Στα
χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, τη γιορτή της υψώσεως του τιμίου
και ζωοποιού Σταυρού, συγκεντρώθηκαν οι ευσεβείς χριστιανοί, όπως
συνήθιζαν, στους Αγίους Τόπους του Χριστού, για να προσκυνήσουν.
Γνωρίζουν όλοι όσοι συνηθίζουν να συγκεντρώνονται εκεί κατά την άγια
αυτή γιορτή, ότι σχεδόν από όλα τα μέρη συγκεντρώνεται πλήθος πιστών,
που ευλαβείται ιδιαίτερα το σταυρό του Κυρίου.
Σ’
αυτή λοιπόν τη μεγάλη γιορτή συνέβη, κατ’ οικονομία Θεού, να
συναντηθούν δύο νέοι από τη Συρία. Ο ένας ονομαζόταν Ιωάννης και ο άλλος
Συμεών. Έμειναν εκεί μερικές μέρες και όταν τελείωσε η άγια γιορτή,
αναχώρησε ο καθένας για την πόλη του.
Από
τότε που συναντήθηκαν οι δύο αυτοί νέοι και συνδέθηκαν με αγάπη
αναμεταξύ τους, δεν χωρίστηκαν ποτέ. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο,
επιστρέφοντας στην πατρίδα τους πορεύτηκαν μαζί, έχοντας και τους γονείς
τους.
Ο Ιωάννης είχε ένα γέροντα πατέρα, μητέρα όμως όχι. Ήταν είκοσι
δύο ετών και εκείνο το χρόνο είχε νυμφευθεί. Ο Συμεών δεν είχε πατέρα,
αλλά μόνο μητέρα που ήταν ογδόντα περίπου ετών, και κανέναν άλλο
συγγενή.
Πήγαιναν
λοιπόν όλοι μαζί και αφού κατέβηκαν τον κατήφορο της Ιεριχώ και πέρασαν
την πόλη, ο Ιωάννης βλέποντας τα μοναστήρια τα γύρω από τον Ιορδάνη
είπε στο Συμεών: «Ξέρεις ποιοι μένουν στα σπίτια αυτά απέναντί μας;»
Εκείνος του απάντησε: «Ποιοι;» Ο Ιωάννης είπε: «Άγγελοι του Θεού». Τον
ρωτάει τότε ο Συμεών με απορία: «Μπορούμε άραγε να τους δούμε;». Του
λέει εκείνος: «Ναι, αν γίνουμε σαν κι αυτούς».
Και
οι δύο κάθονταν πάνω σε άλογα, γιατί οι γονείς τους ήταν πολύ εύποροι.
Κατέβηκαν λοιπόν αμέσως από τα άλογα και τα έδωσαν στους δούλους τους
λέγοντάς τους να προχωρήσουν, προσποιούμενοι ότι θα καθίσουν για λίγο σ’
εκείνο το μέρος. Κατά συγκυρία βρέθηκαν επάνω στο δρόμο που οδηγούσε
στον Ιορδάνη.
Στάθηκαν
λοιπόν και οι δύο και λέει ο Ιωάννης στο Συμεών, δείχνοντας με το
δάκτυλό του το δρόμο του Ιορδάνη: «Να ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή».
Κατόπιν δείχνοντας το δημόσιο, στον οποίο προπορεύονταν οι γονείς τους,
είπε: «Και να ο δρόμος που οδηγεί στο θάνατο. Έλα λοιπόν ας
προσευχηθούμε και ας σταθούμε ο καθένας μας σ’ έναν από αυτούς τους
δρόμους· και αφού ρίξουμε κλήρο, θα ακολουθήσουμε το δρόμο εκείνου που
θα κερδίσει».
Γονάτισαν
λοιπόν και είπαν αναστενάζοντας: «Θεέ μας, Θεέ μας, Θεέ μας, εσύ που
θέλεις να σώσεις όλο τον κόσμο, φανέρωσε το θέλημά Σου στους δούλους
Σου». Έριξαν κατόπιν κλήρο και έτυχε στο Συμεών δέκα παραπάνω από τον
Ιωάννη. Ο Συμεών στεκόταν στο δρόμο που οδηγούσε στον Ιορδάνη. Τότε
χαρούμενοι, ξεχνώντας όλα τα υπάρχοντα και τους γονείς τους,
καταφιλούσαν ο ένας τον άλλο.
✶✶✶
Καθώς
λοιπόν κατέβαιναν το δρόμο που τους οδήγησε στην πραγματική ζωή,
έτρεχαν χαρούμενοι, όπως ο Πέτρος και ο Ιωάννης προς το ζωοποιό τάφο του
Κυρίου (Ιω. 20:4), και προσπαθούσαν να διεγείρουν ο ένας την προθυμία
του άλλου.
Γιατί ο Ιωάννης φοβόταν μήπως η αγάπη προς τη μητέρα
σταματήσει το Συμεών, ενώ ο Συμεών μήπως η έλξη της νεαρής συζύγου
τραβήξει πίσω σαν μαγνήτης τον Ιωάννη. Γι’ αυτό το λόγο έλεγαν ο ένας
προς τον άλλο συμβουλευτικά και ενθαρρυντικά λόγια.
Κι
έλεγε ο ένας: «Καθόλου να μη ραθυμήσεις αδελφέ Συμεών. Γιατί ελπίζουμε
στο Θεό ότι σήμερα αναγεννηθήκαμε. Τι άλλο παρά να μας βλάψουν θα
μπορούσαν ο πλούτος και τα μάταια πράγματα του βίου κατά την ημέρα της
Κρίσεως; Ούτε πάλι η νεότητα και η ομορφιά του σώματος παραμένουν
αμάραντα μέχρι το τέλος, αλλά ή από τα γηρατειά ή με τον πρόσκαιρο
θάνατο χάνονται και σβήνουν».
Τέτοια
και άλλα πολλά έλεγε προς το Συμεών ο Ιωάννης και εκείνος απαντούσε με
τον ίδιο τρόπο λέγοντας: «Εγώ αδελφέ Ιωάννη, εκτός από την ταπεινή
εκείνη γερόντισσα που με γέννησε, δεν έχω ούτε πατέρα ούτε αδελφούς ούτε
αδελφές. Και δε φοβάμαι τόσο για μένα, όσο για σένα μήπως η επιθυμία
της νεαρής συζύγου σε αποσπάσει από αυτόν τον καλό δρόμο».
Ενώ
έλεγαν αυτά και άλλα πολλά, φτάνουν στο μοναστήρι του αββά Γερασίμου.
Είχαν ζητήσει πρωτύτερα από το Θεό να βρουν ανοιχτή την πόρτα του
μοναστηριού, στο οποίο Αυτός θα ήθελε να παραμείνουν. Έτσι και έγινε.
Υπήρχε
σ’ αυτό το μοναστήρι ένας θαυμάσιος άνθρωπος που λεγόταν Νίκων και που η
ζωή του ήταν σύμφωνη με το όνομά του· γιατί νικούσε τους δαίμονες,
έκανε θαύματα και σημεία και είχε τιμηθεί με το προφητικό αξίωμα από το
Θεό. Αυτός λοιπόν προγνώρισε τον ερχομό τους. Είδε στον ύπνο του, την
ημέρα που ήρθαν, κάποιον να του λέει: «Σήκω και άνοιξε την πόρτα από το
μαντρί, για να μπουν τα πρόβατά μου». Έτσι και έκανε.
Μόλις
λοιπόν έφτασαν και βρήκαν την πόρτα ανοιγμένη και τον αββά να κάθεται
και να τους περιμένει, είπε ο Ιωάννης στο Συμεών: «Καλό σημάδι, αδελφέ· η
πόρτα είναι ανοιχτή και ο πορτάρης στη θέση του».
Όταν
πλησίασαν, τους λέει ο ηγούμενος: «Καλώς ήρθαν τα πρόβατα του Χριστού».
Και αμέσως στο Συμεών: «Καλώς ήρθες, Σαλέ. Αλήθεια, δέκα περισσότερα τα
δικά σου από του αββά Ιωάννη και σε περιμένουν», και εννοούσε την
τελειότητα της ενάρετης ζωής. Τους δέχτηκε λοιπόν ως θεόσταλτους και
τους έβαλε να αναπαυθούν.
Από το βιβλίο: Ο Άγιος Συμεών ο δια Χριστόν Σαλός, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 22.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου