Θεόκτιστος μοναχός Διονυσιάτης (1926 – 1995)
~ Κατά κόσμον λεγόταν Θεόδωρος
Σαχρόνης και γεννήθηκε σε ένα ωραίο Ζαγοροχώρι της Ηπείρου λεγόμενο
Λάιστα. Δεν γνωρίζω γιατί μετά το δημοτικό σπούδασε σε ρουμάνικο σχολείο
γι’ αυτό τα ρουμάνικα τα μιλούσε όπως τη μητρική του γλώσσα.
Στα νεανικά του χρόνια φαίνεται ότι
ζούσε στην άγνοια αν και με τη συνείδησή του ήταν πολύ προσεχτικός. Είχε
και μίαν αδελφή, δεν θυμάμαι το όνομά της.
Στην εποχή εκείνη η πατρίδα
μας πέρασε την μεγάλη δοκιμασία όχι μόνον του πολέμου, αλλά δυστυχώς
κατόπιν και του εμφυλίου. Το αντίθετο στρατόπεδο, δηλ. οι κομμουνιστές,
και αυτοί από άγνοια, δεν πολεμούσαν μόνο με τους ανθρώπους αλλά
πολέμησαν και την Εκκλησία με το δόγμα «η θρησκεία είναι το όπιο του
λαού».
Έτσι παρέσυραν σε μικρό βαθμό τον Θεόδωρο, αλλά πολύ περισσότερο
την αδελφή του εις την αθεΐα. Δυστυχώς ο παππούς αυτός μέχρι τέλους της
ζωής του έφυγε μ’ αυτόν τον πόνο, ότι η αδελφή του παρέμεινε άθεη.
Για τον ίδιον όμως μεσολάβησε στη ζωή του
ένα πολύ θαυμαστό περιστατικό, που τον ανάγκασε να κάνει στροφήν 180
μοιρών.
Μετά την απόλυσή του από το στρατό έπαθε φυματίωση σε βαθμό που
κινδύνευε η ζωή του. Στη δοκιμασία αυτή αναγκάσθηκε να προβληματισθεί
μήπως υπάρχει κάποια ανώτερη δύναμη από τους γιατρούς και δειλά-δειλά
άρχισε να προσεύχεται. Μιά βραδυά, μας έλεγε, βλέπει ζωντανά στον ύπνο
του τον Άγιο Νικόλαο να τον ρωτά:
-Τι έχεις Θεόδωρε;
-Δεν βλέπεις, παππού, τα χάλια μου; Πεθαίνω από φυματίωση.
-Άντε, εγώ θα σε κάνω καλά, αλλά
πρόσεχε (με κάπως αυστηρή φωνή) στο εξής να ζεις χριστιανικά και
Τετάρτη και Παρασκευή πάντοτε να νηστεύεις. Εντάξει;
-Εσύ, ποιός είσαι, παππού;
-Εγώ είμαι ο Άγιος Νικόλαος.
Και ξύπνησα.
Την άλλη ημέρα πήρε ήδη την άνω
βόλτα, τρέχει στην πρώτη Εκκλησία και ψάχνει πνευματικό να εξομολογηθεί.
Πάει να προσκυνήσει. Κοιτάει· να το άγνωστο Γεροντάκι στην εικόνα. Ήταν
η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου και η εικόνα έμοιαζε ακριβώς. Ύστερα από
μιά συντετριμμένη εξομολόγηση, άλλαξε παντελώς η ζωή του.
Εν τω
μεταξύ μεταβαίνει για τις συνηθισμένες ιατρικές εξετάσεις, για να πει
στους γιατρούς «είμαι καλά». Προς έκπληξη των ιατρών οι εξετάσεις ήσαν
ολοκάθαρες και με παρρησίαν μαζί με τη φυσική του απλότητα διεκήρυττε
ότι ο Άγιος Νικόλαος τον έκανε καλά και ότι αυτά που μας διδάσκουν περί
αθεΐας είναι ανοησίες. Αυτή η ομολογία φαίνεται να του ξέπλυνε και μιά
αμαρτία εν καιρώ της αγνοίας του.
Τον καιρό του Β΄ παγκοσμίου πολέμου
περνούσαν μαζί με πολλούς άλλους από ένα φυλάκιο Γερμανών. Οι Γερμανοί
ρωτούσαν προφορικά «τι είσαι;». Έλληνας ορθόδοξος. «Πέρνα απ’ εδώ» και
τον κρατούσαν. Άλλους ρωτούσαν «τι είσαι;». Μουσουλμάνος από την Ξάνθη.
«Ελεύθερος· φύγε».
Βλέποντας ο νεαρός τότε Θεόδωρος αυτή τη διάκριση,
όταν τον ρωτάει ο Γερμανός, εσύ «τι είσαι;», αυτός δυστυχώς απαντά,
Μουσουλμάνος από Ξάνθη. Αυτό, αγαπητοί μου, είναι μιά καθαρή άρνηση
πίστεως.
Το ελαφρυντικό μόνον ήταν ότι τότε ακόμα καλά-καλά ούτε σαν
ορθόδοξος δεν πίστευε. Ωστόσο όπως μας έλεγε, όπως ο Δαβίδ έλεγε «η
ανομία μου ενώπιόν μου εστί διαπαντός» έτσι και ο Γέροντας αυτός το
θυμόταν και ζητούσε συγγνώμη σ’ όλη του τη ζωή. Γι’ αυτό και όταν του
διδόταν ευκαιρία ομολογούσε και διακήρυττε την ορθόδοξη πίστη παντού.
Αφού λοιπόν μετά την θαυμαστή
θεραπεία αλλαξε παντελώς ζωή, ήδη από τον κόσμο ζούσε ασκητικά μέχρις
ότου με στερεά αλλά και ώριμη απόφαση, σε τελεία ηλικία περίπου τριάντα
ετών, αποφασίζει να αναχωρήσει για μοναχός στο Άγιον Όρος…
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου