Ξανά στον δρόμο της εξορίας ο Άγιος. Εκείνη η Φράγκισσα, η Ευδοξία η ακατανόμαστη το αποφάσισε, κι ο άνδρας της ο βασιλιάς Αρκάδιος, ο άχρηστος.
Οδοιπορεί ασταμάτητα. Στον ήλιο ασκεπής, στη βροχή και το κρύο αφύλακτος. Νικομήδεια, Νίκαια, Δορύλαιο, Άγκυρα, Καισάρεια, Αράβισσος, Κουκουσός. Θα τον κυνηγήσουν οι Ίσαυροι και θα κρυφτεί στα δάση, θα γλιστρήσει
στα βράχια, θα παγώσει στα χιόνια, θα κοιμηθεί στις σπηλιές. Πληρωμένοι από το μίσος της βασίλισσας, εγκληματίες στρατιώτες, θα τον βάλουν και πάλι στον δρόμο του θανάτου, για Πιθυούντα και Κόμανα, κι ας είναι άρρωστος
βαριά. Εκεί στα Κόμανα, μες το Ιερό, θα γονατίσει, θα κοινωνήσει και σβήνοντας θα ψιθυρίσει:
«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν»!
Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Θεοδόσιος Β’, στη Χαλκηδόνα, με την αυτοκρατορική τριήρη, θα περιμένει το Άγιο λείψανό του. Φωταγωγημένα πλοία θα συνοδέψουν την μεγάλη πομπή στη Βασιλεύουσα. Πλήθη λαού θα περιμένουν με
θρήνους, για να υποδεχθούν τον Δάσκαλο της Οικουμένης με τον χρυσό λόγο και να τον οδηγήσουν στους Δώδεκα Αποστόλους. Ο Θεοδόσιος θα βγάλει την αυτοκρατορική πορφύρα από τους ώμους του και θα καλύψει το σκευοφυλάκιο και μετά δακρυσμένος θα του ζητήσει, να συγχωρήσει τους γονείς του για τη σκληρότητα και το λάθος τους. Αλίμονο, εκείνη η βάρβαρη φύτρα η Ευδοξία, ήταν υπεύθυνη για όλα…
Ο Αρκάδιος είχε το ακαταλόγιστο! Το ξέραν όλοι!
Δέσποινα Αμασλίδου
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου