Τό γεγονός αὐτό φανερώθηκε στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πού ἡσύχαζε, ὅπως εἴπαμε,στό κελλί του.Φώναξε τότε τόν μαθητή του Μαῦρο καί τοῦ εἶπε:«Ἀδελφέ Μαῦρε,τρέξε,γιατί ὁ ἀδελφός Πλάκιδος ἔπεσε μέσα στό Λάκκο καί τό ρεῦμα τόν παρέσυρε σέ ἀρκετή ἀπόσταση». Ὁ Μαῦρος, ἀκούγοντας τήν προσταγή τοῦ πατέρα, ἔφυγε τρέχοντας, καί ὅταν ἔφτασε στόν τόπο, εἴδε τόν Πλάκιδο νά ἔχει παρασυρθεῖ ἀπό τό ρεῦμα μακριά. Μέ ἀδίστακτη πίστη λοιπόν, ἔχοντας τό θάρρος του στίς εὐχές τοῦ πατέρα, πάτησε στά νερά καί βάδιζε ἐπάνω τους σάν στή στεριά, ὥσπου ἔφτασε τόν Πλάκιδο πού παρασυρόταν ἀπό τό ρεῦμα. Τόν ἄρπαξε τότε ἀπό τά μαλλιά καί τόν τραβοῦσε βαδίζοντας πάλι ἐπάνω στά νερά, ὥσπου ἔφτασαν στή στεριά.
Συνῆλθε λοιπόν τότε ὁ Μαῦρος καί κατάλαβε ὅτι περπάτησε ἐπάνω στά νερά καί ὅτι αὐτό ὁπωσδήποτε θά ἦταν ἀδύνατο, ἄν δέν τόν εἶχε ἐνισχήσει ἡ εὐχή τοῦ θαυματουργοῦ πατέρα. Θαύμασε καί τρόμαξε γιά τό γεγονός καί, ἀφοῦ γύρισε στόν πατέρα, τοῦ διηγήθηκε τό θεϊκό θαῦμα πού ἔγινε. Ὁ ἅγιος ὅμως ἀπέδιδε τό θαῦμα αὐτό ὄχι στή δική του ἁγιότητα, ἀλλά στήν ὑπακοή τοῦ Μαύρου. Ἐκεῖνος πάλι ἔλεγε ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ ἁγίου ἦταν πού τό ἔκανε, καί πρόσθετε ὅτι δέν ἔνιωθε πλέον τόν ἑαυτό του σέ ἐκείνη τή δύναμη πού ἦταν ὅταν περπάτησε στά νερά.
Βλέποντας ὁ μοναχός Πλάκιδος τή θεομίμητη ταπεινολογία τους καί τήν ἀξιαγάπητη λογομαχία τους, εἶπε: «Ἐγώ πάντως, ὅσο συρόμουν ἀπό τά βαθιά ἔξω στή στεριά, ἐπάνω ἀπό τό κεφάλι μου ἔβλεπα τή μηλωτή τοῦ ἀββᾶ μου καί αὐτόν ἔνιωθα νά μέ βγάζει ἀπό τά νερά».
Ὁ μέγας Θεοδόσιος, ἐπειδή ἤξερε ὅτι γι᾿ αὐτούς πού διάλεξαν νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τίποτε ἄλλο δέν βοηθᾶ τόσο πολύ στήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς καί στή διατήρησή της ὅσο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, τί σκέφτηκε νά κάνει; Ἔδωσε ἐντολή στούς μαθητές του νά φτιάξουν ἕναν τάφο, ἀπό τή μιά γιά νά φέρνει στή μνήμη τό τέλος –γι᾿ αὐτό ἄλλωστε λέγεται “μνημεῖο”– καί ἔτσι νά τούς κάνει πιό ἐπίμονους στόν ἀγώνα καί νά τούς κεντρίζει νά κοπιάζουν περισσότερο γιά τήν ἀρετή, καί ἀπό τήν ἄλλη γιά νά θάβονται σέ αὐτόν ὅταν πεθαίνουν. Ἐπιπλέον ὅμως καί γιατί κάτι μελλοντικό ἔβλεπε καί πληροφοροῦνταν ἀπό πρίν. Ὅταν λοιπόν ἑτοιμάστηκε ὁ τάφος, στάθηκε μπροστά ὁ ἅγιος καί γύρω οἱ μαθητές του. Καί βλέποντας μέ τό διαπεραστικό βλέμμα τοῦ νοῦ του τί πρόκειται νά γίνει, τούς κοίταξε καί εἶπε σάν νά ἀστειευόταν: «Ὁ τάφος εἶναι κιόλας ἕτοιμος, ποιός νά εἶναι ὅμως ἀπό ἐσᾶς αὐτός πού θά τόν ἐγκαινιάσει;».
Αὐτός λοιπόν ἔτσι μίλησε, ἀνακατώνοντας καί τήν εὐχαρίστηση στήν ἀστειότητα τοῦ λόγου. Καί κάποιος Βασίλειος, ἱερέας, πού μέ τόν ζῆλο του γιά τά καλά παρουσίαζε ὁλοκάθαρα στόν ἑαυτό του τά χαρακτηριστικά τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, καί αὐτόν πού τόν γέννησε πνευματικά τόν ἔμοιαζε κατά τήν ὁμοιότητα τῶν ἀρετῶν ὄχι λιγότερο ἀπό ὅσο μοιάζουν τά παιδιά τούς γονείς τους, κατάλαβε ὅτι ὁ δάσκαλος δέν εἶπε ἄσκοπα αὐτόν τόν ὑπαινιγμό. Ἅρπαξε λοιπόν πρῶτος τόν λόγο καί φάνηκε ἕτοιμος καί πρόθυμος νά διαλέξει τόν θάνατο, σάν νά ἦταν κάτι ὄχι ἀνεπιθύμητο, ἀλλά πολύ κερδοφόρο καί ὠφέλιμο. Ἀμέσως γονάτισε μέ τό πρόσωπο στό ἔδαφος καί εἶπε: «Δῶσε μου τήν εὐλογία σου, πάτερ, καί ἐγώ θά σοῦ ἐγκαινιάσω πρῶτος τόν τάφο».
Ἀφοῦ πῆρε τήν εὐλογία πού ζήτησε, μπῆκε στόν τάφο καί ὁ πατέρας πρόσταξε νά τοῦ κάνουν ὅλα ὅσα εἶναι καθορισμένα γιά τούς νεκρούς, δηλαδή μνημόσυνα στίς τρεῖς, στίς ἐννιά καί στίς σαράντα μέρες. Ὅταν πιά συμπληρώθηκαν οἱ σαράντα μέρες, ὁ Βασίλειος, χωρίς οὔτε πυρετός νά τόν πιάσει, οὔτε ὁ παραμικρός πόνος στό κεφάλι ἤ σέ ἄλλο μέρος τοῦ σώματος, σάν νά τόν πῆρε ὕπνος ἐλαφρός καί πολύ εὐχάριστος, ἀναχώρησε γιά τόν Κύριο. Καί τό ὅτι παρουσιάστηκε στόν Θεό πρῶτος ἀπό τήν ἀδελφότητα καί πῆρε πρῶτος τό στεφάνι ἦταν τό βραβεῖο πού κέρδισε γιά τήν ὑπακοή του καί γιά τήν προθυμία του νά πάει στά ἐκεῖ –ἡ ὁποία δείχνει καθαρά ποιοί δέν εὐχαριστιοῦνται μέ τά ἐδῶ.
Τίς ἑπόμενες σαράντα μέρες, ὁ μέγας Θεοδόσιος ἔβλεπε καί ἄκουγε τόν Βασίλειο στή διάρκεια τῶν ὕμνων τοῦ ἑσπερινοῦ νά στέκεται ἀνάμεσα στούς μαθητές πού ἔψαλλαν καί νά ψάλλει μαζί τους. Κανένας ἄλλος δέν τόν ἄκουγε οὔτε τόν ἔβλεπε, ἐκτός ἀπό κάποιον Ἀέτιο, πού βάδιζε στά ἴχνη τοῦ δασκάλου του καί ἤθελε νά εἶναι μαθητής τοῦ Θεοδοσίου ὄχι μόνο μέ τό νά ξέρει καί νά διηγεῖται τά σχετικά μέ αὐτόν, ἀλλλά μᾶλλον μέ τό νά τόν μιμεῖται. Αὐτός δέν ἔβλεπε βέβαια τόν Βασίλειο, ἄκουγε ὅμως τή φωνή τοῦ πεθαμένου. Ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι καί τόν ἀκούει καί τόν βλέπει καί, ἄν θέλει, θά τοῦ τόν δείξει τήν ὥρα πού θά ἐμφανιστεῖ.
Ὅταν πῆρε νά βραδιάζει καί γινόταν ἡ ἀκολουθία, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶδε πάλι ὁλοκάθαρα τόν Βασίλειο νά στέκεται μαζί μέ αὐτούς πού ἔψαλλαν καί νά ψάλλει μαζί τους. Τόν ἔδειξε τότε μέ τό δάχτυλο στόν Ἀέτιο καί προσευχήθηκε λέγοντας: «Ἄνοιξε, Κύριε, καί τούτου τά μάτια καί ἄς δεῖ τό μεγάλο αὐτό μυστήριο τῶν μεγάλων σου ἔργων». Ἀμέσως ἐκεῖνος τόν εἶδε καί τόν γνώρισε καί ἔτρεξε μέ λαχτάρα νά τόν ἀγκαλιάσει. Ὁ Βασίλειος ὅμως ὄχι μόνο ἔμεινε ἄπιαστος, ἀλλά ἔγινε καί ἄφαντος, καί τοῦτο μόνο ἀκούστηκε νά λέει: «Νά σωθεῖτε, πατέρες καί ἀδελφοί· εὔχομαι νά σωθεῖτε. Ἐμένα δέν θά μέ ξαναδεῖτε πιά».
Τό γεγονός αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀληθινό καί ἀξιόπιστο αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο: «Ὅποιος πιστεύει σ᾿ ἐμένα, καί ἄν πεθάνει, θά ζήσει»1.
https://www.hristospanagia.gr/
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου