Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
Ο
Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης, 1900-1971)
γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ή στις 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της
Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το
γένος Τενεκίδη).
Ο
Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του
Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας
(με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης.
Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον.
Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
Η Ελλάδα, η χώρα των παράλληλων μονολόγων.
Σ’ αυτόν τον τόπο όπου όλοι είμαστε τόσο τραγικά αυτοδίδακτοι…
Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες.
Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια.
Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.
Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό.
Σ’ αυτό τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους.
Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται. (από την ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ)
Όπως
δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι, ή το πουλί, αν
δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις τον μοναχό άνθρωπο, αν
δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις, λοιπόν, χρυσή μου; (από την
Αλληλογραφία Γιώργου και Μάρως Σεφέρη)
Στην
αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που
ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. (από την ομιλία
στην απονομή του Νόμπελ)
Το
σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν «άλλη»,
αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε, την
καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να
γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει.
Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση.
Η
ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν,
αν η πνοή μας λιγόστευε; (από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ)
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Με τι καρδιά, με τι πνοή / τι πόθους και τι πάθος, / πήραμε τη ζωή μας λάθος! / κι αλλάξαμε ζωή.
Τόσος πόνος τόση ζωή / πήγαν στην άβυσσο / για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στο ακρογιάλι.
Λυπούμαι που άφησα να περάσει / ένα πλατύ ποτάμι ανάμεσα από τα δάχτυλα μου / χωρίς να πιω μια στάλα.
Γιατί
και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει.
/ Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα
στο πρόσωπό της.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Επαναλαμβανόμενος (τρις) στίχος από την «Ελένη».
Τα εισαγωγικά είναι του ποιητή (Οι Πλάτρες είναι χωριό στο όρος Τρόοδος)
Στήνουμε θέατρα και σκηνικά, όμως η μοίρα μας πάντα νικά και τα σαρώνει και μας σαρώνει.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε. / Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου