Αγίου Σιλουανού
Όταν ο Άγιος Σιλουανός έγινε οικονόμος και γυρνούσε από το ηγουμενείο στο κελί του, προσευχόταν θερμά να τον βοηθάει ο Κύριος να εκπληρώνει όπως πρέπει το υπεύθυνο διακόνημα.
Όταν ο Άγιος Σιλουανός έγινε οικονόμος και γυρνούσε από το ηγουμενείο στο κελί του, προσευχόταν θερμά να τον βοηθάει ο Κύριος να εκπληρώνει όπως πρέπει το υπεύθυνο διακόνημα.
Μετά από πολλή προσευχή, η ψυχή του πήρε την απάντηση: «Διατήρησε την Χάρη που
σου δόθηκε!». Τότε κατάλαβε πως η διατήρηση της Χάριτος είναι σπουδαιότερη και
πολυτιμότερη από όλα τα άλλα.
Και έτσι, όταν ανέλαβε το νέο του διακόνημα,
πρόσεχε άγρυπνα να μην προκαλέσει εμπόδιο στην προσευχή του. Είχε στις διαταγές
του, διακόσιους περίπου εργάτες.
Το πρωί επισκεπτόταν τα εργαστήρια και έδινε
σε γενικές γραμμές υποδείξεις στους αρχιεργάτες. Έπειτα επέστρεφε στο κελί του
να κλάψει «για τον λαό του Θεού».
Η
καρδιά του πονούσε για τους εργάτες κι έχυνε δάκρυα για τον καθένα τους...:
«Να, ο Μιχάλης! Άφησε τα παιδιά και την γυναίκα του στο χωριό κι εργάζεται εδώ
για λίγα χρόνια.
Πώς να αισθάνεται, τόσο μακριά από το σπίτι του, χωρίς να
βλέπει ούτε την γυναίκα, ούτε τα αγαπημένα του παιδιά;...
Να, ο Νικήτας! Μόλις
παντρεύτηκε κι εγκατέλειψε την νεαρή έγκυο γυναίκα του και την ηλικιωμένη
μητέρα του. Τί να ένοιωσαν τάχα, όταν αποχωρίζονταν από τον νεαρό γιο και
άνδρα;...
Να, ο Γρηγόρης! Εγκατέλειψε γέρους γονείς, νέα γυναίκα και δυο μικρά
παιδιά κι ήρθε εδώ να εργαστεί για ένα κομμάτι ψωμί. Τί θα εξοικονομήσει εδώ;
Τί φτώχεια θα είχαν, για να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν όλους τους δικούς
τους;… Σε ποιά φοβερή στέρηση και θλίψη ζει όλος αυτός ο λαός!...
Να, ο
Νικόλας! Παιδί, ακόμη! Με πόση λύπη θα τον έστειλαν οι γονείς του, τόσο μακριά,
σε ξένους ανθρώπους για να πάρει ένα μεροκάματο! Πόσο θα λυπάται η καρδιά των
γονιών του!... Ω, σε τί φτώχεια και παθήματα ζει ο λαός!... Και όλοι είναι σαν
απολωλότα πρόβατα. Μαθαίνουν κάθε είδους διαστροφές, γίνονται άγριοι,
σκληροί!...».
Έτσι
έλεγε ο μακάριος Γέροντας, και η καρδιά του έπασχε για όλους τους φτωχούς.
Χωρίς αμφιβολία, έπασχε περισσότερο απ’ αυτούς τους ίδιους, γιατί αυτός έβλεπε
στην ζωή τους, όλα όσα οι ίδιοι αγνοούσαν... «Η καρδιά, μιλάει στην καρδιά»,
λέει η παροιμία.
Ο Γέροντας προσευχόταν μυστικά για τον «λαό του Θεού». Οι
εργάτες, το αισθάνονταν αυτό και τον αγαπούσαν. Ποτέ δεν τους επιβάρυνε με την
παρουσία του και με την επιτήρηση κατά την εργασία.
Κι εκείνοι πρόθυμοι
εργάζονταν, μάλλον χαρούμενοι και πιο δραστήρια, απ’ ό,τι στους άλλους
οικονόμους που –κατά τ’ άλλα– «αγρυπνούσαν για τα συμφέροντα» της Μονής.
Ποιός
όμως δεν ξέρει πως, όταν παρεμβάλλεται η μέριμνα για το «συμφέρον» ο άνθρωπος
παραθεωρείται;! Ο Γέροντας έβλεπε το συμφέρον, το πραγματικό συμφέρον της
Μονής, προπάντων στην εργασία των εντολών του Χριστού.
«Ο Κύριος σπλαχνίζεται
τους πάντες», έλεγε· και όχι μόνον το έλεγε, αλλά συνέπασχε και ο ίδιος μαζί με
όλους γεμάτος από Πνεύμα Χριστού.
Απ’ όσα
έβλεπε στην ζωή γύρω του, από τις αναμνήσεις του παρελθόντος του και από την
βαθύτατη προσωπική του πείρα, ζούσε το πάθος του λαού, όλου του κόσμου, και η
προσευχή του δεν είχε τέλος.
Προσευχόταν «εὐχῇ μεγάλῃ» για όλον τον κόσμο.
Λησμονούσε τον εαυτό του, ήθελε να πάσχει για τον λαό, από συμπόνια για τους
ανθρώπους. Για να έχουν ειρήνη και για να σωθούν, ποθούσε να χύσει το αίμα του,
όπως και πράγματι το έχυνε στις προσευχές του.
«Το να προσεύχεσαι για τους
ανθρώπους, σημαίνει να χύνεις αίμα!», έλεγε ο Γέροντας. Είναι τάχα ανάγκη να
πούμε ποια ένταση προσευχής κρύβουν αυτά τα λόγια;
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου