Κάποιος
αδελφός που έμενε στα Μονύδρια έπεφτε συχνά, με ενέργεια του διαβόλου,
στην πορνεία, πίεζε όμως τον εαυτό του να μείνει και να μην πετάξει το
σχήμα. Και όταν άρχιζε τον σύντομο κανόνα του, παρακαλούσε με στεναγμούς
τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, είτε θέλω είτε δεν θέλω, σώσε με. Γιατί εγώ,
ως λάσπη που είμαι, ποθώ τη βρωμιά της αμαρτίας, εσύ όμως, ως Θεός και
παντοδύναμος, μπορείς να με εμποδίσεις. Να σπλαχνιστείς τον ενάρετο, δεν
είναι σπουδαίο· και να σώσεις τον καθαρό, δεν είναι αξιοθαύμαστο· γιατί
είναι άξιοι να τους δείξεις την αγαθότητά σου. Σ’ εμένα, Κύριε, κάνε να
θαυμαστούν τα ελέη σου, και δείξε την ασύλληπτη φιλανθρωπία σου σε αυτό
που σου ζητώ. Γιατί σ’ εσένα εμπιστεύεται τον εαυτό του ο φτωχός (Ψαλμ.
9:35), εκείνος δηλαδή που δεν έχει καμία αρετή».
Αυτά
και τα παρόμοια έλεγε καθημερινά με δάκρυα ο αδελφός, είτε είχε
αμαρτήσει είτε όχι. Κάποτε λοιπόν, που είχε πέσει νύχτα στη συνηθισμένη
αμαρτία, σηκώθηκε αμέσως και άρχισε τον κανόνα του. Και ο διάβολος,
κατάπληκτος για την ελπίδα του, αλλά και για την αδιαντροπιά του
απέναντι στον Θεό, παρουσιάστηκε ορατός και του είπε: «Άθλιε, δεν
ντρέπεσαι να σταθείς μπροστά στον Θεό ή ακόμη και να προφέρεις το όνομά
του, αλλά ξεδιάντροπα τολμάς και να ψάλλεις;»