– Στὴν κακομοιριὰ ὀφείλεται καὶ μὲ τὴν δοξολογία τὴν κάνει κανεὶς πέρα. Ἡ γκρίνια γεννᾶ γκρίνια καὶ ἡ δοξολογία γεννᾶ δοξολογία. Ὅταν δὲν γκρινιάζη κανεὶς γιὰ μιὰ δυσκολία ποὺ τὸν βρίσκει, ἀλλὰ δοξάζη τὸν Θεό, τότε σκάζει ὁ διάβολος καὶ πάει σὲ ἄλλον ποὺ γκρινιάζει, γιὰ νὰ τοῦ τὰ φέρη ὅλα πιὸ ἀνάποδα. Γιατί, ὅσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει.
Μερικὲς φορὲς μᾶς κλέβει τὸ ταγκαλάκι καὶ μᾶς κάνει νὰ μὴ μᾶς εὐχαριστῆ τίποτε, ἐνῶ μπορεῖ κανεὶς ὅλα νὰ τὰ γλεντάη πνευματικὰ μὲ δοξολογία καὶ νὰ ἔχη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Νά, ξέρω κάποιον ἐκεῖ στὸ Ὄρος πού, ἂν βρέξη καὶ τοῦ πῆς «πάλι βρέχει», ἀρχίζει: «Ναί, ὅλο βρέχει, θὰ σαπίσουμε ἀπὸ τὴν πολλὴ ὑγρασία». Ἂν μετὰ ἀπὸ λίγο σταματήση ἡ βροχὴ καὶ τοῦ πῆς «ἔ, δὲν ἔβρεξε καὶ πολύ», λέει: «Ναί, βροχὴ ἦταν αὐτή; θὰ ξεραθῆ ὁ τόπος...». Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι καλὰ στὸ μυαλό, ἀλλὰ συνήθισε νὰ γκρινιάζη. Νὰ εἶναι λογικὸς καὶ νὰ σκέφτεται παράλογα!