάβεται μεγάλη πυρκαΐα στην κεντρική αγορα των Τρικάλων, πάνω στην οποία με μανία και πάθος ρίχνουν τον Νικόλαο. Ο Άγιος, με θαυμαστή γαλήνη και ηρεμία αντιμετώπισε το μαρτύριο, δοξολογώντας μάλιστα τον Χριστό, γιατί αξιώθηκε να ατιμαστεί και να θανατωθεί για χάρη Του. Έτσι την 17η Μαΐου 1617 μ.Χ. ο Νεομάρτυς Νικόλαος παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή, στον Αρχηγό της ζωής και του θανάτου.

Το βράδυ της μαρτυρικής αυτής ημέρας, κάποιος πιστός κεραμοποιός, από ευλάβεια κινούμενος, αφού έδωσε αρκετά χρήματα στους Τούρκους φύλακες, που αγρυπνούσαν στον τόπο του μαρτυρίου, αγόρασε την κάρα του Νεομάρτυρος, που είχε μερικές βλάβες στο σημείο των κροτάφων από την φωτιά. Επειδή όμως φοβόταν τους Τούρκους, έκρυψε την κάρα σε τοίχο του σπιτιού του, χωρίς κανένας να γνωρίζει αυτή του την ενέργεια.

Μετά τον θάνατο του κεραμοποιού, το σπίτι αγοράστηκε από κάποιον που ονομαζόταν Μέλανδρος. Αυτός, δεν γνώριζε απολύτως τίποτε για τον μεγάλο θησαυρό που κρυβόταν στον τοίχο του σπιτιού του. Τις βραδυνές ώρες της 17ης Μαΐου 1618 μ.Χ. είδε να λάμπει φως στο σημείο εκείνο του τοίχου και κατά την διάρκεια του ύπνου, δέχτηκε την πληροφορία ότι στο σημείο αυτό, βρίσκεται κρυμμένη η Κάρα του Νεομάρτυρος Νικολάου. Το πρωΐ, άνοιξε το μέρος εκείνο του τοίχου και βρήκε την Αγία Κάρα. Όμως, επειδή έκρινε τον έαυτό του ανάξιο να κρατάει έναν τόσο μεγάλο θησαυρό, την δώρησε στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου είχε αδελφό μοναχό, για μνημόσυνο αιώνιο δικό του και των γονέων του.

Εκεί φυλάγεται μέχρι σήμερα με εξαίρετη ευλάβεια σε οκτάπλευρο ασημένιο κουτί, η κάρα του Αγίου, και γεμίζει τον τόπο με ξεχωριστή ευωδία διαρκείας, που την αισθάνεται έντονα ο κάθε προσκυνητής. Η αργυρά θήκη της Αγίας Κάρας έχει την εξής επιγραφή:

ΚΑΤΕΣΚΕΥΑΣΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΟΥΤΙΟΝ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΜΕΤΣΟΒΟΥ, ΔΙΑ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΥΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΔΕΣΚΑΤΑΣ ΕΙΣ ΨΥΧΙΚΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑΝ, ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ (ΕΝ) ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΠΑΠΑ-ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΠΑ-ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΕΝ ΜΕΤΕΩΡΟΙΣ. ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ... ΕΚ ΚΩΜΗΣ ΚΑΛΑΡΡΥ(ΤΩΝ) 1819 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΠΡΩΤΗ.

Εκτός από την Αγία Κάρα, σώζονται τεμάχια των χεριών του Αγίου στην Ιερά Μονή Ελεούσης Ιωαννίνων, και στον Ναό του Αγίου Νικολάου Σκαμνελίου Ιωαννίνων, καθώς και δόντι του Αγίου στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Μετσόβου.

Τα θαύματα του Αγίου

Η Κάρα του Νεομάρτυρος, τόσο παλιότερα όσο και σήμερα θαυματουργεί. Δέκτες της θαυματουργικής δυνάμεως, είναι όλοι οι χριστιανοί, που προσέρχονται με πίστη.

α) Τα Τρίκαλα, με μόνη την παρουσία της Αγίας Κάρας σώθηκαν κάποτε από βαρύ θανατικό, που μάστιζε την περιοχή.

β) Το ίδιο έγινε και στο χωριό Δεσκάτη Γρεβενών.

γ) Το ιστορικό χωριό Καλαρρύτες Ιωαννίνων, με μόνη την παρουσία της Κάρας του Νεομάρτυρος, λυτρώθηκε από βασανιστική λοιμική αρρώστια.

δ) Κυρίως όμως η Κάρα του Νεομάρτυρος Νικολάου καταδιώκει και εξοντώνει τις ακρίδες. Στις αγροτικές περιοχές της Θεσσαλίας, όπου οι ακρίδες καταστρέφουν τους καρπούς, μεταφέρεται η Αγία Κάρα, και με έναν τρόπο θαυμαστό, οι ακρίδες καταστρέφονται και οι καρποί διατηρούνται αβλαβείς. Και αυτοί ακόμα οι Τούρκοι, έμειναν εκστατικοί μπροστά σε αυτό το θαύμα, που επαναλαμβάνεται και σήμερα πολλές φορές, παρόλο τον ορθολογισμό και την δυσπιστία της εποχής μας.

ε) Στο χωριό Οξύνεια Τρικάλων, είναι ακόμη ζωντανή η παράδοση για θαύματα του Αγίου. Ο Δημήτριος Καλούσιος καταγράφει ως εξής την ζωντανή αυτή παράδοση του χωριού: ... Στο μέρος αυτό ακουγόταν βουή, ήταν ένα στοιχειό· έσκουζε η Μπαλάτσα και πέθαιναν νύμφες και μικρά παιδιά, δεν σωζόταν η νεολαία στο χωριό. Άκουγαν το βουνό, σαν να μούγγριζε ένα βόδι· όταν βούϊζε προς το χωριό Ορθοβούνι, πέθαινε από εκεί ο κόσμος. Βρήκαν εκεί την εικόνα του Αγίου Νικολάου, αλλά ήθελαν να κτίσουν το εκκλησάκι λίγο πιο κάτω, για κοντά, να εδώ στα Λιβάδια, όπου φαίνεται ακόμα το σκάψιμο. Αλλά το καντηλάκι του Αγίου πήγαινε πιο πάνω, στο βουνό. Πάαιναν οι μάστοροι να χτίσουν το πρωΐ, κι εύρισκαν και τα υλικά φευγάτα κει πάνω. Εδώ ήθελε ο Άι-Νικόλας να του χτίσουν το εκκλησάκι. Κι από τότε που χτίσαμε την εκκλησία, σταμάτησε το φονικό, και αυγατήθηκε το χωριό μας.

στ) ...Πολύ θαυματουργός στο χωριό μας ο Άι-Νικόλας, παρατηρεί κάποια άλλη, η Οξύνεια τον τιμά πολύ. Πήγαμε στα ξένα, στην Γερμανία, σκοτωμένο δεν φέραμε πίσω. Ο,τι επιθυμεί ο καθένας προσεύχεται και το παίρνει. Σάπιζαν κάποτε στην περιοχή μας τα κρέατα των ζώων· το χωριό μας έκαμε λιτανεία του Αγίου και δεν έπαθε τίποτα.

ζ) Μια άλλη φορά, είχαμε πολλή ακρίδα· πήραμε πάλι την εικόνα του Αγίου με το άλογο, έγινε λιτανεία και την άλλη μέρα, όλη η ακρίδα έφυγε από τις πλαγιές, και τα χωράφια, κι έπεσε στο ποτάμι.

η) Μας ήρθε και ξηρασία· λιτανεία, και την επομένη έβρεξε.

θ) Ένα μουγγό κορίτσι μίλησε.

ι) Μια κοπέλα, την είχαν στο Δαφνί, στο τρελλοκομείο, την έφεραν εδώ κι έγινε καλά.

ια) Ένας πατέρας από το Τσούγκουρο, που έφερε το παιδί του εδώ και το γιάτρεψε ο Άγιος, έκανε τάμα κι έδωσε και στο παιδί του παραγγελία: Όσο βελάζει κι ένα κατσίκι ακόμα στο κοπάδι, θα το πας στον Άι-Νικόλα.

ιβ) Ένας άλλος από την Οξύνεια, έταξε και είπε και στο παιδί του: Όσο θάχεις τα πρόβατα, θα στέλνεις κάθε χρόνο ένα αρνί στον Άγιο. Άμα τάξεις το σφαχτό, και δεν το δώσεις, τότε η θα ψοφήσει, η θα το φάει ο λύκος!

ιγ) Ο τοπικός μας Άγιος, Νικόλαος ο εκ Μετσόβου ο Νεομάρτυς, κατά καιρούς μας εκπλήσσει με την θαυματουργική του χάριν. Την 8ην Αυγούστου 1968 μ.Χ., μας εχάρισε ένα ακόμη θαύμά του. Αποκατέστησε την εκ χρονίας αγκυλώσεως πάσχουσα χείρα μιας μοναχής, αδελφής της Ι. Μονής του Αγίου Στεφάνου, πράγμα που δεν επέτυχον επί έτη αι υπό των ιατρών θεραπευτικαί αγωγαί και εγχειρήσεις, καθώς και τα ιαματικά λουτρά.

Η εν λόγω μοναχή, κατά την εις τα λουτρά Σμοκόβου παραμονήν της δια λουτροθεραπείαν, είδεν εν ονείρω κάποιον με Μετσοβίτικην ενδυμασία να της λέγη: Καλά είναι και τα λουτρά. Εγώ όμως θα σε κάμω καλά. Να έλθης εις εμενα. Είμαι εκεί κοντά σου. Όταν επέστρεψεν εις το Ησυχαστήριόν της διηγήθη εις την Ηγουμένη το όραμα και ότι της ήταν άγνωστος ο νέος. Η Ηγουμένη αντελήφθη ότι με στολήν Μετσοβίτικην θα ήτο ο Άγιος Νικόλαος, όπου εις την Ι. Μονήν Βαρλαάμ φυλάσσεται η Τιμία Κάρα του Αγίου. Την 8η Αυγούστου η Ηγουμένη μετά δύο ακόμη αδελφών και της πασχούσης μοναχής μετέβησαν εις την Ιεράν Μονήν Βαρλαάμ. Εκεί ανεγνώρισε τον Άγιον εκ μιας τοιχογραφίας. Κατά την στιγμήν που η μοναχή επλησίασε να προσκυνήση την Αγίαν Κάραν και μόλις επέθεσε την αγκυλωμένη χείρα της επ αὐτῆς αντελήφθη την Τιμίαν Κάραν του Αγίου να κινήται, να τρέμη, και εν συνεχεία ησθάνθη ένα τίναγμα εις την χείρά της, ωσάν να ήγγισε επί ηλεκτροφόρου σύρματος. Μετά ταύτα διεπίστωσεν ότι είχε θεραπευθή. Το θαύμα είχε συντελεσθή. Θαυμαστός λοιπόν ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού. Έκτοτε, αύτη είναι υγιεστάτη και μονάζει σήμερον (1988 μ.Χ.) εις την Μονήν Φυλής Αττικής, ήτις και διηγείται το θαύμα το οποίον έγινεν δια πρεσβειών του Μάρτυρος.

ιδ) Έτερο θαύμα στην δεκαετία του 1980, έγινε στην Ι. Μ. Βαρλαάμ. Ένα κορίτσι από το χωριό Μηλιά Μετσόβου, έπασχε από επιληψία βαρειάς μορφής. Οι γονείς της την πήγαν σε πολλούς γιατρούς, αλλά πουθενά δεν βρέθηκε θεραπεία. Τελικά, την πήγαν στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ, όπου ασπάσθηκε την Κάρα του Αγίου. Έκτοτε το κορίτσι αυτό είναι υγιέστατο και ζει και κινείται σε φυσιολογικά πλαίσια.

ιε) Τέλος, αναφέρουμε αντιπροσωπευτικά ένα από τα πολλά θαύματα, που γίνονται συχνά, στον Ναό του στην Κατοχή Αιτωλοακαρνανίας.

Το θαύμα που είναι γνωστό σε όλους τους κατοίκους του χωριού, έχει σχέση με την παρεμπόδιση του γκρεμίσματος του Ναού, όταν γίνονταν τα αρδευτικά έργα από τις εταιρείες ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ. Όταν χαράσσονταν οι γραμμές για τους δρόμους και τα αυλάκια (κανάλια), έφτασαν σιγά-σιγά και στον λόφο του Άη-Νικόλα. Ο επικεφαλής μηχανικός, αφού τοποθέτησε τα μηχανήματα (διόπτρες σκοπεύσεως κλπ), αποφάσισε πως για να γίνει καλό το αντλιοστάσιο και στην σωστή θέση, έπρεπε να κτισθεί στην θέση της εκκλησίας και φυσικά η εκκλησία θα γκρεμιζόταν. Οι άλλοι εργαζόμενοι (ανάμεσά τους και πολλοί Κατοχιανοί), προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά εκείνος δεν άκουγε τίποτε. Όταν όμως ξανακοίταξε με τις διόπτρες, για να χαράξει την τελική γραμμή, είδε μέσα την μορφή ενός νέου μοναχού. Αυτό έγινε πολλές φορές, και το είδαν πολλοί άνθρωποι στην συνέχεια, ενώ όταν μετακινούσε την διόπτρα, η μορφή του μοναχού γινόταν άφαντη. Όταν δόθηκε εντολή, σε χειριστή μπουλντόζας να προχωρήσει στο γκρέμισμα του ναού, το μηχάνημα έπαθε ζημιά. Όσες φορές και αν προσπάθησαν δεν πέτυχαν τον σκοπόν τους. Να σημειωθεί ότι προς άλλλη, αντίθετη κατεύθυνση, το μηχάνημα κινούνταν κανονικά, ενώ προς τον Ναό όχι. Αφού λοιπόν ο μηχανικός πείστηκε πως η θαυμαστή αυτή επέμβαση του Αγίου γινόταν για να διασωθεί το ξωκλήσι, αποφάσισε την τροποποίηση των σχεδίων και τελικά έγινε το αντλιοστάσιο λίγο πιο βόρεια, στην θέση που είναι σήμερα.

Οι Ναοί του Αγίου

α) Μεγαλοπρεπής Ναός βυζαντινού ρυθμού ανεγέρθηκε πριν λίγα χρόνια στα Τρίκαλα, στην θέση παλιού ναού του Νεομάρτυρος, που χτίστηκε το 1957 μ.Χ., επί Μητροπολίτου Δωροθέου. Εφυλάσσετο δε το άσπρο και τριμμένο πουκάμισο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού που δωρήθηκε το 1972 μ.Χ. στον ομώνυμο Ιερό Ναό του Αγίου Κοσμά στα Τρίκαλα. Το άγιο τούτο πουκάμισο δωρήθηκε στον Ναό από την ευσεβή οικογένεια του Γεωργίου Γκαναβάρα, στο σπίτι της οποίας παλιότερα στην Κρανιά Ασπροποτάμου είχε ξεντυθεί σε μια περιοδεία του ο Άγιος Κοσμάς.

β) Στην πόλη του Τυρνάβου υπάρχει παλιά βασιλική, αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο τον εκ Μετσόβου, καθώς και ολόκληρος συνοικισμός που φέρει το όνομά του. Ο ναός αυτός χτίστηκε από τους Μετσοβίτες του Τυρνάβου ύστερα από προτροπή του μεγάλου Μετσοβίτη Διδασκάλου του Γένους Νικολάου Τζαρτζούλη, ο οποίος δίδαξε στον Τύρναβο το 1765 μ.Χ. Ο ναός αυτός πανηγυρίζει την Κυριακή του Θωμά.

γ) Ναός του Νεομάρτυρος υπάρχει και στο χωριό Οξύνεια Τρικάλων, στο σημείο όπου κατά την παράδοση ο Άγιος ξεπέζευε με τα ζώά του όταν πήγαινε στα Τρίκαλα για πουλήσει δαδί. Ο Ναός ανακαινίστηκε το 1973 μ.Χ.

δ) Στο Μέτσοβο, υπάρχει προς τιμήν του Νεομάρτυρος γραφικό παρεκκλήσι που χτίστηκε το 1800 μ.Χ. και είναι προσκολλημένο στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου επισκόπου Μύρων της Λυκίας. Στην δυτική εσωτερική πλευρά του Ναού, υπάρχει μια θαυμαστή απλοϊκή υδατογράφης, που έγινε το 1800 μ.Χ. από τον λαϊκό ζωγράφο Διονύσιο Μαρέσο, και παριστάνει το Μέτσοβο με απλοϊκά διακοσμήματα.

Επίσης στο Μέτσοβο και ακριβώς στο χώρο όπου βρισκόταν το σπίτι του Αγίου, χτίστηκε μικρό προσκύνημα.

ε) Στην Κατοχή Αιτωλοακαρνανίας, οι κάτοικοι έκτισαν στον ομώνυμο λόφο αρχικά έναν μικρό ναό, και τα τελευταία έναν μεγαλύτερο. Η παράδοση αναφέρει για τον θαυματουργικό τρόπο ανευρέσεως της εικόνας του Αγίου στην κουφάλα πουρναριού. Κατά πάσαν πιθανότητα, η τιμή του Αγίου μεταφέρθηκε εκεί από τους Βλάχους της Πίνδου, οι οποίοι τους χειμερινούς μήνες μετέφεραν εκεί τα πρόβατά τους.

στ) Τα τελευταία χρόνια χτίστηκε ναός στην τοποθεσία Σαλονίκη της Πάρνηθας.

ζ) Επίσης στο χωριό Βλαχάβα Καλαμπάκας.

η) Και ιδωτικός του Νικολάου Γκουργκούλια, στο χωριό Αχλαδέα Καλαμπάκας.

Η τιμή του Αγίου

Το Μέτσοβο, τα Τρίκαλα, η Αθήνα, τα Γιάννινα και η Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, γιορτάζουν με ξεχωριστή λαμπρότητα την μνήμη του Νεομάρτυρος.

α) Στο Μέτσοβο, τα παλιότερα χρόνια, η πανήγυρη του Αγίου γιορταζόταν στο παρεκκλήσι του, που είναι προσκολλημένο στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας. Επειδή όμως η γιορτή ήταν υποβαθμισμένη, επί της πρώτης Εξαρχίας του Αρχιμανδίτου Βενεδίκτου Βοΐλα (1893 - 1900 μ.Χ.), καθιερώθηκε η 17η Μαΐου ως τοπική γιορτή. Επίσης καθιερώθηκε να ψάλλεται στις Εκκλησίες του Μετσόβου σε κάθε Θεία Λειτουργία το Απολυτίκιο του Νεομάρτυρος πριν από το Απολυτίκιο του Αγίου του Ναού.

Για το πως γιορταζόταν τότε η μνήμη του Αγίου στο Μέτσοβο, η εφημερίδα Ήπειρος, αριθμός φύλλου 50/13-6-1910, γράφει σε ανταπόκρισή της τα εξής: «Τὴν 17ην Μαΐου τοῦ ἔτους 1617 έμαρτύρησεν ἐν Τρικκάλοις τῆς Θεσσαλίας ὁ ἐκ Μετσόβου Νεομάρτυς Νικόλαος ἐμμείνας εἰς τὴν πάτριον θρησκείαν καὶ προτιμήσας τὸ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ θάνατον μαρτυρικόν. Ἐφ᾿ ᾧ εἰς τὸ ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Νικολάου παρεκκλήσιόν του ἐτελέσθη πανηγυρικὴ Θεία Λειτουργία Ἐξαρχική, εἰς ἥν πλὴν ἄλλων πολλῶν μετέβησαν καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν σχολείων μας ἐν παρατάξει τῇ συνοδείᾳ τῶν διδασκάλων».

Σήμερα στο Μέτσοβο, η μνήμη του πολιούχου γιορτάζεται με κάθε λαμπρότητα ως εξής: Τις απογευματινές ώρες της παραμονής της γιορτής γίνεται λιτάνευση της Ιεράς Εικόνας και των λειψάνων του Αγίου. Η ιερά πομπή, ξεκινάει από τον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής, διέρχεται δια μέσου των κεντρικών δρόμων της πόλεως και καταλήγει στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου. Εκεί τελείται Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός, με αρτοκλασία και θείο κήρυγμα. Την ημέρα της γιορτής, τελείται στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Το απόγευμα της γιορτής, στο παρεκκλήσι του Νεομάρτυρος Νικολάου στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου Μύρων Λυκίας, ψάλλεται ο παρακλητικός κανόνας του Αγίου, ενώ αργότερα στην κεντρική πλατεία του Μετσόβου οι χορευτικοί σύλλογοι της πόλεως παρουσιάζουν ένα πλούσιο γιορταστικό πρόγραμμα.

β) Πανηγυρικά γιορτάζεται και στα Τρίκαλα ο Νεομάρτυς Νικόλαος. Την παραμονή της γιορτής, στον φερώνυμο Ναό της πόλεως τελείται Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός, με την συμμετοχή όλων των ιερέων της πόλεως και πλήθους πιστών. Το πρωί της γιορτής τελείται πανηγυρική Αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Πριν από τον Εσπερινό, στην είσοδο του Ναού, γίνεται η υποδοχή της θαυματουργής αγίας Κάρας του Νεομάρτυρος, η οποία στην συνέχεια εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.

γ) Η Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, που κατέχει τον πολύτιμο θησαυρό της αγίας Κάρας, γιορτάζει με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια την μνήμη του Νεομάρτυρος. Το βράδυ της παραμονής της γιορτής, τελείται ολονύχτια αγρυπνία με την συμμετοχή όλων των ηγουμένων των Μονών των Μετεώρων. Την αγρυπνία παρακολουθούν πολλοί πιστοί, που έρχονται γι' αυτό το σκοπό, από διάφορα μέρη.

δ) Αλλά και στην Αθήνα, η μετσοβίτικη παροικία, τιμά την μνήμη του Νεομάρτυρος. Με πρωτοβουλία του Εξωραΐστικού Συλλόγου Μετσόβου, την πρώτη Κυριακή μετά την 17η Μαΐου, τελείται στο παρεκκλήσι της Φοιτητικής Εστίας Τοσίτσα, στην Κάτω Κηφισιά, Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία. Ακολουθεί το πατροπαράδοτο μετσοβίτικο γλέντι κάτω από τα πανύψηλα δένδρα της Φοιτητικής Εστίας.

ε) Τέλος, οι Μετσοβίτες των Ιωαννίνων, γιορτάζουν τον Άγιο με πανηγυρική Θεία Λειτουργία και αρτοκλασία στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Φρουρίου Ιωαννίνων.

Ακολουθίες του Αγίου

Δύο Ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου έχουν γραφτεί:

α) Η πρώτη είναι πόνημα του Μεγάλου Μετσοβίτη Διδασκάλου του Γένους Νικολάου Κύρκου ή Τζαρτζούλη και γράφτηκε αιτήσει του φιλοχρίστου λαού. Η Ακολουθία αυτή, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Βενετία το 1757 μ.Χ. από τον Αντώνιο Τζάτα με δαπάνη του Γιαννιώτη Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη. Η δεύτερη έκδοση της ίδιας Ακολουθίας, έγινε στην Βενετία το 1771 μ.Χ. με την επιμέλεια και τις διορθώσεις του Αντωνίου Βόρτολη. Ανατύπωση της Ακολουθίας αυτής έγινε το 1968 μ.Χ. στα Τρίκαλα Θεσσαλίας με δαπάνη του αειμνήστου Μετσοβίτη Επαμεινώνδα Σ. Ρουστοπάνη.

β) Η δεύτερη Ακολουθία, είναι ποίημα του αειμνήστου υμνογράφου της Εκκλησίας μας, Γερασίμου μοναχού Μικραγιαννανίτου. Η Ακολουθία αυτή περιλαμβάνεται στο Ηπειρωτικό Λειμωνάριο, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1968 μ.Χ., με την πρόνοια του μακαριστού, τότε Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σεραφείμ, και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος

Σημειώσεις

1) Ορισμένοι συναξαριστές, όπως του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, αναφέρουν τη μνήμη του Aγίου Νικολάου εκ Μετσόβου στις 16 Μαΐου.

2) Ο Άγιος νεομάρτυρας Νικόλαος, μετά από τις απαραίτητες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών κ. ΑΛΕΞΙΟΥ, κατατάχτηκε επίσημα στο ορθόδοξο εορτολόγιο το 1988 μ.Χ. από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Τιμάται στις 17 Μαΐου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πατρὶς χόρευε λαμπροφοροῦσα, νεομάρτυρος τοῦ Νικολάου, καὶ γὰρ οἰκεῖον αὐτόν, ἔχεις νῦν προστάτην σου, τὴν Οὐρανῶν γὰρ βασιλείαν τὴν ἄληκτον, τῶν οἰκείων ἄθλων ἐξωνησάμενος, δυσωπεῖ ἀεὶ Χριστὸν τὸν Θεὸν δωρήσασθαι, τὴν εἰρήνην σοι καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Μετσόβου τὸν γόνον καὶ Τρικκάλων τὸ καύχημα, καὶ τῶν πάλαι Μαρτύρων, μιμητὴν καὶ ὁμότροπον, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, τὸν νέον τοῦ Σωτῆρος Ἀθλητήν, ὡς λυτρούμενον κινδύνων πολυειδῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, λαμπρῶς ἀθλήσας, ἐν ὑστέροις ἔτεσι, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἐδείχθης Μάρτυς Νικόλαε· διὸ γεραίρει τὴν θείαν σου ἄθλησιν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τοῦ Μετσόβου θεῖος βλαστός· χαίροις ὁ Τρικκάλων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις ὁ παρέχων, ἰάσεων τὴν χάριν, Νικόλαε τρισμάκαρ τοῖς σοὶ προστρέχουσι.
Άγιος Θεοδώρητος ο Πρεσβύτερος  
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Θεοδώρητος ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αντιόχειας και μαρτύρησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363 μ.Χ.).
Μνήμη της Αλώσεως και πυρπολήσεως της Ιερουσαλήμ από τους Πέρσες 
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων τελοῦσε κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ λειτουργικὴ Σύναξη στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ τὴν θλιβερὴ ἀνάμνηση τῆς καταστροφῆς καὶ πυρπολήσεως τῆς Ἁγίας Πόλεως ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ 614 μ.Χ. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἐψάλλετο ἰδιαίτερη Ἀκολουθία, τῆς ὁποίας διασώθηκαν Στιχηρὰ καὶ Κανόνας μέχρι τῆς ζ’ Ὠδῆς. Τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Πέρσες περιέγραψε μὲ λεπτομέρειες ὁ σύγχρονος αὐτῆς ἁγιοσαββίτης μοναχὸς Ἀντίοχος Στρατήγιος.Ἡ ἐπίθεση τῶν Περσῶν κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἄρχισε στὶς 15 Ἀπριλίου. Οἱ ἐχθροὶ εἰσέβαλαν στὴν πόλη, ὅπως τὰ ἐξαγριωμένα ἄγρια κτήνη. Οἱ Χριστιανοὶ κατέφυγαν σὲ σπήλαια, τάφρους, δεξαμενὲς καὶ ναούς, προκειμένου νὰ σωθοῦν. Οἱ κατακτητὲς δὲν ἔδειξαν οἶκτο. Δὲν σεβάσθηκαν οὔτε ἄνδρες, οὔτε γυναῖκες, οὔτε παιδιά, οὔτε βρέφη, οὔτε νέους, οὔτε γέροντες, οὔτε μοναχούς, οὔτε κληρικούς. Ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν Χορσόης βοηθούμενος ἀπὸ 20.000 Ἰουδαίους ἐξάλειψε κάθε χριστιανικὸ οἰκοδόμημα καὶ 80.000 Χριστιανοὶ μαρτύρησαν. Τότε μεταφέρθηκε στὴν Περσία αἰχμάλωτος ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Τίμιος Σταυρός. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χορσόη φαίνεται ὅτι ὁ Περσικὸς ζυγὸς δὲν συνέχισε νὰ εἶναι σκληρός, διότι ὁ Ἐπίσκοπος Μόδεστος, ποὺ ἀντικατέστησε πρόσκαιρα τὸν Πατριάρχη, κατόρθωσε νὰ οἰκοδομήσει ἔστω καὶ πρόχειρα τὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἄλλους ναούς.


Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀδριανοῦ 
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ, ἐκ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.

Άγιος Νικόλαος ο Μεγαλομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ μαρτύρησε τὸ 1555. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.

Όσιος Θεοφάνης ο Μυροβλύτης Επίσκοπος Σολέας, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου


Θεόφανες μάκαρ ποθῶν σὸν Νυμφίον
τοῦ κόσμου κατέλιπες κενὴν τὴν δόξαν.
Χαίρει ἀγάλλεται Προδρόμου ἡ μάνδρα
ἔχουσα ὅσιε προστάτην σε θεῖον.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Θεοφάνης Θεῷ συνεκράθη.

Ο Όσιος Θεοφάνης ζει στην Κύπρο κατά τους χρόνους της κατοχής της από τους Ενετούς (1489 - 1571 μ.Χ.). Δεν γνωρίζουμε στοιχεία για τους γονείς, την κατά κόσμο καταγωγή και τη μόρφωση του. Οι πληροφορίες που έχουμε είναι λίγες, αλλά σημαντικές, γιατί παραδίνονται από ένα σύγχρονο του Οσίου και αυτόπτη μάρτυρα της εκταφής του Τιμίου λειψάνου του, τον Στέφανο Λουζινιανό, ιερωμένο δομηνικανό μοναχό και βικάριο της Λατινικής Αρχιεπισκοπής Κύπρου, στο έργο του «Η Χωρογραφία της νήσου Κύπρου». Το έργο αυτό που θεωρείται σημαντική πηγή πληροφοριών για την μεσαιωνική ιστορία της Κύπρου, το εξέδωσε πρώτα στην Ιταλική (1573 μ.Χ.) και μετά στη Γαλλική γλώσσα (1580 μ.Χ.). Η δεύτερη έκδοση, που είναι πιο επιμελημένη, συμπληρώνει την πρώτη.

Ο Άγιος Θεοφάνης αγάπησε τον Χριστό υπερβολικά, εγκατέλειψε τον κόσμο, έγινε μοναχός και ζούσε στη Μονή των Μαγγάνων, που βρισκόταν στη Λευκωσία, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο. Η Μονή υπήρχε από τα Βυζαντινά χρόνια, την ανακαίνισε όμως το 1453 μ.Χ. η Ελένη Παλαιολογίνα, σύζυγος του βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β' (1432 - 1458 μ.Χ.) για να στεγάσει τους ιερωμένους που κατέφθασαν στην Κύπρο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Το 1567 μ.Χ. οι Ενετοί κατεδάφισαν τη Μονή κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης των νέων οχυρώσεων της Λευκωσίας.

Η ζωή του μοναχού Θεοφάνη ήταν υποδειγματική. «Όσον άφορα στο βίο, δε θα μπορούσε κανείς να βρει κάτι μεμπτό» γράφει το βιογραφικό σημείωμα που βρίσκεται στο ανωτέρω έργο. Παρά το ότι έκρυβε τις αρετές του ζώντας μέσα στην αφάνεια και την ταπείνωση ο Κύριος τον φανέρωσε στους ανθρώπους. Έτσι οδήγησε τους επισκόπους της εποχής να τον εκλέξουν, παρά τη θέλησή του, ως Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Το αξίωμα αυτό με μεγάλη δυσκολία το αποδέχτηκε. Επειδή στη Λευκωσία, πρωτεύουσα της Κύπρου ήταν εγκατεστημένος ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος, ο Άγιος Θεοφάνης έφερε τον τίτλο επίσκοπος Σολέας και διοικητής των Ελλήνων της Λευκωσίας.

Οι Έλληνες επίσκοποι την εποχή της Ενετοκρατίας δεν επιτρεπόταν να μένουν στις μεγάλες πόλεις της Κύπρου, όπου ήταν και οι έδρες των μητροπόλεων τους, αλλά σε χωριά. Επί Τουρκοκρατίας επέστρεψαν ο Αρχιεπίσκοπος από τη Σολέα στη Λευκωσία, ο Μητροπολίτης Πάφου από την Αρσινόη στο Κτήμα, ο Λεμεσού από τα Λεύκαρα στη Λεμεσό και ο της Αμμοχώστου από την Καρπασία στην Αμμόχωστο.

Ο Άγιος Θεοφάνης αποχωρίστηκε την ποθητή γι’ αυτόν ησυχία και αμεριμνία του μοναχικού πολιτεύματος και ακολούθησε το θέλημα του Θεού που εκφραζόταν εκείνη τη στιγμή με την εκλογή του ως αρχιερέα. Η φράση «διοικητής των ελλήνων της Λευκωσίας» που υπάρχει στον τίτλο του φανερώνει την εξουσία που του παραχωρούσαν οι Ενετοί να ρυθμίζει μερικά από τα εσωτερικά θέματα και προβλήματα των υποδούλων Ελλήνων.

Για πόσο χρόνο παρέμεινε στο επισκοπικό του αξίωμα δε γνωρίζουμε. Ένα αναπάντεχο, ασυνήθιστο και παράδοξο περιστατικό τον οδήγησε να υποβάλει την παραίτηση του, που με δυσκολία έγινε αποδεκτή. «Μία ήμερα επέπληξε τον οικονόμο του -το όποιο είναι το ανώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα μετά τον επίσκοπο- επειδή είχε σφάλει σε κάτι. Ο οικονόμος, ο όποιος ήταν άνθρωπος άκρως υπερήφανος και θρασύς, τον χαστούκισε ενώπιον του λαού. Ο επίσκοπος τότε βλέποντας την πολύ σοβαρή και άτυχη (δυσάρεστη) πράξη προς το πρόσωπό του και θεωρώντας τον εαυτό του τελείως ανάξιο για τη θέση που κατείχε, πήγε να συναντήσει τον αρχιεπίσκοπο (των Λατίνων), στα χέρια του οποίου κατέθεσε την επισκοπή του (την παραίτηση του από το επισκοπικό του αξίωμα)» γράφει το γαλλικό κείμενο της «Χωρογραφίας της νήσου Κύπρου». Ο Άγιος Θεοφάνης ικέτευοντας με δάκρυα παρακαλούσε να γίνει δεκτή η παραίτηση του. Στη αρχή συνάντησε την άρνηση των ενετικών αρχών, δείγμα του σεβασμού που έτρεφαν προς το πρόσωπο τού οσίου και την αναγνώριση της αρετής του. Μετά όμως από την επιμονή του αγίου την έκαναν δεκτή.

Ο άκακος, ανεξίκακος και πράος επίσκοπος δε θύμωσε, δε ζήτησε εκδίκηση ή τιμωρία του οικονόμου για την ασέβεια και περιφρόνηση του αρχιερατικού του αξιώματος. Θεώρησε λόγω της μεγάλης ταπείνωσής του τον εαυτό του ως ανάξιο να κατέχει τη θέση του επισκόπου. Η στάση του αυτή φανερώνει το ύψος της αρετής και της αγιότητάς του.

Μετά την αποδοχή της παραίτησης του ικανοποίησε την εσωτερική του επιθυμία για την ησυχαστική ζωή. Έφυγε μακρυά από τους κοσμικούς θορύβους των πόλεων καταφεύγοντας σε ένα Μοναστήρι στο Μέσα Ποταμό, στα βουνά του Τρόοδους. Σύμφωνα με πληροφορίες, του Αρχιμ. Νικοδήμου, Εξάρχου της Μητροπόλεως Κιτίου στη Λεμεσό, ο όσιος Θεοφάνης διετέλεσε και ηγούμενος τής Μονής. Στη συνέχεια μάλιστα ανέβηκε και κατοίκησε σε ένα κελί 87 περίπου μέτρα ψηλότερα από τη Μονή και ως εκ τούτου η τοποθεσία αυτή έλαβε την ονομασία «Μονή του Γουμένου». Εκεί ζει μόνος μια ζωή αγιότητας και ο Κύριος μετά την κοίμησή του τού δίνει το χάρισμα της θαυματουργίας, όπως μαρτυρούν οι μοναχοί της Μονής.

Από το βίο του παραδίδεται μόνο το παρακάτω περιστατικό. «Μία νύκτα είδε σε όνειρο ότι ένας φίλος του τού έφερε ένα δοχείο με μέλι. Το πρωί μόλις ξύπνησε, να και ο φίλος του με το δοχείο γεμάτο μέλι. Ο επίσκοπος λοιπόν, αφού ευγενικά και με ευγνωμοσύνη αποδέχτηκε το μέλι, μετά το έριξε στον τοίχο και χύθηκε το μέλι. Στον φίλο του είπε ότι το έκανε αυτό γιατί δεν ήθελε να αφήσει το διάβολο να τον κάνει να πιστεύει στα όνειρα». Η αντιμετώπιση του πειρασμού φανερώνει το βάθος της πνευματικής εργασίας του Αγίου. Απορρίπτει το λογισμό του διαβόλου που προσπαθεί να εισηγηθεί σε αυτόν ότι απόκτησε το προορατικό χάρισμα.

Κοιμήθηκε με οσιακό θάνατο. Ο Νεόφυτος Ρόδινος, Κύπριος λόγιος, στο έργο του «Περί ηρώων, στρατηγών» (Κυπριακά Χρονικά, έτος III, 1925, σ.27) γράφει ότι ο «Θεοφάνης μοναχός, ....απέθανε εις τους αφν’ (1550)».

Μετά από 4 ή 6 χρόνια γίνεται ανακομιδή του λειψάνου του το οποίο βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε από τη Χάρη του Θεού, σημεία πιστοποίησης και φανέρωσης από το Θεό της αγιότητας του. Τοποθετήθηκε το λείψανο στο καθολικό της Μονής και η τιμία κάρα σε ασημένια θήκη. «Εγώ είδα την εκταφή και τα οστά αναμεμιγμένα με χώμα, τα όποια πράγματι ανέδιδαν μία ευωδία, όχι όμως νεκρού» αναφέρει το ιταλικό κείμενο της «Χωρογραφίας». «Οι μοναχοί εκείνου του τόπου (της Μονής) βεβαιώνουν ότι ο άγιος αυτός άνθρωπος είχε επιτελέσει πολλά θαύματα· έτσι, έκαναν ανακομιδή των λειψάνων του και τοποθέτησαν την κάρα του σε ασημένια θήκη. Αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω, διότι το είδα με τα μάτια μου» λέει η γαλλική έκδοση.

Η μνήμη του οσίου Θεοφάνη διατηρήθηκε καθ’ όλο το διάστημα τής Τουρκοκρατίας και πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς της εποχής τονίζουν την ασκητική και ενάρετη ζωή του.

Το 1999 μ.Χ. στο ναό του χωριού Τρεις Ελιές, το οποίο υπάγεται στη Μητρόπολη Μόρφου (παλαιοί Σόλοι ή Σολέα) εντοπίστηκε εικόνα του έτους 1689 μ.Χ., έργο του αγιογράφου Λεοντίου εκ Λεμεσού, με επιγραφή «Ο Άγιος Θεοφάνης ο Νέος», που πρέπει να απεικονίζει τον όσιο Θεοφάνη ως επίσκοπο Σόλων, εφ’ όσο μάλιστα ό απεικονιζόμενος άγιος φέρει αρχιερατική ενδυμασία. Η εικόνα αυτή σήμερα βρίσκεται στο Επισκοπείο της Μητροπόλεως Μόρφου στην Ευρύχου. Αυτό καταδεικνύει και τη διατήρηση της μνήμης του αγίου ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών της Κύπρου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1571 - 1878 μ.Χ.).

Που βρίσκονται σήμερα τα ιερά λείψανα του Αγίου; Δεν γνωρίζει κανείς. Πιθανόν οι Πατέρες της Μονής για να τα προστατεύσουν από τους Τούρκους κατακτητές να τα έκρυψαν σε άγνωστο σημείο χωρίς να αφήσουν πληροφορία για τον τόπο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ῥαπισμὸν ὑπ᾿ αὐθάδους, Πάτερ, δεξάμενος, ἐν ταπεινώσει τὸν κόσμον εὐθὺς κατέλιπες καὶ ἐν τῇ Μέσα Ποταμοῦ Μονῇ προσέδραμες, ἔνθα ἐν πόνοις καρτερῶν εὗρες πηγὴν ἁγιασμοῦ· διό, Θεόφανες Πάτερ, ἡμᾶς τοὺς δούλους σου σκέπε καὶ θείοις μύροις καταμύρισον.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς Μυροβλύτης, θείου Πνεύματος τὰ νάματα, καὶ ὡς θαυμάτων αὐτουργὸς πᾶσιν ἰάματα, τοῖς τιμῶσί σε παρέχεις ἀφθονοδότως· μοναζόντων δὲ κανὼν ὑπάρχων ἄριστος, ὁδηγὸς γενοῦ ἡμῖν πρὸς τελειότητα, ἵνα κράζωμεν· Χαῖρε Πάτερ Θεόφανες.

Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Βαθυτάλαντον ὡς θησαυρόν σε οἱ οἰκέται σου χαρᾷ πλουτοῦντες, τὴν πτωχείαν τῶν παθῶν ἐξαλείφοντα καὶ τῆς ζωῆς τὴν ἐλπίδα βραβεύοντα, ἐν εὐφροσύνῃ θερμῶς σοι κραυγάζομεν· Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε φυλάττειν ἐν εἰρήνῃ τὴν ζωὴν ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος
Ἅπαντες μετὰ δέους ἐν τῇ μνήμῃ σου, Πάτερ, ὁμοῦ συνελθόντες, ἐν ὕμνοις γεραίρομεν πόθῳ θερμῷ τοῦ σοῦ βίου πάντα τὰ σεπτὰ σκάμματα καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος λαμβάνομεν ἐκ σοῦ βοῶντες·

Χαῖρε, λαμπρὸν ἀρετῆς ταμεῖον,
χαῖρε, Θεοῦ ἐννοιῶν δοχεῖον.
Χαῖρε, ταπεινώσεως βάθος ἀπύθμενον,
χαῖρε, τελειότητος ὕψος ἀνείκαστον.
Χαῖρε, μύρον θείας χάριτος ὁ ἐκβλύσας θαυμαστῶς,
χαῖρε, τύπον ἀναστάσεως τὸ σὸν σκῆνος δεδωκώς.
Χαῖρε, τῆς ἀφανείας τὴν ὁδὸν ὁ βαδίσας,
χαῖρε, τῆς ἀφθαρσίας τὸ σημεῖον ὁ δείξας.
Χαῖρε, Μονῆς Προδρόμου τὸ καύχημα,
χαῖρε, ζωῆς μονοτρόπου ἀγλάισμα.
Χαῖρε, θερμὲ νήσου Κύπρου προστάτα,
χαῖρε, ἡμῶν πρὸς τὸν Κτίστην μεσῖτα·
Χαῖρε Πάτερ Θεόφανες.

Άγιος Ελεάζαρος

Ο Άγιος Μάρτυς Ελεάζαρος ήΛάζαρος έζησε κατά τον 18ο αιώνα μ.Χ. στη Ρωσία και καταγόταν από το χωριό Βαζέν. Μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού κοντά στην περιοχή του Όλονετς. 

Όσιος Ιωνάς της Οδησσού


Ο Όσιος Ιωνάς Μωυσέεβιτς Αταμάνσκιυ γεννήθηκε στην Οδησσό στις 14 Σεπτεμβρίου 1855 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Μωυσής και ήταν διάκονος και η μητέρα του Γλυκερία. Πέθαναν όμως νωρίς και άφησαν ορφανό τον Όσιο σε μικρή ηλικία, ο οποίος καθημερινά, νύχτα και ημέρα, περνούσε τον χρόνο του προσευχόμενος στους τάφους των γονέων του. Την κηδεμονία του φτωχού παιδιού ανέλαβε ο θείος του. Ο Όσιος πρόκοπτε στην αρετή, την ευσέβεια και την μόρφωση. Ο θείος ζήλος φούντωνε μέσα στην καρδιά του. Έτσι το 1884 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος και το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερος. Διακόνησε την Εκκλησία, στην αρχή ως εφημέριος σε χωριό και αργότερα, από το 1897 μ.Χ., στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Οδησσού.

Η ποιμαντική του δράση υπήρξε αξιοθαύμαστη. Οι φτωχοί και άποροι εύρισκαν καταφύγιο κοντά του. Ο Όσιος τους δίδασκε με τη λειτουργική του ζωή και τα φλογερά κηρύγματά του. Η εκκλησιαστική του κοινότητα ήταν παρόμοια με αυτή της Αρχαίας Εκκλησίας και αναγνώριζε στο πρόσωπο του Οσίου τον άνθρωπο της ειρήνης και της δυνάμεως του Θεού.

Η ευεργετική ποιμαντική δράση του Οσίου φάνηκε περισσότερο κατά την διάρκεια του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου, το 1905 μ.Χ., κατά την επανάσταση του 1917 μ.Χ. και στα χρόνια του διωγμού της Εκκλησίας. Ο Όσιος συνέχισε χωρίς φόβο την διακονία του με πίστη προς τον Θεό και αγάπη προς τον λαό. Ο Άγιος Θεός τον αξίωσε του χαρίσματος της θαυματουργίας. Έτσι πολλοί συνέρεαν προς αυτόν, για να λάβουν την ευλογία του και να θεραπευθούν από τα σωματικά και ψυχικά νοσήματά τους.

Ο Όσιος Ιωνάς κοιμήθηκε με ειρήνη το 1924 μ.Χ. και η κανονική πράξη της αγιοποιήσεώς του έγινε το 1995 μ.Χ. Το 1996 μ.Χ. τα ιερά λείψανά του μετακομίσθηκαν στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Οδησσού. 


Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος 
Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀγγλία καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν χώρα του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ Μαλμέσμπουρυ τὸ 673 μ.Χ.

Ανάμνηση Θαύματος Αγίας Βαρβάρας στην Λευκάδα 


Στην Λευκάδα, εκτός από την 4η Δεκεμβρίου (οπότε τιμάται η μνήμη της Αγίας Βαρβάρας), μεγάλη πανήγυρη γίνεται και την Γ' Κυριακή του Μαΐου. Τότε, οι Λευκαδίτες ευχαριστούν την Αγία Βαρβάρα για τη διάσωση του νησιού από την φοβερή μάστιγα της ευλογιάς στα 1922 μ.Χ. Τελείται μάλιστα και λιτανεία, που ξεκινάει από τον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής και περιέρχεται τους δρόμους της πόλης.


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.

Μεγαλυνάριον
Δεῦτε τῆς Λευκάδος οἱ οἰκισταί, μέλψωμεν ἐν ὕμνοις , τήν Βαρβάραν τήν θαυμαστήν, τήν ἡμῶν προστάτιν, παρέχουσαν ἰάσεις, τοῖς πόθῳ τῷ τεμένει αὐτῆς προστρέχουσιν.

Σύναξη των Αγίων της Δημητριάδος 



Η εορτή καθιερώθηκε περι το 1970 μ.Χ. από τον Μακαριστό Μητροπολίτη Δημητριάδος κυρό Ηλία και η πανήγυρις επανήρχισε και πάλι το 1994 μ.Χ., με την ευλογία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου και έκτοτε συνεχίζεται κατ’ έτος η τιμή προς του Αγίους που έζησαν, δίδαξαν, ασκήθηκαν και μαρτύρησαν στην περιοχή της Δημητριάδος.

Πρόκειται για τον πρώτο Επίσκοπο Δημητριάδος Άγιο Βησσαρίωνα (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου), τους Οσιομάρτυρες Δαμιανό τον εν Κισσάβω (βλέπε 14 Φεβρουαρίου) και Γεδεών τον εκ Καπούρνης (βλέπε 30 Δεκεμβρίου), τους Οσίους Συμεών τον Ανυπόδητο (βλέπε 19 Απριλίου), Γεράσιμο τον Νέο (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου), Λαυρέντιο (βλέπε 10 Μαΐου) και Διονύσιο, Κτήτορα της Ιεράς Μονής Σουρβιάς (βλέπε 23 Ιανουαρίου), τους Νεομάρτυρες Απόστολο τον Νέο (βλέπε 16 Αυγούστου), Τριαντάφυλλο τον εκ Ζαγοράς (βλέπε 8 Αυγούστου) και Σταμάτιο (βλέπε 16 Αυγούστου) και τις Οσίες Ζηναϊδα και Φιλονίλλα (βλέπε 11 Οκτωβρίου).


Ἡ Ἁγία Ρεστιτούτα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα μαρτύρησε στὴν Καρθαγένη ἐπὶ αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ τὸ 255 μ.Χ. ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ τὸ 304 μ.Χ.
 
Οἱ Ἅγιοι Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα οἱ Μάρτυρες
 
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα μαρτύρησαν στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἢ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς. Ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους εἶναι ἄγνωστος.

«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου