ΜΕΡΟΣ 1ον
Tοῦ
κ. Γεωργίου Θ. Μηλίτση, διδασκάλου
Στίς
μέρες μας πού «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. ε´,
20), ὁ Θεὸς ἀνέδειξε μεγάλους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καταφύγιο τῶν
πονεμένων καί δυσκολεμένων χριστιανῶν, δηλαδή ἔγινε αὐτό πού στή συνέχεια
σημειώνει ὁ Ἀπόστολος «ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Μία
ἀπό τίς ἅγιες καί χαρισματικές μορφές τῶν ἡμερῶν μας εἶναι καί ὁ μακαριστός
κληρικός τῆς περιοχῆς μας παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης.
Τόν ἅγιο αὐτό ἱερέα οἱ
μεγαλύτεροι στήν ἡλικία συντοπίτες μας τόν θυμοῦνται πού κατέβαινε ἀπό τό χωριό
του, τόν Πλάτανο, στά Τρίκαλα, κυρίως τή Δευτέρα, ὄχι μόνον γιά τίς ἀνάγκες τῆς
οἰκογενείας του ἀλλά καί γιά τίς ὑλικές καί πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου
του.
Ἡ πατρώα του γῆ
Ὁ
μακαριστός παπα-Δημήτρης γεννήθηκε τό 1902 στό χωριό Πλάτανος Τρικάλων, ἀπέχει
15 χιλιόμετρα ἀπό τά Τρίκαλα, ἀπό γονεῖς ἁπλούς καί φτωχούς ἀλλά πολύ πιστούς
καί ἐναρέτους, τόν Χρῆστο καί τήν Αἰκατερίνη.
Στήν περίπτωσή του ἔχει πλήρη ἐφαρμογή
ἡ παροιμία «τό μῆλο πέφτει κάτω ἀπό τή μηλιά». Πτωχοί ὄντες οἱ γονεῖς του τόν ἔβαλαν
γρήγορα στή δούλεψη. Τούς βοηθοῦσε στά χωράφια, ἀλλά καί φύλαγε τά λιγοστά ζῶα
πού εἶχαν.
Γράμματα δέν ἔμαθε πολλά, χάρις ὅμως στή φιλομάθειά του αὐτά πού ἔμαθε
στό Δημοτικό σχολεῖο τά ἐκαλλιέργησε καί ἄν μιλοῦσες μαζί του δέν σοῦ ἔδιδε τήν
ἐντύπωση ὀλιγογράμματου κληρικοῦ.
Διαβάζοντας τούς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας
ἄναψε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νά τούς μιμηθεῖ. Ἐκτός ἀπό τίς καθιερωμένες προσευχές
πού κάνουν ὅλοι οἱ πιστοί ὁ παπα-Δημήτρης, ἄν καί λαϊκός, σηκωνόταν τά
μεσάνυχτα καί προσευχόταν κι ἔκανε μετάνοιες.
᾽Ιδιαίτερα τόν εὐχαριστοῦσε νά
προσεύχεται στό ναό τῶν Ταξιαρχῶν, ἦταν κοντά στό σπίτι του. Ἡ καρδιά του
κυριολεκτικά πυρπολοῦνταν ἀπό τήν ἀγάπη του πρός τόν Κύριο. Εἶχε
συνειδητοποιήσει ὅτι χωρίς καθαρή σκέψη καί ζωή εἶναι ἀδύνατον νά σέ ἐπισκεφθεῖ
καί νά κατοικήσει μέσα σου ἡ Θεία Χάρις καί νά γίνεις κατοικητήριο τοῦ Παναγίου
Πνεύματος, γι᾽ αὐτό πρόσεχε πολύ τόν ἑαυτό του, τίς σκέψεις του καί τίς
συναναστροφές του.
Ὁ
ἴδιος σέ σημειώσεις του πού βρέθηκαν γράφει: «Γιά νά ἐνδυναμώσω τήν πίστη μου διάβαζα
στήν καλύβα μου βίους ῾Αγίων. Ἀπέφευγα τίς συναναστροφές τοῦ κόσμου. Ἐπί τούτου
ἐπήγαινα στίς πιό βαθιές χαράδρες καί προσευχόμουν. Πολλά βράδυα ἔρχονταν
δαίμονες (…), γιά νά μέ ἐξοντώσουν ἀλλά οἱ Ἀρχάγγελοι δέν τούς ἐπέτρεπαν καί ἔφευγαν
ἄπρακτοι».
Εἰς τό κάλεσμα τῆς Πατρίδος
Σέ
ἡλικία 19 ἐτῶν, τό 1921, ἡ πατρίδα τόν κάλεσε νά ἐκπληρώσει τίς στρατιωτικές
του ὑποχρεώσεις. Τό κάλεσμα αὐτό τό θεώρησε τιμή του. Ἀφοῦ πῆρε τήν εὐχή τῶν
γονέων του κατατάχθηκε στή Χωροφυλακή.
Οἱ ἀνάγκες τῆς πατρίδας τόν ἔφεραν στή
Μικρά Ἀσία, ὅπου διαπίστωσε ἀκόμα μιά φορά πόσο τόν ἀγαποῦσαν καί τόν σκέπαζαν ὁ
Θεός καί οἱ ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές ἐπενέβησαν, ὅταν κινδύνευε
καί τόν ἔσωσαν.
Ἄς
ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς περιγράψει τίς ἐμπειρίες του. «Ἔφθασα στήν Σμύρνη
Σάββατο, τήν ὥρα πού κτυποῦσαν οἱ καμπάνες. Τί συγκινητικόν ἦτο! Ἀργά τήν νύκτα
ἔρχεται καί πάλιν ὁ γέρων (ἐννοεῖ τόν Ἀρχάγγελο) καί μοῦ λέγει: νά (…) πᾶς εἰς
τό δεύτερο λιμάνι.
Περί ὥρα 9, παρά τέταρτο, νά μπεῖς εἰς τό πλοῖον καί θά βγεῖς
εἰς τήν Χίον. Ἐγώ θά εἶμαι μαζί σου, μή φοβεῖσαι. Ἔτσι κι ἔγινε. Βγῆκα εἰς τήν
Χίο καί ἔπειτα στήν Ἀθήνα. Ἀπό τήν Ἀθήνα μέ ἔστειλαν εἰς τήν Κομοτηνή. Ἐκεῖ
τακτικά ἐκκλησιαζόμουν καί ἔμαθον καί τήν ψαλτική».
Δημιουργεῖ οἰκογένεια
Ὅταν
τελείωσε τή θητεία του ἀποφάσισε νά πάρει τό ἀπολυτήριο τοῦ Δημοτικοῦ καί νά
δημιουργήσει οἰκογένεια.
Ὁ παπα-Δημήτρης εἶχε πάντα στό νοῦ του τά ὅσα γράφει
στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ὁ πνευματοκίνητος βασιλέας Σολομών: «Γυναῖκα ἀνδρείαν
τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη». (Παρ. 29, 10),
δηλαδή: «Γυναίκα ἀνδρεία ποιός θ᾿ ἀνακαλύψει;
Αὐτή εἶναι πολυτιμότερη κι ἀπ᾿ τά
πολύτιμα πετράδια». Ἐπίσης στό ἴδιο βιβλίο εἶχε διαβάσει: «Γυνὴ ἀνδρεία στέφανος
τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς».
Μιά
κοπέλα πού νά εἶχαν πλήρη ἐφαρμογή τά παραπάνω ἤθελε νά βρεῖ γιά σύντροφο στή
ζωή του. Ὁ Θεός δέν τόν ἄφησε μόνο του, τόν βοήθησε νά βρεῖ κοπέλα πού μποροῦσε
νά γίνει ἀφοσιωμένη σύζυγος.
Κι αὐτή ἦταν ἡ συγχωριανή του Ἐλισάβετ Κουτσιμπίρη
τοῦ Στεφάνου, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἐννέα θυγατέρες ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μιά κόρη
του εἶναι ἡ Γερόντισσα ᾽Ισιδώρα ἡγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς ῾Αγίου ᾽Ιωάννου τοῦ
Θεολόγου Ζάρκου Τρικάλων. Ἐγγονή του, ἡ μοναχή ᾽Ιγνατία, πού μονάζει στήν ῾Ιερά
Μονή Κορπόβου Λαγκαδιᾶς Τρικάλων.
Στό
ναό τοῦ ῾Αγίου Νικολάου ἔγινε ἀπό τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ τους τό μυστήριο τοῦ
γάμου, ὅπου ἦλθαν ὅλοι οἱ χωριανοί, γιά νά παρακολουθήσουν τό μυστήριο καί γιά
νά συμπροσευχηθοῦν. Στό τέλος τούς ἔδωσαν τίς πιό ἐγκάρδιες εὐχές τους.
Λειτουργός τοῦ ῾Υψίστου
Ὅταν
στό χωριό του ἔμεινε κενή ἡ θέση τοῦ ῾Ιερέα ἀντιπροσωπία τῶν κατοίκων πῆγε στή
Μητρόπολη καί ζήτησε ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Πολύκαρπο νά στείλει ἐφημέριο στό
χωριό τους. Ὁ ἐπίσκοπος τούς λέγει: «ἔχετε νά μοῦ ὑποδείξετε κάποιον συγχωριανό
σας, γιά νά τόν χειροτονήσω;»
Αὐτοί μέ ἕνα στόμα τοῦ εἶπαν: «Ναί, Σεβασμιώτατε.
Στό χωριό μας ὑπάρχει ἕνας οἰκογενειάρχης πού γεννήθηκε γιά λειτουργός τοῦ ῾Υψίστου,
αὐτός πρέπει νά γίνει παπάς στό χωριό μας, ἀλλά δέν ξέρει γράμματα».
Ὁ
Μακαριστός Μητροπολίτης τούς ἀπάντησε: «Δέν πειράζει πού δέ γνωρίζει γράμματα,
μόνο νά εἶναι καλός χριστιανός, νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά ἔχει γιά
σύντροφο τῆς ζωῆς του γυναίκα πού νά φοβᾶται τό Θεό.
Μή ξεχνᾶτε ὅτι ὁ ἅγιος
Σπυρίδων ἦταν ἀγράμματος κι ὅμως ἔγινε ὄχι μόνον ἐπίσκοπος ἀλλά καί ἅγιος. Τώρα
πού θά πᾶτε στό χωριό νά τόν πεῖτε νά ρθεῖ στή Μητρόπολη, γιά νά τόν γνωρίσω
καί νά συζητήσω μαζί του».
Βράδυ
ἦταν ὅταν οἱ συγχωριανοί του πού πῆγαν στή Μητρόπολη τόν ἐπεσκέφθηκαν στό σπίτι
του. Ἡ κυρα-Ἐλισάβετ τόν φώναξε, μόλις εἶχε γυρίσει ἀπό τίς δουλειές του, ὅτι
τόν θέλουν. Αὐτός πῆγε ἀμέσως, γιά νά δεῖ τί τόν θέλουν. Ὁ γεροντότερος ἀπό τήν
ἐπιτροπή τοῦ ἀνακοίνωσε τό σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς τους.
Ὅταν τόν ἄκουσε τούς ἀπάντησε:
«Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν τιμή πού μοῦ κάνατε, πρέπει ὅμως νά ξέρετε ὅτι τό ἀξίωμα
τῆς ῾Ιερωσύνης εἶναι πολύ μεγάλο κι ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος καί πολύ βαρύ καί οἱ
δικοί μου ὦμοι ἀσθενεῖς καί δέν μποροῦν νά τό σηκώσουν. Σᾶς εὐχαριστῶ. Στό
χωριό μας ὑπάρχουν πρόσωπα ὄχι μόνον κατάλληλα, γιά νά γίνουν ἱερεῖς, ἀλλά εἶναι
καί μορφωμένοι».
Ἡ
ἐπιτροπή μετά ἀπό αὐτό ξαναπῆγε στό Δεσπότη κι ἐκεῖνος τούς ὑπέδειξε, σύμφωνα
μέ τό νόμο, νά κάνουν ἐκλογές κι ἐκεῖνον πού θά πάρει τούς περισσότερους ψήφους
θά χειροτονήσει.
Πράγματι, ἔγινε ἡ ψηφοφορία καί σχεδόν παμψηφεί βγῆκε ὁ παπα-Δημήτρης,
ἄν καί δέν εἶχε βάλει ὑποψηφιότητα.
Ὅπως
ὁ ἴδιος ἔλεγε ἀργότερα: «ὁ Θεός πολλές φορές τοῦ ἔδειξε σημεῖα ὅτι ἐπιθυμοῦσε
νά γίνω ὑπηρέτης τῶν μυστηρίων Του. Αὐτός ὅμως πάντα ἔκρινε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο
νά γίνει διάκονος τοῦ θυσιαστηρίου. Τέλος δέχτηκα γιά νά μή θεωρηθῶ λιποτάκτης
καί ἔκλεινα τήν κεφαλή μου καί εἶπα: «λάλει, Κύριε, ὅτι ὁ δοῦλος Σου ἀκούει».
Τό
1933, ἔλαβε μήνυμα ἀπό τόν μακαριστό Μητρόπολη Τρίκκης καί Σταγῶν κυρό
Πολύκαρπο νά τόν ἐπισκεφτεῖ στή Μητρόπολη. Πράγματι ἦλθε στά Τρίκαλα κι ἀμέσως
κατευθύνθηκε στή Μητρόπολη, τό Δεσποτικό. Ὁ ἀρχιερατικός ἐπίτροπος τόν ὁδήγησε
στό Γραφεῖο τοῦ Μητροπολίτου. Ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ εἶπε ὅτι: -ἡ θέληση τῶν
συγχωριανῶν του εἶναι νά τόν χειροτονήσει ἱερέα, γι᾽ αὐτό πρέπει νά ἑτοιμάζεται.
Στίς
ἀντιρρήσεις του, ὅτι δέν εἶναι ἄξιος, ὁ Δεσπότης τοῦ εἶπε: – κανένας δέν εἶναι ἄξιος
γιά λειτουργός τοῦ ῾Υψίστου καί ὅτι ἡ Θεία Χάρις θεραπεύει τίς ἀδυναμίες καί ἀναπληροῖ
τίς ἐλλείψεις μας. Πήγαινε καί ράψε τά ράσα καί τά ἄμφιά σου. Σύντομα θά σέ
χειροτονήσω.
Πράγματι,
ὅπως σημειώνει «τήν 24ην Μαΐου 1931 ἔγινα Διάκονος καί εἰς τάς 26 τοῦ ἰδίου
μηνός ἔγινα ῾Ιερεύς». Ἔτσι ὁ παπα-Δημήτρης ἀπό ποιμένας ἀλόγων ζώων ἔγινε τώρα
ποιμένας τῆς ποίμνης τοῦ Κυρίου. Μέ πρωτοφανῆ ζῆλο ἐργάστηκε στήν ἐνορία του.
Πάντα ἔβαζε σάν πρῶτο του καθῆκον τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του καί μετά τῆς οἰκογενείας
του.
Σάν
πραγματικός ποιμένας φρόντισε νά ἀσφαλίσει τό ποίμνιό του ἀπό τίς ἐπιθέσεις καί
τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Μέ τή βοήθεια τῶν πιστῶν ἔκτισε στά σταυροδρόμια τοῦ
χωριοῦ εἰκονοστάσια μέ σταυρούς καί εἰκόνες κλπ.
῏Ηταν φιλάνθρωπος, ἐλεήμων, ἀνοιχτόκαρδος,
κοινωνικός, ἔχοντας πάντοτε στίς τσέπες του καραμέλες γιά τούς μικρούς καί
μικροποσά γιά τούς ἐνδεεῖς μεγάλους.
Ἐνδιαφερόταν οἱ πιστοί νά διαβάζουν
χριστιανικά βιβλία καί περιοδικά καί γι᾽ αὐτό δημιούργησε βιβλιοθῆκες, στά
σπίτια πού ἔκανε ἐπισκέψεις ἔδινε γιά δῶρα βιβλία κι ἔστελνε ἐπιστολές.
Κατά
τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἐπειδή κήρυττε μέ παρρησία ὅτι οἱ τρεῖς ρίζες
τῆς φυλῆς μας εἶναι ἡ θρησκεία, ἡ οἰκογένεια καί ἡ πατρίδα, εἶχε μπεῖ στό
στόχαστρο αὐτῶν πού ἤθελαν νά ἀποκόψουν τό ἔθνος μας ἀπ᾽ αὐτές.
Γράφει: «Μοῦ
λέει ἡ παπαδιά μου. Παπά χαζάθηκες τελείως; Ἐσύ θά φέρεις τό ἀποτέλεσμα; Δέν
βλέπεις ὅλους τούς παπάδες τῶν χωριῶν, πού κάθονται στά σπίτια τους, δουλεύουν
καί τρώγουν μέ τίς οἰκογένειές τους; Ἐγώ τῆς ἀπαντῶ. Θά πεθάνω γιά τόν Χριστό
καί ὄχι γιά τόν χρυσό. Κομμουνιστής ἐγώ δέν γίνομαι».
Τὴν
ζωή του πέρασε ὑπηρετῶντας τούς «ἀδελφούς τοῦ Κυρίου». Οἱ συγχωριανοί του
πολλές φορές τόν ἄκουσαν νά λέγει: «Τρέξε παπα- Δημήτρη, τρέξε, ὁ διάβολος ἔζωσε
καί πάλι τό χωριό». Ὅπλο στά χέρια του ἦταν ἕνα τριμμένο ἀπό τήν πολύ χρήση
κομποσχοίνι.
Συνεχῶς προσευχόταν καί μνημόνευε ὀνόματα συνανθρώπων του πού τό εἶχαν
ἀνάγκη. Ἄν δέν θυμόταν τά ὀνόματά τους, μουρμούριζε: «ὑπέρ τοῦ διευθυντοῦ τοῦ
ΚΤΕΛ, ὑπέρ τοῦ ὀδοντιάτρου, ὑπερ… ὑπέρ…. Ὅλοι περνοῦσαν ἀπό τή σκέψη καί τά
χείλη του».
(Συνεχίζεται)
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου