Τί θά πράτταμε, σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ἐάν ἀντιλαμβανόμασταν ὅτι οἱ τσοπάνηδες πού προσλάβαμε νά φυλάττουν τά πρόβατά μας καί ρητά μᾶς διαβεβαίωσαν νά μήν ἀνησυχοῦμε διότι θά ἀγρυπνοῦν γιά αὐτά, βλέπουν τούς λύκους, τούς ἀφήνουν νά κατασπαράξουν τά πρόβατά μας καί ἐν τέλει γίνονται κάποιοι ἀπό αὐτούς οἱ ἴδιοι «λύκοι» καί τρῶνε τά ζωντανά μας; Ἀφήνουμε τό ἐρώτημα αὐτό νά πλανᾶται, διότι λίγο πολύ γνωρίζουμε τί θά πράτταμε.
Ἕνα δεύτερο ἐρώτημα εἶναι, τί γνώμη θά εἴχαμε γιά κάποιους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀναφέρονταν σέ αὐτούς τούς ἀποδεδειγμένα, λυκοτσομπάνους, ἔτρεχε ἡ γλῶσσα τους μέλι, ἡ κολακεία καί τό «γλύφειν» πήγαινε «σύννεφο» καί τούς ὑπερασπίζονταν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο καί μέσο, λέγοντας ὅτι «καλύτεροι τσομπάνοι ἀπ’ αὐτούς δέν ὑπάρχουν»! Ἴσως κάποιος ἀναρωτηθεῖ: «μά γίνονται τέτοια πράγματα;». Ἴσως καί νά γίνονται, ἄν πίνουν καί αὐτοί λίγο γαλατάκι ἤ τρῶνε λίγη φετούλα.