Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Περί Αγάπης Γ' (1-25)


1. Η χρησιμοποίηση των πραγμάτων και των νοημάτων που στηρίζεται στον ορθό λόγο, προξενεί σωφροσύνη και γνώση. Η άλογη, χρησιμοποίησή τους προξενεί ακολασία, μίσος και άγνοια.

2. «Έστρωσες μπροστά μου τραπέζι κλπ.»(Ψαλμ. 22, 5). Το τραπέζι εδώ σημαίνει την πρακτική αρετή, γιατί αυτή ετοιμάστηκε από τον Χριστό κατά πρόσωπο αυτών που μας θλίβουν. Το λάδι που λιπαίνει το νου σημαίνει τη θεωρία των δημιουργημάτων. Το ποτήρι του Θεού σημαίνει τη γνώση του Θεού, ενώ το «έλαιο» Αυτού σημαίνει το Λόγο του Θεού και Θεό. Γιατί Αυτός με την ενανθρώπησή Του, καταδιώκει καθημερινά μέχρις ότου πιάσει όλους εκίνους που θα σωθούν, όπως π.χ. τον Παύλο. Ο οίκος σημαίνει τη βασιλεία όπου καταλήγουν όλοι οι άγιοι. Και η «μακρότης των ημερών» σημαίνει την αιώνια ζωή.

3. Οι κακίες προέρχονται από την κακή χρήση των δυνάμεων της ψυχής, δηλαδή της λογιστικής και της επιθυμητικής. Της λογιστικής δυνάμεως κακή χρήση είναι η άγνοια και η αφροσύνη. Της θυμοειδούς και της επιθυμητικής είναι το μίσος και η ακολασία. Καλή χρήση τους είναι η γνώση και η φρόνηση, η αγάπη και η σωφροσύνη. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε κανένα κτίσμα του Θεού και δημιούργημα δεν είναι κακό.

4. Δεν είναι κακά τα φαγητά, αλλά η γαστριμαργία. ούτε η παιδοποιΐα, αλλά η πορνεία. ούτε τα χρήματα, αλλά η φιλαργυρία. ούτε η δόξα, αλλά η κενοδοξία. Αν είναι έτσι, κανένα από τα όντα δεν είναι κακό. κακό είναι η εσφαλμένη χρήση τους που οφείλεται στην αμέλεια του νου για την καλλιέργεια των φυσικών του δυνάμεων.

5. Το κακό που υπάρχει στους δαίμονες είναι θυμός παράλογος, ανόητη επιθυμία και απερίσκεπτη φαντασία, όπως λέει ο μακάριος Διονύσιος. Η παραλογία, η άνοια και η απερισκεψία στα λογικά όντα είναι στερήσεις του λογικού, του νου και της περισκέψεως. Οι στερήσεις όμως είναι μεταγενέστερες των έξεων. Άρα λοιπόν, υπήρχε καιρός, που οι δαίμονες είχαν λογικό και νου και ευλαβή περίσκεψη. Αν είναι έτσι, τότε οι δαίμονες δεν είναι φύσει κακοί, αλλά έχουν γίνει κακοί από κακή χρήση των φυσικών τους δυνάμεων.

6. Άλλα πάθη προκαλούν ακολασία, άλλα μίσος. Άλλα και ακολασία και μίσος.

7. Η πολυλογία και η πολυφαγία είναι αίτια της ακολασίας. Η φιλαργυρία και η κενοδοξία είναι αίτια τους μίσους προς τον πλησίον. Η μητέρα τους η φιλαυτία, είναι αίτια και των δύο.

8. Φιλαυτία είναι η προς το σώμα εμπαθής και παράλογη αγάπη, την οποία αντιμάχεται η αγάπη και η εγκράτεια. Εκείνος που έχει τη φιλαυτία, είναι φανερό ότι έχει όλα τα πάθη.

9. Κανένας δεν μίσησε την σάρκα του(Εφ. 5, 29), λέει ο Απόστολος, αλλά τη σκληραγωγεί και τη χρησιμοποιεί ως δούλη(Α΄ Κορ. 9, 27), μη παρέχοντάς της τίποτε άλλο παρά τροφές και ενδύματα(Α΄ Τιμ. 6, 8), κι απ’ αυτά όσα της χρειάζονται για να ζει. Με αυτό τον τρόπο την αγαπά κανείς απαθώς και την τρέφει ως υπηρέτρια των θείων, και την περιποιείται δίνοντάς της μόνο όσα θεραπεύουν τις ανάγκες της.

10. Όποιον αγαπά κανείς, εκείνον βέβαια και περιποιείται πρόθυμα. Αν λοιπόν κανείς αγαπά τον Θεό, πρόθυμα κάνει εκείνα που Του αρέσουν. Αν αγαπά τη σάρκα, κάνει πρόθυμα εκείνα που ευχαριστούν αυτήν.

11. Στο Θεό αρέσει η αγάπη, η σωφροσύνη, η θεωρία και η προσευχή. Στη σάρκα αρέσει η γαστριμαργία, η ακολασία και όσα αυξάνουν αυτά τα πάθη. Γι’ αυτό όσοι είναι σαρκικοί, δεν μπορούν να αρέσουν στο Θεό(Ρωμ. 8, 8). Ενώ όσοι ανήκουν πράγματι στο Χριστό, σταύρωσαν τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες(Γαλ. 5, 24).

12. Αν ο νους στραφεί προς το Θεό, έχει το σώμα δούλο του και δεν του παρέχει τίποτε παραπάνω από ό,τι χρειάζεται για να ζήσει. Αν όμως στραφεί προς τη σάρκα, υποδουλώνεται στα πάθη, και φροντίζει πως να ικανοποιεί πάντοτε τις κακές επιθυμίες της.

13. Αν θέλεις να νικήσεις τους πονηρούς λογισμούς, πρόσεχε τα πάθη και εύκολα τους διώχνεις από το νου σου. Στην περίπτωση της πορνείας για παράδειγμα, να νηστεύεις, να αγρυπνείς, να κοπιάζεις, να μένεις με τον εαυτό σου. Στην περίπτωση της οργής και της λύπης, να καταφρονείς την εκτίμηση και την καταφρόνηση των ανθρώπων και τα υλικά πράγματα. Στην περίπτωση της μνησικακίας, να προσεύχεσαι για κείνον που σε λύπησε. κι έτσι λυτρώνεσαι.

14. Μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους πιο ασθενείς ανθρώπους, αλλά να αυξάνεις την αγάπη σου σύμφωνα με την εντολή(Ιω. 13, 34). Γιατί με την σύγκριση πέφτεις στον λάκκο της οιήσεως, ενώ με την αύξηση της αγάπης ανεβαίνεις στο ύψος της ταπεινοφροσύνης.

15. Αν εφαρμόζεις πράγματι την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, μη δείξεις ποτέ σ’ αυτόν πικρία για οποιοδήποτε πράγμα σε λύπησε. Διαφορετικά είναι φανερό ότι προτιμάς τα πρόσκαιρα από την αγάπη, και αυτά διεκδικώντας, πολεμάς εναντίον του αδελφού σου.

16. Ο χρυσός είναι ποθητός στους ανθρώπους όχι τόσο για την χρησιμότητά του, όσο γιατί πολλοί επιτυγχάνουν μ’ αυτόν τις ηδονές.

17. Τρία είναι τα αίτια της αγάπης των χρημάτων, η φιληδονία, η κενοδοξία και η απιστία. Η απιστία είναι χειρότερη από τα άλλα δύο.

18. Ο φιλήδονος αγαπά τα χρήματα για να ζει με απολαύσεις. Ο κενόδοξος για να δοξαστεί με αυτά, και ο άπιστος για να τα κρύψει και να τα φυλάξει, επειδή φοβάται πείνα, γηρατειά, ασθένεια ή ξενιτεμό, και ελπίζει πιο πολύ στα χρήματα, παρά στο Θεό, το Δημιουργό όλης της κτίσεως που προνοεί και για τα πιο μικρά όντα.

19. Τέσσερις είναι εκείνοι που μαζεύουν χρήματα. οι τρεις που αναφέραμε, και τέταρτος ο οικονομικός (αυτός που οικονομεί τις ανάγκες των άλλων). Κι αυτός μόνο είναι φανερό ότι τα μαζεύει ορθά, για να βοηθεί πάντοτε καθένα στις ανάγκες του.

20. Όλοι οι εμπαθείς λογισμοί, ή ερεθίζουν το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, ή ταράζουν το θυμικό ή το λογιστικό. Και απ’ αυτό συμβαίνει στο νου να εξασθενήσει προς την πνευματική θεωρία και την ανύψωση έξω από τον κόσμο με την προσευχή. Γι’ αυτό οφείλει ο μοναχός, και μάλιστα ο ησυχαστής, να προσέχει με ακρίβεια τους λογισμούς του, για να γνωρίζει τις αιτίες τους και να τις κόβει. Και τις γνωρίζει ως εξής: για παράδειγμα ερεθίζουν το επιθυμητικό μέρος της ψυχής οι εμπαθείς ενθυμήσεις των γυναικών. Αιτία τους είναι η κατάχρηση φαγητών και ποτών και η συχνή και χωρίς λόγο συναναστροφή με γυναίκες. Τα αντίδοτα γι’ αυτές τις ενθυμήσεις είναι η πείνα, η δίψα, η αγρυπνία και η αναχώρηση από τον κόσμο. Το θυμικό πάλι το ταράζουν οι εμπαθείς ενθυμήσεις εκείνων που μας λύπησαν, και αιτία είναι η φιληδονία, η κενοδοξία και η φιλοϋλία. Γιατί γι’ αυτά λυπάται ο εμπαθής, ή επειδή στερήθηκε ή επειδή δεν πέτυχε. Τις ενθυμήσεις αυτές τις κόβουν η καταφρόνηση και ο εξευτελισμός τους για χάρη της αγάπης του Θεού.

21. Γνωρίζει ο Θεός τον εαυτό Του και τα δημιουργήματά Του. Γνωρίζουν και οι αγγελικές δυνάμεις το Θεό, γνωρίζουν και όσα έχει δημιουργήσει, αλλά δεν γνωρίζουν το Θεό όπως Αυτός γνωρίζει τον εαυτό Του, ούτε τα δημιουργήματα Του όπως τα γνωρίζει ο Θεός.

22. Ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό Του από την μακάρια ουσία Του. Τα δημιουργήματά Του τα γνωρίζει με την σοφία Του, με την οποία και μέσω της οποίας δημιούργησε τα πάντα. Οι αγγελικές όμως δυνάμεις γνωρίζουν το Θεό με την μετοχή των ενεργειών Του (ενώ Αυτός είναι πέρα από κάθε μετοχή), και τα δημιουργήματά Του με τη θεωρητική τους εξέταση.

23. Τα δημιουργήματα βρίσκονται έξω από το νου, αυτός δέχεται όμως μέσα του τη θεωρητική τους γνώση. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον αιώνιο και άπειρο και απερίγραπτο Θεό, ο οποίος χάρισε στα όντα την ύπαρξη και την ευδαιμονία και την αιωνιότητα.

24. Η λογική και νοερή ουσία μετέχει στον Άγιο Θεό και με την ίδια την ύπαρξη, και με την ικανότητα για την αγαθή ύπαρξη, δηλαδή την αγαθότητα, τη σοφία και τη χάρη της αιώνιας υπάρξεως. Έτσι λοιπόν γνωρίζει το Θεό. Τα δημιουργήματά Του τα γνωρίζει με την κατανόηση, όπως είπαμε, της δημιουργικής σοφίας που παρατηρείται σ’ αυτά, η οποία είναι στο νου ως απλή εικόνα, χωρίς υπόσταση.

25. Ο Θεός, αφού δημιούργησε τη λογική και νοερή ουσία, μετέδωσε σ’ αυτή τέσσερις από τις θείες ιδιότητές Του, από άκρα αγαθότητα, οι οποίες συντηρούν, φυλάγουν και διασώζουν τα δημιουργήματα. Αυτές είναι: η ύπαρξη, η παντοτινή ύπαρξη, η αγαθότητα και η σοφία. Από αυτές, τις δύο πρώτες παραχώρησε στην ουσία, ενώ τις δύο άλλες, την αγαθότητα και τη σοφία, τις παραχώρησε στην ελευθερία να αποφασίζουν, με σκοπό, εκείνο που είναι Αυτός στην ουσία, να γίνει η λογική κτίση κατά μετουσίαν. Γι’ αυτό και λέγεται ότι δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού»(Γεν. 1, 26). Και ως ον έγινε κατ’ εικόνα του Όντος, και ως παντοτινό ον κατ’ εικόνα του παντοτινά Όντος, αν και δεν είναι χωρίς αρχή όπως ο Θεός, είναι όμως χωρίς τέλος. Ως αγαθός είναι καθ’ ομοίωσιν του Αγαθού, και ως σοφός, καθ’ ομοίωσιν του Σοφού, έχοντας κατά χάρη τις ιδιότητες που ο Θεός έχει από τη φύση Του. Κατ’ εικόνα Θεού είναι κάθε λογική φύση, ενώ καθ’ ομοίωσίν Του μόνο οι αγαθοί και σοφοί. 

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου