Εὔκολα μὴν πιστεύετε σὲ ὅ,τι ἀκοῦτε, γιατὶ εἶναι καὶ μερικοὶ ποὺ τὰ λένε ὅπως ἐκεῖνοι τὰ καταλαβαίνουν.
Πῆγε μιὰ φορὰ ἕνας στὸν Χατζεφεντῆ[1] καὶ τοῦ λέει: «Νἄχω τὴν εὐχή σου, Χατζεφεντῆ, ἑκατὸ φίδια μαζεύτηκαν ἐκεῖ ἐπάνω».
«Ἑκατὸ φίδια; Ποῦ βρέθηκαν;», ἀπόρησε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος.
«Ἔ, ἂν δὲν ἦταν ἑκατό, πενῆντα θὰ ἦταν σίγουρα».
«Πενῆντα φίδια!».
«Εἴκοσι πέντε πάντως θὰ ἦταν»!
«Εἴκοσι πέντε φίδια ἄκουσες νὰ μαζεύτηκαν ποτέ;», τοῦ λέει πάλι ὁ Ἅγιος.
Μετὰ τοῦ λέει ὅτι ἦταν δέκα ὁπωσδήποτε. «Καλά, τοῦ λέει ὁ Ἅγιος, συνέδριο εἶχαν καὶ μαζεύτηκαν δέκα φίδια; Πάψε· δὲν εἶναι δυνατόν!».
«Πέντε θὰ ἦταν», λέει τότε ἐκεῖνος. «Πέντε;».
«Ἔ, δύο θὰ ἦταν».
Ὕστερα τὸν ρωτάει ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος: «Τὰ εἶδες;».
«Ὄχι, λέει, τὰ ἄκουσα νὰ κάνουν μέσα στὰ κλαδιὰ "σσσσ..."».
Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ἦταν καὶ καμμιὰ σαύρα!... Ἐγὼ ἀπὸ ὅσα ἀκούω ποτὲ δὲν βγάζω συμπεράσματα, χωρὶς νὰ ἐξετάσω. Ἄλλος μπορεῖ νὰ λέη κάτι, γιὰ νὰ κατηγορήση, ἄλλος νὰ τὸ λέη ἁπλὰ καὶ ἄλλος σκόπιμα.
Τί σκανδαλοποιοὶ εἶναι μερικοί! Ἦταν δυὸ φίλοι στὴν Κόνιτσα πολὺ ἀγαπημένοι. Τὶς γιορτὲς καὶ τὶς Κυριακὲς δὲν γύριζαν μέσα στὴν πόλη· ἔρχονταν στὸ μοναστήρι, στὸ Στόμιο· ἔψελναν κιόλας. Ὕστερα ἀνέβαιναν στὸ βουνό, στὴν Γκαμήλα[2].
Μιὰ μέρα ἕνας διεστραμμένος τύπος τοὺς ἔβαλε σκάνδαλα. Πάει στὸν ἕναν καὶ τοῦ λέει: «Ξέρεις τί εἶπε γιὰ σένα αὐτός; Αὐτὸ καὶ αὐτό». Πάει μετὰ καὶ στὸν ἄλλον καὶ τοῦ λέει: «Ξέρεις τί εἶπε γιὰ σένα αὐτὸς ποὺ τὸν ἔχεις φίλο; Αὐτὸ καὶ αὐτό». Ἀμέσως ἔγιναν καὶ οἱ δυὸ θηρία καὶ πιάνουν ἕναν καυγᾶ μέσα στὸ μοναστήρι!
Ἐν τῷ μεταξὺ ἐκεῖνος ποὺ ἔβαλε τὸ φυτίλι ἔφυγε, καὶ αὐτοὶ δῶσ᾿ του νὰ μαλώνουν. Ὁ μικρότερος ἦταν καὶ λίγο νευρικὸς καὶ ἔβριζε τὸν μεγαλύτερο. «Τώρα, λέω, τί νὰ κάνω; Βρὲ τὸν πειρασμό, τί κάνει!».
Πάω καὶ λέω στὸν μεγάλο: «Κοίταξε, μικρὸς εἶναι· ἀφοῦ εἶναι καὶ λίγο νευρικός, μὴν τὸν παρεξηγῆς· ζήτησέ του συγγνώμη».
«Πάτερ, τί συγγνώμη νὰ ζητήσω, μοῦ λέει, δὲν βλέπεις πῶς μὲ βρίζει; Ἐγὼ οὔτε κἂν ἔχω ἰδέα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέει».
Πάω καὶ στὸν μικρὸ καὶ τοῦ λέω: «Κοίταξε, μεγάλος εἶναι· δὲν εἶναι ἔτσι ποὺ τὰ βλέπεις τὰ πράγματα· πήγαινε, ζήτησέ του συγγνώμη». Ἁρπάχθηκε ἐκεῖνος· ἔβαλε τὶς φωνές: «Θὰ μαλώσουμε καὶ μαζί, Πάτερ!».
«Ἔ, νὰ μαλώσουμε, ρὲ Παντελῆ! Ἄφησέ με ὅμως νὰ ἑτοιμασθῶ λίγο...», τοῦ εἶπα καὶ ἔφυγα. Ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι εἶχα κάτι ξύλα μακριά, γιὰ νὰ φράξω τὸν κῆπο. Πάω, παίρνω ἀπὸ τετρακόσια μέτρα μακριὰ ἕνα ξύλο κοντὰ πέντε μέτρα καὶ τὸ σβάρνιζα σιγὰ-σιγά, γιὰ νὰ τὸν κάνω νὰ γελάση.
Ἐκεῖνος ἄκουγε ποὺ τὸ σβάρνιζα, ἀλλὰ ποῦ νὰ φαντασθῆ τί τὸ ἤθελα! Μπῆκα μέσα στὴν αὐλὴ σβαρνίζοντας τὸ ξύλο, μέχρι ποὺ ἔφθασα κάτω ἀπὸ τὸν νάρθηκα. «Σταμάτα, ρὲ Παντελῆ, νὰ μαλώσουμε!», λέω.
Ἔσκασαν στὰ γέλια καὶ οἱ δυό, μόλις κατάλαβαν τί τὸ ἤθελα τὸ ξύλο! Αὐτὸ ἦταν. Ἔσπασε ὁ πάγος. Ἔσκασε ὁ διάβολος. «Εἶστε στὰ καλά σας; τοὺς λέω· τί εἶναι αὐτά;». Καὶ ἀγαπήθηκαν πάλι.
– Ἡ διαβολὴ τὴν ἴδια μέρα ἔγινε;
– Ναί, καὶ βρίζονταν ἄσχημα! Βλέπεις ὁ διάβολος τί κάνει; Ὁ ἄλλος ἴσως τοὺς ζήλευε ποὺ ἦταν τόσο ἀγαπημένοι σὰν ἀδέλφια, διέβαλε τὸν ἕναν στὸν ἄλλον καὶ ἔφυγε. Ἡ διαβολὴ εἶναι πολὺ κακό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ πειρασμὸς λέγεται διάβολος. Διαβάλλει· ἄλλα λέει στὸν ἕναν, ἄλλα στὸν ἄλλον καὶ δημιουργεῖ σκάνδαλα. Καὶ εἶδες, τὰ πίστεψαν οἱ καημένοι καὶ πιάστηκαν!
– Ἐπίτηδες τὰ εἶπε ἐκεῖνος;
– Ναί, γιὰ νὰ τοὺς χωρίση ἀπό... ἀγάπη, ἤγουν ἀπὸ φθόνο...
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
______________________________
[1] Ἔτσι ἀποκαλοῦσαν τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῶν Φαράσων.
[2] Βουνοκορφὴ τῆς Πίνδου ποὺ ἔχει τὸ σχῆμα τῆς γκαμήλας (Πάπιγγο–Τύμφη).
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου