Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019

Τελώνου και Φαρισαίου (Αρχή Τριωδίου)



Φαρισαΐζων, Ἱεροῦ μακρὰν γίνου,
Χριστὸς γὰρ ἔνδον, ᾧ ταπεινὸς δεκτέον.

Ὁ δημιουργὸς τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω,
Τρισάγιον μὲν ὕμνον ἐκ τῶν Ἀγγέλων,
Τριῴδιον δὲ καὶ παρ' ἀνθρώπων δέχου.

Τριώδιο
Τριώδιο ονομάζεται το Λειτουργικό Βιβλίο της Εκκλησίας μας το οποίο περιλαμβάνει τους Ύμνους των Κυριακών, απο την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο πρίν την Τελετή της Αναστάσεως.
Ονομάζεται έτσι διότι οι περισσότεροι Κανόνες του Όρθρου (πρωινή Ακολουθία) περιέχουν τρείς Ωδές ενώ συνήθως περιέχουν εννέα Ωδές - την 8η και την 9η πάντοτε, ύστερα δε διαδοχικά μία από τις πέντε πρώτες.

Το Τριώδιο τοποθετείται στα Αναλόγια των Ναών μας στον Εσπερινό του Σαββάτου της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου αφού πρώτα ο Πρωτοψάλτης το παραλάβει απο την Εικόνα του Χριστού και το ασπασθεί. Έτσι ανοίγει το Τριώδιο, περίοδος η οποία διαιρείται σε τρείς μικρότερες, δηλ. Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι Κυριακή της Τυροφάγου, Καθαρά Δευτέρα μέχρι το Σάββατο Του Λαζάρου και Κυριακή των Βαίων το βράδυ μέχρι το Μεγάλο Σάββατο πρίν την Ανάσταση. Παλαιότερα στην περίοδο του τριωδίου συμπεριλαμβάνονταν και η περίοδος από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή των αγίων πάντων. Αργότερα όμως οι ιερές ακολουθίες της περιόδου αυτής περιελήφθησαν σε ιδιαίτερο λειτουργικό βιβλίο το «Πεντηκοστάριο».

Για την διαμόρφωση του Τριωδίου, όπως το έχει στη χρήση της σήμερα η εκκλησία μας, έπαιξαν ρόλο όλες οι χριστιανικές γενεές από τον 5ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ. (Το πρώτο έντυπο του Τριωδίου εξεδόθη το 1522 μ.Χ. στην Βενετία). Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τις ασματικές ακολουθίες των εορτών του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Β' Κυριακή των Νηστειών), του Οσίου Ιωάννου της Κλίμακος (Δ' Κυριακή των Νηστειών), κ.α. Αποδεικνύεται επίσης από την εισαγωγή του επιτάφιου θρήνου, εγκωμίων, δηλαδή που ψάλλονται στον Επιτάφιο, και από την εισαγωγή των συναξαρίων του Νικηφόρου Καλλίστου του Ξανθόπουλου. Στην διαμόρφωση των ασματικού κύκλου του τριωδίου συνέβαλαν επίσης και διάσημοι υμνογράφοι και μελωδοί της εκκλησίας μας, όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός, (βλέπε 1 Οκτωβρίου) και ο Ιωάννης Δαμασκηνός (βλέπε 4 Δεκεμβρίου).

Το τριώδιο περισσότερο από όλα τα εκκλησιαστικά βιβλία που περιέχουν ιερές ακολουθίες οδηγεί τις ψυχές των πιστών τέκνων της ορθοδόξου εκκλησίας στην περισυλλογή και στην κατάνυξη. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται και κατανυκτικό τριώδιο. Με τον κύκλο των εορτών του τριωδίου ανανεώνονται τα βιώματα της νηστείας, της εγκράτειας, της μετάνοιας, και της χαρμολύπης.

Οι Κυριακές του Τριωδίου είναι οι εξής:

1. Τελώνου και Φαρισαίου
2. Ασώτου
3. Απόκρεω
4. Τυροφάγου

Η πρώτη εβδομάδα, που τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου, λέγεται και Προφωνή ή Προφωνέσιμη, επειδή παλιά προφωνούσαν, δηλαδή διαλαλούσαν ότι άρχιζαν οι αποκριές. Η εβδομάδα αυτή λέγεται και αμόλυτη ή απόλυτη, επειδή τότε οι ψυχές των πεθαμένων βγαίνουν στον Πάνω Κόσμο.

Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου ή Ολόκριγια, επειδή έτρωγαν κρέας και δεν νηστεύουν Τετάρτη και Παρασκευή. Η Κυριακή της εβδομάδας αυτής, η Κυριακή της Απόκρεω, ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν η τελευταία μέρα της κρεοφαγίας (από + κρέας) όλης της περιόδου του Τριωδίου.

Η τρίτη εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα. Από τη Δευτέρα, μια εβδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα, άρχιζε η αποχή από το κρέας και επιβαλλόταν η χρήση τυριού και γαλακτερών σαν ενδιάμεση άσκηση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας.

Τελώνη και του Φαρισαίου
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την έπαρση.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής:

«Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». (Λουκ.18,10-14).

Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας . Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.

Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.

Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’.
Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταπείνωσις ὕψωσε, κατῃσχυμμένον κακοῖς, Τελώνην στυγνάσαντα, καὶ τό, Ἱλάσθητι, τῷ Κτίστῃ βοήσαντα· ἔπαρσις δὲ καθεῖλεν, ἀπὸ δικαιοσύνης, δείλαιον Φαρισαῖον, μεγαλορρημονοῦντα· ζηλώσωμεν διὸ τὰ καλά, κακῶν ἀπεχόμενοι.

Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς ἀδελφοὶ ἅπαντες ταπεινώσωμεν, στεναγμοῖς καὶ ὀδυρμοῖς τύψωμεν τὴν συνείδησιν, ἵνα ἐν τῇ κρίσει τότε τῇ αἰωνίᾳ, ἐκεῖ ὀφθῶμεν πιστοὶ ἀνεύθυνοι, τυχόντες ἀφέσεως· ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὄντως ἡ ἄνεσις, ἣν ἰδεῖν ἡμᾶς νῦν ἱκετεύσωμεν, ἐκεῖ ὀδύνη ἀπέδρα λύπη καὶ οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί, ἐν τῇ Ἐδὲμ τῇ θαυμαστῇ, ἧς ὁ Χριστός δημιουργός, Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Τήρων 


Τήρων, ὁ δηλῶν ἀρτίλεκτον ὁπλίτην,
Θεῷ πρόσεισιν, ἀρτίκαυστος ὁπλίτης.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ πυρὶ Τήρωνα πυρὶ φλεγέθουσιν.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀμάσεια στὴ Μαύρη Θάλασσα, ποὺ ὀνομαζόταν Χουμιαλὰ καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.) καὶ Μαξιμίνου (305 – 312 μ.Χ.). Ὀνομάζεται Τήρων, διότι κατετάγη στὸ στράτευμα τῶν Τηρώνων, δηλαδὴ τῶν νεοσυλλέκτων, διοικούμενο ὑπὸ τοῦ πραιπόσιτου Βρίγκα.


Διαβλήθηκε στὸν πραιπόσιτο ὡς Χριστιανὸς καὶ κλήθηκε σὲ ἐξέταση. Ἐκεῖ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ χωρὶς δισταγμό. Ὁ διοικητὴς Βρίγκας δὲν θέλησε νὰ προχωρήσει στὴν σύλληψη καὶ τιμωρία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ἀλλὰ τὸν ἄφησε νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσει λίγο ἀργότερα. Πίστευε ὅτι ὁ Θεόδωρος θὰ ἄλλαζε καὶ θὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Ὁ Μεγαλομάρτυς, ὄχι μόνο παρέμεινε ἀδιάσειστος στὴν πίστη του, ἀλλὰ ἔκαψε καὶ τὸ ναὸ τῆς μητέρας τῶν θεῶν Ρέας, μετὰ τοῦ εἰδώλου αὐτῆς. Ἀμέσως τότε συνελήφθη καὶ ρίχθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες σὲ πυρακτωμένη κάμινο, ὅπου καὶ τελειώθηκε μαρτυρικά.

Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος ἐτελεῖτο στὸ ἁγιότατο Μαρτύριό του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ Φωρακίου ἢ Σφωρακίου, τὸ Σάββατο τῆς Α’ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ θαῦμα τῶν κολλύβων σώζοντας τὸν ὀρθόδοξο λαὸ ἀπὸ τὰ μιασμένα εἰδωλόθυτα, τὰ ὁποῖα ἐπρόκειτο ἀπὸ ἄγνοια νὰ φάει.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεὶ θώρακα, ἔνδον λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τὰς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας Πολύαθλε, καὶ στέφει οὐρανίῳ, ἐστέφθης αἰωνίως ὡς ἀήττητος.

Μεγαλυνάριον.
Δῶρον πολυτίμητον καὶ τερπνόν, ἀθλήσας προσήχθης, τῷ δοξάσαντί σε λαμπρῶς· ὅθεν ἐδωρήθης, θερμότατος προστάτης, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ, Τήρων Θεόδωρε.

Οἱ Ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία οἱ βασιλεῖς

 

 
Tον Mαρκιανόν Πουλχερίαν συνάμα,
Άζυγας ειπείν ουκ έχω ή συζύγους.


Ἡ Ἁγία Πουλχερία ἦταν θυγατέρα τῶν βασιλέων Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Εὐδοκίας καὶ ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.). Τὸ ἔτος 414 μ.Χ. ἡ Πουλχερία ἀναγορεύθηκε Αὐγοῦστα καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους. Ἦταν εὐσεβέστατη, πλήρης σωφροσύνης, χρηστότητος καὶ σοφίας.

Ὅταν, κατὰ τὸ ἔτος 429 μ.Χ., ὁ Πατριάρχης Νεστόριος (428 – 431 μ.Χ.) παρουσίασε τὴ γνωστὴ αἵρεσή του, ἐπικεφαλῆς τῶν ἀντιπάλων του τάχθηκε ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας († 18 Ἰανουαρίου καὶ 9 Ἰουνίου). Καὶ ὁ μὲν Θεοδόσιος, ἔχοντας ἤδη ἀναλάβει τὴν βασιλικὴ ἀρχή, ὑποστήριζε τὸν αἱρεσιάρχη Νεστόριο, ὠθούμενος ἀπὸ τὸν Χρυσάφιο, ἡ δὲ Πουλχερία ἦταν μὲ τὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ κατόρθωσε νὰ πείσει τὸν ἀδελφό της νὰ συγκαλέσει τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα, τὸ ἔτος 431 μ.Χ. καὶ καταδίκασε τοὺς αἱρετικούς.

Ἡ Ἁγία νυμφεύθηκε τὸν Μαρκιανό, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ Θρᾴκη καὶ στὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 450 μ.Χ. διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν ἀδελφό της Θεοδόσιο Β’. Ὡστόσο ἡ πολιτικὴ κατάσταση ἦταν ταραγμένη. Εἶχε ἤδη γίνει στὸ προηγούμενο ἔτος ἡ λῃστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἐξόρισε τὸν Πατριάρχη Ἅγιο Φλαβιανὸ († 16 Φεβρουαρίου) καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μαστιζόταν ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Εὐτυχοῦς. Οἱ δυὸ εὐσεβεῖς βασιλεῖς συγκάλεσαν τότε στὴ Χαλκηδόνα, τὸ ἔτος 451 μ.Χ., τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία καταδίκασε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τοῦ Διόσκουρου.
Ἡ Ἁγία Πουλχερία κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 10 Σεπτεμβρίου 453 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς τὸ ἔτος 457 μ.Χ.

Ἡ Ἁγία Μαριάμνη ἡ Ἰσαπόστολος ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου


Ἀφεῖσα τὴν γῆν Μαριάμνη παρθένος,
Τὸν ἐκ Μαρίας Παρθένου Χριστὸν βλέπει.

Ἡ Ἁγία παρθένος Μαριάμνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαίας, τὴν πατρίδα καὶ τῶν ἀποστόλων Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Ἀπὸ τοὺς εὐλαβεὶς καὶ ἐνάρετους γονεῖς της κληρονόμησε τόσο αὐτή, ὅσο καὶ ὁ ἀδελφός της Φίλιππος τὸν πλοῦτο τῆς εὐσέβειάς των. Μετὰ τὴν κλήση μάλιστα τοῦ ἀδελφοῦ της στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια ἄρχισε νὰ ζεῖ ἐντονότερα τὸν πόθο τῆς σωτηρίας. Ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου τὴν ὁποία παρακολουθοῦσε ὅσες φορὲς μποροῦσε, βοήθησε τὴν εὐλαβὴ κόρη ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς της νὰ προσηλωθεῖ στοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα καὶ αὐτὸ νὰ κάμει βίωμα καὶ ζωή της. Ἡ ἰδιαίτερη πρὸς τὸν Κύριο ἀγάπη της, τὴν ἔσπρωξε μὲ ἐπιμονὴ νὰ ἀρνηθεῖ πολλὲς προτάσεις γάμου καὶ νὰ προτιμήσει ἐλεύθερη ἀπὸ οἰκογενειακὲς ὑποχρεώσεις, νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἀδελφό της στὴν ἱεραποστολική του προσπάθεια καὶ πορεία.

Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἀδελφὸς τῆς Ἁγίας, Φίλιππος, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, ξεκίνησε γιὰ νὰ μεταφέρει καὶ αὐτὸς τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας ἐκεῖ ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε καλέσει.

Μὲ πίστη καὶ πυρωμένη καρδιὰ ὁ πνευματέμφορος αὐτὸς ἐργάτης τῆς νέας πίστεως, συνοδευόμενος πάντα ἀπὸ τὸν φίλο του Βαρθολομαῖο καὶ τὴν ἀδελφή του Μαριάμνη προχώρησε γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σὲ διάφορες πόλεις καὶ ἐπαρχίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Μὲ ὅπλο της τὸν ἔνθεο ζῆλο καὶ τὴ φλογερὴ ἀγάπη καὶ αὐταπάρνηση ἀκολουθεῖ καὶ ἡ ἁγνὴ παρθένος Μαριάμνη τοὺς δύο Ἀποστόλους στὴ μακρινὴ τους πορεία. Μαζί τους μοιράζεται τὶς χαρὲς καὶ τὶς λῦπες τῆς ἱεραποστολῆς, καθὼς καὶ τὰ πολλὰ βασανιστήρια ἀπὸ τὴ μανία καὶ τὴν ἀγριότητα τῶν εἰδωλολατρῶν.

Παρὰ τὶς δυσκολίες, τὶς ἀφάνταστες δυσκολίες ποὺ συναντοῦσαν ὅπου πήγαιναν, ἡ ἱεραποστολικὴ ὁμάδα κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς νέας ζωῆς σὲ πολλὲς πόλεις τῆς Λυδίας, Φρυγίας καὶ Παμφυλίας ποὺ εἶναι ἐπαρχίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Μὲ τὰ πολλὰ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παραχωροῦσε νὰ συνοδεύεται τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, ἡ ἐπιτυχία τῆς ὁμάδος ὑπῆρξε πολὺ μεγάλη. Ἀλλὰ καὶ τὰ μαρτύρια καὶ βασανιστήρια ἀφάνταστα. Σ' αὐτὸ φυσικὰ εἶχε καὶ ἡ ἁγνὴ κόρη τὸ μερίδιό της. Μερίδιο ἀνάλογο τῆς προσφορᾶς της καὶ τοῦ ζήλου της.

Πολλοὶ συνηθίζουν νὰ ἀποκαλοῦν ἀσθενὲς τὸ γυναικεῖο φῦλο. Κι εἶναι τοῦτο μία πραγματικότητα στὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ γυναῖκα εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς δυνάμεως, τὸν Χριστό. Ὅταν ὅμως αὐτὴ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν κραταιὰ καὶ παντοδύναμο Δημιουργό, τότε συμβαίνει ὅλως διόλου τὸ ἀντίθετο. Τότε καὶ ἡ λεπτὴ καὶ ἀδύνατη κόρη γίνεται μὲ τὴ μυστικὴ δύναμη ποὺ τῆς χαρίζει Ἐκεῖνος, πανίσχυρη. Τότε ἐξαίσια κατορθώματα βλέπουμε νὰ ἐπιτελοῦνται καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀσθενεῖς ὀργανισμούς. Κάτι τέτοιο βλέπουμε νὰ γίνεται στὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες χιλιάδων νεαρῶν γυναικῶν τοῦ μαρτυρολογίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς γυναῖκες εὑρίσκει πλήρη τὴν ἐφαρμογή του ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «Οὐδὲν ἰσχυρότερον γυναικὸς εὐλαβοῦς καὶ συνετῆς». Κάτι παρόμοιο βλέπουμε νὰ γίνεται καὶ στὴ ζωὴ τῆς παρθένου Μαριάμνης γιὰ τὴν ὁποίαν ὁμιλοῦμε.

'Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἔντονης ἐργασίας ἡ εὐλογημένη ὁμάδα τῶν ἱεραποστόλων μας ἔφθασε καὶ στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας. Τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων συγκέντρωνε κάθε φορὰ πολλοὺς ἀκροατές. Κάθε βράδυ πλήθη ἀπὸ Ἕλληνες ἔτρεχαν νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶχε πεῖ στὸν Φίλιππο καὶ τὸν Ἀνδρέα, ὅταν αὐτοὶ τὸν πλησίασαν ἐκεῖ ποὺ δίδασκε καὶ τοῦ ἀνέφεραν ὅτι μερικοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι στὸν Ἰουδαϊσμὸ ἤθελαν νὰ Τὸν ἰδοῦν, ἄρχισαν νὰ πραγματοποιοῦνται. «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἄνθρωπου» (Ἰωάν. ιβ’ 29) εἶχε πεῖ τότε ὁ Κύριος. Ἔφτασε δηλαδὴ ἡ ὁρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὥρα, γιὰ νὰ δοξαστεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ δοξαστεῖ μὲ τὴ σταύρωση καὶ τὴν ἀνάληψή Του καὶ νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀντιπροσώπευαν ὅλο τὸν ἐθνικὸ κόσμο. Εὐλογημένη καὶ μεγάλη ὑπῆρξε ἡ ἡμέρα ἐκείνη.

Εὐλογημένη καὶ μεγάλη, γιατί ὁ ἐρχομὸς τῶν Ἑλλήνων στὴν πίστη τὴν χριστιανική, σήμαινε καὶ προανήγγελλε τὸν θρίαμβο τῆς νέας θρησκείας. Τὸ φούντωμα τοῦ χριστιανισμοῦ στὶς διάφορες πόλεις τῆς Ἑλληνικῆς τότε Μικρᾶς Ἀσίας ἦταν ἑπόμενο νὰ ἐξεγείρει ἐνάντια στοὺς ζηλωτὲς ἐργάτες καὶ διδασκάλους τῆς νέας πίστεως ἄγριο τὸ μῖσος καὶ τὴ μανία τοῦ πονηροῦ. Ἕνα βράδυ λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἀπόστολος Φίλιππος μιλοῦσε καὶ τὰ πλήθη τῶν παρευρισκομένων κρεμόντουσαν λὲς ἀπὸ τὰ χείλη του, μερικοὶ φανατικοὶ εἰδωλολάτρες ἅρπαξαν τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς συνεργάτες του καὶ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν σκληρὰ τοὺς ὁδήγησαν στοὺς ἄρχοντες. Μία ψευτοδίκη ποὺ ἔγινε ἀμέσως κατέληξε στὴν ἀπόφαση ὁ Φίλιππος νὰ θανατωθεῖ καὶ οἱ ἄλλοι νὰ βασανισθοῦν. Οἱ δήμιοι ποὺ περίμεναν ἅρπαξαν τὸν Ἀπόστολο καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, τὸν ἔδεσαν ἀπὸ τοὺς ἀστραγάλους καὶ τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν ἀργότερα καὶ στὸν Βαρθολομαῖο καὶ τὴ Μαριάμνη.

Τὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν μὲ φωνὲς καὶ ὕβρεις παρακολουθοῦν τὸ μαρτύριο τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Κυρίου ἐνῷ αὐτοὶ καὶ ἀπὸ τῆς θέσεώς των δὲν παύουν νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ἐκζητοῦν ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεὸ μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ νὰ τοὺς συγχωρήσει.

Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ τιμωρός. Ἐκεῖ ποὺ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ διασκεδάζουν καὶ χαίρονται μὲ τὸ μαρτύριο τῆς Μαριάμνης καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἔξαφνα ἕνας σεισμὸς συντάραξε τὴ γῆ καὶ ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς τῶν παρευρισκομένων καταχώσθηκε στὸ βάραθρο ποὺ ἄνοιξε μπροστά τους. Μὲ κλάματα καὶ σπαρακτικὲς φωνὲς ὅσοι εἶχαν μείνει ἔξω ἀπὸ τὸ χάσμα μετανοιωμένοι παρακαλοῦν τοὺς μάρτυρες νὰ τοὺς συγχωρήσουν καὶ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Θεό τους νὰ τοὺς σπλαγχνισθεῖ. Ἐπειδὴ ἡ μετάνοια τους ἦταν εἰλικρινὴς ὁ Πανάγαθος τοὺς σπλαγχνίστηκε καὶ σταμάτησε τὸν σεισμό, τοὺς δὲ καταχωσθέντες ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ βάραθρο.

Σ’ αὐτὸ ἔμεινε μόνον ὁ ἀνθύπατος καὶ ἡ γυναῖκα του Ἔχιδνα γιὰ παραδειγματισμὸ ὅλων. Τὴν ἴδια ὥρα μία θαυμαστὴ ὀπτασία ἔδωκε ἀκόμη μία ἀπόδειξη τῆς θείας του δυνάμεως. Μία κλίμακα φάνηκε ἐκεῖ νὰ ἑνώνει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Αὐτὴ ἦταν ἡ ὁδὸς τῆς σωτηρίας γι’ αὐτούς. Τὰ πλήθη τρομαγμένα ἔτρεξαν καὶ κατέβασαν τὴν Μαριάμνη καὶ τὸν Βαρθολομαῖο ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἦσαν κρεμασμένοι. Ὁ Φίλιππος συνέχισε νὰ τοὺς διδάσκει καὶ νὰ τοὺς προτρέπει νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Πρὶν προλάβουν νὰ τὸν κατεβάσουν ἡ ἁγία ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητας.


Ὁ ἀπόστολος Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Μαριάμνη μὲ σεβασμὸ πῆραν τὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν ραίνοντάς το μὲ τὰ δάκρυα τῆς στοργῆς καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν βαπτισθέντων καὶ τῆς ἰδικῆς των ἀγάπης. Ὁ Βαρθολομαῖος, ἀφοῦ τακτοποίησε τὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱεραπόλεως ἐγκατέστησε ἐκεῖ ἐπίσκοπο κάποιο Στάχυ καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ τὴ Μαριάμνη προχώρησε πρὸς τὴ Λυκαονία κηρύττοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἀργότερα μετέβη στὶς Ἰνδίες ὅπου συνέχισε τὸ ἔργο του, καὶ ὅπου εἶχε μαρτυρικὸ τέλος μὲ σταυρικὸ θάνατο. Ἡ Μαριάμνη μετὰ τὴ Λυκαονία ἐπέστρεψε στὴν Παλαιστίνη στὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνου ὅπου καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος Ἐπίσκοπος Σόλων Κύπρου


Τὸν Αὐξίβιον οὐ παρόψεται λόγος,
Φανέντα ληξίβιον ἐξ ἐναντίου.

Ὁ ἱερὸς καὶ φλογερὸς αὐτὸς ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι, ἀλλὰ εἰδωλολάτρες. Εἶχαν δύο παιδιά, τὸν Αὐξίβιο καὶ ἕναν ἄλλο, τὸν Θεμισταγόρα, ποὺ ἦταν πιὸ μικρός.

Ὁ Αὐξίβιος εἶχε ὡραῖο καὶ ἐπιβλητικὸ παράστημα ἀγαποῦσε δὲ πολὺ τὰ γράμματα. Ὅταν μεγάλωσε καὶ ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ μορφωθεῖ, οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν σὲ σοφοὺς δασκάλους, κοντὰ στοὺς ὁποίους ὁ νέος διδάχτηκε ὅλη τὴ σοφία καὶ τὴ γνώση τοῦ καιροῦ του. Τὴν ἴδια περίοδο ὁ φιλομαθὴς νέος εἶχε γνωριστεῖ καὶ μὲ χριστιανούς, καὶ ἄρχισε καὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μαθαίνει τὰ τῆς νέας θρησκείας.

Οἱ γονεῖς ποὺ ἔβλεπαν στὸ μεταξὺ τὸ παιδί τους νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ φτάνει στὴν κατάλληλη ἡλικία γιὰ ἀποκατάσταση, ἄρχισαν νὰ τοῦ μιλοῦν γιὰ γάμο καὶ νὰ τὸν ἐκβιάζουν νὰ νυμφευτεῖ. Μὰ ὁ καλὸς καὶ μεγαλεπήβολος νέος ποὺ διψοῦσε γιὰ ἄλλη ζωή, ζωὴ ἀνώτερη, τοὺς παράτησε καὶ ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη μ’ ἕνα καράβι, ποὺ ταξίδευε στὴν Κύπρο. Κάποιο πρωινὸ τὸ καράβι ἔφτασε καὶ ἀγκυροβόλησε στὸν

Λιμνίτη, ἕνα λιμάνι ποὺ βρίσκεται στὴ βόρεια ἀκτὴ τῆς νήσου καὶ ἀπέχει τέσσερα περίπου μίλια ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Σόλων. Τὴν πόλη αὐτή, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔκτισε ὁ βασιλιὰς τῆς Αἴπειας Φιλόκυπρος, τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ ἕκτου αἰῶνος π.Χ. πρὸς τιμὴ τοῦ μεγάλου νομοθέτου τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Σόλωνα, ποὺ ἐπισκέφθηκε τότε τὴν Κύπρο. Στὴν πόλη αὐτὴ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ κανόνισε, ὥστε ὁ Αὐξίβιος νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν ἀπόστολο Μᾶρκο καὶ νὰ γίνει μαθητής του. Ὁ νεαρὸς ἀπόστολος ἦταν μόνος του, γιατί ὁ σύντροφός του, καὶ ἀρχηγὸς τῆς ἱεραποστολικῆς ὁμάδας, Κύπριος ἀπόστολος Βαρνάβας εἶχε ὑποστεῖ στὸ μεταξὺ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο στὴ Σαλαμίνα. Τὸν εἶχαν λιθοβολήσει ἕνα βράδυ οἱ Ἰουδαῖοι.

Κοντὰ στὸν εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο ὁ νεαρὸς προσήλυτος Αὐξίβιος συμπλήρωσε τὶς γνώσεις του γιὰ τὴ νέα πίστη, δέχτηκε τὸ βάπτισμα καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ στὴν ψυχή του ἕνας πόθος φλογερὸς καὶ ἱερὸς εἶχε ἀνάψει δυνατά. Ὁ πόθος νὰ μεταδώσει τὸν θησαυρὸ ποὺ βρῆκε καὶ σὲ ἄλλους. Νὰ βοηθήσει καὶ ἄλλους νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μοιραστοῦν μαζί του τὴν ἀνεκλάλητη χαρά του.

Στὸν πόθο του ὅμως αὐτὸ τὸν ἱερὸ καὶ ἅγιο παρουσιαζόταν ἐμπόδιο τρανὸ καὶ ἀνυπέρβλητο μία ὑπόδειξη – ἐντολή, ποὺ τοῦ ἔκαμε ὁ δάσκαλός του, ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος.

– Προσπάθησε, τοῦ εἶχε πεῖ, νὰ ἐπιβληθεῖς στοὺς γύρω σου πρῶτα μὲ τὸ παράδειγμά σου καὶ τὰ ἔργα σου καὶ ὕστερα μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ διδασκαλία σου.

Τὴν ὑπόδειξη αὐτὴ ὁ ἅγιος μας τὴν σεβάστηκε καὶ τὴν τήρησε πιστά. Εἶχε μάθει πὼς ἡ ὑπακοὴ εἶναι μεγάλη ἀρετὴ γιὰ τὸν χριστιανό. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θέλησε νὰ τὴν ἀγνοήσει. Ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸν εὐαγγελιστὴ καὶ πνευματικὸ πατέρα καὶ ὁδηγό του Μᾶρκο, ποὺ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο, ὁ νεοφώτιστος μαθητὴς ἔφυγε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν Λιμνίτη, κι ἦρθε στοὺς Σόλους. Ἐκεῖ κοντὰ στὸν μεγάλο καὶ καλλιμάρμαρο ναὸ τῆς πόλης ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν πατέρα «τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων», τὸν Δία, συνάντησε ὁ ἅγιος μας τὸν εἰδωλολάτρη ἱερέα, ποὺ μόλις τὸν εἶδε καὶ ἀντιλήφθηκε πὼς ἦταν ξένος, τὸν κάλεσε γιὰ νὰ τὸν φιλοξενήσει.

Στὸ σπίτι τοῦ ἱερέα ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ χωρὶς νὰ μιλήσει ποτὲ σὲ κανένα γιὰ τὴ χριστιανική του ἰδιότητα.

Κάποια μέρα ποὺ ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν ναό, ὁ Αὐξίβιος ἀποφάσισε νὰ διακόψει τὴ σιωπή.

– Γιατί λατρεύετε καὶ προσκυνᾶτε σὰν θεοὺς τὶς πέτρες καὶ τὰ μάρμαρα, τοῦ εἶπε; Ὀφθαλμοὺς ἔχουσι, μὰ δὲν βλέπουσι. Ὦτα ἔχουσι, μὰ δὲν ἀκούουσι οὔτε καὶ ἀντιλαμβάνονται τὶς προσευχὲς τὶς ὁποῖες κάμνετε, καὶ τὶς θυσίες ποὺ τοὺς προσφέρετε. Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν, ὅπως ἔχω ἀκούσει, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὸς ἔχει δημιουργήσει ὅλο τὸν κόσμο μὲ μόνο τὸν λόγο του. Αὐτὸς δημιούργησε καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ ἕνα ζευγάρι. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ εἶναι εὐτυχισμένος. Γιὰ τὴν εὐτυχία του, τὸν ἔβαλε σ’ ἕνα θαυμάσιο κῆπο, τὸν Παράδεισο μέσα στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μὲ λίγη δουλειὰ θὰ μποροῦσε νὰ βρίσκει, ὅτι τοῦ χρειαζόταν γιὰ τὴν εὐτυχία του.


Γιὰ νὰ εἶναι ὄμορφη ἡ ζωή του καὶ νὰ ἔχει νόημα, τοῦ ἔδωσε καὶ μία ἐντολή, ἕνα νόμο. Τοῦ εἶπε νὰ τρώγει ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου. Νὰ μὴν τρώγει μόνο ἀπὸ τοὺς καρποὺς ἑνὸς δένδρου, ποὺ τὸ ὀνόμασε «δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κάκου». Μὲ τὴν ὑπακοὴ τους οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι στὴν ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, θὰ μποροῦσαν νὰ τελειοποιηθοῦν στὴν ἀρετὴ καὶ νὰ ὁμοιάσουν μὲ τὸν Δημιουργό τους. Νὰ γίνουν ἅγιοι, ὅπως Ἅγιος εἶναι καὶ Αὐτός. Δυστυχῶς οἱ πρωτόπλαστοι, ἔτσι λέμε τοὺς πρώτους ἀνθρώπους, δὲν τήρησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ πολὺ καιρό.

Τὴν παράβηκαν. Παράκουσαν. Καὶ μὲ τὴν παρακοὴ τους ἔχασαν τὸν Παράδεισο. Μόνο αὐτό; Κάτι περισσότερο. Μπῆκε καὶ τὸ κακὸ στὸν κόσμο μὲ ἀποτέλεσμα ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας, ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει σὰν τὰ ἄλογα ζῶα. Νὰ κάμει σκοπό του τὸ φαγητὸ καὶ τὸ ποτὸ καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῶν πόθων καὶ τῶν ὁρμῶν του. Καὶ ὅταν δὲν ἔβρισκε τὰ μέσα, τότε δὲν εἶχε παρὰ νὰ κλέβει, νὰ ἀδικεῖ, νὰ σκοτώνει. Νὰ σκοτώνει καὶ αὐτοὺς τοὺς δικούς του. Νὰ σκοτώνει τ’ ἀδέλφια του, τὸν σύντροφό του, τὰ παιδιά του.

Ἀπὸ τὸ κατάντημα αὐτὸ ὁ καλὸς Θεὸς θέλησε νὰ σώσει στὶς ἡμέρες μας τὰ πλάσματά του. Αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο μᾶς μίλησαν οἱ μεγάλοι σοφοί μας, ᾖρθε. Ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ᾖρθε. Γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος, μεγάλωσε σὰν καὶ ἐμᾶς, δίδαξε, πέθανε, ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε στὸν Οὐρανὸ καὶ θὰ ξανάρθει νὰ μᾶς κρίνει. Νὰ τιμωρήσει τὸ κακὸ καὶ νὰ βραβεύσει τὸ καλό.

Τὰ ἁπλὰ τοῦτα λόγια τοῦ ἁγίου συγκίνησαν τὸν καλοκάγαθο εἰδωλολάτρη ἱερέα, ποὺ ὄχι μόνο ἔπαψε σὲ λίγο νὰ θυσιάζει στοὺς ψεύτικους καὶ ἀνύπαρκτους θεούς, τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ καὶ ἄρχισε νὰ ζητᾷ νὰ μάθει περισσότερα γιὰ τὸν Θεὸ τῶν χριστιανῶν. Καὶ ὁ ἱεραπόστολος συνέχισε νὰ τὸν διδάσκει. Ἡ κατήχηση κράτησε κάμποσες μέρες. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε θριαμβευτικό. Ἕνα βράδυ ὁ κατηχούμενος ἀσπάστηκε τὴν καινούργια πίστη καὶ βαπτίστηκε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὸ πρόσωπό του ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία βρῆκε ἀκόμη ἕνα ζηλωτὴ ἐργάτη, ἕνα ἐργάτη μὲ κῦρος καὶ παλμό.

Λίγες μέρες μετὰ τὸ περιστατικὸ τοῦτο, ὁ ἅγιος μας δέχθηκε στοὺς Σόλους τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἱεροῦ Ἠρακλειδίου, ἐπισκόπου τῆς Ταμασοῦ. Ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη ἔδωκε τοῦτο τὸ γεγονός.

Ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Κύπρο, πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἵδρυσε τὴν πρώτη Ἐκκλησία στὴν πολυάνθρωπο ἐκείνη πόλη, ἔφυγε γιὰ νὰ βρεῖ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἡ εὐγενικὴ ψυχὴ τοῦ νεαροῦ ἀποστόλου ἔνοιωθε τὴν ἀνάγκη νὰ συναντήσει τὸν πολύπειρο ἀπόστολο καὶ νὰ συζητήσει μαζί του μερικὰ προβλήματα τοῦ χριστιανικοῦ ἔργου. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ συνάντηση πραγματοποιήθηκε γρήγορα. Καὶ οἱ δύο ἀπόστολοι ἀφοῦ ἀντήλλαξαν ἀσπασμὸ χριστιανικῆς ἀγάπης, ἄρχισαν μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὴν Κύπρο. Κατὰ τὴ συνομιλία ὁ Μᾶρκος ἀποκάλυψε στὸ φλογερὸ ἀπόστολο τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ φίλου του ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ τοῦ φανέρωσε πὼς στὴν Κύπρο δὲν ἦταν ἄλλος ἀπόστολος γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τους. Ὁ θεῖος Παῦλος, σὰν ἄκουσε τὴ δυσκολία, ἔσπευσε ἀμέσως νὰ στείλει στὸ πολύπαθο νησὶ τοὺς συνεργάτες του Ἐπαφρὰ καὶ Τυχικὸ καὶ μερικοὺς ἄλλους. Τοὺς ἔστειλε στὸν Ἠρακλείδιο μὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία τοῦ ἔγραφε, νὰ ἐγκαταστήσει τὸν μὲν Ἐπαφρὰ ἐπίσκοπο στὴν Πάφο, τὸν Τυχικὸ στὴ Νεάπολη, δηλαδὴ τὴ Λεμεσὸ καὶ τὸν Αὐξίβιο στοὺς Σόλους χωρὶς ὅμως νὰ τὸν χειροτονήσει.

Καὶ ὁ λόγος; Γιατί ὁ Αὐξίβιος ἦταν χειροτονημένος ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Μᾶρκο.

Ὁ ἅγιος Ἠρακλείδιος μόλις πῆρε τὴν ἐπιστολή, φρόντισε νὰ κάμει ὅ,τι τοῦ ἔγραφε ὁ μακάριος Παῦλος καὶ πῆγε νὰ συναντήσει τὸν Αὐξίβιο. Ἡ συνάντηση ὑπῆρξε συγκινητική. Οἱ ἱεροὶ ἄνδρες «ἠσπάσθησαν ἀλλήλους φιλήματι ἁγίῳ» καὶ ἄρχισαν μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση νὰ συζητοῦν. Ὁ Ἠρακλείδιος μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, ἀφοῦ ἄκουσε τὸν Αὐξίβιο, τὸν συμβούλεψε νὰ φανερώσει πιὰ τὴν ἰδιότητά του καὶ ν’ ἀρχίσει νὰ ἐργάζεται μὲ ζῆλο γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῶν συμπολιτῶν του.

Τὸ κήρυγμα τοῦ Αὐξιβίου προβαλλόμενο ἔντονα καὶ ἀπ’ τὴν ἅγια ζωή του καὶ τὰ πολλὰ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος, ἔφερε καταπληκτικὰ ἀποτελέσματα. Συνεχῶς τὸ μικρὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ πλήθαινε· πλήθαινε καὶ γινόταν λαὸς πολύς. Τὰ διάφορα σπίτια στὰ ὁποῖα μαζεύονταν ὡς τότε οἱ χριστιανοί, γιὰ νὰ ἐκτελοῦν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα, μίκραιναν καὶ δὲν τοὺς χωροῦσαν. Μία ἀνάγκη πρόβαλε ἀπαιτητική: Ἡ δημιουργία ἐνὸς εἰδικοῦ χώρου γιὰ τὶς συναθροίσεις τῶν πιστῶν. Τὸ κτίσιμο μιᾶς ἐκκλησίας.

Ἕνα πρωινὸ μετὰ τὴ συνηθισμένη συγκέντρωση ὁ θεῖος Ἠρακλείδιος παράλαβε τὸν ἅγιο Αὐξίβιο καὶ ἀφοῦ ἀνέπεμψε μαζί του θερμὴ προσευχή, χάραξε σὲ κάποιο τόπο τὸν χῶρο ἐκκλησίας, τοῦ ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλὲς καὶ τὸν ἀποχαιρέτησε.

Ὁ ἱερὸς Ἠρακλείδιος ἀναχώρησε μὲ τὴ συνοδεία του γιὰ τὴν πατρίδα του. Καὶ ὁ μακάριος Αὐξίβιος ρίχτηκε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του στὸ ἔργο ποὺ ἔλαβε. Καὶ νά! Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σὲ λίγο χρόνο, μία ὄμορφη ἐκκλησία ὑψώθηκε στὴν πόλη τῶν Σόλων. Μέσα σ’ αὐτὴ μὲ προθυμία καὶ ἐνθουσιασμὸ μαζεύονταν οἱ πιστοὶ καὶ οἱ προσήλυτοι τὶς ὁρισμένες μέρες γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Μία βραδιὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ ἅγιος Αὐξίβιος δίδασκε πρόσεξε μέσα στὸ πλῆθος μία γνωστή του ἀγαπημένη μορφή. Ἦταν ὁ ἀδελφός του Θεμισταγόρας ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴ Ρώμη μὲ τὴ σύζυγό του, τὴν ἐνάρετη Τιμώ, γιὰ νὰ τὸν βρεῖ. Ἡ συνάντηση τῶν ἀδελφῶν ὕστερα ἀπὸ τόσο καιρὸ ὑπῆρξε πολύ – πολὺ συγκινητική. Ὁ Αὐξίβιος κράτησε κοντά του τὸ ἀγαπητὸ ζευγάρι. Τὸ κατήχησε μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ κάποια βραδιὰ προχώρησε στὴ βάπτισή του. Μετὰ χειροτόνησε τὸν Θεμισταγόρα πρεσβύτερο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σόλων καὶ τὴ γυναῖκα του διακόνισσα γιατί ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμα οἱ δυὸ σύζυγοι ἔζησαν πιὰ σὰν ἀδελφοί.

Ἡ συστηματικὴ ἐργασία τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ μία πολὺ προσεκτικὴ καὶ ἐνάρετη ζωή, μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα ἔγινε ἀφορμή, ἡ πρώτη ἐκκλησία ποὺ κτίστηκε, νὰ εἶναι σὲ λίγο χρόνο πολὺ μικρὴ γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει τὰ πλήθη τῶν πιστῶν τῆς ἱστορικῆς πόλεως. Μὲ τὴ βοήθεια ὅλων τῶν χριστιανῶν μία νέα προσπάθεια ἀναλήφθηκε. Καὶ τὴ μικρὴ ἐκκλησία πολὺ γοργὰ ἀντικατέστησε μία καινούργια πολὺ πιὸ μεγάλη καὶ ὡραῖα.

Ἀλήθεια! Τί δὲν κάνει ἡ ὁμόνοια, ὁ ζῆλος τῶν πιστῶν καὶ ἡ ἁγία ζωή;

Ἀνθρώπους μὲ φλογερὸ ζῆλο καὶ ἁγία ζωὴ χρειάζεται καὶ ἡ ἐποχή μας, γιὰ ν’ ἀλλάξει καὶ νὰ ὀρθοποδήσει. Μὰ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἐνάρετη καὶ ἁγία ζωὴ μόνο ἕνας μπορεῖ νὰ τοὺς δημιουργήσει: Ὁ Χριστός.

Κοντὰ στὸν νεοποιὸ Χριστὸ καλεῖται νὰ τρέξει καὶ νὰ σταθεῖ ὁ καθένας ποὺ θέλει καὶ ποθεῖ ἀληθινὰ νὰ γίνει ὁ καινούργιος καὶ πραγματικὰ κοινωνικὸς ἄνθρωπος.

Τὰ ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ συνέστησε ὁ Κύριος καὶ προπαντὸς τὰ ἁγιαστικὰ Μυστήρια ποὺ λέγονται: Μετάνοια, Ἐξομολόγηση καὶ Θεία Εὐχαριστία εἶναι δύο μέσα μοναδικὰ γιὰ νὰ πραγματώσει ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγαν oἱ πρόγονοι καὶ πατέρες μας: «Τί ὄμορφο πρᾶγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι ἄνθρωπος». Τότε, αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ τὸ ζωντανότερο κήρυγμα, κήρυγμα πολὺ πιὸ εὔγλωττο καὶ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα λόγια. Τέτοιο ἦταν τὸ κήρυγμα τοῦ μεγάλου ἁγίου μας, τοῦ ἱεροῦ Αὐξιβίου. Κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν συμπολιτῶν του μὲ τὴν ἅγια ζωή του. Πενήντα ὁλόκληρα χρόνια ἔζησε σὰν ἀρχιερέας διδάσκοντας καὶ νουθετώντας τὸ ποίμνιό του.

Πρὶν κλείσει τὰ μάτια ὅρισε σὰν διάδοχο καὶ ἀντικαταστάτη του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Σόλων τὸν μαθητὴ καὶ συνεργάτη του Αὐξίβιο.

Αὐτὸς τὸν κατήχησε καὶ τὸν βάπτισε καὶ τοῦ ἔδωκε καὶ τ’ ὄνομά του. Μετὰ ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε μὲ δάκρυα στοργῆς καὶ ἀγάπης κλῆρο καὶ λαὸ παρέδωκε τὸ πνεῦμα.

Οἱ χριστιανοὶ πένθησαν τὸν πνευματικό τους πατέρα καὶ τὸν κήδεψαν μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἐπιμέλεια.

Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου ἔγινε «ἰατρεῖον νοσημάτων ἄμισθον καὶ θλιβομένων ψυχῶν παραμύθιον».
Χιλιάδες πιστοὶ ἀπὸ ὅλη τὴ νῆσο προσέρχονται κάθε χρόνο μ’ εὐλάβεια στὴ χάρη του γιὰ νὰ ζητήσουν μὲ δάκρυα τὴν μεσιτεία καὶ τὴν βοήθειά του. Ἀληθινά! Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ!.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀποστόλων τὴν χάριν ὡς τοῦ Πνεύματος ὄργανον, διὰ Μάρκου τοῦ θείου, θησαυρίσας, Αὐξίβιε, ἐδείχθης Ἱεράρχης εὐκλεής, καὶ πρόεδρος τῶν Σόλων καὶ ποιμὴν διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην, τὴν ἱερὰν τιμῶμεν ἀνακράζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος

Θεοστήρικτος τον Θεόν πήξας βάσιν,
Όντως θεοστήρικτος έργοις ωράθη.

Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος, ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ κάποιο Ἐξαποστειλάριο, ποὺ περισώθηκε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 97β, ἔζησε ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἄθλησε ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Μνημονεύεται στὶς 10 Νοεμβρίου καὶ στὶς 28 Φεβρουαρίου, ὅπου ἀναφέρεται καὶ ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς στὴν Τριγλία.

Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Καλλικέλαδος


Τὴν γῆν ὀρύξας ὡς δικέλλῃ τῷ λόγῳ
Μηνᾶν ἐκεῖθεν ἐκφέρω κεκρυμμένον.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ (450 – 457 μ.Χ.) ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ὁ Καλλικέλαδος († 10 Δεκεμβρίου) ἐμφανίσθηκε μία νύχτα σὲ κάποιον ἄνδρα ποὺ λεγόταν Φιλομμάτης, ὁ ὁποῖος εἶχε καταταγεῖ στὴ στρατιωτικὴ σχολὴ τῶν Ἰκανάτων καὶ τοῦ ὑπέδειξε τὸν τόπο ὅπου ἔκειτο τὸ ἅγιο λείψανο αὐτοῦ.
Τὸ γεγονὸς ἔφτασε στὶς βασιλικὲς ἀκοὲς τοῦ Μαρκιανοῦ, ὅτι δηλαδὴ κάτω στὸν αἰγιαλὸ τῆς Νικομήδειας, κατὰ τὴν ἀκρόπολη, κρύπτονταν κάτω ἀπὸ τὴ γῆ τὰ τίμια λείψανα τοῦ Ἁγίου. Πράγματι, στρατιῶτες ἔσκαψαν στὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ βρῆκαν σιδερένια λάρνακα, μέσα στὴν ὁποία ὑπῆρχε τὸ ἱερὸ λείψανο. Στὴ λάρνακα ἦταν κολλημένη μία πλάκα, στὴν ὁποία ἦταν χαραγμένη ἐπιγραφὴ ποὺ ἔλεγε ὅτι ἐκεῖ εἶχε ἐναποτεθεῖ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, καθὼς καὶ σὲ ποιὸν τόπο ἔπρεπε νὰ κατατεθεῖ.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Βυζαντινὸς 

  
Ύμνος νεάζων Θεοδώρω τω νέω,
Xριστού αθλητή ενδίκως αρμοστέος.


Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὸ Νεοχώρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γονεῖς του ἤσαν ὁ Χατζὴ – Ἀναστάσιος καὶ ἡ Σμαραγδοὺ καὶ ἀδελφοί του ὁ Ἀντώνιος καὶ ὁ Γεώργιος, ἀναγνώστης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ μετέπειτα Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως μὲ τὸ ὄνομα Γρηγόριος (1830 – 1840).

Ὁ Θεόδωρος ἦταν ζωγράφος καὶ ἐργαζόταν στὰ ἀνάκτορα. Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νὰ τὸν προσελκύσουν στὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ τὸ πέτυχαν. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀνένηψε καὶ μετανόησε γι’ αὐτό. Ἔτσι κατέφυγε στὴ Χίο καὶ ἔμεινε κοντὰ σὲ ἕνα Πνευματικὸ Πατέρα, τὸν Ἅγιο Μακάριο τὸ Νοταρᾶ († 17 Ἀπριλίου). Ἐκεῖ καθημερινὰ μελετοῦσε τὰ μαρτύρια τῶν Ἁγίων καὶ βιβλία ψυχωφελὴ καὶ κατανυκτικά. Ἀπὸ μέρα σὲ μέρα αὐξανόταν σὲ αὐτὸν ἡ κατάνυξη καὶ ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι ἔφθασε στὴ Μυτιλήνη, ὅπου ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκήρυξε τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται καὶ πάσχει τοὺς βασανισμούς, τοὺς δαρμούς, τοὺς λακτισμοὺς καὶ ἄλλα ἀπάνθρωπα μαρτύρια. Τοῦ ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ξύλο καὶ τοῦ πέρασαν στὸ λαιμὸ βαριὰ ἁλυσίδα. Τοῦ τύλιξαν τὸ κεφάλι μὲ ἕνα σχοινὶ καὶ τοῦ ἔβαλαν στοὺς κροτάφους δύο κομμάτια ἀπὸ τοῦβλο. Ἔπειτα μὲ ἕνα ξύλο ἔστριβαν τὸ σχοινὶ καὶ ἕσφιγγαν τὴν κεφαλή του τόσο πολύ, μέχρι ποὺ βγῆκαν οἱ βολβοὶ τῶν ὀφθαλμῶν του ἔξω ἀπὸ τὸν τόπο τους. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης ἔλεγε: «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανὸς εἶμαι».

Τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου ὁ Ἅγιος ζήτησε ἀπὸ ἕναν Χριστιανὸ ὑπηρέτη καλαμάρι καὶ ἔγραψε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο, γιὰ νὰ τοῦ στείλει τὴ Θεία Κοινωνία. Ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, στὸν ὁποῖο ἔτρεχε μὲ πολὺ προθυμία. Ἐκεῖ ὑπέστη τὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο τὸ ἔτος 1795.
Μετὰ τρεῖς ἡμέρες οἱ Χριστιανοὶ πῆραν ἄδεια καὶ παρέλαβαν τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ νότιο μέρος τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας τῆς Χρυσομαλλούσας. Τὸ ἔτος 1798 τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος ἀνακομίσθηκε καὶ μεταφέρθηκε στὴν κρύπτη τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Μυτιλήνης.

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐν Ἀδριανούπολει



Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη καὶ ἀνῆκε στοὺς ἐπιφανεὶς καὶ εὔπορους κατοίκους αὐτῆς. Διαβλήθηκε στὸν δικαστὴ τῆς Ἀδριανουπόλεως ἀπὸ φανατικοὺς Τούρκους, ὅτι περιφρόνησε τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ αὐτῶν. Ὁ δικαστής, ποὺ γνώριζε τὴν ἐντιμότητα τοῦ Ἁγίου, τὸν ἀπέλυσε, ἀλλὰ οἱ συκοφάντες τὸν ἀπείλησαν ὅτι θὰ καταγγείλουν αὐτὸν στὸν Σουλτάνο ὡς ὀλιγωροῦντα τῆς πίστεως αὐτῶν. Ὁ δικαστὴς φοβήθηκε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φυλακίσουν τὸν Ἅγιο. Παράλληλα γνωστοποίησε στὸν Σουλτάνο τὰ γενόμενα καὶ ἀνέμενε τὶς ἐντολὲς αὐτοῦ. Ἡ διαταγὴ ἦταν σαφής: ἢ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πατρῴα πίστη του ἢ νὰ καεῖ ζωντανός. Παρὰ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλὲς ὁ Μάρτυρας παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του στὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκε τὸ ἔτος 1490.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καλεῖ τὸν Μάρτυρα Μαυρουδὴ καὶ ὁρίζει τὴν μνήμη του στὶς 10 Μαρτίου, ἐνῷ ὁ Παρισινὸς Κώδικας καλεῖ αὐτὸν Μαυροειδὴ καὶ σημειώνει τὴ μνήμη του στὶς 17 Φεβρουαρίου. Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θεωρεῖ ὅτι δὲν εἶναι ἄλλος ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ ὁ ἐξ Ἀδριανουπόλεως καὶ ἄλλος ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ ὁ Μαυρουδής, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γρανίτσα τῆς Εὐρυτανίας καὶ ἑορτάζει στὶς 21 Μαρτίου, ἀλλὰ πρόκειται περὶ ἐνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου. Ἡ νεωτέρα ἔρευνα θεωρεῖ ὅτι δὲν πρόκειται περὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου, ἀλλὰ περὶ δύο ξεχωριστῶν Ἁγίων.

Ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας 
 

Ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης, κατὰ κόσμο Ἐρμόλαος, γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ ἔτος 1530 καὶ ἔζησε στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Καζάν. Τὸ 1579 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ διορίσθηκε ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καζάν. Ἡ διακονία του ἐκεῖ τὸν συνέδεσε μὲ τὴν ἀνακάλυψη τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Καζάν. Τὸ ἔτος 1583 χήρευσε καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Μεταμορφώσεως, τῆς ὁποία ἀνεδείχθη ἡγούμενος. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1589 τὸν ἐξέλεξε Μητροπολίτη Καζάν.

Ὡς ποιμενάρχης ὁ Ἅγιος ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα. Φρόντισε κυρίως γιὰ τὴν στερέωση τοῦ φρονήματος καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῶν νεοφώτιστων τῆς ἐπαρχίας του. Τὸ ἔτος 1592 πραγματοποίησε τὴ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων ἐνὸς ἐκ τῶν προκατόχων του, τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ († 6 Νοεμβρίου).

Ὅταν τὴν ἐξουσία ἀνέλαβε ὁ Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Σούϊσκυ (1606 – 1610), ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης ἐξελέγη Πατριάρχης Μόσχας. Στὴν ταραγμένη ἐποχή του ἀγωνίστηκε ἰδιαιτέρως κατὰ τῆς ἰησουϊτικῆς προπαγάνδας καὶ ἐπεσήμανε τοὺς σοβαροὺς κινδύνους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.

Ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τῆς πατριαρχίας του ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης ὑπεραμύνθηκε τῶν δικαιωμάτων τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Σούϊσκυ. Μάταια, ὅμως. Ὁ λαὸς ἀνέτρεψε τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο στὶς 17 Ἰουλίου 1610. Τότε ὁ Ἐρμογένης ἐπεδίωξε μάταια νὰ ἐκλεγεῖ αὐτοκράτορας ὁ νεαρὸς Μιχαὴλ Ρομανώφ, ὁ ὁποῖος πράγματι ἐξελέγη τὸ 1613 καὶ συμμερίστηκε τὸ σχέδιο ὁρισμένων εὐγενῶν, τὸ ὁποῖο προέβλεπε τὴν ἀνάδειξη στὸ Ρώσικο θρόνο τοῦ Βλαδίσλαου, υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῆς Πολωνίας Σιγιμούνδου, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι ὁ πρίγκιπας θὰ ἀσπαζόταν τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Οἱ Πολωνοί, θέλοντας νὰ παρακάμψουν τὸν ὅρο αὐτό, προσέκρουσαν στὴν ἀκαμψία τοῦ Πατριάρχου.

Ὁ Ἅγιος ὡς μόνος ἀναμφισβήτητος ἐκκλησιαστικὸς ἄνδρας κύρους στὴ Ρωσία κατ’ ἐκείνη τὴν ὥρα, κατόρθωσε νὰ ἐμποδίσει τὸν ρωμαιοκαθολικὸ Βλαδίσλαο, νὰ γίνει ἐπίσημα αὐτοκράτορας τῆς Ρωσίας. Ἡ κατοχὴ τῆς πρωτεύουσας ὑπὸ τοῦ Πολωνικοῦ στρατοῦ δὲν λύγισε τὸν Πατριάρχη. Ἀντίθετα, ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης, βλέποντας τὴν κακοπιστία τοῦ βασιλέως τῆς Πολωνίας, στράφηκε ἀνοικτὰ κατὰ τοῦ ξένου ἐπιδρομέως καὶ ἐπεδίωξε μὲ ὅλα τὰ μέσα τὴν συγκρότηση τοῦ ἀναγκαίου στρατοῦ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδας του.
Ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ καθαιρέθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Πατριάρχου. Τὸν ἔκλεισαν στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅπου πέθανε, ἀπὸ πεῖνα ἴσως, στὶς 17 Ἰανουαρίου 1612 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Ρωμύλος, Σεκουνδιανός, Δονάτος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρωμύλος, Σεκουνδιανὸς καὶ Δονάτος μαρτύρησαν στὴ Βενετία τὸ ἔτος 304 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Θεόδουλος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδουλος μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), τὸ ἔτος 308 μ.Χ., στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐκ Ρωσίας

   
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ μόνασε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἡ μεγάλη ἄσκησή του ἦταν ἡ σιωπή, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάζεται «Σιωπηλός».

Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ὁ ἐκ Τυρνόβου

Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ὁ ἡσυχαστὴς καταγόταν ἀπὸ τὸ Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 1370.

Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας τῆς Γεθσημανῆ 


Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας, κατὰ κόσμος Βασίλειος Ἴλιτς Μέρκουλωφ, γεννήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου 1831 στὸ χωριὸ Προυντίσκι τῆς ἐπαρχίας Τούλα τῆς Ρωσίας. Τὸ ἔτος 1851 εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἔρημο τῆς Γεθσημανῆ κοντὰ στὸν στάρετς Δανιὴλ καὶ στὸν ἱερομόναχο Γρηγόριο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1906.


Άγιοι Τιτίος, Ιούστος, Χλόη και Κρίσπος


Τη πρώτη Κυριακή μετά την 13ην Φεβρουαρίου εορτάζεται «ἐν Ἀρχαίᾳ Κορίνθῳ», η μνήμη των συνεργατών του Αποστόλου Παύλου Τιτίου, Ιούστου, Χλόης και Κρίσπου.

Βιογραφικά στοιχεία, έχουμε μόνο για την Αγία Χλόη. Σύμφωνα με αυτά, η Αγία Χλόη, που ήταν Κορίνθια (κι όχι Εφέσια όπως αναφέρουν μερικές συναξαριστικές πηγές) ήταν μια πολύ αξιόλογη συνεργάτρια του Απόστολου Παύλου στην Εκκλησία της Κορίνθου.

Η Χλόη ήταν πνευματικά συνδεδεμένη με το μεγάλο Απόστολο του Χριστού. Παραστεκόταν τον Απόστολο στην ιεραποστολική του διακονία, όσο της ήταν δυνατό να το κάνει. Αγωνιούσε για την προκοπή της Εκκλησίας της Κορίνθου και ζούσε κι αυτή κάτι από την αγωνία του Αποστόλου. Γι' αυτό, όταν προέκυψαν σ' αυτή την Εκκλησία έριδες, έσπευσε και ενημέρωσε με ανθρώπους του σπιτιού της τον Απόστολο Παύλο, εκεί στην Έφεσο, όπου τότε βρισκόταν. Ο στίχος είναι σαφής: «ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι». (Α' Κορ. α, 11). Αυτή η ενημέρωση στάθηκε σαν βασική αιτία να γράψει ο Απόστολος την πρώτη του επιστολή προς Κορινθίους.

Η ενημέρωση αυτή που έσπευσε και έκανε η Χλόη στον απόστολο Παύλο, μαρτυρεί όλο τον εσωτερικό κόσμο αυτής της ψυχής καθώς και την βαθιά της πίστη στον Χριστό. Γι' αυτό και η Αγία Χλόη, δεν ήθελε να υπάρχουν έριδες. Δεν ήθελε να γίνονται φιλονικίες. Δεν ήθελε να κομματιάζονται οι πιστοί. Δεν ήθελε πολλές ομάδες πιστών, αλλά μια και μόνο. Εκείνην που φρονούσε: «ἐγὼ δὲ Χριστοῦ» (Α' Κορ. α, 12). Γιατί έτσι φρονούσε κι αυτής η καλή ψυχή. Να είναι η Εκκλησία της Κορίνθου ένα σώμα με κεφαλή το Χριστό. Έτσι, όπως το σημειώνει αυτό ο Απόστολος στην επιστολή του προς Κολασσαείς. «καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας» (Κολ. α, 18). Αυτός. Ό Χριστός.

Έτσι ήθελε την Εκκλησία της Κορίνθου η πιστή Χλόη. Ένα σώμα με κεφαλή το Χριστό. Γι' αυτό, μπροστά στον φατριασμό των Κορινθίων πιστών, ζήτησε επειγόντως την επέμβαση τού ιδρυτή τής Εκκλησίας αυτής. Μια επέμβαση που έφερε θετικά αποτελέσματα.

Ένας τέτοιος πόθος ας καίει και στις δικές σας ψυχές. Ο πόθος της ενότητας. Γι' αυτό, όταν βλέπετε να διασπάται η χριστιανική ενότητα, να σπεύδετε, σαν την Χλόη, και να ζητάτε την επέμβαση του πνευματικού σας πατρός, για να την αποκαταστήσει.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Τω φέγγει της χάριτος, καταυγασθείσα τόν νουν, συνόμιλος πέφηνας, των Αποστόλων Χριστού, καρδίας ευθύτητα όθεν ή ενημέρωσε Κορίνθω, Εκκλησία γεραίρει, Χλόη σε μακαρία, ως θεράπαιναν θείαν, πρεσβεύουσαν άπαύστως, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιον
Ήχος β' Τοις των αιμάτων σου.
Ευαγγελίου τοις θείοις διδάγμασι, γεωργηθείσα ως γη Χλόη εύκαρπος, Κυρίω προσήγαγες ένδοξε, δικαιοσύνης καρπόν τόν ούράνιον διό θείας δόξης τετύχηκας.

Μεγαλυνάριον
Χαίρουσα προσέδραμες των Χριστώ, Χλόη μακαρία, Αποστόλων τη διδαχή όθεν θεοφρόνως, ενημέρωσε γη πολιτευθείσα, της ουρανίου δόξης, μέτοχος γέγονας.


Πηγὲς:http://www.saint.gr/02/17/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/2/d/17/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου