Των Αγίων Μυροφόρων γυναικών, έτι δε Ιωσήφ του εξ Αριμαθαίας και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου
Χριστῷ φέρουσιν αἱ Μαθήτριαι μύρα,
ἐγὼ δὲ ταύταις ὕμνον, ὡς μύρον, φέρω.
Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καὶ φρόντισαν νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι’ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸ περιέβαλαν σὲ σινδόνια μαζὶ μὲ ἐκλεκτὰ ἀρώματα, τὸ τοποθέτησαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο καὶ ἔβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στὴ θύρα τοῦ μνημείου.
Παρευρίσκονταν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ καθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τὴ Θεομήτορα. Δὲν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες γυναῖκες ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Λουκᾶς.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἀνάπλαση καὶ ἐπάνοδος πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ποὺ καταβροχθίσθηκε ἀπὸ τὸ θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἐπανῆλθε πρὸς τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία πλάσθηκε.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς ἄνθρωπος νὰ πλάττεται καὶ νὰ παίρνει ζωή, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄνθρωπος ἐκείνη τὴν ὥρα, μετὰ δὲ τὴ λήψη τῆς πνοῆς ζωῆς μὲ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπὸ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα, γιατί μετὰ ἀπὸ αὐτὸν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὕα. Ἔτσι τὸν δεύτερο Ἀδάμ, δηλαδὴ τὸν Κύριο, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ἀφοῦ δὲν παρευρισκόταν κανεὶς δικός του καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν τὸ μνῆμα ταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἶχαν γίνει σὰν νεκροί. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάσταση πρώτη ἀπ’ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα.
Ὑπάρχει κάτι συνεσκιασμένο ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποκαλύψω στὴν ἀγάπη σας. Πραγματικὰ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστὸ καὶ δίκαιο, εἶδε τὸν ἀναστάντα καὶ ἀπόλαυσε τὴν ὁμιλία του καὶ ἄγγισε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἔστω καὶ ἂν οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν τὰ λέγουν φανερά, μὴ θέλοντας νὰ φέρουν ὡς μάρτυρα τὴ μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους. Ἐπειδὴ τώρα ὁμιλῶ πρὸς πιστοὺς θὰ διευκρινίσω τὰ σχετικά.
Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ μύρα καὶ τὰ ἀρώματα, κατὰ τὴν ἐντολή, τὸ Σάββατο ἡσύχασαν. Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει: «Τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ, ἦρθαν στὸ μνῆμα, ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἡ τοῦ Ἰακώβου, ἡ Ἰωάννα καὶ ἄλλες μαζί τους». Ὁ Ματθαῖος λέγει: «ἀργὰ τὸ Σάββατο, ξημερώνοντας τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος καὶ δύο μυροφόρες προσῆλθαν». Ὁ Ἰωάννης λέγει: «Τὸ πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ καὶ ἦταν μόνο ἡ Μαρία Μαγδαληνή». Ἐνῶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρει: «Πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος καὶ ἦταν τρεῖς οἱ προσερχόμενες μυροφόρες».
Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ποὺ ἀναφέρουν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς εἶναι ἡ Κυριακή. Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὄρθρο βαθύ, πολὺ πρωὶ καὶ πρωὶ σκοτεινὰ ἀκόμη, ὀνομάζουν τὸ χρόνο γύρω ἀπὸ τὸν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπὸ φῶς καὶ σκοτάδι. Φαίνονται βέβαια νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελιστὲς μεταξύ τους τόσο γιὰ τὴν ὥρα, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν.
Οἱ μυροφόρες ἦταν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφιὰ μέν, ἀλλὰ ὄχι οἱ ἴδιες, κατὰ τὸν ὄρθρο μὲν ὅλες, ἀλλ’ ὄχι τὸν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς.
Ὅπως ἐγὼ ὑπολογίζω καὶ συνάγω, ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστές, πρώτη ἀπ’ ὅλους ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζὶ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία. Τὸ συμπεραίνω ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο. Γιατί λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», ποὺ ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο. Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ἄγγελος Κυρίου ἦλθε, σήκωσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ κάθισε πάνω της.
Ἦταν ἡ μορφή του σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του λευκὸ σὰν χιόνι καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους ταράχθηκαν οἱ φύλακες καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί». Νομίζω ὅτι γιὰ τὴ Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος τάφος (γιατί γι’ αὐτὴ πρώτη καὶ μέσω αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθεῖ σ’ ἐμᾶς ὅλα, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ) γι’ αὐτὴν ἄστραψε ὁ ἄγγελος νὰ δεῖ τὸν ἄδειο τάφο καὶ τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων χωρὶς τὸν ἀναστάντα Κύριο. Καὶ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστὴς αὐτὸς ἄγγελος ἦταν ὁ Γαβριήλ, ποὺ ἀνάφερε τὴν ἀνάσταση δείχνοντας τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ λέγοντας στὶς μυροφόρες νὰ τὴν ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές. Καὶ τότε «ἐξῆλθαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη».
Ἐγὼ νομίζω καὶ πάλι ὅτι τὸν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τὴ μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τὰ χαρμόσυνα λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου τὰ ὁποία πίστεψε καὶ ἀπὸ τὰ τόσα ἀξιόπιστα γεγονότα, τοῦ σεισμοῦ, τῆς μετάθεσης τοῦ λίθου, τοῦ ἄδειου τάφου, τῶν ἄλυτων ἐνταφίων ἀδειανῶν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Καὶ τέλος πρώτη ἡ Θεοτόκος ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσέπεσε στὰ πόδια του καὶ ἔγινε ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰησοῦς στὶς μυροφόρες, λέγοντας τό: «Χαὶρετε».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὸ Χαῖρε τοῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς Προμήτορος Εὔας κατέπαυσας τῇ Ἀναστάσει σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς, κηρύττειν ἐπέταξας· ὉΣωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροφόρων θεῖος χορός, Ἰωσὴφ εὐσχήμων, καὶ Νικόδημος ὁ σεπτός, οἱ μύροις τὸ σῶμα ἀλείψαντες Κυρίου, καὶ τούτου τὴν ἁγίαν, ἰδόντες ἔγερσιν.
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Φανεὶς Ἐπιφάνιος ἐν Κύπρῳ μέγας,
Κλέος παρ᾽ αὐτῇ καὶ θανὼν ἔχει μέγα.
Τῇ δυσκαιδεκάτῃ Ἐπιφάνιον μόρος εἷλε.
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βησανδούκη τὸ 310 μ.Χ., κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ πάμφτωχη οἰκογένεια Ἰουδαίων ἀγροτῶν. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀκόμη ἕνα παιδί, τὴν Καλλίτροπο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ ἔμεινε ὀρφανός.
Χάρη στὴ διδασκαλία δύο περίφημων γιὰ τὴν γραμματική τους κατάρτιση καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος μοναχῶν, τοῦ Λουκιανοῦ καὶ τοῦ Ἰλαρίωνος, προσελκύεται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ βαπτίζεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανό. Στὴν συνέχεια πηγαίνει στὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης καὶ ζεῖ κοντὰ στοὺς ἐπιφανέστερους ἀσκητές, ἀσκούμενος στὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, γενόμενος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς συνασκητές του. Ἡ φήμη του καὶ οἱ ἀρετές του δὲν ἄργησαν νὰ διαδοθοῦν καὶ γρήγορα ἀναδείχθηκε, τὸ 367 μ.Χ., Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στὴν ὁποία κατέφυγε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ ἐπέπλεε πρὸς τὴν Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, ἔφθασε στὴν Κύπρο.
Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου ὁ Ἅγιος ἄρχισε τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴ διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας ὅλες τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πλάνες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τοῦ Ὠριγένους. Κάνοντας συνεχὴ χρήση τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γράφοντας πλῆθος ἀντιαιρετικῶν συγγραμμάτων, ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ κρατήσει τοὺς πιστοὺς στὴν ἀνόθευτη χριστιανικὴ πίστη.
Ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς νήσου ὁλοκληρώνεται στὰ χρόνια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Ἐπιφανίου στὸ τελευταῖο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν δύναμη τοῦ χαρακτῆρος του, τὴν παιδεία καὶ τὴν δογματικὴ κατάρτισή του, ἀγωνίσθηκε σκληρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἀλλοθρήσκων. Τόσο καθολικὴ ἦταν ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ βαθιὰ ἐκτίμηση πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Α’ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Κύπρου ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας.
Μετὰ ἀπὸ τριάντα ἕξι ἔτη γόνιμης καὶ ἐποικοδομητικῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας καὶ προσφορᾶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 403 μ.Χ. Τὸ τίμιο λείψανό του μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸν ἁγιότατο οἶκο του, ποὺ ἦταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος.
Ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας ἔκτισε τὴν μεγάλη βασιλικὴ (δὲν τὴν ὁλοκλήρωσε μέχρι τὸν θάνατό του), τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια διασώζονται μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἀρχιεπίσκοπος, πολὺ σημαντικὸς διδάσκαλος καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε καὶ ἀξιόλογος συγγραφέας. Τὰ ἔργα του «Πανάριον», «Ἀγκυρωτός», «Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν», «Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρών», ἀποτελοῦν πολύτιμα πετράδια στὸ μέγα ψηφιδωτὸ τῆς Πατερικῆς Γραμματείας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ἔγνως τὴν χάριν, καὶ θεόφθογγον, ἔσχηκας γλῶσσαν, Ἱεράρχα σοφέ Ἐπιφάνιε· ὅθεν δογμάτων ὀρθαῖς ἀναπτύξεσιν, αἱρετικῶν θριαμβεύεις τὴν ἄνοιαν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος
Τῆς ἐν τῇ Κύπρῳ Ἐκκλησίας ποιμὴν ἄριστος
Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον λαμπρὸν ἐδείχθης.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως
Τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Ἐπιφάνιε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐπιφάνιε ἱερέ, Κύπρου ποιμενάρχα, Ἐκκλησίας πάσης φωστήρ· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστογράφε, καὶ τῶν σοὶ ὁμωνύμων, πρέσβυς πρὸς Κύριον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Χαίρων ἀφεὶς γῆν Γερμανὸς καὶ γῆς θρόνον,
Γῆς Δημιουργοῦ τὸν θρόνον χαίρει βλέπων.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 640 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ τὸν Πωγωνάτο (668 – 685 μ.Χ.), ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἐνεχόταν στὴν δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β’. Τὸν Γερμανό, ἀφοῦ τὸν εὐνούχισε, τὸν κατέταξε στὸν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθὺς γνώστης αὐτῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἀρετή του. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τὸ 709 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου.
Ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Ὅταν καθαιρέθηκε ὁ Πατριάρχης Κύρος καὶ πέθανε ὁ διάδοχος αὐτοῦ Ἰωάννης ΣΤ’, ἐξελέγη στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 715 μ.Χ., μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις στὴ διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καὶ νουθετώντας αὐτὸ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα κηρύγματά του.
Ὅταν ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀπὸ αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ σκοπὸ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ τὸν μὲν Λέοντα ἔλεγξε γιὰ τὶς ἀνίερες πράξεις του, τὸν δὲ λαὸ παρότρυνε σὲ ἀντίσταση κατὰ τῶν εἰκονομάχων. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὅτι τίποτα δὲν κατόρθωνε, διὰ πραξικοπήματος ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο νὰ παραιτηθεῖ. Ἔτσι, στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 730 μ.Χ., ἀφοῦ κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ παλατιοῦ, ἀποσύρθηκε στὴν πατρική του οἰκία στὸ Πλατάνι, ὅπου ἔζησε ἀσκητεύοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε, μετὰ σύντομη ἀσθένεια, τὸ 740 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Χώρας.
Ἐνῷ ἀρχικὰ καθαιρέθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ τὴ ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας τὸ 754 μ.Χ., στὴν συνέχεια δικαιώθηκε καὶ ἐξυμνήθηκε ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 787 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀναστήλωσε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ 718 μ.Χ. διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ βαρβαρικὴ ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικὸ καὶ συγγραφικὸ ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τὰ περισσότερα ἔργα του κατακάηκαν μὲ διαταγὴ τοῦ Λέοντος. Περισώθηκαν δὲ ἀπὸ μὲν τοὺς ὕμνους, 104 Στιχηρὰ καὶ 22 Κανόνες, ἀπὸ δὲ τὰ συγγράμματά του τὰ ἑξῆς:
α) «Περὶ αἱρέσεων καὶ Συνόδων», β) «Τρεῖς δογματικαὶ ἐπιστολαὶ ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων» (πρὸς Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνάδων, πρὸς Κωνσταντίνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καὶ πρὸς Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτὼ λόγοι» (δύο στὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δύο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἕνας στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου),
δ) «Ὁμιλία» (στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοῖς δόγμασιν, ἐκπαιδευθεὶς εὐκλεῶς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι· σύμμορφος γὰρ ὑπάρχων, τῆς εἰκόνος τοῦ Λόγου, λύεις Εἰκονομάχων, τὴν ἀντίθεον πλάνην· διό σε Ἱεράρχα Γερμανέ, Χριστὸς ἐδόξασε
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οἰκονόμος ἄριστος, τῶν δωρεῶν τοῦ Σωτῆρος, ὡς εἰκὼν θεόγραφος, τῶν ἀρετῶν πέλων Πάτερ, ἔλαμψας, ἐν Ἱεράρχαις ἀμέμπτῳ βίῳ· ἔδειξας, τὴν τῶν Εἰκόνων τιμὴν προσφόρως· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις τρισμάκαρ, Γερμανὲ ἔνδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ τῆς χάριτος ὑπουργός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφόστολος θεοειδής· χαίροις ὁ τρανώσας, τὴν τῶν Εἰκόνων δόξαν, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, Γερμανὲ ἔνδοξε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ ἐν Κυθήροις ἀσκήσας
Μοναστήρι του Οσίου Θεοδώρου
Χριστοῦ δωρεῶν ἐπωνυμίαν φέρων.
Βροτοῖς ἴασιν ἀεὶ πηγάζεις Πάτερ.
Δυωδεκάτῃ Θεόδωρος ὕπερθεν ἀείρατο αἴης.
Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στην Κορώνη μεταξύ των ετών 870 - 890 μ.Χ. και πατρίδα του ήταν η Κορώνη της Πελοποννήσου. Η μητέρα του προηγούμενα ήταν στείρα και όταν ο Θεός της χάρισε παιδί το ονόμασε Θεόδωρο.
Ο Θεόδωρος λοιπόν διδάχτηκε τα Ιερά γράμματα και παραδόθηκε από τους γονείς του στον τότε επίσκοπο Κορώνης, ο οποίος τον έκανε αναγνώστη. Όταν πέθαναν οι γονείς του, ο Θεόδωρος μπήκε υπό την προστασία ενός Ιερέα του Ναυπλίου, που ήταν φίλος των γονέων του Οσίου.
Όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία, παντρεύτηκε και απόκτησε δύο παιδιά. Ο επίσκοπος Άργους, βλέποντας τις αρετές του, τον χειροτόνησε Διάκονο. Αργότερα ο Θεόδωρος πήγε στη Ρώμη και προσκύνησε τους τόπους των Μαρτύρων. Κατόπιν επέστρεψε στη Μονεμβασία, όπου παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα σ' ένα κελί της εκκλησίας της Θεοτόκου της Διακονίας.
Έπειτα, παρά τις παρακλήσεις της οικογένειας του να μείνει κοντά της, ο Θεόδωρος, ποθώντας τα ανώτερα πνευματικά αγαθά, ήλθε στα Κύθηρα περί το 921 μ.Χ. όταν η νήσος ήταν «ἔρημος καί ἀοίκητος» λόγω των επιδρομών των Σαρακηνών της Κρήτης και μόνασε στον παλαιό χριστιανικό Ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Εκεί αφού έζησε ζωή πολύ ασκητική και έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής, απεβίωσε ειρηνικά στις 12 Μαΐου του 922 μ.Χ.
Λίγο καιρό μετά το θάνατό του ναύτες περαστικοί από τα Κύθηρα βρήκαν άθικτο το λείψανό του. Τρία χρόνια αργότερα, το 925 μ.Χ., Μονεμβασιώτες έθαψαν το λείψανο του Οσίου. Η παλιά εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου ξαναχτίστηκε από Μονεμβασιώτες και αφιερώθηκε στον Όσιο Θεόδωρο. Με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκε μοναστήρι, το οποίο απέκτησε περιουσία, την οποία καλλιεργούσαν οι ιερωμένοι, κοσμικοί και μοναχοί.
Το χρονικό του Κυθήριου μοναχού Χειλά αποτελεί πολυτιμότατη πηγή για την ιστορία του μοναστηριού. Είναι μια έκθεση - αναφορά προς τους Βενιέρους, η οποία γράφτηκε περί το 1460 μ.Χ.
Γύρω στα 1630 μ.Χ. ο Επίσκοπος Κυθήρων Αθανάσιος Βαλεριανός ανακαίνισε το Ναό του Οσίου, στον οποίο έγιναν διάφορες μετατροπές και προσθήκες.
Ακολουθία του Οσίου εκδόθηκε το 1747 μ.Χ. στη Βενετία, το 1841 μ.Χ. στη Σμύρνη και το 1899 μ.Χ. και 1961 μ.Χ. στην Αθήνα).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Πλοῦτον ἄσυλον, ἡ νῆσος ἔχει, τὴν κατάθεσιν τῶν σῶν λειψάνων, ἐξ ὧν καὶ χάριν θαυμάτων ἀῥύεται, ἐκλυτρουμένη παθῶν καὶ κακώσεων, διὸ καὶ χαίρει τιμῶσα τὴν μνήμην σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἐλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τοῦ βίου φυγὼν ἡδύτητας καὶ θόρυβον, καὶ τέκνα λιπὼν καὶ σύζυγον μακάριε, τὴν ἐρημον ᾤκησας, καὶ Ἄγγέλων γέγονας Ὅσιε, ζηλωτὴς ἀξιάγαστος, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τᾶς τοῦ βίου παγίδας ἀποφυγὼν, ἐλαμπρύνθης τῇ αἴγλῃτῶν ἀρετῶν, ἄνωθεν δεξάμενος τὴν ἀκτῖνα τοῦ πνεύματος, καὶ διὰ τοῦτο πᾶσαν, ὑπ' έμεινας κάκωσιν, οἱ γὰρ σοὶ ἀγῶνες, ἐπτόησαν δαίμονας, ὅθεν καὶ νικήσας, τὰς αὐτῶν μεθοδίας, παρέχεις ἰάματα, τοῖς αἰτοῦσί σε Ἅγιε, θεοφόρε Θεόδωρε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν Ἅγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τῶν ἀσκητῶν τὸ καύχημα, πάντες συνελθόντες, προθύμως εὐφημήσωμεν Θεόδωρον τὸν μακάριον· οὗτος γὰρ καταφρονήσας, κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ ἐν ἐρήμῳ κατῴκησε· καὶ τὴν σάρκα τῇ ψυχῇ καθυπέταξε· διὸ χάριν θαυμάτων οὺρανόθεν ἐδέξατο, καὶ μεταστὰς ἀπὸ γῆν σὺν Ἀγγέλοις ᾄδει τὸν πλάσαντα· πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Πατέρων ἡ καλλονὴ, χαίροις τῶν Ὁσίων, ἡ σεμνότης καὶ ἀσκητῶν· χαίροις τῶν Κυθήρων, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, διώκτα τῶν δαιμόνων, χαίροις Θεόδωρε.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βλαχίας
Σώφρων υπάρχων ω Iωάννη Bλάχε,
Aθλείς άριστα δι’ αγάπην Kυρίου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἰωάννης γεννήθηκε στὴ Βλαχὶα καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἐπὶ Σουλτάνου Μεχμὲτ καὶ σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἰσέβαλαν στὴ Βλαχία, γιὰ νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἄρχοντα Μιχαὴλ Βοεβόδα Τζιβὰν Μπέτι.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ εἶδε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Ἁγίου, τὸν ἔδεσε σὲ ἕνα δένδρο μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσελγήσει ἐπ’ αὐτοῦ. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀμυνόμενος τὸν φόνευσε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ὅμως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ παραδόθηκε στὴ σύζυγο τοῦ στρατιώτη ποὺ σκότωσε, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκείνη τὸν ὁδήγησε στὸ βεζίρη, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάκριση τὸν παρέδωσε πάλι σὲ ἐκείνη, γιὰ νὰ τὸν μεταχειριστεῖ ὅπως ἤθελε.
Ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει, τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο. Ὁ ἔπαρχος ἀπέτυχε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ διέταξε τὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατό του τὸ 1662, στὸ Παρμὰκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐξαγοράσθηκε μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ εὐλάβεια.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἀργύριος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος ὁ Ἀργύριος, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, ἦταν πρεσβύτερος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 647 καὶ στὸν Κώδικα Δ. α. Ι.Χ. τῆς μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης τῆς Ρώμης, ὅπου καὶ ἡ ἀκολουθία του.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀπαντᾶ στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριον. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 7 Νοεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Σιναΐτης
Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Νικήτα τοῦ Σιναΐτου.
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος
Τὰ τίμια λείψανα τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος βρέθηκαν στὸ χωριὸ Καρυὲς τῆς Λέσβου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερρῶν
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας Σερραίων. Γεννήθηκε και έζησε στην πόλη των Σερρών στο τελευταίο μισό του 15ου μ.Χ. αιώνος.
Το παιδικό κλάμα του Αγίου μπερδεύτηκε με τους ολολυγμούς των Σερραίων για το θάνατο του Βασιλιά της Τραπεζούντας Δαβίδ και των τριών παιδιών του, που κρεμάστηκαν με εντολή του Μωάμεθ του Β΄ εκεί, στο τέλος της βασιλικής οδού, λίγο έξω από την πόλη των Σερρών.
Στην ακμή της νεότητάς του, το θάρρος του να παρουσιάζεται σε δημόσιους χώρους ως ίσος προς τους κατακτητές και η λαμπρότητα της εμφανίσεώς του, προκάλεσαν το φθόνο των Τούρκων, που τον διέβαλαν στις αρχές τους. Οι διαβολείς του υποστήριξαν πως ο Νεομάρτυς Ιωάννης δημόσια εξύβρισε την πίστη του Προφήτη, αρνούμενος να την ακολουθήσει, παρά την αρχική του υπόσχεση. Οι αρχές των κατακτητών διέταξαν, μετά από μια τόσο σοβαρή καταγγελία, ο Ιωάννης να συλληφθεί και να οδηγηθεί στο δικαστήριο, πράγμα που παραχρήμα έγινε.
Οι δικαστές του, εκτιμώντας τα δεδομένα, στην αρχή προσπάθησαν με υποσχέσεις για αξιώματα να τον δελεάσουν να αλλάξει την πίστη του, καθώς θα είχαν κέρδος μεγάλο αν το παράδειγμά του έβρισκε και άλλους μιμητές, όμως, όλες τους οι προσπάθειες απέτυχαν, αφού ο Ιωάννης, ως απάντηση στα προτεινόμενα, ομολογούσε δημόσια την πίστη του στον Χριστό.
Όταν όλες οι πλάγιες μέθοδοι απέτυχαν, οι αλλόφυλοι προκειμένου να αποσπάσουν την ομολογία του Ιωάννη στην μάταιά τους πίστη, κατέφυγαν στα βασανιστήρια. Έβγαλαν το μάρτυρα από τη φυλακή και «ώσπερ θήρες ανήμεροι» τον έσυραν χωρίς ένδυση πάνω στη γη των Σερρών και, τέλος, του ξερίζωσαν τα μαλλιά ραβδίζοντάς τον χωρίς διακοπή. Ο άγιος, παρά τα φοβερά αυτά μαρτύρια, άντεχε και συνέχιζε να υμνεί τον Κύριο Ιησού Χριστό και τότε, στα δεξιά του, εμφανίσθηκε ένας έφιππος και μεγαλοπρεπής άνδρας που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε σαν ήλιος. Ο μάρτυρας Ιωάννης είδε την υπέρλαμπρη αυτή παρουσία, που δεν ήταν άλλη απ΄ αυτή του Αγίου Θεοδώρου, και κατάλαβε πως ο έφιππος άνδρας του συνιστούσε να μη χάσει το θάρρος του.
Οι Τούρκοι, όταν και με αυτόν τον επώδυνο τρόπο, στάθηκε αδύνατο να τον κάνουν να αλλάξει την πίστη του, τον οδήγησαν και πάλι στην φυλακή, όπου και συνέχισαν τις σωματικές και ηθικές πιέσεις τους πάνω στον νεομάρτυρα. Η σταθερή όμως προσήλωση του Ιωάννη στην πάτρια πίστη του τους απέλπισε και, αναγκάστηκαν να ζητήσουν έγγραφες οδηγίες για την τύχη του νεαρού Σερραίου από τη Μεγάλη Πύλη. Όταν ήρθαν οι έγγραφες οδηγίες, ο δικαστής των Σερρών διέταξε το θάνατο του Ιωάννη, εάν δεν απαρνιόταν την πίστη του στο Χριστό.
Έτσι, οι τύραννοι του, μετά και την αποτυχία των τελευταίων προσπαθειών τους να πείσουν τον Ιωάννη να απαρνηθεί την πίστη του, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν σε χώρο δημόσιο, όπου, οι δήμιοί του, για να κάνουν το τέλος του πιο επώδυνο, τον ανέβασαν πάνω σε σωρό από φρύγανα και ξερά ξύλα και, αφού του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, έβαλαν φωτιά στο εύφλεκτο υπόστρωμα.
Ο μάρτυρας Ιωάννης παρέμεινε ήρεμος σε όλη τη διάρκεια του φρικτού του μαρτυρίου και, μάλιστα, προκαλώντας τους βασανιστές του, τους ρωτούσε εάν πράγματι τον παρέδωσαν στη φωτιά, ενώ με ήπια φωνή υμνολογούσε το Θεό. Ένας από τους δήμιούς του, για να τον κάνει να σωπάσει, του έμπηξε έναν πάσαλο στο στόμα και επέφερε έτσι το τέλος της επίγειας ζωής του αγίου.
Την ακολουθία του αγίου Νεομάρτυρα Ιωάννη του Σερραίου έγραψε ο Μεγάλος Ρήτορας της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Μανουήλ ο Πελοποννήσιος πιθανότατα μεταξύ των ετών 1491 - 1497 μ.Χ.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Σερραίος μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού περί το 1480 μ.Χ. και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Μαΐου.
Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος
Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, Ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κύπρου.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ὁσίας.
Ἡ Ἁγία Δομιτίλλα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δομιτίλλα ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ἦταν σύζυγος τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματούχου Τίτου Φλαβίου Κλήμεντος καὶ θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.). Τελειώθηκε μαρτυρικά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Παγκράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία ἢ τὴ Φρυγία καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἀναφέρεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἂν καὶ τὸ ὄνομά του δὲν ἀναφέρεται στοὺς γνωστοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 12ου - 13ου αἰῶνος μ.Χ.
Ο Όσιος Λέων ο εν Μεθώνη, γεννήθηκε στην Κολαβρία της Ιταλίας και διήγε τη ζωή του «μονοχίτων και ανυπόδητος τη νηστεία και αγρυπνία καταψύχων».
Κατά τη διάρκεια προσκυνηματικού ταξιδιού στους Αγίους Τόπους και καταβεβλημένος από την άσκηση, πέθανε εν πλω μόλις αντίκρυσε τη Μεθώνη, που από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ήταν υποχρεωτικός ενδιάμεσος σταθμός των ταξιδιωτών από και προς τα Ιεροσόλυμα. Τότε οι ναύτες έθαψαν το άψυχο σώμα του στην παραλία της Μεθώνης ενώ μετά από χρόνια ο Άγιος Λέων εμφανίστηκε στον Επίσκοπο Μεθώνης Νικόλαο, διαπρεπή Θεολόγο του 12ου αιώνος μ.Χ., ο οποίος προέβη στην ανακομιδή του Ιερού Λειψάνου, που αμέσως άρχισε να θαυματουργεί.
Η τιμή του Αγίου σταμάτησε περίπου το 1600 μ.Χ. και μετά από τετρακόσια και πλέον χρόνια, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Γ' επανέφερε τη μνήμη του στις 12 Μαΐου.
Άγιοι Μάρτυρες εις Μπούτοβο της Ρωσίας
Το Μπούτοβο, περιοχή που βρίσκεται κοντά στη Μόσχα, έγινε κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως (1917 μ.Χ.) τόπος μαζικών εκτελέσεων Αρχιερέων, Κληρικών και πιστών της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, που μαρτύρησαν κατά τα έτη του διωγμού στην Ρωσία. Μεταξύ των Αγίων Μαρτύρων που μαρτύρησαν στο Μπούκοβο και ανέρχονται σε χιλιάδες, ήταν και δέκα Έλληνες Μάρτυρες.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Νικόλαος Τύχωνωφ, γεννήθηκε τὸ 1853 στὴν πόλη Γιελὲτς τῆς ἐπαρχίας Ὀριόλ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἑλένη. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἦταν ἑπτὰ ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, εὐλόγησε τὸν υἱό του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναθέτοντας τὸ παιδί του στὴν κηδεμονία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ὁ μελλοντικὸς Στάρετς δὲν ἀποχωρίσθηκε τὴν εἰκόνα αὐτὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Νικόλαο ἡ μητέρα του εἶχε καὶ ἄλλα μικρότερα τέκνα, τὰ ὁποῖα πέθαναν πρόωρα ἀπὸ πεῖνα καὶ ἀσθένειες.
Ὁ μικρὸς Νικόλαος εἶχε θερμὴ καρδιακὴ σχέση μὲ τὴν μητέρα του. Οἱ προσευχές της καὶ ἡ αὐστηρὴ ἀνατροφή, ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὸν προστάτευαν ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ συμφορές. Σιγὰ – σιγὰ μεγάλωνε καὶ ἔγινε πρᾶος, ἥσυχος καὶ εὐλαβής, ἔξυπνος καὶ φιλομαθής. Λόγω τῆς μεγάλης φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἀναγκάσθηκε νὰ φοιτήσει ὄχι στὸ δημόσιο σχολεῖο, ἀλλὰ στὸ ἐνοριακὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του, ὅπου φοιτοῦσαν οἱ ἄποροι. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμαθε νὰ διαβάζει, νὰ γράφει, νὰ μετράει καὶ νὰ μελετᾶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἔγινε ἕνδεκα ἐτῶν, ἐργάσθηκε στὸ κατάστημα τοῦ πλούσιου ἐμπόρου Χάμωφ. Λίγο ἀργότερα, ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος, ἡ μητέρα του πέθανε καὶ ἔτσι ἔμεινε πιὰ παντελῶς ὀρφανός. Ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια στὸ σπίτι τοῦ ἐμπόρου. Στὶς ἐλεύθερες ὧρες του μελετοῦσε πνευματικὰ βιβλία καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Τὸν διέκρινε ἡ πραότητα, ἡ μετριοφροσύνη καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὴν Γιελὲτς μία σχεδὸν ἑκατοντάχρονη μοναχή, ἡ μάτιουσκα Θεοδώρα, πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Τύχωνος τοῦ Ζαντὸνκ († 13 Αὐγούστου). Οἱ κάτοικοι τῆς Γιελὲτς εἶχαν τὴν εὐλαβὴ συνήθεια νὰ τὴν συμβουλεύονται σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς ἀποφάσεις τους. Ὁ ἐργοδότης, λοιπόν, τοῦ Νικολάου, ποὺ πληροφορήθηκε ὅτι τοῦ ἑτοίμαζαν ἕνα προξενιό, τὸν ἔστειλε σὲ αὐτὴν νὰ πάρει εὐλογία γιὰ τὸ γάμο. Ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πήγαινε στὴν Ὄπτινα στὸν Στάρετς Ἱλαρίωνα καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ πεῖ τί θὰ κάνεις». Ἔτσι ὁ Νικόλαος πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν Ὄπτινα, ποὺ βρισκόταν σχετικὰ κοντὰ στὴ γενέτειρά του καὶ ἦταν τότε ἤδη ξακουστὴ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία.
Ὁ Στάρετς Ἱλαρίων τοῦ συνέστησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε καὶ μίλησε μαζί του γιὰ δύο ὧρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνομιλία ἡ ζωὴ τοῦ Νικολάου ἄλλαξε ξαφνικά. Κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἀνακάλυψε τὴν πραγματική του κλίση.
Ὁ Νικόλαος ἐκτελοῦσε κάθε διακόνημα μὲ πολλὴ ὑπακοή, ταπείνωση καὶ ζῆλο. Ὅταν ἀργότερα ὁ Στάρετς, ἐπαναλάμβανε τὸ ἀποστολικὸ παράγγελμα: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες. Ἳνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες. Ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. (Νὰ πειθαρχεῖτε καὶ νὰ ὑπακούετε στοὺς ἡγουμένους σας. Γιατί αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν χάριν τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδὴ θὰ ἀποδώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς. Ὥστε αὐτὸ νὰ τὸ κάνουν μὲ χαρὰ καὶ ὄχι ἀναστενάζοντας. Διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπιζήμιο γιὰ σᾶς)».
Στὶς 3 Ἀπριλίου 1876 ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός. Μετὰ ἕνδεκα χρόνια, στὶς 14 Μαρτίου 1887, Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἐκάρη μικρόσχημος καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεκτάριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου († 29 Νοεμβρίου).
Ἡ εἴσοδός του στὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ ἔφερε μεγάλη χαρά. Σὲ προχωρημένη ἡλικία θυμόταν: «Ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἔνοιωθα σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στοὺς ὤμους μου».
Ὅσο περισσότερο ἀνέβαινε τὴν πνευματικὴ κλίμακα, τόσο κατώτερο ἀπὸ ταπεινοφροσύνη θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο αἰσθανόταν τὴν ἀναξιότητά του.
Οἱ Γέροντες, ποὺ ἔβλεπαν τὴν πνευματικὴ προκοπή του, ἀποφάσισαν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο, ποὺ ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1894 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο καὶ εἰς πρεσβύτερον στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1898 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Μακάριο.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος δίδασκε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπομονή, περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές. Γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου δίδασκε πῶς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν προσευχή, ὅταν ἱκετεύεις τὸν Θεὸ λέγοντας «Πατέρα μου καὶ Κύριε τῆς ψυχῆς μου, ἐλέησόν με», ὁ Θεὸς καθαρίζει τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάνει νύμφη Κυρίου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Λόγου. Πράγματι ὁ Ὅσιος δίδασκε σὲ ὅλους τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μάλιστα, ὅταν πλησίαζε ἡ σοβιετικὴ λαίλαπα, τόνιζε στὰ πνευματικά του παιδιά: «σὲ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες εἶναι καιρὸς γιὰ προσευχή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐργασίας σας νὰ λέτε συνεχῶς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν ἀρχὴ μὲ τὰ χείλη, μετὰ μὲ τὸ νοῦ καὶ ὕστερα θὰ εἰσχωρήσει μέσα στὴν καρδιά σας».
Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Ὄπτινα ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα ὅλες τὶς δοκιμασίες, ἀλλὰ οἱ μέρες τῆς ἁγίας μονῆς ἦταν πιὰ μετρημένες.
Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1923 ἡ Ὄπτινα ἔκλεισε ὁριστικά. Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος σνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ φυλακή. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ τοῦ Κοζὲλκ καὶ καταδικάσθηκε χωρὶς δίκη σὲ θάνατο διὰ τουφεκισμοῦ. Μετὰ ἀπὸ διαμαρτυρίες ὁ Ὅσιος ἀπελευθερώθηκε στὶς 17 Ἀπριλίου καὶ ἔζησε ὡς ἐξόριστος σὲ ἀγρόκτημα τοῦ Πλόχινο. Ἀργότερα, μὲ διαταγὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ καθεστῶτος, ἐξορίζεται πιὸ μακριά, στὸ χωριὸ Χόλμισι τῆς ἐπαρχίας Μπριάνκ. Ἐκεῖ δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μεγάλους ἱεράρχες. Ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Τύχων τὸν συμβουλευόταν διὰ μέσου ἔμπιστων ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶχε δωρίσει στὸν Ὅσιο τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἔτσι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονταν καὶ ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν λόγο του.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος κοιμήθηκε, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1928. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε ἀστραπιαία. Χιλιάδες πιστοὶ ἄρχισαν νὰ συρρέουν συνεχῶς ἀπὸ διάφορες πόλεις στὸ Χόλμισι.
Τὸ 1935, κλέφτες ἔσκαψαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου ψάχνοντας γιὰ πολύτιμα ἀντικείμενα. Ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φέρετρο, ἔσπασαν τὸ κάλυμμα καὶ ἀφοῦ ἔψαξαν καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε, παράτησαν τὸ ἀνοιχτὸ φέρετρο μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου στηριγμένο σὲ ἕνα δένδρο. Μία ὁμάδα ἀπὸ ἐργάτες, ποὺ δούλευαν δίπλα στὰ ἀγροκτήματα, ἔτρεξαν στὸ κοιμητήριο καὶ εἶδαν ἔκπληκτοι πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν ἐκεῖ ἄφθαρτος, ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὴν ταφή του. Τὸ δέρμα του εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ κεριοῦ καὶ τὰ χέρια του ἦταν εὐλύγιστα καὶ μαλακά. Μία γυναῖκα ἔφερε λευκὸ μεταξωτὸ ὕφασμα καὶ κάλυψε τὸ πρόσωπό του. Ἔπειτα ἔκλεισαν τὸ φέρετρο καὶ ἐνταφίασαν τὸν Ὅσιο ψάλλοντας Τρισάγιο. Στὶς 16 Ἰουλίου 1989 πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ὁσίου καὶ ἡ ἐπιστροφή του στὴν Ὄπτινα.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1877. Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τὸ 1997.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ
Μὲ τὴν φροντίδα του ἱδρύθηκαν στὸ μοναστήρι νοσοκομεῖα γιὰ ἀρρώστους, τραυματισμένους καὶ ἄστεγους τοῦ πολέμου μετὰ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Πωλονο – Λιθουανικοῦ στρατοῦ. Σὲ περίοδο πείνας, κατόπιν ἐπιμονῆς του, ἡ ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τρεφόταν μὲ ψωμὶ ἀπὸ βρώμη καὶ νερό, γιὰ νὰ διαθέσει τὸ ψωμὶ ἀπὸ σιτάρι καὶ σίκαλη στοὺς ἀρρώστους. Τὸ 1611 – 1612 μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας, τὸν Ἀβραὰμ Πολίτσιν († τὸ 1625), ἔγραφε ἐπιστολὲς μὲ ἔκκληση νὰ ἀποσταλοῦν στρατιῶτες καὶ χρήματα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τοὺς Πολωνούς. Ἔγραψε ἐπίσης καὶ στὸν πρίγκιπα Δημήτριο Ποζάρσκι καὶ στοὺς στρατιῶτες του νὰ ἐπιταχύνουν τὴν ἐκστρατεία τους στὴ Μόσχα.
Οἱ συνεχεῖς προσευχές του καὶ τὰ καθημερινὰ πνευματικά του κατορθώματα, τοῦ πρόσφεραν, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ξεχωριστὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ ἡ συμμετοχή του στὴ διόρθωση τῶν θεολογικῶν βιβλίων. Ἀπὸ τὸ 1616 ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἡγεῖται τῆς ἐργασίας διορθώσεως τῆς Σύνοψης τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ ὁποία βασιζόταν στὴ σύγκριση τῶν ἀρχαίων Σλαβικῶν καὶ διαφόρων Ἑλληνικῶν ἐκδόσεων.
Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἐργασίας οἱ διορθωτὲς βρῆκαν πολλὲς καὶ σημαντικὲς διαφορὲς καὶ σὲ ἄλλα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1612 ἕως τὸ 1619. Ὃμως οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εὐθύνονται γιὰ τὰ λάθη αὐτά, στὴ Σύνοδο τοῦ 1618, κατηγόρησαν τὸν Ὅσιο Διονύσιο γιὰ αἵρεση. Ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο ἀφαιρέθηκαν τὰ ἱερουργικά του δικαιώματα. Τὸν ἀπέκοψαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ μονὴ Νοβοσπάσκιϊ, ὅπου ὑπέφερε ἀπὸ ἀσιτία. Οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Θεοφάνους Δ’ (1608 – 1644) καὶ τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου (1619 – 1633), ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Πολωνικὴ αἰχμαλωσία, διέκοψαν τὴν φυλάκισή του καὶ ἀθωώθηκε.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1633 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Τρόϊιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρα.
Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας
Σύναξη των εν Μεσσηνία Αγίων
1) Αγιος Απόστολος Καίσαρας πρώτος επίσκοπος Κορώνης (βλέπε 8 Δεκεμβρίου)
2) Αγιος Αθανάσιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εξ Ανδρούσης (λείψανό του φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ανδρούσης - βλέπε 28 Οκτωβρίου)
3) Αγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (βλέπε 11 Αυγούστου)
4) Αγιος Αθανάσιος επίσκοπος Μεθώνης (βλέπε 10 Δεκεμβρίου)
5) Αγιος Αγαθοκλής επίσκοπος Κορώνης (βλέπε 9 Σεπτεμβρίου)
6) Αγιος Ιωάννης Επίσκοπος Μεσσήνης (βλέπε 13 Ιουλίου ή την πρώτη επόμενη Κυριακή)
7) Αγία Μεγαλομάρτυς Ξενία η Καλαματιανή (βλέπε 3 Μαΐου)
8) Οσιομάρτυς Ηλίας ο Αρδούνης (λέπε 31 Ιανουαρίου και Κυριακή των Μυροφόρων)
9) Οσιομάρτυς Θεοφάνης (βλέπε 8 Ιουνίου)
10) Οσιος Θεόδωρος εκ Κορώνης (βλέπε 12 Μαΐου)
11) Οσιος Ιερόθεος ο Νέος ο Ιβηρίτης (βλέπε 13 Σεπτεμβρίου)
12) Οσιος Λέων εν Μεθώνη (βλέπε 12 Μαΐου)
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Μεσσηνία ἐν τῷ Χριστῷ, δώδεκα Ἁγίους, ἐξανθήσασα θαυμαστούς, οὕς περ νυχθημέρως, πλουτεῖς πρέσβεις ἐνθέρμους, σοῖς τέκνοις οὐρανόθεν, χάριν παρέχοντας.
Σύναξη πάντων των εν Λαγκαδά Αγίων
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.
Αγία Ταμάρα η βασίλισσα
Για τον βίο της Αγίας Ταμάρα βλέπε την 1η Μαΐου.
Σύναξη της Παναγίας της Ατταλειώτισσας στον Ταύρο
Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
Βλέπε την Τετάρτη της Διακαινησίμου, όπου και ο βίος τους.
Σύναξη πάντων των εν Θεσσαλονίκη αγίων
Μετακομιδή τμημάτων των Ιερών Λειψάνων των Αγίων Φανέντων
Τα επιστραφέντα ιερά λείψανα των Αγίων Φανέντων φυλάσσονται σε περίτεχνη αργυρή λειψανοθήκη στον ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης, όπου βρίσκεται προς προσκύνηση και η αριστουργηματική εφέστια εικόνα των τριών Αγίων. Η παλαιά αυτή εικόνα, η οποία αποδίδει αριστουργηματικά τις μορφές των τριών Αγίων, προέρχεται από το τέμπλο του καθολικού της μονής, ιστορήθηκε το 1654 μ.Χ. και απεικονίζει τον Άγιο Γρηγόριο ως σεβάσμιο γέροντα, τον Άγιο Θεόδωρο ως μεσήλικα και τον Άγιο Λέοντα ως νεαρό.
Πηγές:http://www.saint.gr/05/12/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/12/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου