Ο
Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως γεννήθηκε την Τρίτη 1 Οκτωβρίου του 1846
στην Σηλυβρία της Τουρκοκρατούμενης Θράκης, από ευσεβείς και φτωχούς
γονείς -τους Δήμο (Δημοσθένη) και Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά.
Τα
πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα
του. Στη Σηλυβρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Ήταν ένα
ευφυέστατο παιδί με πολύ καλή μνήμη, που έδειξε την διδασκαλική και
θεολογική του κλίση από πολύ νωρίς.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι
σε ηλικία μόλις επτά ετών, έραβε φύλλα χαρτιού μεταξύ τους με σκοπό να
φτιάξει βιβλία για να γράψει σε αυτά τα λόγια του Θεού, όπως ο ίδιος
είπε στην μητέρα του.
Κατόπιν
μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε στην αρχή σε
καπνοπωλείο, τόσο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του όσο και
για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκείνο τον καιρό άρχισε να
μελετά και να συλλέγει ρητά
Οι
επισκοπές Φθιώτιδος και Φωκίδος εχήρευαν από το 1877 και το 1887
αντίστοιχα. Τελευταίος αρχιεπίσκοπος Φθιώτιδος (όπως ήταν τότε ο τίτλος
του) ήταν ο Καλλίνικος Καστόρχης (από 3 Οκτωβρίου 1852 έως 13 Αυγούστου
1877)
Λόγω
του κενού αυτού υπήρχε έντονη ανάγκη ύπαρξης στο νομό πνευματικών
ιερωμένων, οι οποίοι με την παρουσία και το κήρυγμά τους θα συντελούσαν
στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου των κατοίκων και την τόνωση του
θρησκευτικού τους φρονήματος.
Για
την κάλυψη του κενού κινητοποιήθηκε ο, καταγόμενος από την Αμφίκλεια,
τότε Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και βουλευτής
Φθιώτιδας Αθανάσιος Ευταξίας. Έδωσε εντολή να μετατεθεί από την Κύμη στη
Λαμία ο ιεροκήρυκας Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος Κεφαλάς. Το θέμα
τέθηκε στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η
οποία αποφάσισε τη μετάθεση του ιεροκήρυκα Νεκταρίου Κεφαλά.
Μετά την Κωνσταντινούπολη ήρθε η σειρά της Χίου να φιλοξενήσει τον «Άγιο του 20ου αιώνα». Στην αρχή εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λιθί, ενώ παράλληλα κήρυττε σε Ιερούς ναούς της περιοχής.
Μετά την πάροδο επτά ετών, εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην «Νέα Μονή», της Χίου, σε ηλικία 27 ετών. Τρία χρόνια αργότερα έγινε μοναχός (στις 7 Νοεμβρίου 1876) και έλαβε το όνομα Λάζαρος, ενώ άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας του μοναστηριού. Λίγους μήνες αργότερα (στις 15 Ιανουαρίου 1877) χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατά την χειροτονία του, ήταν που έλαβε το όνομα Νεκτάριος.
Το ίδιο έτος (1877) έφυγε από την Νέα Μονή με άδεια και πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι τα έξοδα των σπουδών του αυτών, κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη -ο Ιωάννης και ο Δημοσθένης Χωρέμης. Στο νησί της Χίου επέστρεψε μετά από τρία έτη, έχοντας στις αποσκευές του το πτυχίο του Γυμνασίου.
Εδώ ο Όσιος Παχώμιος ο Χίος(1840-1905) δέχθηκε ως μαθητή και τον άγιο Νεκτάριο, τον μετέπειτα θαυματουργό, με τον οποίο συνδέθηκε με ισχυρή φιλία μέχρι το τέλος της ζωής του, γεγονός που μαρτυρεί η αλληλογραφία τους.
Τον
Ιανουάριο του 1889 ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, αναγνωρίζοντας την αξία του
Αγίου και βλέποντας την αγάπη με την οποία τον περιέβαλαν οι πιστοί, τον
χειροτόνησε Μητροπολίτη Πενταπόλεως.
Ο Άγιος ασκούσε τα καθήκοντα του
με ζήλο και υποδειγματικό τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ποίμνιο του
να τον αγαπά όλο και περισσότερο, ενώ -στον αντίποδα- κάποιοι στο
Πατριαρχικό περιβάλλον άρχισαν να τον συκοφαντούν -ζήλευαν την αγάπη που
του είχαν οι χριστιανοί αλλά και το μεγαλείο του χαρακτήρα του.
Οι
συκοφάντες έριξαν τους σπόρους τους, κι εκείνοι βρήκαν γόνιμο έδαφος
στον υπερήλικο Πατριάρχη και φύτρωσαν. Αποτέλεσμα; Να αφαιρεθούν από τον
Άγιο Νεκτάριο τα αξιώματα του, και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει
στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου και
στις γύρω κωμοπόλεις.
Οι συκοφάντες όμως δεν έμειναν ικανοποιημένοι.
Συνέχισαν το βδελυρό τους έργο και έτσι, στις 11 Ιουλίου του 1890
εξεδόθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας «απολυτήριο», με το οποίο
υποχρέωναν τον Άγιο να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, παρόλο που εκείνος είχε
συμμορφωθεί απόλυτα και χωρίς διαμαρτυρίες στις εντολές του Σωφρόνιου.
Στην
διεύθυνση της Ριζαρείου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα
αυτών των ετών έδωσε νέα πνοή στο ίδρυμα και βοήθησε στην εκπαίδευση και
την ανάδειξη πλήθους κληρικών και επιστημόνων.
Παράλληλα συνέχισε - με
μεγαλύτερη μάλιστα ένταση- το συγγραφικό του έργο. Μια ασχολία που τον
συνόδευε από τα νεανικά του χρόνια και που χάρισε σε εμάς πνευματικούς
θησαυρούς γεννημένους στο μυαλό και την ψυχή του Αγίου Νεκταρίου.
Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της σχολής και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία: την φροντίδα λουλουδιών και δέντρων.
Ο ἅγιος
Νεκτάριος, πού μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί τήν ἁγιότητά του εἵλκυσε στούς
καιρούς μας τήν ἀγάπη, τήν τιμή καί τήν εὐλάβεια ὅλων τῶν ᾿Ορθοδόξων,
ἦταν καί πολυγραφώτατος συγγραφεύς. Τό ἁγιασμένο πνεῦμα του μᾶς ἄφησε
συγγράμματα θεολογικά, δογματικά, λειτουργικά καί οἰκοδομητικά, πού
κυκλοφοροῦν καί μελετῶνται ἀπό πολλούς πιστούς.
Συγχρόνως εἶχε καί χάρισμα ποιητικό, ὑμνογραφικό καί ἀνύμνησε μέ αὐτό πρό πάντων τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο, τήν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο.
Συνέθεσε πολλούς ὕμνους καί ὠδές πρός τήν ᾿Αειπάρθενον, πού ἀπετέλεσαν μιά ὡραία συλλογή μέ τίτλο «Θεοτοκάριον». Στήν εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὅτι οἱ ὕμνοι του αὐτοί εἶναι ἔκφρασι τῆς εὐγνωμοσύνης του πρός τήν Παναγία.
Συγχρόνως εἶχε καί χάρισμα ποιητικό, ὑμνογραφικό καί ἀνύμνησε μέ αὐτό πρό πάντων τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο, τήν ὁποία ἰδιαιτέρως εὐλαβεῖτο.
Συνέθεσε πολλούς ὕμνους καί ὠδές πρός τήν ᾿Αειπάρθενον, πού ἀπετέλεσαν μιά ὡραία συλλογή μέ τίτλο «Θεοτοκάριον». Στήν εἰσαγωγή αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὅτι οἱ ὕμνοι του αὐτοί εἶναι ἔκφρασι τῆς εὐγνωμοσύνης του πρός τήν Παναγία.
Όταν
κάποια στιγμή ο Άγιος γνωρίστηκε με την Χρυσάνθη Στρογγυλού (μετέπειτα
Ηγουμένη Ξένη), μια τυφλή και ευσεβή γυναίκα, μπήκε το πρώτο λιθαράκι
για την δημιουργία της μονής στην Αίγινα.
Η Χρυσάνθη μαζί με μερικές
ακόμα γυναίκες επιθυμούσαν να μονάσουν και αναζητούσαν ένα πνευματικό
οδηγό, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου.
Με παραίνεση
του άρχισαν να αναζητούν τόπο για την δημιουργία ενός μοναστηριού, και
τελικά κατέληξαν σε μια ερειπωμένη μονή -αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και
διαλυμένη από το 1834 με διάταγμα των Βαυαρών- στην Αίγινα.
Όταν
επισκέφθηκε και ο Άγιος τον τόπο εκείνο, αποφασίστηκε να επισκευαστούν
τα παλαιά κτήρια της μονής και να ξανατεθεί το μοναστήρι σε λειτουργία.
Οι εργασίες για τον σκοπό αυτό ξεκίνησαν το 1904, η δε μονή θα ήταν
αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα.
Πολλά όμως διασπείρονταν από τους κακούς ανθρώπους στην Αθήνα περί του
Πενταπόλεως και της ανεγέρσεως της Μονής. Πολύ τον κατέτρεξε και ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης.Είναι αληθές, ότι ο Θεός
παρεχώρησε να περάσει και εκεί πολλές θλίψεις και πίκρες.
ΙΙαρ’ όλη την
εκεί εργασία του, πολλοί κακοί, άνθρωποι, όργανα του διαβόλου έλεγαν,
ότι ο Άγιος είναι υποκριτής και, ότι όλα αυτά που κάνει, είναι
υποκριτικά. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να τον κατηγορούν για
ανηθικότητες και, ότι το Μοναστήρι το κατάντησε άντρο ακολασίας!
Διέδιδαν, ότι οι Μοναχές γεννούσαν νόθα παιδιά και τα πετούσε στο
πηγάδι. Κάποια μητέρα, μάλιστα, που την έλεγαν στην Αίγινα Κερού είχε
μια κόρη 16 ετών χαριτωμένη, συνετή, φρόνιμη και θεοφοβούμενη. Η μητέρα
αυτή είχε μανία καταδιώξεως προς την κόρη της και πολλές φορές
επιχείρησε να την σκοτώσει. Το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα βρήκε καταφύγιο στο
Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου.
Ο Άγιος, πονόψυχος καθώς ήταν, το
δέχτηκε και το προστάτεψε. Η Κερού δεν μπορούσε να το χωνέψει και άρχισε
να συκοφάντη τον Άγιο. Ο Εισαγγελεύς πήρε την κατάθεση και την επομένη
πήγε αγριεμένος στην Αίγινα με δυο χωροφύλακες. Παραβίασε την πόρτα,
παρά τους κανονισμούς του Μοναστηριού, και μπήκε κατ’ ευθεία στο
διαμέρισμα του Αγίου.
Οι Μοναχές αναστατώθηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Ο
Δεσπότης σηκώθηκε με το συνηθισμένο Χριστιανικό του χαμόγελο να τους
υποδεχτεί. Ο Ανακριτής έξω φρενών, είπε εις τον εβδομηκονταετή τότε
γέροντα:
—Βρε παλιοκαλόγερε!... που είναι τα παιδιά που κάνεις;
(Επακολούθησε αισχρότατη φράση). Αυτά κάνεις εδώ πέρα;
Κατόπιν τον έπιασε από το ράσο και τον απειλούσε, λέγοντας: Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα, τρίχα.
Ο Άγιος δεν έβγαλε λέξη. Μόνον με το χέρι του έδειχνε ψηλά και έλεγε: —Βλέπει ο Θεός. Ξέρει ο Θεός!!
Και πράγματι! «ἔστι δίκης ὀφθαλμός, Ὅς τά πάνθ’ ὁρᾶ». Ο ασεβέστατος Εισαγγελεύς σε μια εβδομάδα αρρώστησε βαριά. Είχε τρομερούς πόνους από την αρρώστια του. Το χέρι εκείνο, που έπιασε και κουνούσε τον Άγιο, ξεράθηκε.
Τότε το συναισθάνθηκε και ζήτησε να τον πάνε μπροστά στον
Άγιο, για να τον συγχωρέσει. Πράγματι τον πήγαν. Έπεσε στα πόδια του
Αγίου, μαζί με την γυναίκα του και ζητούσε να τον λυπηθεί. Ο Άγιος
προσευχήθηκε στο Θεό πολύ. Ήταν ο μακάριος ανεξίκακος και μακρόθυμος.
Τον συγχώρησε με την καρδιά του. Τού Εισαγγελέως έπειτα από δύο χρόνια
του κόψανε το χέρι. Εκείνο το χέρι που κουνούσε, από το γιακά του ράσου,
τον Άγιο.
Το Μοναστήρι του όμως, παρ’ όλα αυτά, πρόκοψε. Εν τω μεταξύ η
Αδελφότης μεγάλωσε, γιατί προσετέθησαν και άλλες Αδελφές και μάλιστα
μορφωμένες. Έγινε ένα πνευματικόν κέντρο, που ξεκούραζε ψυχικά και
φώτιζε τους ανθρώπους.
Τα
τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος έπασχε από χρόνια
προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τελικά
συμφώνησε στις συστάσεις των γιατρών και ήρθε στην Αθήνα στο Αρεταίειο
νοσοκομείο.
Εκεί νοσηλεύτηκε -στον 2ο θάλαμο του 2ου ορόφου (ήταν
θάλαμος Γ θέσης: απορίας)- για δύο σχεδόν μήνες. Στο πλευρό του, καθ'
όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, ήταν συνεχώς -και εναλλάσσονταν σε
βάρδιες- οι μοναχές Ευφημία και Αγαπία. Τελικά γύρω στα μεσάνυχτα της
8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεχώρησε για τους Ουρανούς, σε ηλικία
74 ετών.
Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στην Αίγινα και από το λιμάνι μέχρι την Μονή το μετέφεραν στα χέρια τους οι πιστοί. Όλο το νησί θρηνούσε μα περισσότερο απ' όλους οι μοναχές που έχασαν τον Πατέρα και Οδηγό τους. Το ιερό του σκήνωμα ήδη είχε αρχίσει να αναδίδει ευωδία. Η ταφή του, έγινε στο προαύλιο της Μονής δίπλα στο αγαπημένο του πεύκο.
Όταν μετά από έξη μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα -δωρεά της Ριζαρείου- το σκήνωμα του εξακολουθούσε να ευωδιάζει χωρίς να παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα το μνήμα ξανανοίχτηκε και το ιερό σκήνωμα του εξακολουθούσε να παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση του. Συνολικά το σκήνωμα του παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για είκοσι ολόκληρα χρόνια!
Τριάντα δύο χρόνια, δε, μετά την κοίμηση του έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, από τον Μητροπολίτη Προκόπιο.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου