Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Περί Αγάπης Γ' (51-75)



51. Αν αφοσιωθούμε στο Θεό για πολύ καιρό και φροντίζομε για τη θεραπεία του παθητικού μέρους της ψυχής, δε θα παρασυρθούμε πλέον από τις προσβολές των λογισμών, αλλά κατανοώντας με μεγαλύτερη ακρίβεια τις αιτίες τους και κόβοντάς τις γινόμαστε πιο διορατικοί, ώστε να εκπληρώνεται σ’ εμάς το ψαλμικό: «Το μάτι μου θα παρατηρήσει τους εχθρούς μου, και θ’ ακούσει το αυτί μου αυτούς που ξεσηκώνονται δόλια εναντίον μου»(Ψαλμ. 91, 12).

52. Όταν βλέπεις το νου σου να αναστρέφεται με ευσέβεια και δικαιοσύνη μέσα στα νοήματα του κόσμου, να ξέρεις ότι και το σώμα σου παραμένει καθαρό και αναμάρτητο. Όταν όμως βλέπεις το νου σου να ασχολείται με κατά διάνοιαν αμαρτίες και δεν τον εμποδίζεις, να γνωρίζεις ότι και το σώμα σου δεν θα αργήσει να πέσει σ’ αυτές. 


53. Όπως το σώμα περιβάλλεται από τα πράγματα, έτσι και ο νους περιβάλλεται από τα νοήματα. Και όπως το σώμα πορνεύει με το σώμα της γυναίκας, έτσι και ο νους πορνεύει με το νόημα της γυναίκας, δια μέσου της φαντασίας του σώματός του, γιατί βλέπει τη μορφή του σώματός του κατά διάνοιαν ενωμένη με τη μορφή της γυναίκας. Επίσης και την μορφή αυτού που τον λύπησε, την εκδικείται κατά διάνοιαν με τη μορφή του δικού του σώματος. Παρόμοια συμβαίνει και με τ’ άλλα αμαρτήματα. Γιατί ό,τι ενεργεί το σώμα στον κόσμο των πραγμάτων, το ίδιο κάνει και ο νους στο στον κόσμο των νοημάτων.

54. Δεν πρέπει να φρίξομε και να εκπλαγούμε και να μας φύγει το μυαλό μας, που ο Θεός και Πατέρας δεν κρίνει κανένα, αλλά όλη την κρίση την έδωσε στον Υιό(Ιω. 5, 22) – και ο Υιός λέει: «Μην κρίνετε, για να μην κριθείτε(Ματθ. 7, 1). μην καταδικάζετε, για να μην καταδικαστείτε»(Λουκ. 6, 37). όμοια και ο Απόστολος Παύλος: «Μην καταδικάζετε για κάτι πρόωρα, έως ότου έρθει ο Κύριος»(Α΄ Κορ. 4, 5), και: «Με την απόφαση που καταδικάζεις τον άλλο, καταδικάζεις τον εαυτό σου»(Ρωμ. 2, 1) – όμως οι άνθρωποι, αφού σταμάτησαν να κλαίνε για τις αμαρτίες τους, αφαίρεσαν την κρίση από τον Υιό, και σαν να είναι αναμάρτητοι κρίνουν και καταδικάζουν ο ένας τον άλλον. Ο ουρανός έμεινε κατάπληκτος απ’ αυτό, η γη έφριξε, αυτοί όμως μένουν αναίσθητοι και δεν ντρέπονται.

55. Εκείνος που ασχολείται με τις αμαρτίες των άλλων ή και από υποψίες μόνο κρίνει τον αδελφό, δεν έκανε ακόμα αρχή στη μετάνοια, ούτε εξετάζει να βρει τις δικές του αμαρτίες, που είναι πράγματι πιο βαριές κι από τ’ ασήκωτο μολύβι. Ούτε κατάλαβε ακόμη πώς ο άνθρωπος γίνεται αναίσθητος, αγαπά τα μάταια και επιδιώκει το ψεύδος(Ψαλμ. 4, 3). Γι’ αυτό σαν άνθρωπος χωρίς μυαλό που περπατεί στο σκοτάδι, παραβλέποντας τις δικές του αμαρτίες, φαντάζεται τις αμαρτίες των άλλων, είτε είναι πραγματικές είτε είναι υποψίες δικές του.

56. Η φιλαυτία, όπως έχει πολλές φορές λεχθεί, γίνεται αιτία όλων των εμπαθών λογισμών. Από αυτή γεννιούνται οι τρεις καθολικότατοι λογισμοί της επιθυμίας: ο λογισμός της γαστριμαργίας, της φιλαργυρίας και της κενοδοξίας. Από τη γαστριμαργία γεννιέται ο λογισμός της πορνείας, από την κενοδοξία, ο λογισμός της υπερηφάνειας. Οι άλλοι εμπαθείς λογισμοί, δηλαδή της οργής, της λύπης, της μνησικακίας, της κατακρίσεως και οι λοιποί, ακολουθούν αυτούς τους τρεις. Αυτά τα πάθη λοιπόν, δένουν το νου μαζί με τα υλικά πράγματα, και τον τραβούν κάτω στη γη, καθώς βρίσκονται πάνω του σαν μια βαρύτατη πέτρα, ενώ εκ φύσεως ο νους είναι ελαφρότερος και πιο ευκίνητος κι από τη φωτιά.

57. Αρχή όλων των παθών είναι η φιλαυτία, τέλος η υπερηφάνεια. Φιλαυτία είναι η παράλογη αγάπη προς το σώμα. Εκείνος που την έκοψε σύρριζα, έκοψε μαζί της και όλα τα πάθη.

58. Όπως οι κατά σάρκα γονείς έχουν ιδιαίτερη αγάπη στα παιδιά τους, έτσι και ο νους συνδέεται φυσικώς με τους λόγους του. Και όπως όσοι γονείς αγαπούν παθολογικά τα παιδιά τους και, ακόμη κι αν είναι εντελώς καταγέλαστα από όλους, αυτοί τα θεωρούν πως είναι τα πιο ικανά και τα πιο ωραία, έτσι και στον άφρονα νου οι λόγοι του, ακόμη και αν είναι οι πιο χειρότεροι απ’ όλους, του φαίνονται φρονιμότατοι. Στο σοφό όμως νου δε φαίνονται έτσι οι λόγοι του. αλλά όταν νομίσει ότι είναι αληθινοί και καλοί, τότε μάλιστα δεν πιστεύει στην κρίση του, αλλά βάζει άλλους σοφούς να κρίνουν τους λόγους και τους λογισμούς του, μην τυχόν προσπαθεί ή προσπάθησε μάταια, και από αυτούς παίρνει τη βέβαιωση.

59. Όταν νικήσεις κανένα από τα ατιμότερα πάθη, π.χ. την γαστριμαργία ή την πορνείαή την οργή ή την πλεονεξία, ευθύς σου έρχεται ο λογισμός της κενοδοξίας. Αν τον νικήσεις κι αυτόν, σου έρχεται ο λογισμός της υπερηφανείας.

60. Όλα τα αισχρά πάθη, όσο κυριαρχούν στην ψυχή διώχνουν απ’ αυτή το λογισμό της κενοδοξίας. όταν όμως όλα αυτά νικηθούν, τότε τον επαναφέρουν σ’ αυτήν.

61. Η κενοδοξία, κι όταν άλλοτε διώχνεται, κι όταν άλλοτε παραμένει, γεννά την υπερηφάνεια. Και όταν διώχνεται προκαλεί την οίηση, ενώ όταν παραμένει, φέρνει την αλαζονεία. Την κενοδοξία την αφανίζει η κρυφή πνευματική εργασία. Την υπερηφάνεια την αφανίζει το να αποδίδει ο αγωνιστής στο Θεό τα κατορθώματα.

62. Εκείνος που κρίθηκε άξιος να λάβει γνώση του Θεού, και δοκίμασε γνήσια την ηδονή που προέρχεται απ’ αυτήν, αυτός καταφρονεί όλες τις ηδονές που γεννιούνται από το επιθυμητικό.

63. Εκείνος που επιθυμεί τα επίγεια, επιθυμεί ή τροφές, ή σαρκικές ηδονές, ή δόξα ανθρώπινη, ή χρήματα, ή κάτι άλλο σχετικό με αυτά. Και αν ο νους δεν βρει κάτι ανώτερο για να μεταφέρει σ’ αυτό την επιθυμία του, δε θα πεισθεί ποτέ να καταφρονήσει τα παραπάνω. Και ασυγκρίτως ανώτερο απ’ αυτά είναι η γνώση του Θεού και των θείων.

64. Εκείνοι που καταφρονούν τις ηδονές, τις καταφρονούν ή από φόβο ή από ελπίδα ή από πνευματική γνώση ή και από αγάπη προς το Θεό.

65. Η γνώση των θείων χωρίς άγιο πάθος, δεν καταπείθει τελικά το νου να καταφρονεί τα υλικά, αλλά μοιάζει με απλό λογισμό αισθητού πράγματος. Γιατί είναι δυνατό να βρει κανείς πολλούς ανθρώπους με πολλή γνώση, και εντούτοις να κυλιούνται στα σαρκικά πάθη σαν χοίροι στην λάσπη. Γιατί αφού με κάποια επιμέλειά τους καθαρίσθηκαν λίγο και επέτυχαν την γνώση, ύστερα αμέλησαν και έγιναν όμοιοι με τον Σαούλ, ο οποίος ενώ κρίθηκε άξιος για την βασιλεία, επειδή έζησε ανάξια, εκδιώχθηκε απ’ αυτήν με φοβερή οργή(Α΄ Βασ. 10, 1. 16, 1).

66. Όπως ο ψιλός λογισμός των ανθρώπινων πραγμάτων δεν εξαναγκάζει το νου να καταφρονεί τα θεία, έτσι και η ψιλή γνώση των θείων δεν πείθει τελικά να καταφρονήσει κανείς τα ανθρώπινα. Γιατί η αλήθεια, τώρα υπάρχει ως σκιά και σε εικασίες, και γι’ αυτό χρειάζεται το μακάριο πάθος της αγίας αγάπης, η οποία δεσμεύει το νου με τις πνευματικές θεωρίες και τον πείθει να προτιμά τα άϋλα από τα υλικά, και τα νοητά και θεία από τα αισθητά.

67. Εκείνος που έκοψε τα πάθη και έκανε ψιλούς τους λογισμούς του, δεν έπεται ότι οπωσδήποτε και τα έστρεψε προς τα θεία. Αλλά μπορεί να μην έχει πάθος μήτε για τα ανθρώπινα, μήτε και για τα θεία. αυτό συμβαίνει στους πρακτικούς μόνο και που δεν έχουν αξιωθεί ακόμη να αποκτήσουν την γνώση. Αυτοί απέχουν από τα πάθη ή από το φόβο της κολάσεως ή για την ελπίδα της βασιλείας.

68. Στη ζωή αυτή, στηριζόμαστε στην πίστη, όχι στην αίσθηση(Β΄ Κορ. 5, 7). και έχομε την αρετή αμυδρά, όπως μέσα σε καθρέφτη(Α΄ Κορ. 13, 12), και γι’ αυτό έχομε ανάγκη να ασχολούμαστε πολύ με τα θεία, ώστε με την πολυχρόνια και εμπεριστατωμένη μελέτη, να αποκτήσομε συνήθεια των θείων θεωριών που δύσκολα αποσπάται.

69. Αν κόψομε τις αιτίες των παθών και ασχοληθούμε με τις πνευματικές θεωρίες για λίγο μόνο, χωρίς να επιμείνομε σ’ αυτές και να τις κάνομε κύριο έργο μας, εύκολα πάλι ξαναγυρίζομε στα σαρκικά πάθη, χωρίς να κερδίσομε τίποτε άλλο από γυμνή γνώση και οίηση. Το τέλος της είναι ο σκοτισμός σιγά σιγά και της ψιλής γνώσεως και το ολοκληρωτικό παραστράτημα του νου προς τα υλικά.

70. Αξιοκατηγόρητο πάθος αγάπης απασχολεί το νου με τα υλικά πράγματα, ενώ αξιέπαινο πάθος αγάπης τον δένει με τα θεία. Γιατί έχει συνήθεια ο νους, στα πράγματα με τα οποία ασχολείται πολύν καιρό, σ’ αυτά και να απλώνεται. Και σε κείνα που απλώνεται, σ’ εκείνα να στρέφει την επιθυμία και την αγάπη. είτε στα θεία και συγγενή του και νοητά, είτε στα πράγματα και τα πάθη της σάρκας.

71. Ο Θεός έκτισε τον ορατό και τον αόρατο κόσμο και ο ίδιος έπλασε και την ψυχή και το σώμα. Και αν ο ορατός κόσμος είναι τόσο ωραίος, πόσο ωραίος άραγε είναι ο αόρατος; Και αν ο αόρατος είναι ωραιότερος από τον ορατό, πόσο τους ξεπερνά και τους δύο ο δημιούργός τους Θεός; Αν λοιπόν ανώτερος απ’ όλα τα δημιουργήματα είναι ο Δημιουργός όλων των καλών, με ποιο λόγο ο νους εγκαταλείπει το καλύτερο και ασχολείται με τα χειρότερα απ’ όλα, δηλαδή με τα πάθη της σάρκας; Ή είναι φανερό, επειδή αυτά από τη γέννησή του τα συναναστράφηκε και τα συνήθισε, ενώ το Θεό, τον ανώτερο απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, δεν Τον γνώρισε ακόμη τελείως. Αν λοιπόν με πολύκαιρη άσκηση στην εγκράτεια των ηδονών και με την μελέτη των θείων, λίγο λίγο τον χωρίσομε από αυτή την σχέση με τα πάθη, τότε εκτείνεται προς τα θεία και σιγά σιγά προοδεύει και γνωρίζει τη θεϊκή αξία του. Και τέλος όλο τον πόθο του τον μεταφέρει στο Θεό.

72. Εκείνος που λέει χωρίς πάθος τα αμαρτήματα του αδελφού, το κάνει για δύο αιτίες: ή για να τον διορθώσει, ή για να ωφελήσει άλλον. Αν δεν τα λέει για καμιά από τις δύο αυτές αιτίες είτε στον αδελφό, είτε σε άλλον, τότε ή τον υβρίζει ή τον εξευτελίζει. Και δεν θα ξεφύγει την εγκατάλειψη του Θεού, αλλά θα πέσει ή στο ίδιο, ή σε άλλο παράπτωμα, και αφού ελεγχθεί και εξευτελιστεί από άλλους, θα καταντροπιαστεί.

73. Άνθρωποι που διαπράττουν την ίδια αμαρτία, δεν το κάνουν όλοι για τον ίδιο λόγο. Για παράδειγμα, άλλο είναι να αμαρτάνει κανείς από συνήθεια, και άλλο γιατί τον παρέσυρε μια ξαφνική παρόρμηση. αυτός ούτε πριν είχε την αμαρτία στο νου του, ούτε έπειτα, αλλά και πάρα πολύ υποφέρει γι’ αυτό που έκανε. Αντίθετα, εκείνος που αμαρτάνει από συνήθεια, και πρώτα δεν έπαυε κατά διάνοιαν να αμαρτάνει, και μετά την αμαρτία, την ίδια διάθεση έχει.

74. Εκείνος που εργάζεται την αρετή από κενοδοξία, είναι φανερό ότι και την γνώση για λόγους κενοδοξίας την επιδιώκει. Αυτός ούτε λέει, ούτε κάνει κάτι για πνευματική οικοδομή των άλλων, αλλά σε όλα κυνηγά την δόξα εκείνων που τον βλέπουν ή τον ακούνε. Το πάθος του ελέγχεται, όταν μερικοί από αυτούς τον κατηγορήσουν για τα έργα του ή για τα λόγια του. Τότε λυπάται υπερβολικά, όχι διότι δεν ωφελήθηκαν εκείνοι που τον άκουσαν, γιατί δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, αλλά γιατί εξευτελίστηκε.

75. Το πάθος της φιλαργυρίας αποδεικνύεται από το ότι χαίρεται κανείς όταν παίρνει και λυπάται όταν δίνει. Δεν μπορεί ένας τέτοιος να είναι διαχειριστής χρημάτων.


«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου