Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης
Καὶ Θεοδώρῳ, καὶ νεκρῷ Θεοδώρου,
Τὸ θαυματουργεῖν δῶρον ἐκ Θεοῦ μέγα.
Εἰκάδι δευτερίῃ Συκεώτην τύμβος ἔκρυψεν.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Συκέα ἢ Συκεῶν τῆς Ἀναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως τῆς ἐπαρχίας Ἀγκυρανῶν καὶ ἦταν υἱὸς τῆς πόρνης Μαρίας καὶ τοῦ Κοσμᾶ, ἀποκρισάριου τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Ἡ ἐκ πορνείας γέννηση τοῦ Ὁσίου δὲν ἐμπόδισε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀναδείξει Ἀρχιερέα τιμιότατο καὶ νὰ τὸν πλουτίσει μὲ παράδοξες θεοσημεῖες καὶ θαυματουργίες.
Στὸ σχολεῖο προέκοπτε στὴ μάθηση καὶ σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἔδειξε κλίση στὸ μοναχικὸ βίο. Μία νύχτα καὶ ἐνῷ ὁ Ὅσιος εἶχε γίνει δωδεκαετής, ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτὸν ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος καὶ ἀφοῦ τὸν ξύπνησε τοῦ εἶπε: «Σήκω, Θεόδωρε, ἔφθασε ὁ ὄρθρος, πᾶμε νὰ προσευχηθοῦμε». Ὁ Ὅσιος εἶχε τόση εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Γεώργιο, ὥστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἀνέβαινε στὸ γειτονικὸ πετρῶδες ὄρος, ὅπου ἦταν τὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς παλικαριοῦ.
Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὴ μοναχικὴ πολιτεία σὲ νεαρὴ ἡλικία μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος.
Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ μοναχοῦ στὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Χουζιβᾶ.
Στὴν συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του καὶ παρέμεινε μόνιμα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ οἰκοδομοῦσε τὸν ἑαυτό του μὲ νηστεῖες καὶ χαμαικοιτίες, μὲ ἀγρυπνίες καὶ ψαλμῳδίες, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπολάμβανε ἀπὸ μέρος τοῦ Θεοῦ, ποταμὸ ἀπὸ περισσότερα χαρίσματα ἐναντίων τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων καὶ τῶν κάθε εἴδους ἀσθενειῶν.
Ἡ μητέρα του, ἔχοντας φρόνημα σαρκικό, ἐγκατέλειψε τὸν υἱό της καὶ ἀφοῦ πῆρε ὅσο μέρος τῆς περιουσίας τῆς ἀναλογοῦσε, νυμφεύθηκε τὸν Δαβίδ, ἄνδρα τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς τῆς Ἄγκυρας.
Ἡ ἀδελφὴ τῆς μητέρας του, ἡ Δεσποινία, ἡ μητέρα της Ἐλπιδία καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ὁσίου, ἡ Βλάττα, δὲν δέχονταν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ αὐτόν. Ἀπεναντίας παρατηροῦσαν μὲ προσοχὴ τὴν ἐνάρετη ζωή του καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν μιμηθοῦν ὅσο μποροῦσαν, ἐξαγνίζοντας καὶ ἀγιάζοντας τὸν ἑαυτό τους μὲ σωφροσύνη καὶ καθαρότητα βίου, μὲ ἐλεημοσύνες καὶ προσευχές.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, πῆγαν στὴν Ἄγκυρα καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀγκύρας, Παῦλο, νὰ ἀναδείξει Ἐπίσκοπο τῆς πόλεώς τους τὸν Ὅσιο Θεόδωρο. Ὁ Ὅσιος δὲν δεχόταν μὲ κανένα τρόπο τὴν πρόταση αὐτή. Ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ κατέφυγαν στὴ βία. Τὸν ἔβγαλαν ἔξω καὶ ἀφοῦ τὸν τοποθέτησαν ἐπάνω σὲ ἕνα φορεῖο, τὸν ἀπήγαγαν.
Κατὰ τὴν χειροτονία του σὲ Ἐπίσκοπο κάποιος εἶδε ἕνα τεράστιο ἀστέρι ποὺ ἀκτινοβολοῦσε, νὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ στέκεται ἐπάνω στὴν ἐκκλησία, ἀστράφτοντας καὶ φωτίζοντας τὴν πόλη καὶ τὴν γύρω περιοχή.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἔφθασε στὴν Ἀναστασιόπολη μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Κίννας, Ἀμίαντο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐνθρονίσθηκε. Ἔκτοτε ἔλαμπε συνεχῶς ὡς ἥλιος μὲ τὰ θεία χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, μὲ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, μὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἀγαθοεργίες.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπιθύμησε νὰ ἐπισκεφθεῖ γιὰ δεύτερη φορὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ὅλα τὰ ἁγιάσματα ποὺ ὑπῆρχαν στὴν περιοχή, καθὼς καὶ τὰ κοντινὰ μοναστήρια. Τὸν ἐνοχλοῦσε ὅμως ὁ λογισμὸς καὶ τὸν ἔπεισε τελικὰ νὰ μὴν ἐπιστρέψει πίσω στὴν πατρίδα του, ἀλλὰ νὰ ζήσει ἡσυχαστικὴ ζωὴ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ. Νόμισε πὼς εἶχε πέσει ἔξω ἀπὸ τὸ μοναχικὸ μέτρο, ἐπειδὴ ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ εὐθύνη τῆς Ἐπισκοπῆς καὶ διότι τὸν στεναχωροῦσαν οἱ ἐνοχλητικὲς καταστάσεις ποὺ ὑπῆρχαν σὲ αὐτήν.
Πῆγε λοιπὸν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ζοῦσε ἐκεῖ σὲ ἕνα κελλὶ κάποιου ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀνδρέα. Κάποια νύχτα ὅμως παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο του ὁ Ἅγιος Γεώργιος καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ἕνα ραβδί, τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ περπάτα, διότι πολλοὶ ἄνθρωποι λυποῦνται, γιατί ἀπουσιάζεις. Δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ἐγκαταλείψεις τὴν Ἐπισκοπή σου καὶ νὰ ζεῖς ἐδῶ». Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἀποχαιρέτισε τοὺς πατέρες τῆς μονῆς καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Ὅταν ἔφθασε στὰ μέρη τῆς Γαλατίας, κοντὰ στὸ μοναστήρι τῶν Δρυΐνων, τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴν μιλήσουν σὲ κανέναν γι’ αὐτό, καθὼς αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ δὲν τὸν γνώριζαν.
Ὡστόσο ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου κυκλοφόρησε παντοῦ. Ἔτσι ἔρχονταν πολλοὶ στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του.
Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴν Ἀναστασιόπολη προξενώντας ἔτσι μὲ τὴν ἐπιστροφή του, χαρὰ σὲ ὅλους. Ὅμως ὁ Ὅσιος εἶχε ἀποφασίσει νὰ παραιτηθεῖ, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἡσυχαστικὴ ὁδό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνάντησε τὸν Ἐπίσκοπο Ἀγκύρας Παῦλο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν παραίτησή του. Ὁ Ἐπίσκοπος Παῦλος δὲν ἤθελε νὰ δεχθεῖ τὴν παραίτηση τοῦ Ὁσίου. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἔντονη συζήτηση μεταξύ τους, στὸ τέλος ἀποφάσισαν νὰ στείλουν μήνυμα στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, γιὰ νὰ τοῦ θέσουν τὸ θέμα αὐτό. Ὁ Πατριάρχης Κυριακός, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ βασιλέως, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Μητροπολίτη Ἀγκύρας νὰ δεχθεῖ τὸ αἴτημα τοῦ Ὁσίου, νὰ τοῦ δώσει μάλιστα καὶ τὸ ὠμοφόριο τῆς Ἐπισκοπῆς, γιὰ νὰ διατηρεῖ τὸ ἀξίωμά του, καθὼς ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος καὶ ἀποχωροῦσε ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ χωρὶς νὰ ἔχει διαπράξει ἀδίκημα.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἦλθε στὴν περιοχὴ τῆς Ἡλιουπόλεως καὶ ἀπομονώθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὴν Ἄκρηνα, πολὺ κοντὰ στὸ χωριὸ Πίδρος. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἐπιστολὲς καὶ ἀπὸ τὸν βασιλέα Μαυρίκιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κυριακό, οἱ ὁποῖοι τὸν προέτρεπαν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ τοὺς εὐλογήσει. Ἔτσι λοιπὸν πῆγε στὴ θεοφύλακτη πόλη, ὅπου κήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ θεράπευσε πολλούς.
Ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴ Γαλατία, ἀλλὰ ἐπισκέφθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 610 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Θωμᾶ, στὸν θάνατο τοῦ ὁποίου βρέθηκε. Καὶ ἀφοῦ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σέργιο ἐπανῆλθε στὸ μοναστήρι του, ὅπου συνέχισε τὸ θεοφιλὴ βίο του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 613 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καὶ τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουὴλ ὁ κλεινός, τὴν ὑπέρτιμον στολὴν Πάτερ κληρούμενος· ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός, καὶ Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τὰς ψυχοτρόφους δωρεὰς τοῖς πιστοῖς.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς θεοφόρε, ἐπιβὰς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, ἄγγελος, μετὰ ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος, σὺν τοῖς Ἀγγέλοις περιχορεύων· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον δοχεῖον Θεόδωρε.
Μεγαλυνάριον.
Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τὸν σὸν βίον τὸν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καὶ δωρεὰν βλυσταίνεις, πᾶσι τὰς χάριτας.
Ὁ Ἅγιος Ναθαναὴλ ὁ Ἀπόστολος
Τὸν Ναζαρηνὸν γνοὺς Ναθαναὴλ μέγαν,
Τὴν Ναζαρὲτ σίγησον ἄχρηστον λέγειν.
Περὶ τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναὴλ γνωρίζουμε τόσα μόνο σαφὴ καὶ θετικά, ὅσα τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο περιέσῳσε μεταξὺ τοῦ Φιλίππου καὶ αὐτοῦ διαμειφθέντα καὶ μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν ἐκεῖνος ἄκουσε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, γιὰ τὸν Ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς στὸ Νόμο καὶ οἱ Προφῆτες.
Στοὺς Συναξαριστὲς ὁ Ἀπόστολος Ναθαναὴλ ταυτίζεται μὲ τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο (υἱὸς τοῦ Θολομαίου), ἄλλοτε δὲ μὲ τὸν ζηλωτὴ Σίμωνα, τὸν Ἀπόστολο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου τελέσθηκε ὁ γάμος στὸν ὁποῖο παρακάθισε καὶ ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν μητέρα Του.
Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως τοῦ Ἀποστόλου Βαρθολομαίου πρὸς τὸ Ναθαναήλ, εἶναι οἱ ἑξῆς: α) Στοὺς καταλόγους τῶν μαθητῶν στὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῷ στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο μόνο ὡς Ναθαναὴλ καὶ β) στοὺς καταλόγους αὐτοὺς συγκαταριθμεῖται πάντοτε μὲ τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο.
Ἡ ἀποστολικὴ δράση τοῦ Ἀποστόλου Ναθαναὴλ ἐπεκτείνεται μέχρι τὴν Ἀφρική, τὴ Μαυριτανία καὶ τὴ Βρετανία, ὅπου καὶ σταυρώθηκε ἀπὸ εἰδωλολάτρες.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸς θεασάμενος, τὴν σὴν εὐθεῖαν ψυχήν, καὶ τρόπον τὸν ἔνθεον, Ναθαναὴλ ἱερέ, ὡς Κτίστης ἐβόησεν· Ἴδε Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν· ὅθεν καὶ ὑπηρέτης, καὶ Ἀπόστολος θεῖος, τῆς τούτου παρουσίας, ἐδείχθης τοῖς πέρασι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ Χριστῷ προσέδραμες, ὡς τῶν ῥημάτων, τῶν αὐτοῦ ἀκήκοας, Ναθαναὴλ ἀπὸ ψυχῆς, καὶ Ἀποστόλοις ἠρίθμησαι, τὰ ὑπὲρ λόγον ἀμέσως μυούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Μύστης τοῦ Σωτῆρος θεοειδής, Ναθαναὴλ ὤφθης, καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής· ἔνθεν εὐσεβείας, μυσταγωγὸς ἐδείχθης, ζωῆς ἀνακηρύξας, τὸ Εὐαγγέλιον.
Ὁ Ἅγιος Νέαρχος ὁ Μάρτυρας
Τοῦ πρὸς σέ, Σῶτερ, ἐμπύρου θείου πόθου,
Νέαρχος εἶπεν, οὐδὲ πῦρ με χωρίσει.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέαρχος τελειώθηκε διὰ πυρός. Εἰκάζεται ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Πολυεύκτου. Ἐὰν θεωρηθεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθές, τότε ὁ Ἅγιος Νέαρχος πρέπει νὰ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Γάιος Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Γάιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Δαλματία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 283 μ.Χ. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἐρευνητὲς ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Γαβίνου († 19 Φεβρουαρίου). Ὑπέστη πολλοὺς διωγμοὺς καὶ κακώσεις, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ καὶ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει σὲ σπήλαιο μακριὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 296 μ.Χ.
Άγιος Βικτωρινός ο Μάρτυρας
Δεν έχουμε πληροφορίες για τον βίο του Αγίου.
Όσιος Ανανίας εκ Μαλλών Κρήτης
Πρώτος Αδελφός, ανακαινιστής και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Εξακουστής Μαλλών Ιεράπετρας, υπήρξε ο Χατζη-Ανανίας, κατά κόσμον Αντώνιος Μπαρμπεράκης, που γεννήθηκε το έτος 1837 μ.Χ. στις Μαλλες Ιεράπετρας από απλούς, φτωχούς αλλά θεοσεβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Αθηνά, οι οποίοι μεγάλωσαν το παιδί τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Ο Αντώνιος δεν έμαθε γράμματα, αλλά από μικρός είχε έφεση στα ιερά γράμματα και επιθυμούσε να περιβληθεί το αγγελικό σχήμα. Απέφευγε κάθε σωματική απόλαυση. Ως βρέφος δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή και αρνούνταν πεισματικά να πιάσει τον μαστό της μητέρας του. Δεν έφαγε ποτέ κρέας, ψάρι και τυροκομικά. Μόνο τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές έτρωγε λάδι και το Πάσχα κατέλυε οστρακοειδή, σουπιές και καλαμάρια. Ήταν πάντοτε ξυπόλυτος και ντυμένος κατάσαρκα με τρίχινα και χονδρά ράσα ενώ για κρεββάτι του είχε το δέρμα ενός ζώου, συνήθως προβάτου, και μαξιλάρι του μία κακόβολη πέτρα. Έτσι, σε ηλικία μόλις 14 ετών εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι και κατέφυγε στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καψά Σητείας, όπου εκάρη Μοναχός και υπήρξε μαθητής και συμμοναστής του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη, ιδρυτού της σημερινής Μονής Καψά, ο οποίος τον όρισε διάδοχό του.
Μετά το θάνατο του Οσίου Ιωσήφ το 1870 μ.Χ. εξελέγη Ηγούμενος της Μονής, αλλά κάποιες συκοφαντίες τον ανάγκασαν αργότερα να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα. Επειδή έμεινε στους Αγίους Τόπους, όπου είχε πάει να προσκυνήσει τα Ιερά Προσκυνήματα φέρει τον τίτλο του Χατζή, που στα αραβικά σημαίνει προσκυνητής.
Ο νόστος και η αγάπη του για την πατρίδα τον έφεραν πίσω στις Μάλλες το έτος 1877 μ.Χ., όπου κατέφυγε στην Εξακουστή και επιδόθηκε στο ανακαινιστικό έργο της Μονής.
Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους δραστήριους εκείνους μοναχούς που έδρασαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ., ως ανακαινιστές ξεχασμένων μοναστηριών και ως ιδρυτές καινούργιων.
Ο Χατζη-Ανανίας ανακαίνισε το σπηλαιώδη ναό και ανοικοδόμησε τον παλαιό ναό, τον οποίο και μετέτρεψε σε καθολικό της νεοσύστατης Μονής. Συμφωνα με τον Γάλλο αρχαιολόγο Πωλ Φωρ βρήκε εκεί «ερείπιόν τι ναού, αγνώστου ονόματος και μικρόν τι Εξωκκλήσιον, επωνομαζόμενον δε Παναγία Εξακουστή...». Αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, που αναφέρουν ότι ο Χατζή- Ανανίας ανακαίνισε την εκκλησία που υπήρχε εκεί και άρχισε να οικοδομεί την καινούργια Μονή κοντά στο σπήλαιο. Η αποπεράτωση των εργασιών της ανακαίνισης της Μονής έγινε πέντε χρόνια μετά και αναφέρεται σε επιγραφή που σώζεται στη βάση του κωδωνοστασίου του Ναού: «ΤΗ 21η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1882 / ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΞΑΚΟΥΣΤΗΣ / ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΑΝΑΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ / ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ».
Ο Ναός έχει σχήμα μονόκλιτης Βασιλικής, με στέγη σαμαροειδή, όπως συνηθίζεται στην Κρήτη. Οι εικόνες του τέμπλου είναι νεώτερες, όμως δεξιά και αριστερά του Τέμπλου βρίσκονται εντοιχισμένες δύο παλιές εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου Βρεφοκρατούσης και του Τιμίου Προδρόμου, ενώ παλιός είναι και ο Δεσποτικός Θρόνος. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο εξαιρετικής τέχνης και είναι έργο των περίφημων ξυλογλυπτών (νιταδόρων) αδελφών Παναγιώτου και Ιωάννου Μακράκη και Ζαχ. Φαρσάρη από το Μέσα Λασίθι Οροπεδίου.
Στη νότια πλευρά του περιβόλου και σε μικρή απόσταση υπάρχει βράχος, η κορυφή του οποίου καλύπτεται από τους κλάδους συκιάς.
Στη βάση του υπάρχει μικρός σπηλαιώδης ναός αφιερωμένος στην ένδοξη Μεταμόρφωση του Κυρίου. Αρχικά ήταν μικρό φυσικό σπήλαιο, το οποίο διαμορφώθηκε πρόχειρα σε ναΰδριο και γι’ αυτό θεωρείται αχειροποίητος η θεόκτιστος ναός, στον οποίο ανακαλύφθηκε η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αργότερα καλύφθηκε με τοίχο η δυτική πλευρά του και κλείσθηκε με πόρτα, ενώ σοβατίσθηκε το εσωτερικό του και κατασκευάσθηκε μικρό τέμπλο. Το Θυσιαστήριο του είναι φυσικός βράχος. Πάνω στο Θυσιαστήριο υπάρχει βράχος, χωρίς όμως να έχει ερευνηθεί γιατί η διάμετρος είναι πολύ μικρή.
Συμφώνα με την παράδοση το ναΰδριο αυτό δεν υπήρχε, αλλά υπήρχε απλώς μικρό φυσικό σπήλαιο. Σ’ αυτό αναγκάσθηκε να καταφύγει μικρό παιδί ο Αντώνιος Μπαρμπεράκης, ο μετέπειτα Μοναχός Χατζη-Ανανίας, μία μέρα του χειμώνα που έβοσκε εκεί κοντά τα ζώα της οικογένειας του για να προφυλαχθεί από τη βροχή και αποκοιμήθηκε. Τότε είδε στο όνειρό του την Παναγία, η οποία του είπε ότι είναι εκεί και να ερευνήσει να βρει την εικόνα της.
Το παιδί εκείνο ξύπνησε φοβισμένο και έφυγε. Το ίδιο όνειρο είδε και την επόμενη μέρα όταν αναγκάστηκε και πάλι να καταφύγει στο σπήλαιο αυτό για να προφυλαχθεί από τη βροχή και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε ερεύνησε στο βάθος του σπηλαίου και ανακάλυψε μία εικόνα της Παναγίας, την οποία μετέφερε το βράδυ στο πατρικό σπίτι του. Ο πατέρας του Αντωνίου φοβήθηκε να κρατήσει την εικόνα στο σπίτι του, επειδή θεωρούσε ανάξιο και ακατάλληλο τον χώρο αυτό για την Παναγία. Έτσι παρήγγειλε στο γιό του να επιστρέψει την εικόνα στον τόπο που την βρήκε. Από τότε ο μικρός Αντώνιος πήγαινε καθημερινά στο χώρο αυτό και άναβε κανδήλι μπροστά στην εικόνα. Αργότερα μαζί με τον πατέρα του διαμόρφωσαν εκείνο το σπήλαιο σε Ναΰδριο.
Μετά από πολλά χρόνια, ο Αντώνιος έγινε Μοναχός στη Μονή Καψά και έλαβε το όνομα Ανανίας, και επέστρεψε, όπως είπαμε, στη γενέτειρά του το έτος 1877 μ.Χ. για να εγκατασταθεί στην μέχρι τότε ερειπωμένη Μονή Εξακουστής. Η φωτισμένη προσωπικότητα και η αγιότητα του Χατζή- Ανανία προσέλκυσε και άλλους Μοναχούς στο Μοναστήρι, οι οποίοι πρόσφεραν και την πατρική τους περιουσία, με αποτέλεσμα τη σύντομη αποπεράτωση και επάνδρωση της Μονής.
Η γύρω περιοχή ανήκε στην οικογένεια Τσακιράκη, που τη δώρισε για την ανέγερση της Μονής και βοήθησε τον Χατζή-Ανανία στο έργο του. Νέοι προσκυνητές κατέφθαναν καθημερινά στο νεόδμητο τότε μοναστήρι και υποψήφιοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν σ' αυτό. Το 1881 μ.Χ. η Μονή αριθμούσε οκτώ μοναχούς και δύο λαϊκούς κατοίκους. Ηγούμενος της Μονής παρέμεινε ως το 1895 μ.Χ. ο Χατζή-Ανανίας, ο οποίος προσπάθησε με τα πλούσια διοικητικά του χαρίσματα να αποκτήσει το μοναστήρι πόρους για να μπορέσει να επιβιώσει.
«...Η της Μονής περιουσία, η οποία κατ’ αρχάς αποτελείτο κατ’ έκτασιν εκ κτήματος οκτώ στρεμμάτων πέριξ της Μονής, ηυξήθη δι’ αγορών εις τριάκοντα στρέμματα, καλλιεργημένα και δενδροφυτευμένα. Εις την περιουσίαν ταύτην, δι’ αγορών ομοίως και αφιερώσεων, προσετέθησαν και άλλα εις εννέα διαφόρους θέσεις κτήματα, εν οις και ελαιοτριβείον εντός του χωρίου Μαλλών...», σημειώνει ο Ν. Ι. Παπαδάκης στο έργο του «Η Εκκλησία της Κρήτης».
Το 1893 μ.Χ. κανονικός Ηγούμενος της Μονής εξελέγη ο Ιερομόναχος Μεθόδιος Βρυγιωνάκης από τους Αρμένους, αλλά τίποτα δεν γινόταν στη Μονή χωρίς τη γνώμη και του Χατζή-Ανανία, τον οποίο όλοι αναγνώριζαν ως κτίτορα. Τα χρόνια αυτά η Αδελφότητα της Μονής είχε δύναμη οκτώ Μοναχούς και δύο δοκίμους, ενώ διέθεται αξιόλογη κτηματική περιουσία και ικανό αριθμό αιγοπροβάτων. Το επόμενο έτος ο π. Μεθόδιος παραιτήθηκε και στη θέση του ηγουμένου εξελέγη ο Ιερομόναχος Ιερόθεος Μπαρμπεράκης, ανηψιός του Χατζή-Ανανία. Λίγο αργότερα, λόγω δύσκολων συνθηκών, ο τότε Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος ανέθεσε πάλι στον Χατζή-Ανανία την επιστασία της Μονής από τις 7 Απριλίου 1898 μ.Χ. έως 3 Φεβρουαρίου 1899 μ.Χ.
Η σπουδαία αυτή πορεία του Μοναστηριού διακόπηκε με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα μ.Χ., αφού η Μονή κρίθηκε διαλυτέα σύμφωνα με τον Καταστατικό Νομό της Κρητικής Πολιτείας 276/1900 της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας, με την οποία οι δέκα (10) μοναχοί μετατέθηκαν και εγγράφησαν στη Μονή Φανερωμένης. Ομως το 1903 μ.Χ. η Μονή επανασυστάθηκε και ο Χατζή-Ανανίας με όλη την αδελφότητα των μοναχών επανήλθαν στον αγαπημένο τους τόπο, την Μονή της μετανοίας τους.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Ηγούμενος Ανανίας εκοιμήθη οσιακά τη νύκτα του Πασχα, στις 22 Απριλίου του 1907 μ.Χ., την ώρα μάλιστα της τελετής της Αναστάσεως.
Στη συνείδηση όσων τον γνώρισαν από κοντά είναι ένας άγιος, που η φήμη του φτάνει ως τις μέρες μας και διατηρείται ζωντανή στους κατοίκους της περιοχής Ιεράπετρας και Βιάννου.
Εκτός από το χάρισμα της ιάσεως ασθενών, ήταν προικισμένος από τον Θεό και με το προορατικό χάρισμα, με το οποίο βοήθηκε πολλούς πιστούς να συναισθανθούν την αμαρτωλότητά τους και να μετανοήσουν. Τα Λείψανά του μετά την εκταφή αποπνέουν άρρητη ευωδία και επιτελούν θαύματα σε όσους με πίστη επικαλούνται την βοήθεια του.
Όπως είναι φυσικό μετά τον θάνατο του Οσίου Ανανία η Μονή γνωρίζει περίοδο παρακμής, αφού ο βασικός πόλος έλξεως των προσκυνητών δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Το 1920 μ.Χ. αριθμούσε μόλις τέσσερις μοναχούς, ενώ το 1935 μ.Χ. η Μονή κρίθηκε διαλυτέα και άρχισε η ερήμωσή της. Ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας πώλησε στην τότε Κοινότητα Μαλλών όσα κτήματα είχαν απομείνει.
Κατά το διάστημα της Γερμανοϊταλικής Κατοχής τα κελλιά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν. Δεν καταστράφηκαν μόνο το παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, αλλά και το Καθολικό της Μονής και το κελλί του Ιερομονάχου π. Ιωακείμ Χατζάκη, που πήγαινε τακτικά για να λειτουργεί στο Μοναστήρι του.
Άγιος Γρηγόριος Γραβανός ο Νισύριος
Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν μέλος του κινήματος των Κολλυβάδων. Όταν το κίνημα των Κολυββάδων ξεπέρασε τα όρια του Αγίου Όρους, οι μοναχοί διασκορπίστηκαν στα νησιά του Αιγαίου. Ο Άγιος Γρηγόριος μαζί με άλλους ήρθε στην Πάτμο και αργότερα στους Λειψούς, όπου έχτισε ερημητήριο προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Εξαιτίας πειρατικών επιδρομών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί και να επιστρέψει αργότερα στην Πάτμο, όπου συνάντησε το Μακάριο το Νοταρά (βλέπε 17 Απριλίου), που έμενε στο Κάθισμα των Αγίων Πάντων που δημιούργησε ο ίδιος στο λόφο της Κουμάνας. Ο Άγιος Γρηγόριος παρέμεινε με το Μακάριο για λίγο και μετά έφυγε για ένα άλλο μέρος του νησιού, που ονομάζεται Γραβά (το Γραβανός προέρχεται από το μέρος αυτό).
Έγινε ευρέως γνωστός ως πνευματικός και υπάρχει η παράδοση ότι ακόμη και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον επισκέφθηκε. Κάποια στιγμή, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πάτμο για την Ικαρία, όπου και κοιμήθηκε το 1812 μ.Χ.
Άγιος Πλάτων ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Μπάνια Λούκα
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Πλάτων, κατὰ κόσμο Μιλιβόγιε Ἰωάννοβιτς, γεννήθηκε στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1874 στὸ Βελιγράδι ἀπὸ τὸν Ἠλία Ἰωάννοβιτς καὶ τὴν Γιέλκα Σοκόλοβιτς. Μετὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωσή του ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Τὸ ἔτος 1896 ἀπεστάλη γιὰ σπουδὲς στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Ἐπιστρέφοντας τὸ ἔτος 1901 ἀπὸ τὴ Ρωσία, μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του, διορίσθηκε προϊστάμενος τῆς μονῆς Ρακοβίτσα καὶ καθηγητής. Κατὰ τὸν Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ὁ Ἀρχιμανδρίτης Πλάτων κατετάγη στὸ σῶμα τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων καὶ μετὰ τὸ πέρας τοῦ πολέμου ἀφιέρωσε τὴν διακονία του στὴν περίθαλψη τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν πληγέντων. Τὸ ἔτος 1936 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος καὶ τὸ ἔτος 1939 μετατίθεται στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Μπάνια Λούκα.
Ἄρχισε ὅμως ὁ Β’ Παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἐπίσκοπος Πλάτων ἔπρεπε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Κροατία, γιατί ἦταν Σέρβος. Ἀρνήθηκε ὅμως, λέγοντας ὅτι ἡ ἐκλογή του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ βάση τοὺς Κανόνες καὶ τὸν πνευματικὸ νόμο. Ὄφειλε λοιπόν, νὰ παραμείνει κοντὰ στὸ ποίμνιό του καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του γι’ αὐτό, ἐὰν χρειαζόταν. Ὡστόσο οἱ ἀρχὲς τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐπαρχία του. Ὁ Ἐπίσκοπος ζήτησε νὰ μείνει δύο – τρεῖς ἡμέρες προκειμένου νὰ προετοιμασθεῖ γιὰ τὴν ἀναχώρησή του. Δὲν πρόλαβε ὅμως. Οἱ Οὐστάτσι τὸν συνέλαβαν μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα Δουσὰν (Σούμποτιτς) καὶ τὸν ἐκτέλεσαν. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα Πλάτωνος τὸ ἔριξαν στὸν ποταμὸ Βρμπάνια. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα κάποιοι Χριστιανοὶ τοῦ χωριοῦ Κουμσάλε τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ στρατιωτικὸ κοιμητήριο τῆς Μπάνια Λούκα. Τὸ ἔτος 1973 τὰ τίμια λείψανά του μετακομίσθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Μπάνια Λούκα.
Ἡ κανονικὴ πράξη ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἱερομάρτυρος Πλάτωνος ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, τὸ ἔτος 1998.
Πηγές:http://www.saint.gr/04/22/index.aspx
Όσιοι Απόστολος και Θεοχάρης οι αυτάδελφοι
Αδελφὰ Θεόχαρες σὺν ̓Αποστόλῳ
̓Εν γῇ ἐν πόλῳ τε φρονεῖτε σωφρόνως.
Θεόχαρες τέρφθητι χαρὰν τὴν θείαν
Σὺν ̓Αποστόλῳ ἐν πόλῳ σελασφόρῳ
Θεοχάρους τε Αποστόλοιο ἀθλοσύνην ἀείδω.
Σε
κάθε εποχή ο Θεός αναδεικνύει αγίους ανθρώπους οι οποίοι αν και ζουν
στις ίδιες συνθήκες ζωής με όλους τους άλλους συνανθρώπους τους, οι
ίδιοι «αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα της πίστεως», φωτίζουν ως
πνευματικοί φάροι τον κόσμο τον οποίο και διακονούν εν ονόματι του
Κυρίου μας.
Σε
μια εποχή δύσκολη για όλο το γένος μας (τέλος του 18ου αρχές του 19ου
αιώνα μ.Χ.) ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην πόλη της Άρτας να
γεννηθούν, να ζήσουν, να ασκηθούν, να διδάξουν και να αγιάσουν δύο κατά
σάρκα αδέλφια οι όσιοι Θεοχάρης και Απόστολος.
Οι
Όσιοι αυτάδελφοι Θεοχάρης και Απόστολος ήταν παιδιά του ευσεβή ιερέα
Γεωργίου Ντούϊα, εφημέριου του Ιερού Ναού της Αγίας Σοφίας Άρτας, και
της ενάρετης πρεσβυτέρας Φωτεινής. Ο Θεός τους χάρισε τρεις γιους (ο
τρίτος λεγόταν Κωνσταντίνος), τους οποίους ανάθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ
νουθεσίᾳ Κυρίου».
Φρόντισαν
πρώτα απ’όλα να γίνουν άνθρωποι του Θεού και η πορεία της επίγειας ζωής
τους να είναι και πορεία προς τον ουρανό και τον αγιασμό τους.
Παράλληλα ενδιαφέρθηκαν να μορφώσουν τα παιδιά τους με την όποια
καλύτερη παιδεία υπήρχε στην πόλη την εποχή εκείνη.
Ο
μεγαλύτερος γιος τους ο Θεοχάρης (γεννήθηκε γύρω στα 1760 μ.Χ.) διέθετε
μεγάλη έφεση για τα γράμματα. Διδάχθηκε την «θύραθεν σοφία» στην
περίφημη τότε σχολή της Άρτας, τη σχολή Μανολάκη Καστοριώτη. Εκεί την
εποχή εκείνη δίδασκε ο μεγάλος δάσκαλος και ιεροψάλτης, Δημήτριος
Οικονομόπουλος Βενδραμής από το Μεσολλόγι. Στη σχολή διδάσκονταν ο όσιος
Θεοχάρης, αλλά ο ίδιος με την αγία του ζωή και τις θεόπνευστες
παραινέσεις δίδασκε τους συμμαθητές του, πολλοί από τους οποίους
παρακινήθηκαν και έγιναν ιερείς και μοναχοί. Από την ηλικία αυτή
φανερώθηκε η δύναμη και η πειθώ του λόγου του Αγίου, αφού έβγαινε φυσικά
από μια καρδιά που τη φλόγιζε η αγάπη του Θεού.
Τον δε «ἁπλὸ καὶ ἀκέραιον στὴν ψυχὴ» Απόστολο ανέλαβε ο ίδιος ο πατέρας του.
Τα
δύο αδέλφια ο Θεοχάρης και ο Απόστολος είχαν ιδιαίτερη έφεση και αγάπη
προς την εκκλησιαστική ζωή και με ιδιαίτερη ταπείνωση και επιμέλεια
διακονούσαν τον ιερέα πατέρα τους στα λειτουργικά του καθήκοντα.
Παράλληλα όλη η οικογένεια ήταν ανεξάντλητη πηγή αγάπης και προσφοράς,
υλικής και πνευματικής προς τους συνανθρώπους και τους ενορίτες τους.
Η
χαρά των γονιών ήταν μεγάλη για την πρόοδο και την καλλιέργεια των
παιδιών τους. Η καρδιά του ευλαβέστατου ιερέα σκιρτούσε από την επιθυμία
και την προσδοκία να δει και να απολαύσει τους δυο γιους του
λειτουργούς στο άγιο και υπερουράνιο θυσιαστήριο. Τέτοια άγια φιλοδοξία
είχε ο ενάρετος ιερέας! Πραγματικά με πολλή προσοχή έκανε την πρόσκληση
στα δυο του παιδιά να γίνουν ιερείς ό,τι πιο ευλογημένο και άγιο μπορεί
να υπάρξει επί της γης. Πλήρωσε μάλιστα και τα εμβατίκια (χρηματικά ποσά
προς τον Αρχιερέα, για την χειροτονία και τοποθέτηση σε ιερέα σε
συγκεκριμένο ναό) στην Μητρόπολη Άρτης για να χειροτονηθούν τα παιδιά
του ιερείς στον ναό της Αγίας Σοφίας που και ο ίδιος ιερουργούσε.
Η
απάντηση των σοφών νέων ήταν: «Μη βιάζεσαι πατέρα. Έχει ο Θεός».Έβλεπαν
οι Άγιοι το ύψος και το μεγαλείο της Ιερωσύνης του Χριστού και δεν
έσπευδαν, αλλά όπως και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας απέφευγαν
με δέος και ευλάβεια τη μεγάλη αυτή τιμή.
Ο
ευλογημένος ιερέας ήθελε ο πρώτος γιος του ο Θεοχάρης να νυμφευθεί
πρώτα και μετά να ιερωθεί. Ο Θεός όμως είχε άλλα αποφασίσει γι' αυτόν. Ο
Θεοχάρης είχε ήδη πάρει την απόφαση να ακολουθήσει το αγγελικό
πολίτευμα, δηλαδή το δρόμο της ασκήσεως και της μοναχικής πολιτείας και
αντέλεγε με πολύ σεβασμό: «επιθυμώ όταν τελειοποιήσω τις σπουδές μου και
έλθω στη νόμιμη ηλικία, εκείνο το οποίο η Θεία Πρόνοια με φωτίσει,
εκείνο και θα πράξω».
Μαζί
με τους γονείς καμάρωνε και ο Μητροπολίτης την πρόοδο των νέων αυτών
και προσδοκούσε να λαμπρύνουν την τοπική Εκκλησία με την απόφασή τους να
ιερωθούν.
Όταν
τελείωσε τις σπουδές του ο Θεοχάρης, η οικογένεια του σεβαστού Ιερέα
Γεωργίου Ντούϊα, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε. Εκοιμήθησαν εν Κυρίῳ
και οι δύο γονείς, ο ιερέας Γεώργιος και η πρεσβυτέρα Φωτεινή. Έφυγαν
όμως ειρηνικοί απ' τον κόσμο αυτό γιατί όσο μπόρεσαν έκαναν το χρέος
τους προς τον Θεό και τους συνανθρώπους τους αφήνοντας πίσω στα παιδιά
τους μια σημαντική περιουσία και κληρονομιά.
Και
η περιουσία αυτή, που μπόρεσαν και μετέδωσαν στα παιδιά τους, ήταν η
αληθινή και γνήσια πίστη τους, η αγία ζωή τους και η κατά Θεόν πορεία
πάνω στις αξίες της πίστεως και της πατρίδας.
Ο
Θεοχάρης και ο Απόστολος, σαν μεγαλύτεροι αδελφοί, μετά τον θάνατο των
γονέων τους φρόντισαν τον μικρότερο αδελφό τους Κωνσταντίνο. Όταν
ανδρώθηκε φρόντισαν να νυμφευθεί. Από το γάμο αυτό με την Σωσσάνη
απέκτησε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Θεοχάρη. Οι ίδιοι, αφού
αποκατέστησαν τον αδελφό τους Κωνσταντίνο στο πατρικό τους σπίτι,
αποσύρθηκαν σε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας
«απαρνηθέντες τα εγκόσμια».
Τα
δύο αδέλφια απερίσπαστα πια από τα του κόσμου, ρίχνονται με θάρρος και
γενναιότητα σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Η αδιάλειπτη προσευχή, η
μελέτη του λόγου του Θεού, η ολονύκτια στάση, η ψυχοτρόφος νηστεία, η
σιωπή και η εγκράτεια, η μετάνοια και η ολόθερμη αγάπη προς τον Θεό ήταν
η καθημερινή τους πράξη και ζωή.
Η
τροφή τους ήταν λιτή αποτελούμενη από ψωμί και νερό που έπιναν μετά τη
δύση του ηλίου. Μερικές φορές έτρωγαν και λίγα φρούτα. Ο πρώτος
βιογράφος τους, αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κάτω
Παναγιάς, αναφέρει ότι το ψωμί το έβαζαν σε ένα πήλινο σκεύος με μικρό
άνοιγμα (ίσα που να χωρεί το ένα χέρι) για να υπογραμμίσει το λιτόν της
τροφής τους. Αλλά και όταν κάποιοι ευσεβείς και ελεήμονες χριστιανοί
τους πήγαιναν φαγητά, αυτοί με ευχαρίστηση, ευγένεια και πολλές ευχές τα
δέχονταν, όχι για να τα γευτούν οι ίδιοι - ούτε κατ΄ελάχιστον - αλλά
για να ελεήσουν πολλούς συνανθρώπους τους που βρίσκονταν σε ανέχεια και
δύσκολη θέση. Μάλιστα για να τους πείσουν να τα πάρουν τους έλεγαν ότι
αυτοί έφαγαν αρκετά και αυτά που τους προσφέρουν ήταν τα υπόλοιπα.
Φυσικά όλους τους υποχρέωναν να μην αναφέρουν πουθενά την πράξη τους
αυτή.
Ενώ
δεν είχαν μοναχικό σχήμα και δεν είχαν καρεί μοναχοί έκαναν και
τηρούσαν με ακρίβεια τον κανόνα του μεγαλόσχημου μοναχού. Κοινωνούσαν
των αχράντων μυστηρίων μία φορά την εβδομάδα και ακολουθούσαν τη ζωή και
το παράδειγμα των πατέρων και ασκητών της εποχής τους το πνεύμα των
οποίων πέρασε σ' αυτούς και με τη διδασκαλία του Αγίου Κοσμά του
Αιτωλού.
Από
το μικρό σπιτάκι τους δεν έβγαιναν παρά μόνο όταν είχαν απόλυτη ανάγκη
και όταν η αγάπη προς τον πλησίον τους, υποχρέωνε σε διακονία και
προσφορά. Έτσι ο Θεοχάρης δίδασκε τα πρώτα γράμματα στα Αρτηνόπουλα στο
μικρό και χαριτωμένο εκκλησάκι της Παναγίας της Κασσοπίτρας (Κασσιόπης)
μέχρι το 1818 μ.Χ. Εκεί δεν τους μάθαινε μόνο ξερά γράμματα και δεν τους
μετέδιδε μονάχα στείρες γνώσεις αλλά έπλαθε κυρίως την ψυχή τους
ποτίζοντάς τα με το καθάριο νερό της πίστεως και του Ευαγγελίου και
ανάβοντας μέσα τους την αγάπη προς την έρμη και δούλα πατρίδα. Δεν είναι
τυχαίο ότι απ΄αυτόν τον δάσκαλο βγαίνει σπουδαίος μαθητής, ο εθνεγέρτης
και αρχηγός της Φιλικής Ετερείας, ο εκ Κομποτίου Νικόλαος Σκουφάς.
Αλήθεια ποιος μπορεί να μετρήσει τους παλμούς της καρδιάς δασκάλου και
μαθητή μέσα στη διαδικασία μετάγγισης ζωής; Ποιος μπορεί να
σκιαγραφήσει, έστω και κατ΄ολίγον, τι συνέβαινε στην ψυχή του νεαρού
Σκουφά, ακούγοντας το φλογερό δάσκαλο;
Σημαντικό
το έργο του οσίου Θεοχάρη και μεγάλη η πνευματική ωφέλεια του Αρτηνού
λαού από τις θεόπνευστες επίσης ομιλίες του στο μονύδριο των Αγίων
Αναργύρων.
Ο
Όσιος Θεοχάρης προσέφερε αφιλοκερδώς και ακούραστα τις υπηρεσίες του
στην Μητρόπολη Άρτης όταν Αρχιερατικός επίτροπος ήταν ο ηγούμενος της
Ιεράς Μονής Θεοτοκίου Βενέδικτος «ο μεγαλοπρεπής και ελεήμων». Ο
Βενέδικτος εκτιμώντας την μεγάλη αυτή και αγία προσωπικότητα τον κάλεσε
να εργαστεί ως γραμματέας του. Ο Θεοχάρης παρά το φόρτο και τον κόπο της
εργασίας αυτής ουδέποτε παραπονέθηκε και αρνήθηκε κάτι, παρά μόνο σε
περιπτώσεις διαζυγίου, αφωρισμού και τιμωρίας ιερέα. Η αγία του ψυχή και
η συνείδησή του δεν το άντεχε, γι' αυτό προσποιούνταν τον άρρωστο και
κατέφευγε στο αγαπητό του κελλί όπου έβρισκε παρηγοριά στην προσευχή του
Ιησού και στις πολυάριθμες μετάνοιες.
Ο
Βενέδικτος μετά από πολλές παρακλήσεις του Αγίου, κατάλαβε ότι ο
Θεοχάρης δεν ήταν γι' αυτή τη δουλειά και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά
του δίνοντας το χρόνο όλο για προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού και
των αγίων Πατέρων.
Στην ασκητική αυτή πορεία, συνοδοιπόρος και συνασκητής ο άγιος Απόστολος αδελφός κατά σάρκα και πνεύμα του Οσίου Θεοχάρη.
Οι
Αυτάδελφοι όσιοι αγάπησαν πλήρως τώρα τον μονήρη βίο. Μόνο ο Απόστολος
έβγαινε από το μικρό ασκηταριό που βρίσκονταν στην καρδιά της πόλης για
να ψωνίσει τα αναγκαία και να καλλιεργήσει το μικρό αμπέλι τους.
Αναφέρεται
επίσης ότι οι άγιοι είχαν δύο στάμνες (πήλινα δοχεία) για νερό. Κατά τη
νύκτα πήγαιναν τη μία στάμνα στο πηγάδι που τη γέμιζαν οι γυναίκες την
ημέρα. Το βράδυ πήγαινε ένας απ΄αυτούς την έπαιρνε και άφηνε για γέμισμα
την άλλη στάμνα. Κι αυτό το έκαμαν γιατί ήταν εραστές της ησυχίας και
της προσευχής. Με αυτή τους τη στάση και προσευχή συμπαραστάθηκαν
δυναμικά στο λαό της πόλης κατά τη διάρκεια των μεγάλων και θανατηφόρων
επιδημιών πανώλης (πανούκλας) που ενέσκυψαν στην Άρτα, η πρώτη στις 2
Μαΐου του 1816 μ.Χ. και η δεύτερη το 1823 μ.Χ.
Οι
δύο αδελφοί δεν απομακρύνθηκαν από την πόλη αλλά νυχθημερόν κλεισμένοι
στο ερημητήριό τους προσεύχονταν μέχρι που ο Θεός και διά πρεσβειών του
Αγίου Βησσαρίωνος, του οποίου την κάρα έφεραν και λιτάνευσαν οι Αρτηνοί,
απομάκρυναν το θανατικό και ο λαός ξαναγύρισε στα σπίτια τους. Με τη
στάση τους αυτοί οι άγιοι αυτάδελφοι έδωσαν δύναμη και κουράγιο στους
κατοίκους της πόλης οι οποίοι πλέον με πολύ σεβασμό τιμούσαν αυτούς.
Οσίας και φιλόθεας ζωής και το τέλος οσιακό και ειρηνικό έρχεται.
Ο
Θεοχάρης προγνωρίζει την ώρα του θανάτου και παρακαλεί τον αυτάδελφό
του και συναθλητή Απόστολο να ειδοποιήσει τον ιερέα να έλθει να τον
κοινωνήσει την δωδεκάτη μεσημβρινή ώρα της Μεγάλης Παρασκευής. Ο ιερέας
με θλίψη και σεβασμό έρχεται στο μικρό σπιτάκι όπου ο όσιος Θεοχάρης με
ιδιαίτερη ευλάβεια κοινωνεί για τελευταία φορά τα Άχραντα Μυστήρια. Μετά
δίνει τις τελευταίες οδηγίες και επιθυμίες στον «ἁπλοῦν καὶ ἀκέραιον τῇ
ψυχῇ Ἀπόστολον».
Τον
παρακαλεί πρώτα πρώτα να συνεχίσει με τον ίδιο ζήλο την ίδια φιλόθεη
και φιλάνθρωπη ασκητική ζωή. Επιθυμία του είναι στην κηδεία του να
παραστεί ο Μητροπολίτης Άρτης, να ενταφιασθεί στον ναό των Αγίων
Αναργύρων και ουδέποτε να γίνει ανακομιδή των λειψάνων του. Την οικεία
του τέλος δωρίζει στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας όπου εφημέρευε ο
πατέρας του και όπου εκεί ο ίδιος είχε τις πρώτες και σημαντικές
πνευματικές εμπειρίες.
Η
αγγελία του θανάτου του την Μεγάλη Παρασκευή του 1828 μ.Χ. προκάλεσε
οδύνη και θλίψη στον αρτηνό λαό που με σεβασμό και ευλάβεια έτρεξαν
άπαντες στην εξόδιο ακολουθία του στην οποία χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Άρτης Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος με λόγια απλά και συγκινητικά
εκφώνησε επικήδειο λόγο, ανέφερε τις αρετές, την πίστη και την ασκητική
ζωή του Θεοχάρους και προέτρεψε τους πιστούς να μιμηθούν την αγία του
ζωή. Ο ίδιος ευχήθηκε για τον εαυτό του να τύχει τέτοιας μεγάλης
ευλογίας και να πεθάνει τέτοια μεγάλη μέρα. Πραγματικά την άλλη χρονιά,
το 1829 μ.Χ., την Μεγάλη Παρασκευή εξεδήμησε προς Κύριον και ο σεμνός
αυτός Ιεράρχης.
Στην
κηδεία του Οσίου συνέβησαν «εξαίσια και μεγάλα θαύματα». Οι τέσσερις
λαμπάδες του νεκροκρέβατου κατά την νεκρική πομπή ενώ ήταν σβησμένες,
άναψαν, και άρρητη ευωδία σκόρπισε το άγιο σκήνωμά του. Η ευωδία αυτή
πλημμύρισε και το ναό των αγίων Αναργύρων αλλά και το μικρό σπιτάκι που
ζούσε ο Άγιος. Άλλη μαρτυρία επίσης αναφέρει, ότι κατά την ώρα της
εξοδίου ακολουθίας, άναψαν από μόνα τους τα κεριά του πολυελαίου των
Αγίων Αναργύρων, θαύμα και πιστοποίηση από το Θεό της αγίας και φωτεινής
ζωής του.
Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, στο χώρο μπροστά από την είσοδο της νότιας πλευράς του ναού.
Κατά
το 1866 μ.Χ. όταν ηγούμενος του μονυδρίου ιερομόναχος Κορνήλιος,
ανακαίνισε το μονύδριο, βρήκε στο χώρο αυτό κάτω από μια πλάκα
σκεπασμένη την «χαριτόβρυτον αὐτοῦ κάραν πνέουσαν ἄρρητον εὐωδίαν». Αφού
την προσκύνησε ευλαβικά την κάλυψε όπως αρχικά ήταν, σεβόμενος την
επιθυμία του Αγίου. Έτσι ο χώρος της ταφής του αγίου παραμένει μέχρι
σήμερα απείρακτος.
Ο
Απόστολος συνέχισε να ζει σύμφωνα με τις τελευταίες υποθήκες του
μεγαλυτέρου αδελφού του. Μοναχικά, ασκητικά, φιλάνθρωπα και
εκκλησιαστικά. Καθημερινά φρόντιζε να συμπαρίσταται στους πάσχοντας
συναθρώπους και η ελεημοσύνη προς όλους ήταν υποδειγματική. Κοντά του οι
κατατρεγμένοι, τα ορφανά και οι φτωχοί έβρισκαν παρηγοριά και ελπίδα.
Δεκαεπτά
χρόνια ζει μετά την κοίμηση του αγίου αυταδέλφου του Θεοχάρη, κοντά
στον άλλο τους αδελφό Κωνσταντίνο την ίδια θεοφιλή ζωή.
Όταν
και ο ίδιος προείδε το τέλος του παρακάλεσε τον αδελφό του να ταφεί
χωρίς τιμές στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας. Πραγματικά όταν παρέδωσε
την ψυχή του στον Κύριο κατά το έτος 1845 μ.Χ., το λέιψανό του
ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Σοφίας στο χώρο πίσω από το ιερό
Βήμα του ναού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Οσίου Αποστόλου ευσεβείς
γυναίκες πήγαν στον τάφο - όπως είναι συνήθεια μέχρι σήμερα - να ρίξουν
νερό και να τον καλλωπίσουν. Έκπληκτες βρέθηκαν μπροστά σ΄ένα απρόσμενο
θέαμα. Βρήκαν «ἐκφυὲν εἰς τὸ μέσον τοῦ τάφου πρωτοφανὲς θαυμάσιον ἄνθος
ἐκπέμπον ἄρρητον εὐωδίαν», πράγμα που φανέρωνε εκ Θεού την αγιότητα του
οσίου Αποστόλου.
Η
μνήμη των οσίων αυταδέλφων παρέμεινε ανεξάληπτη στους κατοίκους της
πόλεως της Άρτας οι οποίοι από την ημέρα του θανάτου τους, τους τιμούσαν
ως Αγίους μνημονεύοντάς τους κατά την Τετάρτη της Διακαινησίμου
Εβδομάδος (Πάσχα).
Με
τις ενέργειες του αειμνήστου ιερέως Σταύρου Παπαχρήστου, Εφημερίου του
ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, καθιερώθηκε επίσημα η γιορτή τους.
Η μνήμη τους σήμερα τελείται πάνδημα και μεγαλόπρεπα την Κυριακή των Μυροφόρων στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν
κλεινῶν αὐταδέλφων τὴν δυάδα τιμήσωμεν, τὸν θεοειδῆ Θεοχάρην καὶ τὸν
σύμπνουν ̓Απόστολον· ὁσίαν γὰρ ἀνύσαντες ζωήν, ̔Αγίων ἠριθμήθησαν
χοροῖς, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα
τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δοξασθέντι δι ̓ ὑμῶν,
ἐσχάτοις ἔτεσιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεἶα
θρέμματα ὢφθητε Ἄρτης, καί κειμήλια ἠθῶν ὁσίων, ὧ Θεόχαρες σοφὲ καὶ
Ἀπόστολε· ἐν ἀρεταῖς γὰρ ἐνθέοις ἐμπρέψαντες, τῆς τῶν Ἁγίων τιμῆς
ἠξιώθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Αὐτάδελφοι παμμακάριστοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ
μέγα ἕλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν
αὐταδέλφων τὴν ὁσίαν δυάδα, ἀνευφημήσωμεν ἐν ὕμνοις ἐνθέοις, σὺν
Θεοχάρει τὸν κλεινὸν ̓Απόστολον· οὗτοι γὰρ βιώσαντες, τῶν ̔Αγίων τὸν
βίον, ῞Αγιοι ἐδείχθησαν, καὶ Χριστοῦ κληρονόμοι· οἷς καὶ βοῶντες εἴπωμεν
πιστοί· χαίρετε ῎Αρτης, βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν
ἀγαπήσαντες, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν, ζωήν ἀνεπίληπτον, ὁμοφωνίᾳ ψυχῆς,
πιστῶς ἐβιώσατε· ὅθεν τῷ ούρανίῳ μεταστάντες νυμφῶνι, Θεόχαρες Θεοφόρε·,
καῖ Ἀπόστολε μάκαρ, πρεσβεύσατε ἡμῖν δοῦναι, χάριν καὶ ἒλεος.
Ὁ Οἶκος
Εὐαγγελίου
τοῦ Χριστοῦ. τοὺς νόμους ἐκπληροῦντες, ᾶγίαν ἔζησαν ζωὴν, ἐν μέσῳ
τύρβης κοσμικῆς, αὐτάδελφοι οἰ θεῖοι· τὸ ἓν γὰρ Φρονήσαντες μιᾷ προθέσει
ἀληθεῖ, ὅσα εὔφημα καί σεμνὰ, ὅσα δίκαια καί ἁγνὰ, ἐνεκολπώθησαν
προθύμως. ἅπαν πρόσολον καί γεῶδες νόημα ἀποβάλλοντες· ἐντεῦθεν ἐν
νηστείᾳ διηνεκεῖ, καὶ ἀγρυπνίᾳ συντόνῳ καὶ εὐχῇ ἀκαταπαύστῳ, ἡσύχως
διαβιοῦντες, τὸν ἐν Αγίοις ἀναπαυόμενον, ἁγιοπρεπῶς ἐδόξασαν Λόγον ᾧ καί
πρεσβεύουσιν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν βοώντων αὐτοῖς συμφώνως· χαίρετε Ἄρτης
βλαστοὶ εὐθαλέστατοι.
Μεγαλυνάριον
Σύμψυχοι
ὁμότροποι ἀδελφοί, Θεόχαρες μάκαρ Καὶ Ἀπόστολε ἀληθῶς, ῶφθητε ἐν Ἄρτῃ,
βιώσαντες ὁσίως· διὸ τῆς τῶν Ἁγίων δόξης ἐτύχετε.
Σύναξις Πάντων τῶν Σιναϊτῶν Ἁγίων
Θεοεικέλους Σιναΐτας Ὁσίους,
Καὶ Ἀθλητὰς ἄσμασι κοινοῖς δει μέλπειν.
Το
Σιναϊτικό Αγιολόγιο περιλαμβάνει σπουδαίες επώνυμες και ανώνυμες μορφές
που έδρασαν τόσο κατά την περίοδο της Παλαιάς όσο και της Καινής
Διαθήκης. Στο Αγιολόγιο αυτό περιλαμβάνονται εκείνοι για τους οποίους
διατηρήθηκαν μαρτυρίες και βάσει αυτών αναγνωρίσθηκαν Άγιοι. Πρόκειται
για εκατόν ογδόντα μία άγιες μορφές, των οποίων η μνήμη εορτάζεται
συνολικά κατ΄ έτος την Τετάρτη της Διακαινησίμου, ημέρα αφιερωμένη στην
«Σύναξη πάντων των Σιναϊτών Αγίων». Το Ησυχαστήριο μάλιστα της Τάρφας
τιμάται στην εορτή της Συνάξεως των Σιναϊτών Αγίων.
Από
τις μορφές αυτές έξι συνδέονται με την Παλαιά Διαθήκη και είναι κυρίως
γνωστές από το βιβλίο της Εξόδου όπου περιγράφεται η φυγή των Εβραίων
από την Αίγυπτο προς τη γη της Επαγγελίας. Οι υπόλοιπες μορφές
συνδέονται με την περίοδο της Καινής Διαθήκης και έζησαν από τον 3ο
αιώνα έως τις ημέρες μας.
Οι Άγιοι που εορτάζουν είναι:
Α) Ααρών Προφήτης, αδελφός Προφήτου Μωϋσέως.
Β) Αβραάμιος όσιος δενδρίτης.
Γ) Αικατερίνα μεγαλομάρτυς, πολιούχος Ι. Μ. Σινά.
Δ) Αμμούν όσιος αββάς Ραϊθούς.
Ε) Αναστάσιος ηγούμενος Ι. Μ. Σινά, και Πατριάρχης Αντιοχείας ομολογητής.
Στ)
Αναστάσιος Ιερομάρτυς διάδοχος στην ηγουμενία και στην πατριαρχεία του
άνωθεν μνημονευθέντος και σφοδρού πολεμίου των Μονοφυσιτών.
Ζ) Αναστάσιος όσιος Ραϊθούς.
Η) Αναστάσιος όσιος ασκητής, συγγραφεύς των: Διηγήσεων περί των Σιναϊτών Πατέρων.
Θ) Ανατόλιος Όσιος εκ Ραϊθώ, Ιεροσολυμίτης.
Ι) Ανωνύμων οσιομαρτύρων των εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων.
Ια) Ανωνύμων δυο οσίων αυταδέλφων διδύμων, εκ Κωνσταντινουπόλεως.
Ιβ)
Ανωνύμων τριών, των οποίων Φαρανίτες ψαράδες, βρήκαν σε σπήλαια τα άγια
λείψανά τους, τα οποία κατέπαυσαν τον κλύδωνα της θάλασσας.
Ιγ) Ανωνύμων οσίων αοράτων ασκητών της ερήμου Σίδδης.
Ιδ) Ανωνύμων οσίων δύο ευγενών αυταδέλφων ασκητών.
Ιε) Ανωνύμου οσίου δενδρίτου ασκητού.
Ιστ) Ανωνύμου οσίου ασκητού της ερήμου Σίδδης.
Ιζ) Ανωνύμου οσίου γυμνητεύοντος ασκητού.
Ιη) Ανωνύμου μάρτυρος, γόνου της Φαράν, εκ των αναιρεθέντων.
Ιθ) Βενιαμίν αββά Αιλίμ, οσιομάρτυρος εκ των αναιρεθέντων.
Κ) Γαλακτίωνος Μάρτυρος.
Κα) Γεωργίου Οσίου, μαθητή Οσίου Ιωσήφ Ραϊθηνού.
Κβ) Γεωργίου Οσίου Αρσελαΐτου, ηγουμένου Σινά, και θαυμαστώς τους πίθους της Μονής ελαίου γεμίσαντος.
Κγ) Γεωργίου ηγουμένου Σινά, αδελφού Ιωάννου Κλίμακος.
Κδ) Γεώργιος Όσιος Βυζάντιος, του ασκήσαντος εν τινί νήσω της Ερυθράς.
Κε) Γεώργιος Όσιος Φαραωνίτης, μαθητής του άνωθεν Γεωργίου.
Κστ) Γεώργιος Όσιος Γαδημήτης.
Κζ) Γρηγόριος Όσιος Σιναΐτης.
Κη) Δανιήλ Όσιος Φαραωνίτης.
Κθ) Δόμνος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λ) Δουλάς Όσιος ηγούμενος Σινά.
Λα) Δουλάς Όσιος πρεσβύτερος, ηγούμενος Σινά.
Λα) Ελένη Ισαπόστολος, της κτισάσης ναό επί της Βάτου
Λβ) Ελισσαίος Όσιος Αρμένιος.
Λγ) Επιστήμη Μάρτυς.
Λδ) Επιφάνιος Όσιος έγκλειστος.
Λε) Ευθύμιος πατριάρχης Ιεροσολύμων.
Λστ) Ευσέβιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Λζ) Ζαχαρίας Όσιος, ο ασκήσας εν Σινά και εν Γεράροις.
Λη) Ζήνων Όσιος σημειοφόρος.
Λθ) Ηλίας Προφήτης.
Μ) Ηλίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μα) Ησαΐας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μβ) Ησύχιος Όσιος Χωρηβίτης.
Μγ) Ησύχιος Όσιος, ηγούμενος μονής του Βάτου.
Μδ) Θεόδουλος Όσιος, γιός Οσίου Νείλου Σιναΐτου.
Με) Θεόδουλος πρεσβύτερος, Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μστ) Ιγνάτιος Όσιος, ιερομόναχος και πνευματικός, εκ Ρεθύμνου.
Μζ) Ιερεμίας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Μη) Ιησούς του Ναυή.
Μθ) Ιουλιανός Όσιος ο απλός, ο εν τη Αγία Κορυφή ασκήσας.
Ν) Ιουστινιανός Όσιος ο βασιλόπαις, ο τη σιωπή ασκήσας.
Να) Ισαάκ Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νβ) Ιωάννης Όσιος της Κλίμακος.
Νγ) Ιωάννης Όσιος ό Κίλικας, ηγούμενος Ραϊθούς.
Νδ) Ιωάννης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Νε) Ιωάννης αρχιεπίσκοπος Σινά, Ιερομάρτυς, εξ Αθηνών.
Νστ) Ιωάννης Όσιος Σαββαΐτης.
Νζ) Ιωσήφ Όσιος Ραϊθούς.
Νη) Λογγίνος ή Ίσαυρος, Όσιος ο πνευματοφόρος, ηγούμενος Σινά.
Νθ) Μακάριος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ξ) Μαριάμ, αδελφή Προφήτου Μωϋσέως.
Ξα) Μαρίνα Οσία Ραϊθούς.
Ξβ) Μάρκος Όσιος, μαθητής Αββά Σιλουανού.
Ξγ) Μάρκος Οσιομάρτυς, εκ των αναιρεθέντων.
Ξδ) Μαρτύριος Όσιος, γέροντας Ιωάννου της Κλίμακος.
Ξε) Ματθαίος Όσιος ο ακτήμων, εκ Πελοποννήσου.
Ξστ) Ματθίας Όσιος του εν Αρανδουλά.
Ξζ) Ματόης Όσιος πρεσβύτερος Ραϊθούς.
Ξη) Μεγέθιος Όσιος ο ασκητής της κοιλάδας των Αγ. Τεσσαράκοντα.
Ξθ) Μιχαήλ Όσιος Ιβηρίτης, της ερήμου του Αρσελάου.
Ο) Μωϋσής Προφήτης.
Οα) Μωϋσής Όσιος νηστευτής Φαραωνίτης.
Οβ) Νείλος Όσιος Σιναΐτης.
Ογ) Νετράς Όσιος, επίσκοπος Φαράν.
Οδ) Νίκανδρος Όσιος.
Οε) Νίκων Όσιος.
Οστ) Νιστέρωος Όσιος Ραϊθούς.
Οζ) Ξόϊος Όσιος Θηβαίος.
Οη) Ορέντιος Όσιος.
Οθ) Παύλος Πατρεύς, ηγούμενος Ραϊθούς, οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Π) Παύλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πα) Πέτρος Όσιος Πιονίτης.
Πβ) Πρόκλος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πγ) Σάββας Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πδ) Σεραπίων Όσιος Ιερομόναχος και πνευματικός.
Πε) Σέργιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Πστ) Σέργιος Όσιος αναχωρητής.
Πζ) Σιλουανός Οσιομάρτυς.
Πη) Στέφανος Όσιος ερημίτης, Χωρηβίτης.
Πθ) Στέφανος Όσιος Βυζάντιος.
Ρ) Στέφανος Όσιος Κύπριος.
Ρα) Στέφανος Όσιος του Μαλωχά.
Ρβ) Στρατήγιος Όσιος ο έγκλειστος.
Ργ) Συμεών Όσιος ο πεντάγλωσσος.
Ρδ) Υπάτιος Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων.
Ρε) Φιλόθεος Όσιος ο Σιναΐτης.
Ρστ) Χριστόφορος Όσιος ο Ρωμαίος.
Ρζ) Ψώης Οσιομάρτυς εκ των αναιρεθέντων, μαθητής Οσίου Μωϋσέως Φαρανίτου.
Ρη) Ωρ Προφήτης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐν
Σινᾷ τῷ ἁγίῳ διαφόροις ἐν ἔτεσι, καὶ ἐν Ῥαϊθῷ ὑπὲρ φύσιν ἐν σαρκὶ
ἠγωνίσασθε, Πατέρων τῶν Ὁσίων ἡ πληθύς, καὶ δῆμος θεοφόρων Ἀσκητῶν, διὰ
τοῦτο εὐφημοῦμεν πάντας ὑμᾶς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι
ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη
Τὴν ἐκκομιδὴν τῶν σεπτῶν σου λειψάνων,
ὑμνοῦντες Πάτερ σὴν χάριν ἐξαιτοῦμεν.
Η
ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη (βλέπε 7
Αυγούστου) έγινε στις 7 Μαΐου του έτους 1982 μ.Χ., 108 χρόνια από την
κοίμησή του, ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία και η μνήμη της γιορτάζεται
την Τρίτη προς Τετάρτη της Διακαινησίμου. Τα ιερά λείψανα τοποθετήθηκαν
μέσα σε αργυρή λάρνακα μαζί με την τίμια κάρα του σε περίβλεπτη θέση του
ναού και εκπέμπουν άρρητη ευωδία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν
σεπτῶν σου λειψάνων ἱερῶς ἑορτάζοντες, Ἰωσὴφ θεοφόρε, τὴν ἐκ τάφου
ἐκκόμισιν, πληρούμεθα ὀσμῆς πνευματικῆς, καὶ χάριτος πλουσίας ἐξ αὐτῶν·
θείας δόσεις γὰρ παρέχεις ὡς ἀληθῶς, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ
δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ,
πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἰμάτων σου.
Ἀγγελικῶς
ἐν Καψᾷ βιωσάμενος, τῆς τῶν Ἀγγέλων εὐκλείας ἠξίωσαι· ἡμεῖς δὲ τῶν
θείων λειψάνων σου, περικυκλοῦντες τὴν θήκην βοῶμέν σοι· σὺ εἶ Ἰωσὴφ
ἡμῶν καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Ἡ
τῶν σῶν λειψάνων θεία σορός, πίστει ἁγιάζει, τοὺς προσπίπτοντας
εὐλαβῶς, Ἰωσὴφ τρισμάκαρ· διὸ πάσης ἀνάγκης, καὶ νόσων καὶ κινδύνων,
ἡμᾶς ἀπάλλαττε.
Σύναξη της Παναγίας της Υψενής στη Ρόδο
Τῇ Μονῇ σου Πάναγνε τὴν σὴν Εἰκόνα,
Ὡς ταμεῖον δέδωκας τῆς χάριτός σου.
Η
αγία και πανυπέρτιμος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Υψενής» υπήρχε
κρυμμένη κάτω από ένα δένδρο ελιάς, στην ομώνυμη περιοχή του χωριού
Λάρδος, όπου παλαιά υπήρχεΜονή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στον τόπο αυτόν
αποσυρόταν συχνά για άσκηση και προσευχή ο Όσιος Πατήρ Μελέτιος (βλέπε
12 Φεβρουαρίου), ο οποίος μία νύκτα έγινε αυτόπτης ενός θαυμαστού
θεάματος. Φωτεινή στήλη κατέβαινε από τον ουρανό φωτίζοντας το δένδρο
και τον γύρω χώρο.
Έκπληκτος
πλησίασε και ερευνώντας βρήκε μία παλαιά Εικόνα της Θεομήτορος. Η
Θεοτόκος την επομένη νύκτα του παρουσιάστηκε σε όνειρο λέγοντάς του, να
οικοδομήσει επ ὀνόματί της στον τόπο της ευρέσεως Ναό, για να
τοποθετήσει την Εικόνα, και, ιδρύοντας εκεί Μονή, να συνεχίσει σε αυτήν
την ασκητική πολιτεία του.
Παράλληλα
του υπέδειξε ένα μέρος κοντά στο σημείο εκείνο λέγοντάς του να σκάψει
για να βρει τα αναγκαία χρήματα για ένα τόσο μεγάλο έργο. Ο Όσιος
υπάκουσε στην εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου, έσκαψε στο μέρος που του
υπεδείχθη και βρήκε θαμμένο στη γη θησαυρό με τον οποίο κατόρθωσε να
ανταποκριθεί στις δαπάνες της οικοδομής. Έκτισε τον Ναό, μέσα στον οποίο
θησαύρισε την τιμία Εικόνα, και επανίδρυσε την ερειπωμένη Μονή, όπου
και έζησε ασκητικά μέχρι το τέλος της επιγείου ζωής του.
Η
θαυματουργός Εικόνα φυλάσσεται μέχρι σήμερα στην ομώνυμη Μονή τιμωμένη
από τους πιστούς και πηγάζουσα θαύματα στους προσερχομένους με πίστη και
ευλάβεια.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν
σεπτήν σου Εἰκόνα, θαυμαστῶς φανερώσασα, πάλαι τῷ Πατρὶ Μελετίῳ, τῷ
Ὁσίῳ δομήτορι, ἐκβλύζεις νῦν ἐκ ταύτης Ὑψενή, τῶν θείων δωρεῶν σου τὴν
πηγήν, καταρδεύουσα τὴν ποίμνην σου μυστικῶς, ἐκ πόθου σοι ἐκβοῶσαν·
Δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ προμηθείᾳ σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ
σου πρὸς ἡμᾶς, Μῆτερ χρηστότητι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῇ
Ὑψενῇ οἱ εὐσεβεῖς τὸν ὕμνον ᾄσωμεν. καὶ ἀσπασώμεθα αὐτῆς ὅλης ἐκ
πίστεως, τῆς Μορφῆς τὸν πανυπέρτιμον χαρακτῆρα· Ἀναβλύζει γὰρ τὰ ῥεῖθρα
τῶν ἰάσεων, καὶ παρέχει τὴν ἐνέργειαν τῆς χάριτος, τοῖς κραυγάζουσι·
Χαῖρε, Μῆτερ Ἀπείρανδρε.
Ὁ Οἶκος
῎Αγγελοι
μετὰ δέους, ἀτενίζουσι Μῆτερ, τὴν θείαν σου Εἰκόνα· ἡμεῖς δέ, οἱ ἐν
Ῥόδῳ πιστοὶ ἐξ αὐτῆς, τῶν πολλαπλῶν Ὑψενὴ χαρισμάτων σου, τὰς δωρεὰς
λαμβάνοντες, βοῶμέν σοι ἐν εὐλαβεία·
Χαῖρε, τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία·
χαῖρε, ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε, θαυμαστὴ εὐσεβούντων ἀντίληψις·
χαῖρε, μυστικὴ μοναζόντων παράκλησις.
Χαῖρε, ἡ ἀποκυήσασα τὸν φιλάνθρωπον Χριστόν·
χαῖρε, ἡ καταποντίσασα τὸν παγκάκιστον ἐχθρόν.
Χαῖρε, ὅτι ἐκβλύζεις ἰαμάτων τὰ ῥεῖθρα·
χαῖρε, ὅτι παρέχεις σωτηρίας τὴν χάριν.
Χαῖρε, νυμφὼν χαρίτων ὁλόφωτος·
χαῖρε, πηγὴ θαυμάτων ἀκένωτος.
Χαῖρε, Μονῆς φερωνύμου ἡ σκέπη·
χαῖρε, ἡμῶν ἐν κινδύνοις ἡ ῥύστις.
Χαῖρε, Μῆτερ ἀπείρανδρε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις
Θεονύμφευτε Ὑψενή, τῶν ἀπεγνωσμένων, γλυκυτάτη καταφυγή· χαίροις τῆς
Μονῆς σου, χαρὰ καὶ σωτηρία, καὶ τῶν ἐν ἀσθενείαις, θεία ἀντίληψις.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις
Θεονύμφευτε Ὑψενή, ἔφορος καὶ σκέπη, τῆς ἁγίας ταύτης Μονῆς· χαίροις ἡ
ἰάσεις, ἀφθόνως χορηγοῦσα, καὶ πάντας ἐκ κινδύνων, δεινῶν ἐξαίρουσα.
Όσιος Νίκανδρος ο Σιναΐτης ο εκ Καστελορίζου
Στο
Σιναϊτικό Κώδικα του 1716 περιέχεται ο βίος και η πολιτεία του Όσίου
Νικάνδρου του νέου ασκητού που έλαμψε με την αρετή και την αγιότητα του
στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του αγίου και θεοβαδίστου όρους
Σινά. Σύμφωνα με τον κώδικα αυτό ο όσιος Νίκανδρος γεννήθηκε το 1581
μ.Χ. στο Ριζόκαστρο δηλαδή στο Καστελορίζο όπου υπήρχε μετόχι της Ιεράς
Μονής του Σινά οι Άγιοι Απόστολοι. Έγινε μοναχός στο Σινά το 1611 μ.Χ.
και κοιμήθηκε το 1631 μ.Χ. επί Αρχιεπισκόπου Ιωάσαφ.
Στην
Ιερά Μονή του Σινά ήταν κάποιος πολύ ενάρετος ιερομόναχος από το
Ρέθυμνο της Κρήτης ονομαζόμενος Ιγνάτιος. Ο Ιγνάτιος πήρε κοντά του ως
υποτακτικό του τον Καστελορίζιο μοναχό Νίκανδρο. Επιθυμώντας και οι δύο
να γνωρίσουν τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια του Αγίου Όρους πήγαν εκεί
και έμειναν 5 χρόνια. Όμως ξαναγύρισαν και πάλι στη μετάνοια τους στο
Σινά γιατί διεπίστωσαν οτι εκεί υπήρχε μεγαλύτερη ησυχία και εκεί
πέρασαν και τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους.
Ο
ιερομόναχος Ιγνάτιος ήταν πολύ καλός και ενάρετος πνευματικός. Είχε
τέλεια ακτημοσύνη και εγκράτεια και ακατάπαυστο έργο του ήταν η
προσευχή. Ο μαθητής του όμως Μοναχός Νίκανδρος ξερπέρασε το δάσκαλο του.
Είχε περισσότερο εγκράτεια από εκείνον και τέλεια και ακούραστη υποταγή
στο Γέροντα του και έτσι έφτασε σε πλήρη απάθεια. Ποτέ δε φάνηκε να
χαίρεται ή να λυπάται αλλά πάντα στεκόταν στο ίδιο και απαράλλακτο ήθος.
Έβαζε σε όλους μετάνοια και σε ότι του έλεγαν έβαζε μπροστά το
«ευλόγησον πάτερ».
Ο
Νίκανδρος κοιμήθηκε ένα χρόνο και κάτι πριν από το Γέροντα του Ιγνάτιο.
Όταν συμπληρώθηκε χρόνος από τη ταφή του άνοιξαν οι πατέρες το
κοιμητήριο για να βάλλουν άλλον αδελφό. Μπήκε μέσα ο Γέροντας και
πνευματικός του για να δεί το λείψανο του και το βρήκε σώο και ακέραιο
έχοντας το χρώμα του κρόκου και αναβλύζοντας μύρο. Ο Γέροντας του
Ιγνάτιος, βγαίνοντας απο το κοιμητήριο με δάκρυα στα μάτια είπε: «Σε
ευχαριστώ Κύριε που και ζωντανό ακόμα μου έδωσες αυτή τη πληροφορία για
τον υποτακτικό μου».
Σημείωση:
Σε αρκετές διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ως ημέρα εορτής του Οσίου
Νικάνδρου η 29η Ιανουαρίου. Όμως σύμφωνα με την Ιερά Μητρόπολη Σύμης, ο
Όσιος Νίκανδρος εορτάζει την Τετάρτη της Διακαινησίμου.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α΄ Της ερήμου πολίτης.
Του
Σιναίου οικήτωρ και Μεγίστης αγλάϊσμα της Αγίας Μονής σου ιερόν,
περιτείχισμα, εδείχθης ω Νίκανδρε σοφέ, βιώσας ώσπερ άγγελος εν γή, και
παρέχεις την σην χάριν τοις ευλαβώς προστρέχουσι τη σκέπη σου. Δόξα το
δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε αγιάσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν
πρέσβυν ακοίμητον.
Όσιος Λεόντιος ο εν Βλαχέρνα Αρκαδίας
Για
τον βίο του Οσίου Λεοντίου δεν γνωρίζουμε πολλά. Οι κυριότερες πηγές
για τα λιγοστά για τα βιογραφικά του στοιχεία είναι ο Κώδικας της Ιεράς
Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας και ο υπ' αριθμόν 163 Κώδικας της
Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής της Δημητσάνας. Πολλά άλλα στοιχεία
διέσωσε η προφορική παράδοση της περιοχής.
Ο
Όσιος Λεόντιος έζησε πριν το 1770 μ.Χ. (ίσως το διάστημα μεταξύ 1650 -
1750 μ.Χ.). Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Στεμνίτσα Γορτυνίας και το
επώνυμό του ήταν Πασωμένος.
Για
τους γονείς του, την ακριβή ημερομηνία γέννησής του, την παιδική και
την νεανική του ηλικία, δεν γνωρίζουμε κάτι. Η μοναχική του κουρά έγινε
πιθανότατα σε μία από τις πολλές Μονές που ήκμαζαν την εποχή εκείνη στην
περιοχή της Στεμνίτσας.
Τα
στοιχεία περί του βίου του γίνονται πιο συγκεκριμένα, όταν ο Άγιος
αρχίζει την ασκητική του πορεία στην κορυφή του όρους Καστανιά, που ίσως
πρόκειται για το αρχαίο όρος «Κνάκαλος» όπως το αναφέρει ο Παυσανίας,
με υψόμετρο 1.200 μέτρων, ακριβώς απέναντι από το χωριό της Βλαχέρνας. Η
ευρύτερη περιοχή της Βλαχέρνας και τα σπήλαια που κοσμούν τα γύρω όρη
ήταν τόπος ασκήσεως αναχωρητών.
Σε
ένα τέτοιο, φυσικό σπήλαιο, κατοίκησε ο Όσιος Λεόντιος. Στην πορεία του
χρόνου προχώρησε στην διάνοιξη του σπηλαίου και στην κατασκευή
μονυδρίου προς τιμήν της Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου.
Αφορμή ήταν η παρουσία, της ιεράς εικόνος της Κυρίας Θεοτόκου, στην
οποία αναγράφεται «ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΟΥ η Βλαχέρνα». Από την εικόνα αυτή πήρε το
σημερινό του όνομα το χωριό και από Μπεζενίκος μετονομάστηκε σε
Βλαχέρνα. Η εικόνα αυτή της Θεοτόκου είχε κρυφτεί κάτω από το κελί του
Οσίου Λεοντίου μέσα σε μικρή κρύπτη του βράχου, ώστε να παραμείνει
προστατευμένη και να μην πέσει στα βέβηλα χέρια των τούρκων. Η εικόνα
ευρέθη θαυματουργικώς μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους.
Στο
σπήλαιο λοιπόν αυτό, και υπό την σκέπη της Θεοτόκου, ο Όσιος Λεόντιος
έζησε χρόνους απομόνωσης και αφιέρωσης στην προσευχή και την άσκηση.
Παράλληλα δεν παρέβλεψε να προσφέρει πνευματική ωφέλεια στους κατοίκους
της περιοχής και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί. Χαρακτηριστικό της
αγάπης και της φιλανθρωπίας του είναι το ακόλουθο.
Το
χωριό ήταν πέρασμα όσων εδιάβαιναν από την Τρίπολη προς τα Καλάβρυτα
και τον Πύργο. Ο δρόμος ήταν χαραγμένος περίπου όπως η σημερινή οδική
αρτηρία που ενώνει την Τρίπολη με την Βλαχέρνα και συνεχίζει για τα
Καλάβρυτα και τον Πύργο. Στο τμήμα αυτό του δρόμου κοντά στην Βλαχέρνα
δεν υπήρχε νερό προς ξεκούραση των οδοιπόρων.
Ο
Όσιος επισημαίνοντας την ανάγκη των ανθρώπων για λίγη ξεκούραση και
δροσερό νερό, μετέφερε νερό μέσα σε ασκί και το τοποθετούσε σε πιθάρι
στον ίσκιο ενός δέντρου δίπλα στο δρόμο, εκεί όπου και σήμερα υπάρχει το
τοπωνύμιο «δέντρος». Έτσι, οι οδοιπόροι εύρισκαν λίγη ανάπαυση στην
μακρά οδοιπορία τους, κυρίως κατά τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού.
Το
διακόνημα αυτό δεν ήταν μικρό. Ο Άγιος είχε μακρύ δρόμο να διανύσει
κάθε φορά από την κορυφή του βουνού έως τον δρόμο για να μεταφέρει το
νερό και να επιστρέψει και πάλι στο ασκητήριό του. Όμως, εκείνος
συνδύαζε μέσα από το διακόνημα αυτό αγάπη για τον άνθρωπο και αγάπη για
τον Θεό. Κάθε φορά που επέστρεφε, αφού είχε ήδη μεταφέρει το νερό για
τους οδοιπόρους, έπαιρνε το ανηφορικό μονοπάτι προς το ασκητήριό του
κουβαλώντας μία μεγάλη πέτρα κάθε φορά, ώστε να βρίσκεται συνεχώς σε
σωματική άσκηση, να συγκεντρώνει υλικά για την ανοικοδόμηση του ναού
προς τιμήν της Θεοτόκου της Βλαχέρνας, αλλά και την κατασκευή του τάφου
του.
Δίπλα
στο ασκητήριό του και τον ναό που έκτισε προς τιμήν της Παναγίας μας,
κατασκεύασε μία μικρή δεξαμενή νερού και καλλιεργούσε κήπο για τις
ανάγκες του.
Ο
Κύριος ημών Ιησούς Χριστός για να τον ανταμείψει για τον αγώνα του και
την προθυμία του, που τον ακολούθησε και τον διακόνησε σε όλη του την
ζωή, του έδωσε το χάρισμα να προγνωρίσει την κοίμησή του.
Ήταν
Μεγάλο Σάββατο όταν ο Άγιος Λεόντιος ασθένησε, ένας φίλος του τσοπάνης
της περιοχής θέλησε να τον επισκεφθεί και να του προσφέρει γάλα για να
τον ανακουφίσει.
Ο
Άγιος όμως δεν είχε δοχείο άδειο για να αδειάσει το γάλα, είπε έτσι
στον ποιμένα να έρθει αύριο να πάρει το δοχείο του και συγχρόνως του
έδωσε οδηγίες για την ταφή του εντός του σπηλαίου και στον τάφο τον
οποίο ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Την
άλλη μέρα την Κυριακή του Πάσχα πηγαίνοντας ο τσοπάνης να πάρει το
δοχείο, βρήκε τον Άγιο κοιμηθέντα και αμέσως έκανε ό,τι ο Άγιος του είχε
ανακοινώσει.
Ο
τάφος του Αγίου σώζεται μέχρι σήμερα έχει σχήμα ορθογωνίου
παραλληλεπιπέδου, η στέγη του είναι θολωτή, με μικρή τρύπα στη μέση.
Εκεί βρισκόταν και το ραβδάκι του Αγίου το οποίο έχει απομείνει το μισό
και φυλάσσεται μέχρι σήμερα μαζί με μικρά τεμάχια του Ιερού Λειψάνου
που, εδώ εις τον Ιερόν Ναό του Αγίου Αθανασίου της Βλαχέρνας, έχουν
τεθεί προς προσκύνηση.
Σύμφωνα
με τον κώδικα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, που αποτελεί
πλέον την πιο έγκυρη πηγή της ζωής του Αγίου Λεοντίου, μαθαίνουμε «ότι
μετά από παρέλευση ενός έτους οι χωρικοί μετά του ποιμένος εκχώσαντες το
λείψανον του Οσίου, εύρον αυτό λελυμένον και ευωδίας ανάπλεων». Ένα
μεγάλο δείγμα Αγιότητος, τιμής και ανταμοιβής από το Θεό προς τον Όσιο
για τον αγώνα του και την οσιακή βιωτή του.
Η
παράδοσις μας διασώζει ότι κάποιος τσοπάνης από το χωριό του Οσίου
Λεοντίου μετά από προτροπή του Αγίου εργαζόταν στο αιγοποίμνιο του
Ιωάννου Κατσούλη, κοντά στους πρόποδες του όρους του Οσίου, από εκεί
μετέφερε το ιερό λείψανο του Οσίου στη Στεμνίτσα και συγκεκριμένα στην
Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου.
Το
1779 μ.Χ. απόσπασμα Αλβανών πήγε στη Στεμνίτσα και έκαψε αρκετά σπίτια,
πυρπόλησαν και την Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου, όπου βρήκαν την κάρα
του Οσίου Λεοντίου και την πούλησαν σε χριστιανούς της Πρέβεζας.
Ένα
από τα θαύματα του Οσίου, που διασώζει η παράδοση, έγινε στο
ποιμνιοστάσιο που προαναφέραμε. Ο ποιμένας διαπίστωσε ότι το γάλα από
μία συγκεκριμένη γίδα μοσχοβολούσε.
Παρακολούθησε
σε ποιο σημείο έβοσκε το συγκεκριμένο ζώο και είδε ότι έμπαινε στην
σπηλιά του Οσίου και έτρωγε χόρτο που φύτρωνε στον τάφο του Αγίου. Την
επόμενη ημέρα το χορτάρι είχε φυτρώσει και πάλι πάνω στον τάφο.
Ο
Κώδικας της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας διασώζει ένα ακόμη
θαύμα. Κοντά στην Ιερά Μονή του Αγίου Δημητρίου είχε ξεσπάσει ραγδαία
βροχή και χαλάζι, με διάρκεια πολλών ημερών, δημιουργώντας τεράστια
προβλήματα και μεταβάλλοντας την περιοχή σε χειμάρρους. Οι μοναχοί της
Μονής είχαν απελπιστεί από την φυσική καταστροφή, ύψωσαν την κάρα του
Οσίου Λεοντίου προς τον ουρανό και έκαναν δέηση. Αμέσως η βροχή
σταμάτησε και η περιοχή σώθηκε από μεγαλύτερα δεινά.
Ο Όσιος Λεόντιος εορτάζει την Τετάρτη του Πάσχα στην Ιερά Μονή Παναγίας των Βλαχερνών (στο όρος Καστανιά).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ΄.
Στεμνίτσης
το βλάστημα και της Βλαχέρνης φρουρόν, τιμώμεν σε, όσιε, των εν δακρύων
ροαϊς και πόνοις ασκήσεως, λάμψαντα εν ερήμοις και εν όρεσι όντως ένθα
και ωκειώθης τω Χριστώ θείω πόθω. Αυτόν ουν ικέτευε Λεόντιε σωθήναι τας
ψυχάς ημών.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Τῆς
Στεμνίτσης τόν γόνον καί Βλαχέρνης τόν ἒφορον, τόν τῆς Ἀρκαδίας
σπηλαίων πνευματέμφορον λέοντα, τόν ὃσιον Λεόντιον πιστοί, λαμπάσι
Ἀναστάσεως φαιδραῖς, ὑπαντήσωμεν τιμῶντες σεμνοπρεπῶς, καί πίστει
αναβοῶντες˙ Δόξα τῷ Ἀναστάντι ἐκ νεκρῶν, δόξα τῷ σε ἀναστήσαντι, δόξα τῷ
ἀνιστῶντι καί ἡμᾶς, ἐκ τάφου θλίψεων.
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/22/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου