Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Οἱ Ἕλληνες τῆς Β. Ἠπείρου


Ἀφορμὴ γιὰ τὸ παρὸν κείμενο ἀπετέλεσε, ἡ συνεχιζόμενη ἐξοντωτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Ἀλβανικοῦ κράτους, ἔναντι τῶν Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Ἔχω τὴν γνώμη ὅτι, τὸ ποτήρι ἔχει ξεχειλίσει, μὲ τὴν συνεχιζόμενη συμπεριφορά, τοῦ Ἀλβανικοῦ κράτους κατὰ τῶν Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ἀκόμη πιστεύω καὶ ἡ δολοφονία τῶν Κων/νου Κατσίφα, ὀργανώθηκε ἀπὸ τὸ Ἀλβανικὸ Κράτος, διότι προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο, νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν σκέψη τῶν Ἑλλήνων τῆς Β. Ἠπείρου, τὴν βεβαιότητα ὅτι, ἡ περιοχὴ αὐτὴ εἶναι Ἑλληνική.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κρίνῳ σκόπιμο ν' ἀναφερθοῦμε γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες τῶν προγόνων μας, ὥστε νὰ μποροῦμε ν' ἀποφασίσουμε γιὰ τὸ «τί μέλλει γενέσθαι» στὸ μέλλον ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε πολιτικὴ ἐξουσία τῆς χώρας μας ὅποια καὶ ἂν εἶναι αὐτή. Βέβαια! Πάντα μὲ τὴν συγκατάθεση τῆς Βουλῆς καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.

Ἄς ἀναφερθοῦμε λίαν περιληπτικά, στὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ἔλαβαν χώρα, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων (21 Φεβ. 1913) ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς συνεχίζει ἀπελευθερώνοντας μία-μία καὶ τὶς πόλεις τῆς Β. Ἠπείρου, μέχρι ἔξω ἀπὸ τὴν Αὐλώνα.

Στὶς 17 Δεκεμβρίου 1913, δυστυχῶς, ἡ Ἰταλία καὶ ἡ Αὐστροουγγαρία, ἐξυπηρετῶντας δικά των συμφέροντα, μὲ τὸ ἁμαρτωλὸ πρωτόκολλο τῆς Φλωρεντίας, δημιουργοῦν γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἀλβανικὸ Κράτος, περιέχοντας στὰ ὅριά του καὶ τὴν Βόρειο Ἤπειρο. Μάλιστα! Μὲ ἐκβιασμὸ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, νὰ διαλέξει μεταξὺ νησιῶν Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου καὶ Βορείου Ἠπείρου.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀνάγκασε τοὺς Ἕλληνες τῆς Β. Ἠπείρου νὰ ξεσηκωθοῦν σὲ ἔνοπλη ἐξέγερση μὲ ἀποκορύφωμα, τὴν Αὐτονομία τῆς Β. Ἠπείρου στὶς 17 Φεβρουαρίου 1914. Ἀποτέλεσμα! Νὰ σχηματισθεῖ Κυβέρνηση μὲ πρόεδρο τὸν Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο καὶ μέλη τοὺς ἡρωικοὺς Μητροπολῖτες Δρυινουπόλεως Βασίλειος, Βέλλας καὶ Κονίτσης Σπυρίδωνα καὶ Κορυτσάς Γερμανό.

Ὑψώνεται ἡ σημαία τῆς αὐτονόμου Ἠπείρου καὶ ἐνταγμένος ὁ Ἑλληνισμὸς σὲ ἐθελοντικὰ αὐτονομιστικά σώματα καὶ Ἱεροὺς Λόχους, ἐλευθερώνει τὴν Βόρειο Ἤπειρο, ὑποχρεώνοντας τοὺς Ἀλβανοὺς νὰ ὑπογράψουν τὸ Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας στὶς 17 Μαΐου 1914.

        -Σύμφωνα μέ τὸ Πρωτόκολλο αὐτό:

  • Ἀναγνωρίζονταν ἡ αὐτονομία καὶ τὸ αὐτοδιοίκητο τῆς Β. Ἠπείρου.
  • Ἐλευθερία Σχολείων, γλώσσας καὶ θρησκείας.
  • Δικαίωμα νὰ ἔχουν δικό τους Στρατὸ καὶ δική τους χωροφυλακή.
  • Ἡ περιοχὴ (Χειμάρα, Ἀργυρόκαστρο, Ἅγ. Σαράντα, Λεσκοβίκι, Πρεμετή, Κορυτσά κ.ἄ.) θὰ ὀνομάζεται «Ἤπειρος» καὶ οἱ κάτοικοί της ὀνομάζονται Ἠπειρῶτες καὶ ὄχι Ἀλβανοί.

Ἡ Ἔναρξη του Α' Π.Π. καὶ ἡ ἔκρυθμη κατάσταση στὴν Ἀλβανία, ἀναγκάζει τοὺς Εὐρωπαίους, νὰ ἐπιτρέψουν τὴν εἴσοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ γιὰ ἀποκατάσταση τῆς τάξης στὴν Β. Ἤπειρο. Ἡ Αὐτονομιστική Κυβέρνηση παραδίδει εὐχαρίστως τὴν ἐξουσία της στὸν Ἐλευθερωτικό Στρατό. Ἔτσι ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἐλευθερώνει γιὰ 2η φορὰ τὴν Βόρειο Ἤπειρο.  
Ἡ Ἕνωση τῆς Β. Ἠπείρου μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα, πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν συμμετοχὴ 16 ἀντιπροσώπων στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, στὶς ἐκλογὲς ποὺ ἔλαβαν χώρα στὴν Ἑλλάδα μετὰ ἀπὸ ἕνα (1) χρόνο.

Δυστυχῶς ὅμως, ὁ διχασμὸς καὶ ἡ ἔλλειψη ὁμοψυχίας στὴν Ἑλλάδα (Βενιζέλου - Βασ. Κωνσταντίνου), ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία στοὺς Εὐρωπαίους προστάτες τῶν Ἀλβανῶν, ν᾿ ἀποσπάσουν καὶ πάλι τὴν Β. Ἤπειρο, ἀπὸ τὸν Ἐθνικὸ Κορμὸ τὴν Ἑλλάδα.


Στὴν δεκαετία τοῦ 1920, ὁ Ἀλβανικὸς Ἐθνικισμός, ἀπέκοψε πραξικοπηματικὰ τὴν Ἀλβανικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Προσπάθησε μάλιστα νὰ ἐπιβάλλει ὡς λειτουργικὴ γλῶσσα τὴν Ἀλβανική. (Κύριος Ἐκπρόσωπος τῆς προσπάθειας αὐτῆς, ὁ Ἀλβανὸς ψευδεπίσκοπος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ Φᾶν Νόλι).
Στην δεκαετία του 1930 ο Βασιλιάς Ζιώγου της Αλβανίας, επιτέθηκε εναντίον της Ελληνικής παιδείας των Ελλήνων της Β. Ηπείρου. Οι Βορειοηπειρώτες προσφεύγουν στο δικαστήριο της Χάγης και δικαιώνονται (1935).

Στὴν δεκαετία τοῦ 1930 ὁ Βασιλιᾶς Ζιώγου τῆς Ἀλβανίας, ἐπιτέθηκε ἐναντίον τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας τῶν Ἑλλήνων τῆς Β. Ἠπείρου. Οἱ Βορειοηπειρώτες προσφεύγουν στὸ δικαστήριο τῆς Χάγης καὶ δικαιώνονται (1935).

Στὶς 28 Ὀκτωβρίου τὸ 1940, στὸ πλευρὸ τοῦ Ἰταλικοῦ Στρατοῦ, εἰσέβαλλαν καὶ δύο Ἀλβανικὲς Μεραρχίες. Ὅμως! Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατός, προέλασε καὶ πάλι νικηφόρα, ὅπως ξέρουμε, στὴν Β. Ἤπειρο καὶ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Βορειοηπειρώτες ὡς ἐλευθερωτής. Αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη (3η) φορὰ ποὺ ἐλευθερώθηκε ἡ Β. Ἤπειρος. Δυστυχῶς καὶ αὐτὴ ἡ ἐλευθερία κράτησε μέχρι τὸν Ἀπρίλιο του 1941, ὁπότε μὲ τὴν εἰσβολὴ τῶν Γερμανῶν στὴν Ἑλλάδα, ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἐγκατέλειψε καὶ πάλι τὴν Β. Ἤπειρο.

Μετὰ τὴν λήξη τοῦ Β' Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τὴν ἧττα τοῦ Ἄξονα, ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση ζήτησε ἀπὸ τὴν Διεθνῆ Διάσκεψη Εἰρήνης τῶν 21 Ἐθνῶν στὸ Παρίσι (30-8-46) τὴν Ἕνωση τῆς Β. Ἠπείρου μὲ τὴν Ἑλλάδα. Τὸ ζήτημα παραπέμφθηκε ὕστερα ἀπὸ ἀντιδράσεις τοῦ Σοβιετικοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν Μολότοφ καὶ ἄλλων Κομμουνιστικῶν Κρατῶν, στὸ Συμβούλιο Ὑπουργῶν τῶν Ἐξωτερικῶν των Μεγάλων Δυνάμεων (Γαλλία, ΗΠΑ, Μεγ. Βρετανία, Ρωσία) ἡ ὁποία ἔγινε στὴν Ν. Ὑόρκη (4 Νοεμ. ἕως 12 Δεκ. 1946). Τὸ Συμβούλιο ἀνέβαλε τὴν λήψη ἀποφάσεων, ὡς πρὸς τὸ Βορειοηπειρωτικό γιὰ μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης Εἰρήνης μὲ τὴν Αὐστρία καὶ τὴν Γερμανία. Ἡ Συνθήκη Εἰρήνης μὲ τὴν Αὐστρία ὑπογράφηκε στὶς 15 Μαΐου 1955 στὴν Βιέννη καὶ μὲ τὴν Γερμανία στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1990 στὴ Μόσχα. Δυστυχῶς μέχρι καὶ σήμερα τὸ Βορειοηπειρωτικό ζήτημα περιμένει τὴ λύση του.

Μέχρι τὴν δεκαετία τοὺ 1960 οἱ Ἑλληνικὲς Κυβερνήσεις κατέβαλαν προσπάθειες γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ζητήματος σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο, στὴν συνέχεια ὅμως δὲν ἔδειξαν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ἐδῶ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ θυμηθοῦμε, τί εἶχε δηλώσει ὁ «Γέρος τῆς Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου, εἶπε: «Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὀφείλουν ὅλες οἱ Ἑλληνικὲς Κυβερνήσεις νὰ γνωρίζουν, εἶναι ὅτι τὸ θέμα τῆς Βορείου Ἠπείρου ὑφίσταται. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀπαγορεύεται εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα, εἶναι δι᾿ οἱανδήποτε λόγο ἡ ἀπάρνηση τοῦ Ἱεροῦ αἰτήματος... καθ᾿ ὅσον ἀφορᾶ τὴν Βόρειο Ἤπειρο, τὴν πανάρχαια αὐτὴ Ἑλληνικὴ Περιοχή, ἡ διεκδίκηση εἶναι Ἱερὰ καὶ ἀπαράγραπτος».

Προτοῦ κλείσουμε τὴν συνοπτικὴ αὐτὴ Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὸ ζήτημα τῆς Β. Ἠπείρου, θὰ ἤθελα ν᾿ ἀναφερθῶ σ᾿ ἕνα γνήσιο καὶ ἀκάματο ἀγωνιστή, γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς Β. Ἠπείρου, τὸν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Σεβαστιανό Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής καὶ Κονίτσης ἀπὸ τὸ 1967 ἕως τὶς 12 Δεκεμβρίου 1994 ὅταν καὶ ἀπεβίωσε.

Ὑπάρχουν κάποιες προσωπικότητες, ποὺ ὄχι μόνο σηματοδοτοῦν τὴν Ἱστορία μὲ τὸ δυναμικό τους πέρασμα, ἀλλὰ κυλῶντας ὁ χρόνος, οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας των, στὴν περίπτωση τοῦ Σεβαστιανοῦ καὶ τὶς εὐλογίες του. Ἄνευ ἀμφιβολίας μία τέτοια προσωπικότης ὑπῆρξε ὁ Μητροπολίτης αὐτός.

Τὸ 1991 ἡ ΟΜΟΝΟΙΑ Αργυροκάστρου τὸν εἶχε χαρακτηρίσει ὡς σύμβολο τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του, ἀνέφερε ἐπὶ λέξει: «... κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἡ σκέψις μου στρέφεται πρὸς τοὺς ἀλύτρωτους ἀδελφούς μας τῆς Β. Ἠπείρου, τοὺς στενάζοντες ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς πικρῆς δουλείας, νὰ τοὺς διαβεβαιώσουμε ὅμως ὅτι, ὄχι μόνο οἱ προσευχές μας θὰ τοὺς συνοδεύουν καθημερινά, ἀλλὰ καὶ πᾶν τὸ δυνατὸν θὰ πράξουμε, ὅπως λυτρωθοῦν τῶν δεσμῶν τῆς δουλείας.

Ἵδρυσε τὸ 1982 καὶ στὴν συνέχεια ὀργάνωσε καὶ ἐνίσχυσε οἰκονομικὰ τὴν μοναδικὴ φοιτητικὴ ὀργάνωση γιὰ τὸ Βορειοηπειρωτικό, τὴν συντονιστικὴ φοιτητικὴ Ἕνωση Βορειοηπειρωτικού Ἀγῶνα (ΣΦΕΒΑ). Τὸ 1987 ἵδρυσε τὸ Πανελλήνιο σύνδεσμο Βορειοηπειρωτικού Ἀγῶνα (ΠΑΣΥΒΑ) μὲ ἕδρα τὴν Κόνιτσα, σύνδεσμο στὸν ὁποῖο συμμετέχουν ἐπιστήμονες καὶ στελέχη τοῦ διηπειρωτικοῦ χώρου. Περίπου δεκαπέντε (15) εἶναι οἱ ἐκδόσεις τοῦ Μητροπολίτου γιὰ τὸ Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔχουν μεταφρασθεῖ στὰ Ἀγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικὰ καὶ Ἀλβανικὰ καὶ πολλὲς ἄλλες προσπάθειες.

Ἐπισκέφθηκε ἀκόμη καὶ τὸ Ἀμερικανικὸ Κογκρέσο καὶ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κοινοβούλιο, ὅπου καταγγέλλει τὶς παραβιάσεις τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῶν Βορειοηπειρωτῶν. Θεσμοθέτησε τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἐπετείου τῆς Αὐτονομίας τῆς Β. Ἠπείρου τοῦ 1914. Μετὰ τὴν πτώση τῶν ἠλεκτροφόρων συρματοπλεγμάτων (1990) στὴν Ἀλβανία, συνέταξε ἀνοικτὲς ἐπιστολές-ἐκκλήσεις, ποὺ ἔχουν μοιρασθεῖ σὲ χιλιάδες ἀντίτυπα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Βορειοηπειρωτῶν στὸν τόπο τους. Ἀπεβίωσε στὶς 12 Δεκ. 1994 καὶ ὁ τάφος του βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μολυβδοσκεπάστρου, Ἀνδριάντας του βρίσκεται στὴν Κόνιτσα καὶ προτομή του στὴν Ἀθήνα.

Σὲ μία Ἑλλάδα, ποὺ συνεχῶς ἀλλοτριώνεται ἀπὸ τὶς μικρότητές της, ἀλλὰ καὶ φτωχαίνει, ἀπὸ τὶς ἀπουσίες τῶν Μεγάλων, εἶναι ἀναγκαῖα ἡ ἀπόδοση εὐγνωμοσύνης στὰ πρόσωπα τῶν γνησίων ἀγωνιστῶν τῆς Πατρίδος καὶ ἐπιβεβλημένος ὁ ἀναβαπτισμὸς στὰ ἀκατάλυτα καὶ αἰώνια πρότυπά τους.

Ὁ Μεγάλος Ἕλλην Ἱστορικὸς ΠΟΛΥΒΙΟΣ εἶπε: «Ὄλβιος ὅστις τῆς Ἱστορίας ἔσχε Μάθησιν».


Ἰωάννης Μ. Ασλανίδης 

Ἀντ/γος ἐ.ἀ.

Ἐπίτιμος Διοικητὴς τῆς Σ.Σ.Ε.

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου