Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής
(Τρίτη 16/10/2018) ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της μεγάλης
πανελλαδικής επιδημιολογικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Διατροφολογική Εταιρεία, στα πλαίσια της Μελέτης "Healthy for Life” για τη διατροφή και τη φυσική άσκηση.
Αντικείμενο
αποτέλεσαν οι διαστάσεις του φαινομένου (επιπολασμός) της έλλειψης
βιταμίνης D στον ελληνικό πληθυσμό. Η συγκεκριμένη μελέτη διενεργήθηκε
από ερευνητική ομάδα της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας με
επικεφαλής τον κλινικό διατροφολόγο Δρ. Δημήτρη Γρηγοράκη, MSc, PhD.
Γιατί είναι τόσο σημαντική η βιταμίνη D
Τα τελευταία χρόνια γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τη σχέση της βιταμίνης D με χρόνια νοσήματα (Holick & Grant 2014). Τα χαμηλά επίπεδά της στο αίμα έχουν συσχετιστεί με την παθογένεση
ή/και την εξέλιξη διάφορων χρόνιων ασθενειών όπως είναι η υπέρταση, ο
σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ορισμένες μορφές
καρκίνου, αλλά και αυτοάνοσες παθήσεις (σακχαρώδης διαβήτης 1, σκλήρυνση κατά πλάκας, ψωρίαση κλπ.).
Η συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση 73 μελετών παρατήρησης και 22 τυχαιοποιημένων
ελεγχόμενων δοκιμών με 849.412 και 30.716 συμμετέχοντες, αντίστοιχα,
αποκάλυψε σε εκείνους με επίπεδα 25(OH)<10 ng/ml έναντι εκείνων με ≥
30 ng/ml μία αύξηση του σχετικού κινδύνου 1,14 (14%) για θάνατο από
καρκίνο και 1,35 (35%) για θάνατο από καρδιαγγειακή νόσο. Επίσης,
εντόπισε 1,30 (30%) για θάνατο από διάφορες άλλες αιτίες και 1,35 (35%)
για όλες τις αιτίες θνησιμότητας (Gröber et al. 2015).
Το "μεσογειακό παράδοξο"
Παρά τη σημασίας για την υγεία αυτής της
σπουδαίας βιταμίνης είναι πολύ συχνή η ανεπάρκειά της σε ολόκληρο το
Δυτικό κόσμο. Μάλιστα, σχετικά με το θέμα αυτό πρόσφατα γίνεται λόγος
για ευρωπαϊκή πανδημία (Cashman et al. 2016). Σε αντίθεση με το
αναμενόμενο για τις ανατολικές και νότιες μεσογειακές περιοχές και παρά
τη φαινομενική ηλιοφάνεια, παρατηρείται υψηλός επιπολασμός χαμηλού
status βιταμίνης D (Manios et al. 2018). Το φαινόμενο αυτό αποκαλείται
ως "μεσογειακό παράδοξο", το οποίο όπως διαπιστώνεται
αφορά και στη χώρα μας. Παρ’ όλο που η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από
παρατεταμένη ηλιοφάνεια, οι περισσότεροι Έλληνες εμφανίζουν υψηλό βαθμό
ανεπάρκειας βιταμίνης D στον οργανισμό τους.
Αποτελέσματα της μελέτης
Στην παρούσα μελέτη η μέση τιμή βιταμίνης D για τους Έλληνες ήταν 23,06 ng/ml (υποδηλώνει ανεπάρκεια). Ο επιπολασμός της ανεπάρκειας βιταμίνης D [25(ΟΗ)D<30 ng/ml] βρέθηκε να αντιστοιχεί στο 72,03% του πληθυσμού. Από αυτούς το 17,55% εντοπίστηκε ότι παρουσιάζει σημαντική έλλειψη [25(ΟΗ)D<12 ng/ml].
Επίσης, παρατηρήθηκε μία στατιστικά σημαντική επίδραση της εποχικότητας δεδομένου ότι η ανεπάρκεια και έλλειψη βιταμίνης D ήταν χαμηλότερη μετά τη καλοκαιρινή περίοδο
δηλαδή κατά τους φθινοπωρινούς μήνες: Σεπτέμβριος – Νοέμβριος, ενώ ήταν
υψηλότερος μετά τη χειμερινή περίοδο δηλαδή κατά τους μήνες της
άνοιξης: Μάρτιος – Μάιος. Τα χαμηλότερα ποσοστά ανεπάρκειας και
έλλειψης,καταγράφηκαν το μήνα Σεπτέμβριο (49,9% και 10,7%, αντίστοιχα),
ενώ τα υψηλότερα το μήνα Μάρτιο (88,6% και 21,6%, αντίστοιχα).
Στην υποομάδα των ασθενών με μία τουλάχιστον καταγεγραμμένη αυτοάνοση διαταραχή, το μοντέλο πολυπαραγοντικής ανάλυσης έδειξε ότι η εμφάνιση της νόσου συσχετίζονταν με τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D.
Ενδεικτικές αυτοάνοσες παθήσεις που καταγράφηκαν ήταν σακχαρώδης
διαβήτης 1, νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα, κοιλιοκάκη, ρευματοειδής
αρθρίτιδα, θυρεοειδίτιδες Hashimoto και Graves, ινομυαλγία, λεύκη,
μυασθένεια Gravis, ρευματική πολυαλγία, σκληρόδερμα, σύνδρομο Sjögren,
συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ψωρίαση, σκλήρυνση κατά πλάκας, έκζεμα ή
ατοπική δερματίτιδα, αλλεργικό άσθμα κ.α.
Τέλος, όσον αφορά τη διαιτητική πρόσληψη
της βιταμίνης D, τo σύνολο του πληθυσμού της μελέτης βρέθηκε να έχει
πρόσληψη κάτω από τη συνιστώμενη εκτιμωμένη μέση απαίτηση (estimated
average requirement, EAR). Ωστόσο, η διαιτητική πρόσληψη βιταμίνης D δε
βρέθηκε να σχετίζεται με τα επίπεδά της στο αίμα, γεγονός που μπορεί να
οφείλεται στην πολύ χαμηλή πρόσληψη από τον πληθυσμό της μελέτης.
Συμπεράσματα και Συστάσεις
• Με βάση τα ευρήματα της παρούσας
μελέτης ο επιπολασμός της ανεπάρκειας και έλλειψης βιταμίνης D σε
Έλληνες ενήλικες (19-60 ετών) είναι εξαιρετικά υψηλός (ειδικά στις
γυναίκες), ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης.
• Η αστικοποίηση και πολύ περισσότερο το αυξημένο σωματικό βάρος αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D.
• Η διαιτητική πρόσληψη βιταμίνης D βρέθηκε να είναι κάτω από τα συνιστώμενα επίπεδα για το σύνολο του πληθυσμού της μελέτης.
Οι λόγοι της "οξύμωρης" παρατηρούμενης υψηλής έλλειψης και ανεπάρκειας βιταμίνης D στην Ελλάδα,
μπορεί να είναι τουλάχιστον τέσσερις. Κατά πρώτο λόγο το γεωγραφικό
πλάτος της Ελλάδας (34°- 41°) δεν επιτρέπει επαρκή υπεριώδη ακτινοβολία
τους χειμερινούς μήνες και ιδιαίτερα στις βόρειες περιοχές της
(γεωγραφικό πλάτος> 39°). Κατά δεύτερο λόγο η κύρια πηγή λήψης
λιπαρών τροφών στην χώρα μας, δηλαδή το ελαιόλαδο, δεν περιέχει βιταμίνη
D.
Κατά τρίτον, η μελαχρινή επιδερμίδα που χαρακτηρίζει τους
περισσότερους. Όπως διαπιστώνεται μέσα από τη βιβλιογραφία τα άτομα με
σκούρα επιδερμίδα είναι πολύ πιο ευαίσθητα (3-7 φορές περισσότερο) στην
έλλειψη βιταμίνης D (Holick et al. 2008). Τέλος, καθοριστικό παράγοντα
αποτελεί ο περιορισμένος χρόνος που δαπανάται σήμερα σε εξωτερικούς
χώρους.
Στα παραπάνω μπορεί κανείς να προσθέσει και την ευρεία χρήση
αντηλιακών: ένα αντηλιακό με δείκτη προστασίας (SPF) 15 μπορεί να
περιορίσει έως και 99% την παραγωγή βιταμίνης D στο δέρμα (Holick et al.
2011)
Με βάση τα ευρήματα της παρούσας μελέτης
(αλλά και συνολικά της βιβλιογραφίας) και με δεδομένη τη σχέση της
έλλειψης βιταμίνης D με τις χρόνιες μη αναστρέψιμες ασθένειες, το
πρόβλημα δημόσιας υγείας που δημιουργείται είναι τεράστιο (Schöttker et
al. 2013). Η εκτεταμένη έλλειψη θα πρέπει να διαγιγνώσκεται άμεσα,
μετρώντας τα επίπεδα της 25(OH)D στο αίμα.
Τα ιδανικά επίπεδα των συγκεντρώσεων
μεταβολικών παραγώγων της βιταμίνης D [25(OH)D] είναι πάνω από 30 ng/ml
ενώ διάφοροι συγγραφείς προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη κατάσταση
υγείας, πρόσφατα κάνουν λόγο για τιμές μεταξύ 40 ng/ml και 60 ng/ml
(Grant 2018). Θεωρούν δε επιβεβλημένο, ακόμα και σε χώρες όπως η Ελλάδα
των εμπλουτισμό τροφίμων όπως δημητριακά και γαλακτοκομικά, με βιταμίνη
D3.
Σε κάθε περίπτωση συνιστάται η συστηματική έκθεση στον ήλιο
ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, η εβδομαδιαία κατανάλωση λιπαρών
ψαριών και αυγών, καθώς και η καθημερινή κατανάλωση εμπλουτισμένων
προϊόντων με βιταμίνη D.
Χαρακτηριστικά της μελέτης
Η παρούσα επιδημιολογική μελέτη
εκπονήθηκε από ερευνητική ομάδα της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας
σε συνεργασία με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και πιο συγκεκριμένα από
τους Δ. Γρηγοράκη, Γ. Καπώλη, Μ. Κασκάνη, Δ. Σκλαβενίτη, Ι. Βλάχου, Σ.
Καραΐσκου και Α. Βλάχου. Τα χαρακτηριστικά της είναι τα ακόλουθα:
• Τα δεδομένα για τα επίπεδα της
βιταμίνης D συλλέχθηκαν τυφλά από τα εργαστηριακά πληροφοριακά συστήματα
νοσοκομείων και διαιτολογικών μονάδων των περιοχών της μελέτης, κατά τη
διάρκεια δύο ακαδημαϊκών ετών (2016-2017 και 2017-2018).
• Πληθυσμός μελέτης: 4.624 Έλληνες
(2.338 άνδρες και 2.286 γυναίκες) ηλικίας 19-60 ετών, από αστικές και
ημιαστικές περιοχές 5 νομών της Ελλάδας: Αττικής, Θεσσαλονίκης,
Ηρακλείου, Αχαΐας και Κοζάνης.
• Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν για
κάθε εθελοντή αφορούσαν σε αιματολογικούς δείκτες, δημογραφικά
χαρακτηριστικά, διατροφικές συνήθειες και τρόπο ζωής.
• Τα επαρκή επίπεδα, η ανεπάρκεια και
η έλλειψη βιταμίνης D ορίστηκαν ως: 25(ΟΗ)D >30 ng/ml, 25(ΟΗ)D<30
ng/ml και 25(ΟΗ)D<12 ng/ml, αντίστοιχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου