Μεγάλη Παρασκευή - Τα άγια πάθη του Κυρίου
Εἰς τὴν Σταύρωσιν
Ζῶν εἶ Θεὸς σύ, καὶ νεκρωθεὶς ἐν ξύλῳ,
Ὦ νεκρὲ γυμνέ, καὶ Θεοῦ ζῶντος Λόγε.
Εἰς τὸν εὐγνώμονα Λῃστὴν
Κεκλεισμένας ἤνοιξε τῆς Ἐδὲμ πύλας,
Βαλὼν ὁ Λῃστὴς κλεῖδα τό, Μνήσθητί μου.
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δύο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο, και αφού μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.
Από εκεί και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σαν σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς το Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης, και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δύο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στο Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή.
Γύρω στην ένατη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει : «Τετέλασται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφαζόταν, σύμφωνα με το νόμο, ο πασχάλιος αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προ-τυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό.
Τον δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως, ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτήν αίμα και νερό. Τέλος, κατά την δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δύο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιό του μεγάλο λίθο.
Από τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο· καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν Δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι.
Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόραστον ψυχήν, τὴν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τὸν δι’ ἡμᾶς σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ Σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ' ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον, δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Ὁ Ἅγιος Βασιλέας ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀμασείας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασιλεὺς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.) καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμασείας τοῦ Πόντου. Ὁ Ἐπίσκοπος Βασιλεὺς διακρινόταν γιὰ τὸν ζῆλο του ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀκοίμητη δραστηριότητα στὴν ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων του. Ἐπειδὴ παντοῦ ὑπῆρχαν καὶ πλάνες καὶ κίνδυνοι, ἔσπευδε παντοῦ καὶ ὁ ἴδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ἐνισχύοντας, στηρίζοντας, ἐλκύοντας, πυκνώνοντας καὶ ἐγκαρδιώνοντας τὶς Χριστιανικὲς τάξεις καὶ ἀναδεικνύοντας αὐτὲς ὅσο τὸ δυνατὸν ἰσχυρότερες πνευματικὰ ἔναντι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν εἰδωλολατρῶν, ἔτρεφαν ἐναντίον του σφοδρὴ ἔχθρα. Καὶ ὅταν ὁ Λικίνιος, τὸ ἔτος 322 μ.Χ., προέβη στὰ δυσμενὴ καὶ διωκτικὰ μέτρα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, κατήγγειλαν πρὸς αὐτὸν τὸν Ἐπίσκοπο Ἀμασείας, Βασιλέα.
Ἕνα ἰδιαίτερο περιστατικὸ κορύφωσε τὴν ὀργὴ τοῦ Λικινίου ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Κοντὰ στὴν αὐτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε ἄλλοτε ὡς ἀκόλουθος μία νεαρὴ καὶ ὡραιότατη κόρη, ποὺ ὀνομαζόταν Γλαφύρα. Ἐξαιτίας τῆς ὀμορφιᾶς της ὁ Λικίνιος ἀνεφλέγη ἀπὸ ἁμαρτωλὸ πάθος, ὡς δοῦλος σαρκικῶν παθῶν, καθὼς ἦταν. Ἡ κόρη ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν τιμή της. Ὡς γνήσια Χριστιανὴ ὅμως δὲν δελεάσθηκε καθόλου ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ἔρωτα, ἀλλὰ ἔφριξε καὶ ζήτησε τὴν σωτηρία της στὴν φυγή. Ἐνδύθηκε λοιπὸν μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα καὶ κάποια νύχτα, βοηθούμενη ἀπὸ τὴν βασίλισσα ποὺ ἔμαθε ὅσα συμβαίνουν, ἄφησε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔφθασε στὴν Ἀμάσεια, ὅπου παρουσιάσθηκε στὸν Ἐπίσκοπο Βασιλέα καὶ ζήτησε τὴν ἠθική του προστασία.
Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπαίνεσε τὴν γνήσια εὐσέβεια καὶ τὴν ἀδούλωτη σύνεση τῆς νέας, τὴν τοποθέτησε δὲ κοντὰ σὲ ἡλικιωμένη Χριστιανὴ γυναίκα ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἀφοσιωμένη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ καὶ βοηθοῦσε σημαντικότατα τὸν Ἐπίσκοπο στὸ ἔργο τῶν γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Γλαφύρα ἐξέφρασε τὴν βαθιὰ εὐγνωμοσύνη της καὶ χάρηκε ἰδιαίτερα ποὺ τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ αὐτὴ μὲ θεάρεστες ἀσχολίες. Βοηθοῦσε λοιπὸν στὴν κατήχηση γυναικῶν καὶ νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀσπασθοῦν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εὐεργετοῦσε φτωχὰ καὶ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ ἐπιπλέον κατέβαλε ὅλη τὴ δαπάνη ποὺ προϋπολογίσθηκε γιὰ τὴν οἰκοδομὴ Χριστιανικοῦ ναοῦ στὴν Ἀμάσεια.
Μάταια ὁ Λικίνιος τὴν εἶχε ἀναζητήσει σὲ ὅλη τὴν πρωτεύουσα καὶ στὰ περίχωρα. Ὅμως οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τὸν Λικίνιο ὅτι ἡ κόρη ἐκείνη εἶχε καταφύγει κοντὰ στὸν Ἱεράρχη τῆς Ἀμάσειας καὶ ὅτι τὴν προστάτευσε καὶ κατόρθωσε νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὰ πλούτη της ὑπὲρ τῶν σκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εἴδηση ἄναψε πυρκαγιὰ στὴ σαρκοβόρα καὶ μοχθηρὴ ψυχὴ τοῦ Λικινίου. Ὑπέθετε ὅτι ἡ Γλαφύρα ζοῦσε ἀκόμη καὶ ὅτι θὰ τὴν ἔφερνε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. Ἀλλὰ ἡ σεμνὴ κόρη, εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ ὁ τάφος ματαίωσε γιὰ πάντα τοὺς χυδαίους πόθους του. Τότε ἡ μανία του ἔγινε σφοδρότερη κατὰ τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, νὰ τὸν φέρουν σιδηροδέσμιο στὴ Νικομήδεια. Ἡ διαταγὴ ἐκτελέσθηκε καὶ ὁ Ἅγιος κλείσθηκε στὴ φυλακή.
Τὸν Ἅγιο ἀκολούθησαν δύο ἀπὸ τοὺς διακόνους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμάσειας, ὁ Θεότιμος καὶ ὁ Παρθένιος, τοὺς ὁποίους φιλοξένησε ἕνας εὐσεβὴς καὶ φιλάνθρωπος Χριστιανός, ὀνόματι Ἐλπιδοφόρος. Οἱ παρεχόμενες ἀγαθοεργίες τοῦ Ἐλπιδοφόρου πρὸς ὅλους εἶχαν καταστήσει φίλους του ἀκόμα καὶ τοὺς φρουροὺς τῶν φυλακῶν. Μποροῦσαν λοιπὸν οἱ δύο διάκονοι νὰ εἰσέρχονται ὁρισμένη ὥρα στὴ φυλακή, ὅπου ἀπολάμβαναν τὴν εὐχαρίστηση νὰ συνδιαλέγονται μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους, νὰ ἀκοῦνε ἀπὸ τὸ στόμα του τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ δέχονται ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ παρηγοριά.
Λίγες ἡμέρες μετά, ὁ Λικίνιος διέταξε νὰ φέρουν τὸν φυλακισμένο Ἐπίσκοπο ἐνώπιόν του. Τὸν ἔλεγξε μὲ δριμύτητα ὡς ἔνοχο γιὰ τὴν ἀπόκρυψη τῆς Γλαφύρας καὶ γιὰ τὸν ζῆλο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπεράσπιζε τὴν χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τὰ βασιλικὰ διατάγματα. Ὁ Ἐπίσκοπος γιὰ τὴν Γλαφύρα, ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ μὴν παράσχει ἄσυλο καὶ προστασία στὴ χριστιανικὴ κόρη, ἡ ὁποία ἦταν ἐξόριστη καὶ ἤθελε ἡ ἴδια νὰ περισώσει καὶ νὰ διαφυλάξει τὴν τιμή της, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ἴδια ἀπὸ εὐσεβὴ διάθεση χρησιμοποίησε τὴν περιουσία της ὑπὲρ τῶν φτωχῶν καὶ γιὰ τὴν ἀνέγερση ναοῦ, πράγματα γιὰ τὰ ὁποία ἕνας Ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ προτρέπει τοὺς πιστοὺς καὶ ὄχι νά τοὺς ἐμποδίζει.
Καὶ γιὰ τὴν περιφρόνηση τῶν βασιλικῶν διαταγῶν, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν στὴν ἐξόντωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ βασιλέας Λικίνιος ἄλλοτε εἶχε ἀναγνωρίσει μαζὶ μὲ τὸν Κωνσταντίνο τὸ καθῆκον του νὰ ἐπιτρέψουν στοὺς Χριστιανοὺς τὴν πλήρη ἐλευθερία τῆς λατρείας τους καὶ τοῦ δόγματός τους καὶ ὅτι αὐτὸς (ὁ Ἐπίσκοπος) ἐξακολουθεῖ νὰ θεωρεῖ ὀρθὸ καὶ ἔγκυρο τὸ παλαιότερο ἐκεῖνο βασιλικὸ διάταγμα, διότι ἦταν ἀξιότερο σὲ ὅλα. Ἐν τέλει δέ, παρακάλεσε τὸν Λικίνιο, στὸ ὄνομα τῆς ἴδιας τῆς δικῆς του σωτηρίας καὶ τοῦ μέλλοντος τοῦ κράτους του, νὰ ἀνακαλέσει τὰ νέα μέτρα καὶ νὰ ἀναγνωρίσει στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνειδήσεως.
Ὁ βασιλέας Λικίνιος ἀπέπεμψε τὸν Ἐπίσκοπο, κρατώντας ἐπιφυλακτικὴ στάση καὶ ἀνέθεσε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές του νὰ τὸν δεῖ κατ’ ἰδὶαν καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη του. Ἡ συγκεκριμένη ἀποστολὴ ἀπέτυχε καὶ διατάχθηκε ἔτσι ἡ καταδίκη τοῦ Ἐπισκόπου. Αὐτὸς ἄκουσε ἀτάραχος τὴν ἀπόφαση καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ μὲ ἔλεος τὴν ψυχή του. Προσευχήθηκε, ἐπίσης, ὑπὲρ τῆς ἀσφάλειας τοῦ ποιμνίου του καὶ γιὰ τὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας. Ὕστερα ἀσπάσθηκε καὶ εὐλόγησε τοὺς δύο διακόνους καὶ τὸν Ἐλπιδοφόρο, τοὺς παρηγόρησε στὴν θλίψη τους καὶ τοὺς ἐπιτίμησε γιατί ἔκλαιγαν, λέγοντας τὸν ἔξοχο ἐκεῖνο λόγο ὅτι σὲ τέτοιου εἴδους κινδύνους οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ φυλᾶνε τὰ δάκρυά τους καὶ νὰ χύσουν μὲ προθυμία τὸ αἷμα τους. Ἔπειτα μὲ προθυμία ἔκλινε τὴν τίμια κεφαλή του στὸν δήμιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀπέκοψε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἡ τίμια κεφαλὴ καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ρίχθηκαν στὴ θάλασσα μὲ βασιλικὴ διαταγή. Ἀλλὰ ἕνα ἁλιευτικὸ πλοῖο, ποὺ ἔριχνε τὰ δίχτυά του στὸν κόλπο τῆς Σινώπης, ἀνέσυρε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ δὲ Ἐλπιδοφόρος, καθὼς πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς σὲ ὄνειρο, ἦλθε μὲ τοὺς διακόνους Θεότιμο καὶ Παρθένιο καὶ ἀφοῦ παρέλαβαν τὸ Ἅγιο λείψανο, τὸ ἔφεραν στὴν Ἀμάσεια, στὴν ἱερὴ αὐτὴ ἀκρόπολη τῶν Ἁγίων του κόπων καὶ ἀγώνων καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ προσφιλές του ἔδαφος.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Βασιλέως ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἴσως φυλασσόταν μέρος τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Λειτουργὸς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, τῷ παρανόμῳ βασιλεῖ ἀντετάξω, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Βασιλεῦ· ὅθεν τὸν αὐχένα σου, ἐκτμηθεὶς διὰ ξίφους, χαίρων προσεχώρησας, πρὸς οὐράνιον λῆξιν· ἧς καὶ ἡμᾶς δυσώπει μετασχεῖν, τοὺς εὐφημοῦντας τὴν ἔνθεον μνήμην σου.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερόν, μυσταγωγὸν τῆς χάριτος, καὶ Ἀθλητῶν, συγκοινωνὸν καὶ σύσκηνον, εὐφημοῦντές σε γεραίρομεν, ὦ Βασιλεῦ θεομακάριστε· ὁσίως γὰρ τῷ Λόγῳ ἱεράτευσας, καὶ δι’ αὐτὸν τὸ αἷμά σου ἐξέχεας· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, τὴν δεδωρημένην, εἰς ἐκλύτρωσιν τῶν βροτῶν, βασιλεῖ τῷ πλάνῳ, ὦ Βασιλεῦ κηρύττων, ἀθλητικῶς δοξάζεις, τὸν σὲ δοξάσαντα.
Ἡ Ἁγία Γλαφυρή
Θεὸν Γλαφύρα ψυχικῶν δι' ὀμμάτων,
Οὐ γλαφυρῶς νῦν, ἀλλὰ τηλαυγῶς βλέπει
Ἡ Ἁγία Γλαφυρή, ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Βασιλέως, Ἐπισκόπου Ἀμασείας, ἦταν δούλη τῆς βασίλισσας Κωνσταντίας, συζύγου τοῦ Λικινίου. Ἡ Κωνσταντία, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὴν Ἁγία ἀπὸ τὶς ἐρωτικὲς διαθέσεις τοῦ Λικινίου, τὴν ἀπομάκρυνε στὴν Ἀνατολή, ἀφοῦ τὴν ἐφοδίασε μὲ πολλὰ χρήματα. Ἡ Ἁγία Γλαφυρὴ κατέφυγε στὴν Ἀμάσεια καὶ στὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο αὐτῆς Βασιλέα. Κοιμήθηκε ἐκεῖ μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Ἰούστα
Τρόπον σελήνης πλησιφαοῦς, Ἰούσταν,
Λάμψασαν ἔργοις, μνήματος κρύπτει νέφος.
Ἡ Ὁσία Ἰούστα, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Νέστωρ
Τοὺς οὐρανοὺς ἱδρῶσι Νέστωρ ἐπρίω,
Δι' οὓς φύσιν τύραννον ἠρνήσω θέσει.
Ὁ Ὅσιος Νέστωρ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία, ἐκάρη μοναχὸς καί, μετὰ ἀπὸ ἄσκηση καὶ προσευχή, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος, Φωτιστὴς τῆς πόλεως Πὲρμ καὶ Ἀπόστολος τῶν Ζυριανῶν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1345 στὴν πόλη Οὔστιουγκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ ἱερέος Συμεὼν καὶ τῆς Μαρίας. Στὴν διάπλαση τοῦ χαρακτήρα του, ἐπηρεάστηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα του. Προικισμένος μὲ πολλὲς δυνατότητες εἶχε ἤδη δείξει ἕνα ἀσυνήθιστο ζῆλο γιὰ τὸν λειτουργικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα εἶχε μάθει νὰ διαβάζει τὰ ἱερὰ βιβλία καὶ βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὸ ναὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν, ἐκτελώντας χρέη κανονάρχου καὶ ἀναγνώστου.
Ὁ νεαρὸς Στέφανος ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, στὸ Ροστώβ. Τὸ μοναστήρι ἦταν διάσημο γιὰ τὴν περίφημη βιβλιοθήκη του. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Στέφανος θέλησε νὰ μελετήσει τοὺς Πατέρες στὴν αὐθεντικὴ τοὺς γλῶσσα, σπούδασε τὰ Ἑλληνικά.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεότητάς του, ὅταν βοηθοῦσε τὸν ἱερέα πατέρα του στὴν ἐκκλησία, πολὺ συχνὰ συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ζυριανούς. Τώρα πιά, ἔχοντας ἐντρυφήσει στὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Στέφανος φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ κηρύξει στοὺς Ζυριανοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸν φωτισμὸ τῶν Ζυριανῶν σχεδίασε ἕνα ἀλφάβητο ἀπὸ τὴν γλῶσσα τους καὶ μετέφρασε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Γι’ αὐτὴ τὴν σπουδαία πολιτιστική, ἱεραποστολικὴ καὶ θεολογικὴ ἐργασία ὁ Ἐπίσκοπος Ροστὼβ Ἀρσένιος (1374 – 1380) τὸν χειροτόνησε διάκονο.
Ἔχοντας ἑτοιμασθεῖ γιὰ ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα, μετὰ ἀπὸ παραμονὴ δεκατριῶν ἐτῶν μέσα στὸ μοναστήρι, ὁ Ἅγιος Στέφανος ταξίδεψε στὴ Μόσχα, τὸ ἔτος 1379, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἐπίσκοπο Κολόμνας Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος τότε προΐστατο τῆς διοικήσεως στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια. Ὁ Ἅγιος τὸν ἱκέτευσε: «Εὐλόγησέ με, Γέροντα, γιὰ νὰ πάω σὲ μία εἰδωλολατρικὴ χώρα, τὸ Πέρμ. Θέλω νὰ διδάξω τὴν Ἁγία Πίστη στοὺς ἄπιστους ἀνθρώπους. Ἔχω ἀποφασίσει εἴτε νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὸν Χριστό, εἴτε νὰ θυσιάσω τὴν ζωή μου γι’ αὐτοὺς καὶ τὸν Κύριο». Ὁ Ἐπίσκοπος μὲ χαρὰ τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Τοῦ πρόσφερε μάλιστα ἕνα ἀντιμήνσιο, Ἅγιο Μύρο καὶ λειτουργικὰ βιβλία, ἐνῷ ὁ μεγάλος πρίγκιπας Δημήτριος τοῦ ἔδωσε ἕνα ἔγγραφο γιὰ ἀσφαλὴ διάβαση.
Ἀπὸ τὴν πόλη Οὔστιουγκ, ὁ Ἅγιος Στέφανος, ξεκίνησε γιὰ τὸν βόρειο ποταμὸ Ντβίνα μέχρι τὴ συμβολὴ τοῦ ποταμοῦ Βικέγκντα, περιοχὴ μέσα στὴν ὁποία ὑπῆρχαν οἰκισμοὶ τῶν Ζυριανῶν. Ὁ πρόδρομος τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὑπέφερε πολλὲς μοχθηρίες, ἀγῶνες, στερήσεις καὶ πικρίες, ζωντας ἀνάμεσα σὲ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι τιμοῦσαν εἴδωλα μὲ φωτιά, νερό, δένδρα, πέτρες, μία χρυσὴ γυναικεία φιγούρα καὶ ἐμπιστεύονταν τὴν ζωή τους σὲ μάγους.
Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νὰ καρποφορεῖ. Ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε ὑψωνόταν ἕνα εἴδωλο, οἰκοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, νικητὴ τοῦ σκότους.
Ὁ ἱερέας τῶν εἰδωλολατρῶν, μετὰ ἀπὸ μία ἰσχυρὴ δοκιμασία κατὰ τὴν ὁποία ἀποκαλύφθηκε ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων, ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὸ Φῶς τῆς Θεότητας καὶ αὐτοεξορίσθηκε. Καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, ἔχτισε στὸ Βισερὸ μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Τὸ ἔτος 1383 ὁ Ἅγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πέρμ. Ὡς στοργικὸς πατέρας ἀφοσιώθηκε στὸ ποίμνιό του. Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς νεοβαπτισθέντες ἄνοιξε σχολεῖα δίπλα στὶς ἐκκλησίες, ὅπου μελετοῦσαν τὰ ἱερὰ κείμενα στὴν περμιανὴ γλῶσσα. Τοὺς δίδαξε τί ἔπρεπε νὰ ξέρουν προκειμένου νὰ γίνουν ἱερεῖς καὶ διάκονοι γιὰ νὰ διακονήσουν τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ πῶς νὰ γράφουν στὴν περμιανὴ γλῶσσα.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος προστάτευε τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὶς ἀπάτες τῶν διεφθαρμένων ἀξιωματούχων, προσέφερε ἐλεημοσύνη καὶ τὸ βοηθοῦσε στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνάς του ἐναντίων τῶν εἰσβολῶν τῶν ἄλλων φυλῶν. Ἄλλοτε πάλι ταξίδευε στὴ Μόσχα καὶ τὸ Νόβγκοροντ, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὰ συμφέροντα τῶν Ζυριανῶν, ποὺ πολλὲς φορὲς καταπιέζονταν ἀπὸ τοὺς Ρώσους ὑπαλλήλους.
Ἡ ἱεραποστολικὴ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ προσευχή του ἀπέδωσαν καρπούς. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Πὲρμ ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὴν ἀλήθεια.
Ὅταν τὸ ἔτος 1390 ὁ Ἅγιος Στέφανος ταξίδευε στὴν Μόσχα γιὰ ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, πέρασε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Τὸ μοναστήρι ἀπεῖχε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ βρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος περὶ τὰ δέκα χιλιόμετρα. Ὁ Ἅγιος Στέφανος διακαῶς ἀγαποῦσε τὸν Ἅγιο ἀσκητὴ τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἐπιθυμοῦσε πάρα πολὺ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, δὲν εἶχε ὅμως χρόνο γιὰ νὰ τὸ κάνει. Τότε ὁ Ἅγιος Στέφανος γύρισε πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κάνοντας μία ὑπόκλιση εἶπε: «Εἰρήνη σὲ ἐσένα, πνευματικέ μου ἀδελφέ». Ὁ Ἅγιος Σέργιος, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν στιγμὴ γευμάτιζε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, σηκώθηκε, ἔκανε μία προσευχὴ καὶ ὑποκλινόμενος πρὸς τὴν κατεύθυνση ὅπου βρισκόταν ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀπάντησε: «Χαῖρε καὶ σὲ ἐσένα, ἀρχηγὲ τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ. Εἴθε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι μαζί σου».
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἵδρυσε, ἐπίσης, ἀρκετὲς μονὲς γιὰ τοὺς Ζυριανούς: τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὴν ἔρημο τοῦ Οὐλιάνωβ, τὴ μονὴ τοῦ Στεφάνωβ, τὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Οὔστ – Βὶμ καὶ τὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Ἰάρενκ.
Τὸ ἔτος 1395 ὁ Ἅγιος Στέφανος πῆγε πάλι στὴ Μόσχα γιὰ ὑποθέσεις τοῦ ποιμνίου του. Ἐκεῖ ἀσθένησε καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τοποθετήθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ Κρεμλίνο τῆς Μόσχας. Οἱ Ζυριανοὶ μὲ πικρία θρήνησαν τὸ θάνατο τοῦ ποιμένα τους. Μὲ εἰλικρίνεια παρακάλεσαν τὸν πρίγκιπα τῆς Μόσχας καὶ τὸν Μητροπολίτη νὰ στείλουν τὸ σκήνωμα τοῦ προστάτου τους, πίσω στὴν Πέρμ, ἀλλὰ ἡ Μόσχα δὲν θέλησε νὰ φύγουν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.
Ὁ Ὅσιος Καλανδίων
Η μοναδική εκκλησία στον κόσμο η οποία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Καλανδίωνα
Στο χωριό Πάνω Αρόδες στην επαρχία της Πάφου βρίσκεται η μοναδική εκκλησία στον κόσμο η οποία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Καλανδίωνα. Είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού και κτίστηκε το 18ο μ.Χ. αιώνα. Ο Άγιος Καλανδίων είναι ένας από τους Αγίους της Πάφου που είναι άγνωστοι όχι μόνο στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, αλλά και στις άλλες επαρχίες της Κύπρου.
Σύμφωνα με τον Κύπριο χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά, ο οποίος έζησε κατά την 15ο μ.Χ. αιώνα, ο Όσιος αυτός είναι ένας από τους «Τριακόσιους» Αλαμάνους Αγίους που ήρθαν στη Κύπρο κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα όταν οι Σαρακηνοί κυρίευσαν τη Παλαιστίνη και τη Συρία, χώρες που ήσαν τότε τα μεγάλα κέντρα του Μοναχίσμου. Ο Άγιος Καλαντίων ήταν επίσκοπος στην Αντιόχεια και αφού έχασε το ποίμνιό του, μετέβει στη Κύπρο μαζί με τον Άγιο Αγάπιο και τον Άγιο Βαρλαάμ, όπου αποφάσισαν να ζήσουν πλέον ως ασκητές. Σύμφωνα ξανά με τον χρονογράφο Μαχαιρά οι τρεις αυτοί Όσιοι ασκήτεψαν στο χωριό Αρόδες της Πάφου. «... εις την Αρόδαν ο Άγιος Καλάντιος, ο Άγιος Αγάπιος και ο Άγιος Βαρλαάμ..».
Για τα θαύματά τους αναδείχθηκαν Άγιοι μετά το θάνατό τους και οι πιστοί τους έκτισαν εκκλησία. Νότια της εκκλησίας βρίσκεται μαρμάρινη λάρνακα, η οποία φέρει το όνομα του Αγίου Αγαπίου ή Αγαπητικού. Πρόκειται για τον Όσιο Αγάπιο. Στα βόρεια βρίσκεται άλλη λάρνακα η οποία φέρει το όνομα του Αγίου Μίσιου ή Μισιτικού. Αυτά τα ονόματα τα άλλαξαν δεισιδαίμονες κάτοικοι. Το πιθανότερο είναι ότι ανήκει στο Όσιο Βαρλαάμ.
Ακολουθία του Αγίου εξεδόθη το 1914 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ὁ Ἅγιος Λέων Ἐπίσκοπος Σάμου
Ὁ Ἅγιος Λέων ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ὅπως περιγράφεται στὸ Συναξάρι του ἦταν ἁπλούς, εὐσεβής, ταπεινός, φιλάνθρωπος, ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ παραδόσεως, διδάσκαλος τῆς εὐσέβειας. Γνωρίζουμε ὅτι ἀρχικὰ ἡ μνήμη του ἑορταζόταν στὶς 29 Ἀπριλίου. Σήμερα ὅμως τιμᾶται ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Σάμου, τῆς ὁποίας θεωρεῖται Ἐπίσκοπος, στὶς 26 Ἀπριλίου. Καὶ σὲ αὐτὸν τὸν θαυματουργὸ Ἅγιο ἡ διάκριση τῆς μοναστικῆς μορφῆς του συνυπάρχει μὲ τὴν ἐπισκοπικὴ ἁγιότητα.
Ὁ Ἅγιος Λέων κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Ἀναχωρητοῦ τοῦ ἐκ Σερβίας
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 2 Δεκεμβρίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς.
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ὁ Σιναΐτης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνατολίου.
Πηγές:http://www.saint.gr/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/26/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου