✶✶✶
Η απέραντη αγάπη του οσίου Αμβροσίου της Όπτινα αγκάλιαζε με ξεχωριστό ενδιαφέρον τα πρόσωπα εκείνα που τα ταλαιπωρούσε η αμαρτία και τα βάραινε ο στιγματισμός της κοινωνίας.
✶✶✶
Η απέραντη αγάπη του οσίου Αμβροσίου της Όπτινα αγκάλιαζε με ξεχωριστό ενδιαφέρον τα πρόσωπα εκείνα που τα ταλαιπωρούσε η αμαρτία και τα βάραινε ο στιγματισμός της κοινωνίας.
Οι πολλές συμβουλές και παραινέσεις των φίλων του αποδείχθηκαν μάταιες. Τελικά το έτος 1888 ο Αλέξιος Στεπάνοβιτς κατέφυγε στην βοήθεια του στάρετς Αμβροσίου και με επιστολή του ζήτησε να του υποδείξει τον τρόπο που θα καταπολεμήσει το πάθος του.
– Πάτερ, είναι δυνατό να ζούμε στον κόσμο και να σωθούμε;
– Και βέβαια είναι δυνατό, απάντησε ο όσιος, αν δεν ζούμε με το τραλαλά, αλλά με ειρήνη και ταπείνωση.
Άλλες φορές σε παρόμοιες ερωτήσεις έδωσε τις ακόλουθες απαντήσεις:
– Να ζούμε με ευθύτητα, χωρίς φαρισαϊκή υποκρισία.
– Να μην απελπιζόμαστε, να μην κατακρίνουμε και να μην πικραίνουμε κανέναν. Όλους να τους αγαπούμε και όλους να τους τιμούμε.
Ο π. Αμβρόσιος, στις συζητήσεις που κάναμε, αντιλήφθηκε ότι δεν εμπιστευόμουν απόλυτα τα λόγια του. Τα έπαιρνα, είναι αλήθεια, σαν λόγια συνηθισμένα και όχι επακόλουθα θείου φωτισμού.
Έτυχε κάποτε, που βρέθηκα στην Όπτινα, να την επισκεφθούν κάποιοι Μοσχοβίτες, οι οποίοι στην επιστροφή θα περνούσαν από τη Μονή Τύχωνωφ.
– Πήγαινε κι εσύ ως τη μονή, μου λέει ο γέροντας.
– Μα, παππούλη, τι να κάνω εγώ εκεί; Δεν έχω καμιά δουλειά. Κι έπειτα, πώς θα γυρίσω μόνη μου πίσω;
Δύο αδελφές μιας πλούσιας και αρχοντικής ρωσικής οικογένειας είχαν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Η μία ήταν ευσεβής και ήσυχη. Η άλλη, η Βέρα, ήταν εγωίστρια και ανήσυχη. Πολλές φορές την παρακάλεσε η αδελφή της να πάνε μαζί στην Όπτινα, στον όσιο Αμβρόσιο, αλλά εκείνη πάντοτε αρνιόταν πεισματικά. Αριστοκράτισσα αυτή και φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, να επισκεφθεί έναν γέρο λιτσιμέρα (: υποκριτή, πλάνο) −έτσι αποκαλούσαν τον στάρετς−, το θεωρούσε υποτιμητικό!
Κάποτε, όμως, για να δείξει την “ανωτερότητά” της, συγκατένευσε να συνοδεύσει την αδελφή της ως την Όπτινα. Στον δρόμο, όλο και κάτι ειρωνικό είχε να πει σε βάρος των ανθρώπων που ευλαβούνταν τον όσιο. Είχε μάθει και κάτι το “φοβερό” κατά τη γνώμη της: Όταν ο στάρετς έβγαινε για να ευλογήσει τους χριστιανούς, εκείνοι γονάτιζαν. Αυτό της έδινε πολύ στα νεύρα.
Κάποιος χωρικός από την Τούλα ήταν αλκοολικός. Πολλές φορές προσπάθησε να κόψει το κρασί, αλλά δεν τα κατάφερε. Όσο αγωνιζόταν να λυτρωθεί από το πάθος του, τόσο υποδουλωνόταν σ’ αυτό. Σαν ένα φοβερό αόρατο χταπόδι τον έπιανε με τα πλοκάμια του και τον έκανε κουρέλι. Ήταν για κλάματα. Τελικά τον κυρίεψε τέτοια απόγνωση, που σκεφτόταν ν’ αυτοκτονήσει. Μια μέρα, όμως, ο Θεός τον φώτισε και ξεκίνησε για την Όπτινα. Είχε ακούσει πολλά και θαυμαστά για τον μεγάλο στάρετς που βρισκόταν εκεί, τον όσιο Αμβρόσιο. Θέλησε να του μιλήσει για το θανάσιμο πάθος του. Όταν, όμως, βρέθηκε μπροστά του, δεν μπορούσε ν’ ανοίξει το στόμα του. Τον κοίταζε σαν μουγγός, ώσπου εκείνος αναπάντεχα του είπε:
Ο όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα δίδασκε ότι η αγάπη του Θεού παραχωρεί τις θλίψεις και τις συμφορές, επειδή η ευημερία και οι επιτυχίες γεννούν στην ψυχή την υπερηφάνεια.
– Παρατηρήστε το χρυσοπράσινο σκαθάρι, έλεγε. Όταν ο καιρός είναι ζεστός και ο ήλιος λάμπει, τρέχει παντού, ζουζουνίζοντας υπερήφανα. Όλα τα δάση και τα λιβάδια είναι δικά του. Όταν, όμως, κρυφτεί ο ήλιος και φυσήξει παγωμένος άνεμος, τρυπώνει στα φύλλα και ούτε καν ακούγεται. Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Η λάμψη της ευτυχίας φέρνει την έπαρση, ενώ η παγωνιά των συμφορών οδηγεί στην ταπείνωση.
✶✶✶
Χωρίς την ταπείνωση – έλεγε – δεν σώζεται ο άνθρωπος. Αν πιστεύουμε ότι για την αξία μας και για τα έργα μας σωζόμαστε, έχουμε απατηθεί. Θα σας διηγηθώ μια διδακτική ιστορία.