Κατά καιρούς έχουμε πει αρκετά για τις αρρώστιες σε σχέση με τον
διάβολο. Εδώ, αν μπορέσουμε, θα τα διευκρινίσουμε λίγο καλύτερα.
Υπάρχουν
βέβαια περιπτώσεις που οπωσδήποτε ο άρρωστος είναι δαιμονισμένος.
Οπωσδήποτε. Αλλά και στις άλλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, όσο κι αν
δεν είναι εμφανές αυτό, πάλι κάπου εκεί κρύβεται ο διάβολος.
Όπου
είναι παρών ο διάβολος και είναι δαιμονισμένος κανείς, χρειάζονται
ευχές, χρειάζονται προσευχές, και να βάλει ο Θεός το χέρι του, για να
απαλλαγεί ο άρρωστος.
Στίς
άλλες περιπτώσεις, τις ψυχοπαθολογικές, δεν μπορούμε να πούμε ότι κάπου
εκεί είναι κρυμμένος ο διάβολος, όπως στις δαιμονικές καταστάσεις.
Είναι ο άνθρωπος άρρωστος. Ναι, αλλά τι άρρωστος είναι; Ας μιλήσουμε
γενικότερα.
Ένας άνθρωπος μπορεί να γεννηθεί ανάπηρος. Ούτε φταίει ούτε
τίποτε. Επέτρεψε ο Θεός να γεννηθεί έτσι. Και βέβαια όχι για άλλο λόγο,
αλλά επειδή είναι η αμαρτία στο ανθρώπινο γένος. Αλλιώς, αν δεν είχαμε
πέσει, αν δεν είχε μπει η αμαρτία στον άνθρωπο, δεν θα υπήρχαν όλα αυτά
που είναι συνέπειες της πτώσεως.
Υπάρχει η αμαρτία γενικότερα ως
κατάσταση, ως ασθένεια, όπως είπαμε, και έχει αυτές τις συνέπειες,
άλλοτε έτσι, άλλοτε αλλιώς· ο Θεός γνωρίζει.
Μπορεί
λοιπόν να γεννηθεί ένα παιδί ανάπηρο, μπορεί να γεννηθεί καθυστερημένο
διανοητικά, κτλ. Έτσι, γεννιέται ένας άνθρωπος που η όλη ψυχοσύνθεσή
του, οι όλες καταβολές του δεν είναι όπως πρέπει να είναι. Υπάρχουν
κάποια ελαττωματικά στοιχεία μέσα του. Επιτρέπει ο Θεός και γεννιέται
έτσι. Έχει τον λόγο του.
Αυτή η περίπτωση, που δεν λειτουργεί μέσα του ο
άνθρωπος νορμάλ, είναι ό,τι πρέπει για τον διάβολο. Διότι ο διάβολος
θέλει το κακό του κάθε ανθρώπου και όπου τον πιάσει τον καθένα, όπου
βρει αδύνατο σημείο.
Κάποιος
λοιπόν γεννιέται ανάπηρος, κουτσαίνει. Απλώς το να κουτσαίνει κανείς
δεν είναι τίποτε. Όταν λειτουργεί το λογικό του ανθρώπου, όταν η ψυχή
του ανθρώπου λειτουργεί σωστά, αυτά δεν πειράζουν.
Αλλά όταν δεν
λειτουργεί το λογικό του ανθρώπου, όταν η ψυχή του δεν λειτουργεί σωστά
από γεννησιμιού του –έτσι οικονόμησε ο Θεός– κάπου εκεί βρίσκει ο
διάβολος αδύνατο σημείο και τον βάζει πιο εύκολα στα χέρια του αυτόν τον
άνθρωπο.
Φαίνεται
πως έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να λογικεύεται ο άνθρωπος. Διότι ο
άνθρωπος πρωτίστως και κυρίως είναι λογικό ον. Μπορεί γενικώς κάποιος να
φαίνεται ότι λογικεύεται, αλλά ένεκα μη νορμάλ καταστάσεως, ένεκα
ανάλογης ψυχοσυνθέσεως, βαθιά μέσα του δεν λειτουργεί σωστά.
Όπως έχουμε
πει άλλη φορά, έχει κανείς καλά μάτια, αλλά βάζει στα μάτια του γυαλιά
κατάμαυρα, γυαλιά που παραμορφώνουν τα αντικείμενα ή βάζει ανάλογους
φακούς. Αν δεν βγάλει τα γυαλιά ή τους φακούς, αυτός θα έχει σχέση με
τον όλο κόσμο δια μέσου των γυαλιών ή των φακών και όλα θα τα βλέπει
αλλιώτικα απ’ ό,τι είναι. Τα πάντα θα τα βλέπει μαύρα, τα πάντα θα τα
βλέπει παραμορφωμένα.
Καθώς
έχει αδυναμία ο άνθρωπος, μπορεί να τρυπώσει ο διάβολος και να τον
ταλαιπωρήσει φοβερά και να τον αρρωστήσει για τα καλά. Αν βέβαια βρεθεί
τρόπος να βγουν τα γυαλιά, είναι ο άνθρωπος πλέον νορμάλ, λογικεύεται
και ενεργεί λογικά. Αν δεν βγουν τα γυαλιά; Άθελά του τον χορεύει ο
διάβολος. Γιατί το επιτρέπει ο Θεός; Εκείνο είναι του Θεού. Όπως και
άλλα πράγματα επιτρέπει ο Θεός.
Μπορεί
λοιπόν ένα φάρμακο που θα δώσει ο γιατρός να βοηθήσει την ψυχή μέσα
βαθιά, τον ψυχοσωματικό οργανισμό, κάπως να νορμαλοποιηθεί. Ο αρμόδιος
γιατρός λοιπόν, σε έναν που έχει ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, θα δώσει
ανάλογο φάρμακο και θα τον βοηθήσει. Δεν τον γιατρεύει. Δεν μπορεί να
γιατρευτεί. Θα τον βοηθήσει.
Αντί
φαρμάκου ή παράλληλα με το φάρμακο, μπορεί με τον διάλογο να βοηθήσει
τον άρρωστο αυτόν, ο οποίος βαθιά μέσα του έχει μια διαταραγμένη
προσωπικότητα, του οποίου η όλη ψυχοσύνθεση είναι ελλιπής, είναι κάπως
παραμορφωμένη, και είναι σαν να φοράει μαύρα γυαλιά.
Ας
πούμε, τη νύχτα έβαλαν κρυφά στα μάτια κάποιου φακούς επαφής που είναι
μαύροι και που διαστρεβλώνουν τα πράγματα. Σηκώνεται το πρωί και νομίζει
ότι έγινε άνω κάτω ο κόσμος. Βρίσκεται όμως ένας άνθρωπος στον οποίο
έχει εμπιστοσύνη, η μάνα του, π.χ., και του λέει: «Όχι, παιδί μου. Δεν
άλλαξε τίποτε». Αυτός θα πει: «Αφού το λες εσύ, δεν άλλαξε τίποτε».
Ας
βλέπει όλη την ακαταστασία μέσα από τους φακούς που του έβαλαν κρυφά τη
νύχτα. Εφόσον θα πιστέψει ότι τα πράγματα είναι όπως του τα λέει η
μητέρα του, θα έχει μεν όλη αυτή τη δυσκολία, ότι θα τα βλέπει όλα μαύρα
και παραμορφωμένα, όμως δεν θα επηρεάζεται καθόλου· θα είναι ήσυχος.
Αυτός
που κληρονόμησε μια ψυχοσύνθεση διαταραγμένη, αυτός του οποίου οι
καταβολές είναι τέτοιες, που κάτι συμβαίνει στην όλη προσωπικότητά του
–ο Θεός τα ξέρει αυτά– και γι’ αυτό δεν αντιμετωπίζει σωστά τη ζωή, δεν
λογικεύεται, και ο ηγεμών νους δεν κυβερνά σωστά τον εαυτό του, μπορεί
να βοηθηθεί και, αν μη τι άλλο, να πει:
«Α, εδώ κάτι συμβαίνει.
Επομένως, εγώ ας μην εμπιστεύομαι στο πώς τα βλέπω, στο πώς τα
καταλαβαίνω. Διότι τα βλέπω όλα λάθος και τα καταλαβαίνω όλα λάθος,
επειδή έχω γυαλιά μέσα στην ψυχή μου».
Κάνοντας αυτό, βοηθιέται. Διότι
έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία τι θα κάνει μέσα του ο άνθρωπος. Έχει
μεγάλη σημασία, καθώς είναι διαταραγμένος ο όλος ψυχοσωματικός
οργανισμός, εάν θα μπορέσει να πάρει σωστή στάση, εάν θα μπορέσει να
αρχίσει να αντιμετωπίζει σωστά την κατάσταση.
Να
μην επηρεάζεται λοιπόν από την εσωτερική του κατάσταση, από το πώς
νιώθει, και να μην επιμένει ότι «αφού εγώ έτσι βλέπω, έτσι είναι». Τι
βλέπεις, ευλογημένε! Γυαλιά φοράς, που όλα τα κάνουν άνω κάτω.
Χρειάζεται να απαλλαγεί, να απαγκιστρωθεί από το πώς αυτός βλέπει.
«Εγώ», να πει, «θα βλέπω και θα καταλαβαίνω με τα μάτια της μητέρας μου.
Εκείνη βλέπει καλά και ξέρει. Εγώ δεν μπορώ να δω και θα ενεργώ μ’
εκείνης τα μάτια και μ’ εκείνης τη σκέψη και την κρίση». Αν έτσι κάνει,
σώθηκε. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά θα φύγουν τα γυαλιά, θα εξαλειφθεί, θα
φύγει αυτή η κατάσταση.
Σε
τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή όταν το εγώ –με την καλή έννοια εδώ– ο
νους, ο ηγεμών νους, που έχει καθένας μέσα του, αρχίσει να αντιμετωπίζει
σωστά τα πράγματα και να μένει ανεπηρέαστος από την αρρωστημένη αυτή
κατάσταση, σιγά-σιγά ο άνθρωπος γίνεται καλά. Έτσι, δεν μπορεί να τον
πειράξει εύκολα και ο διάβολος.
Έτσι
λοιπόν, νομίζω, μπορούμε να καταλάβουμε πώς ο άνθρωπος είναι άρρωστος
και έχει ανάγκη από φάρμακα, αλλά κάπου εκεί είναι και ο διάβολος. Και
οπωσδήποτε χρειάζονται οι ευχές, για να διώξει ο Κύριος τον διάβολο.
Αλλά όσο κι αν τον αποδιώξει ο Κύριος, ο άνθρωπος ως οντότητα, ως ύπαρξη
που έχει νου, που έχει ευθύνη για τον εαυτό του, πρέπει ο ίδιος να
πάρει σωστή στάση.
Τώρα
καταλαβαίνουμε και γενικότερα πώς παρασύρεται ο άνθρωπος και γίνεται
έρμαιο του διαβόλου, εάν δεν προσέξει και επηρεάζεται από τη δική του
θέληση, από τη δική του σκέψη, από τη δική του κρίση.
Και δεν
υποπτεύεται ότι, με το να χαρίζεται στον εαυτό του και με το να νικιέται
από τις ευχαριστήσεις του κόσμου, γίνεται έρμαιο του διαβόλου, καθώς
κάπου εκεί κρύβεται ο διάβολος.
Πρέπει να πας κόντρα. Και για να πας
κόντρα, χρειάζεται να μην επηρεάζεσαι από τον εαυτό σου. Διότι ο εαυτός
σου επηρεάζεται ακριβώς από τις αδυναμίες και από τα πάθη.
Γνωρίζουμε,
το διαβάζουμε και σε πνευματικά βιβλία, ότι η ταπείνωση λυτρώνει τον
άνθρωπο. Στο παράδειγμα που είπαμε, αυτός που φορά τα γυαλιά χρειάζεται
να πει: «Μαμά, αφού λες εσύ ότι δεν άλλαξε τίποτε, όλα αυτά που βλέπω
δεν τα δίνω σημασία».
Ο ταπεινός το κάνει. Ο άλλος, που είναι
ισχυρογνώμων, δεν το κάνει. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι οι αρρωστημένοι τύποι
δεν βγαίνουν από τη γνώμη τους, από τη λαθεμένη σκέψη τους, από τη
λαθεμένη κρίση τους. Επιμένουν: «Όχι· εγώ ξέρω. Όχι· εγώ καταλαβαίνω.
Όχι· εγώ νιώθω έτσι». Ενώ, μόλις πιστέψει και πει:
«Αφού μου λες έτσι,
έτσι είναι», λυτρώνεται. Θα του το πει ένας άλλος που κάτι ξέρει
παραπάνω από αυτόν, αλλά και ο ίδιος ο άρρωστος μπορεί να καταλάβει ότι
κάτι ξέρει εκείνος, ότι ξέρει καλύτερα, ότι τα λέει καλύτερα. Αυτό όμως
το κάνει ο ταπεινός.
Γι’
αυτό γενικότερα, όταν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, τον θανατώνει τον διάβολο,
τον καίει. Δεν μπορεί ο διάβολος να πλησιάσει την ψυχή και να αλωνίζει
την ψυχή που είναι ταπεινή.
Ενώ, όσες άλλες αρετές κι αν έχει κανείς, αν
έχει εγωισμό και παγιδεύεται από το εγώ του και από το θέλημά του και
τάχα από την εξυπνάδα του, κάπου ο διάβολος τον πιάνει και τον χορεύει
όπως θέλει. Ταπεινώθηκες;
Θα γίνει ακριβώς έτσι όπως το λέει ο ψαλμωδός:
Εταπεινώθην και έσωσέ με (Ψαλ. 114:6).
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «…πάντα συνεργεί εις αγαθόν», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, σελ. 146.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου