– Γέροντα, μὲ πειράζει ἡ συνείδηση, ὅταν οἰκονομάω τὸν ἑαυτό μου. Σκέφτομαι: «Πῶς οἱ Ἅγιοι βίαζαν τὸν ἑαυτό τους;».
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς του, ἀγωνιζόμενος ταπεινά, μὲ φιλότιμο, τότε ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν θεία δύναμη, ὑπερφυσική.
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Βαρσανούφιος λέει: «Μὴ ζητήσῃς σωματικὴν ἀνάπαυσιν, ἐὰν μὴ δώῃ σοι αὐτὴν ὁ Κύριος»[1]. Τί ἐννοεῖ;
– Θέλει νὰ πῆ νὰ μὴν κοιτάζη κανεὶς τὸ χουζούρι του, τὸ βόλεμά του. Αὐταπάρνηση χρειάζεται πρῶτα καὶ ὕστερα ἔρχονται πολλὲς θεῖες δυνάμεις, γιατί, ὅταν ὑπάρχη αὐταπάρνηση, τότε ὁ Θεὸς δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν Χάρη Του.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχη τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, τότε δέχεται τὴν θεία βοήθεια, τὸν οἰκονομάει ὁ Θεός. Ἀνάλογη μὲ τὴν θυσία καὶ μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ κάνει κανεὶς γιὰ τὸν συνάνθρωπό του, εἶναι καὶ ἡ βοήθεια ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεό.
Μιὰ φορὰ ποὺ πήγαινα ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα ἀπὸ τὴν Μονὴ Σταυρονικήτα στὸ Καλύβι τοῦ Παπα–Τύχωνα – τὸ ἑτοίμαζα τότε[2], γιὰ νὰ μείνω ἐκεῖ – μὲ σταμάτησε στὸν δρόμο κάποιος ποὺ εἶχε πολλὰ προβλήματα.
Στάθηκα ὄρθιος, φορτωμένος μὲ τὸν τουρβᾶ γεμάτο πράγματα καὶ τὸν ἄκουγα· ψιχάλιζε κιόλας. Νύχτωσε καὶ ἐκεῖνος ἔλεγε-ἔλεγε συνέχεια. Ψιχάλα-ψιχάλα, εἴχαμε γίνει μούσκεμα.
Κάποια στιγμὴ μοῦ ἦρθε ὁ λογισμός: «Πῶς θὰ βρῶ τὸ Καλύβι; Νύχτα, λάσπη, τὸ μονοπάτι δύσκολο, δὲν ἔχω καὶ φακό, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸν διακόψω;». Τὸν ρώτησα ποῦ θὰ μείνη, μοῦ εἶπε σὲ ἕνα κοντινὸ Κελλί. Σταθήκαμε λοιπὸν ἐκεῖ μέχρι τὰ μεσάνυχτα.
Μόλις χωρίσαμε καὶ πῆρα τὸ μονοπάτι, γλίστρησα κι ἔπεσα μέσα στὰ βάτα. Τὰ παπούτσια ἔφυγαν κάτω, ὁ τουρβᾶς πιάστηκε στὰ κλαδιά, τὸ ζωστικὸ μαζεύτηκε στὸν λαιμό. Δὲν ἔβλεπα τίποτε.
Ὁπότε εἶπα: «Καλύτερα ἂς μείνω ἐδῶ καὶ ἂς ἀρχίσω τὸ Ἀπόδειπνο. Θὰ κάνω καὶ τὸ Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο, θὰ φωτίση καὶ θὰ βρῶ τὸ Κελλί μου. Ἄραγε αὐτὸς ὁ καημένος θὰ βρῆ τὸν δρόμο του;».
Μόλις ἔφθασα στὸ «Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου», ξαφνικά, ἕνα φῶς, σὰν προβολέας, φώτισε ὅλον τὸν λάκκο τῆς Καλιάγρας! Βρῆκα τὰ παπούτσια καὶ ξεκίνησα.
Ὅλο τὸ μονοπάτι ἦταν μέσ᾿ στὸ φῶς. Ἔφθασα στὸ Καλύβι, βρῆκα καὶ τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὸ λουκέτο, ποὺ ἦταν τόσο μικρὸ καὶ τὸ εἶχα βάλει σὲ τέτοιο μέρος πού, καὶ μέρα νὰ ἦταν, δύσκολα θὰ τὸ ἔβρισκα.
Μπῆκα μέσα, ἄναψα τὰ καντήλια στὸ ἐκκλησάκι, καὶ τότε χάθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς. Δὲν χρειαζόταν ἄλλο!...
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Ε' «Πάθη καὶ άρετές»
______________________________
[1] Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, Κείμενα διακριτικὰ καὶ ἡσυχαστικά, ἐρώτ. ρθ´, ἐκδ. «Ἑτοιμασία», Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1996, τόμος Α´, σ. 244.
[2] Τὸ 1968.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου