11. Ο πνευματικός λόγος φυλάγει πάντοτε την ψυχή από την κενοδοξία, γιατί τη φωτίζει σε όλα τα μέρη της και την κάνει να μην έχει ανάγκη από ανθρώπινη τιμή. Γι’ αυτό και φυλάγει τη διάνοια από φαντασίες, καθώς την αλλοιώνει και τη στρέφει ολόκληρη στην αγάπη του Θεού. Αντίθετα, ο λόγος της σοφίας του κόσμου παρακινεί πάντοτε τον άνθρωπο στη φιλοδοξία· επειδή δεν ικανοποιεί με νοερή αίσθηση την ψυχή, προξενεί στους οπαδούς του αγάπη για επαίνους, αφού είναι δημιούργημα κενόδοξων ανθρώπων. Θα γνωρίσουμε λοιπόν την ενέργεια του θείου και πνευματικού λόγου χωρίς να πλανηθούμε, όταν δαπανούμε τις ώρες που δεν μιλάμε, σε σιωπή χωρίς μέριμνες και στη θερμή μνήμη του Θεού.
12. Εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό. Εκείνος που δεν αγαπά τον εαυτό του εξαιτίας του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Θεού, αυτός αγαπά τον Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν ζητεί ποτέ τη δική του δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Γιατί εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, ζητεί τη δική του δόξα· εκείνος όμως που αγαπά τον Θεό, αγαπά την δόξα του Δημιουργού του. Είναι ιδίωμα της ψυχής που έχει πνευματική αίσθηση και αγαπά τον Θεό, το να ζητεί πάντοτε την δόξα του Θεού σε όλες τις εντολές που πράττει και να ευχαριστείται στην δική της ταπείνωση. Γιατί στον Θεό πρέπει η δόξα για τη μεγαλοσύνη Του, ενώ στον άνθρωπο αρμόζει η ταπείνωση με την οποία γινόμαστε οικείοι του Θεού. Ό,τι και αν κάνουμε, ας λέμε πάντοτε κι εμείς με χαρά για τη δόξα του Θεού, εκείνο που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Εκείνος πρέπει να δοξάζεται, ενώ εμείς να μικραίνουμε»(Ιω. 3, 30).
13. Γνωρίζω κάποιον, ο οποίος αγαπά τόσο πολύ τον Θεό (και όμως πενθεί γιατί δεν τον αγαπά όσο θα ήθελε), ώστε η ψυχή του να βρίσκεται ακατάπαυστα σε μια τέτοια θερμή επιθυμία, ώστε ο Θεός να δοξάζεται από αυτόν, ενώ ο ίδιος να είναι σαν να μην υπάρχει. Ο ίδιος ούτε γνωρίζει ότι έχει τόση αγάπη προς τον Θεό, ακόμα και όταν τον επαινούν. Και αυτό συμβαίνει, γιατί από την πολλή επιθυμία της ταπεινώσεως δεν εννοεί την αξία του, αλλά υπηρετεί τον Θεό, όπως είναι νόμος για τους ιερείς· και από την πολλή αγάπη του προς τον Θεό, λησμονεί την αξία του, κρύβοντας στο βάθος της αγάπης του Θεού το καύχημά του γι’ αυτή με πνεύμα ταπεινώσεως. Έτσι φαίνεται πάντοτε στον εαυτό του αχρείος δούλος, κατώτερος της αξίας του, από την επιθυμία της ταπεινώσεως. Αυτό πρέπει να το κάνουμε κι εμείς και να αποφεύγουμε κάθε τιμή και δόξα για χάρη του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Κυρίου, που τόσο μας αγαπά.
14. Εκείνος που αγαπά τον Θεό με αίσθηση καρδιάς, εκείνος είναι γνώριμος του Θεού(Α΄ Κορ. 8, 3). Γιατί όσο περισσότερο δέχεται κανείς με αίσθηση ψυχής την αγάπη του Θεού, τόσο περισσότερο αυξάνει την αγάπη του στον Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει ποτέ με έναν σφοδρό έρωτα να επιθυμεί να γνωρίσει περισσότερο τον Θεό, μέχρις ότου τον αισθανθεί και με αυτή την αίσθηση των οστών του. Δεν γνωρίζει πλέον τον εαυτό του, αλλά είναι ολόκληρος αλλοιωμένος από την αγάπη του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά και δεν βρίσκεται σ’ αυτόν. Βρίσκεται σ’ αυτόν με το σώμα του, αλλά ζει με την αγάπη έξω από τον κόσμο, καθώς η ψυχή του κινείται ακατάπαυστα προς τον Θεό. Καθώς λοιπόν καίγεται ολοένα η καρδιά του από τη φωτιά της αγάπης, κάποιος πόθος τον σπρώχνει να προσκολληθεί στον Θεό, μια και βγήκε έξω από την αγάπη του εαυτού του εξαιτίας της αγάπης προς τον Θεό. «Είτε βγήκαμε από τον εαυτό μας, το κάναμε για τον Θεό, λέει ο Απόστολος· είτε σωφρονούμε, το κάνουμε για σας»(Β΄ Κορ. 5, 13).
15. Όταν αρχίσει κανείς να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει να αγαπά με πνευματική αίσθηση και τον πλησίον. Αυτή είναι η αγάπη για την οποία μιλούν όλες οι Γραφές. Η κατά σάρκα φιλία πολύ εύκολα διαλύεται, όταν βρεθεί κάποια ασήμαντη αιτία, γιατί δεν είναι δεμένη με την πνευματική αίσθηση. Στον άνθρωπο όμως που στην ψυχή του ενεργεί ο Θεός, και αν συμβεί κάποιος ερεθισμός, δεν λύνεται ο δεσμός της αγάπης. Γιατί με την θερμότητα της αγάπης του Θεού η ψυχή ξαναθερμαίνει τον εαυτό της στο καλό και γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της την αγάπη του πλησίον με πολλή χαρά, ακόμη και αν έχει υβρισθεί ή ζημιωθεί υπερβολικά από αυτόν· και με τη γλυκύτητα του Θεού εξουδετερώνει την πικρία της φιλονικίας.
16. Κανένας δεν μπορεί να αγαπήσει τον Θεό με αίσθηση καρδιάς, αν πρωτύτερα δεν τον φοβηθεί με όλη του την καρδιά. Γιατί η ψυχή φτάνει σ’ αυτή την αγάπη αφού εξαγνιστεί και μαλακώσει, κατά κάποιο τρόπο, με την ενέργεια του φόβου. Δεν μπορεί όμως κανείς να φτάσει στο φόβο του Θεού, με τον τρόπο που είπαμε, αν δεν εγκαταλείψει κάθε φροντίδα του βίου. Γιατί όταν ο νους βρεθεί σε πολλή ησυχία και αμεριμνία, τότε τον ενοχλεί ο φόβος του Θεού και τον καθαρίζει από κάθε γήινο, για να τον φέρει σε μεγάλη αγάπη της αγαθότητας του Θεού. Ώστε ο φόβος ανήκει σ’ εκείνους που βρίσκονται στο στάδιο του καθαρισμού από την αμαρτία και έχουν μια μέτρια αγάπη. Η τέλεια όμως αγάπη ανήκει σ’ εκείνους που έχουν ήδη καθαριστεί, οι οποίοι δεν έχουν φόβο· γιατί η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18). Αλλά, και τα δύο —ο φόβος και η αγάπη— ανήκουν στους δικαίους μόνο, οι οποίοι με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος καλλιεργούν τις αρετές. Γι’ αυτό η Γραφή, αλλού λέει: «Φοβηθείτε τον Κύριο όλοι οι άγιοί Του»(Ψαλμ. 33, 10), κι αλλού λέει: «Αγαπήστε τον Κύριο όλοι οι όσιοί Του»(Ψαλμ. 30, 24)· για να μάθουμε καλά ότι στους δικαίους που καθαρίζονται ακόμη, ανήκει ο φόβος του Θεού με μια μέτρια αγάπη, όπως είπαμε, ενώ η τέλεια αγάπη ανήκει σε όσους έχουν καθαριστεί. Σε αυτούς δεν υπάρχει ίχνος κανενός φόβου, αλλά ακατάπαυστη φλογερή αγάπη και προσκόλληση της ψυχής στον Θεό με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει και ο προφήτης Δαβίδ: «Προσκολλήθηκε η ψυχή μου σε Σένα και σε ακολουθεί· με κράτησε το δεξί Σου χέρι»(Ψαλμ. 62, 9).
17. Τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και σκληρυνθούν, δεν αισθάνονται τα φάρμακα των γιατρών, ενώ όταν καθαριστούν, επηρεάζονται από την ενέργεια του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο δεν την επιμελείται κανείς και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από τη λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί το φόβο του Θεού, και αν ακόμη κανείς ακατάπαυστα της μιλάει για το φοβερό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει με τη μεγάλη προσοχή και επιμέλεια να καθαρίζεται, τότε αισθάνεται σαν ζωοποιό φάρμακο το φόβο του Θεού, ο οποίος την καίει με τους ελέγχους της συνειδήσεως στη φωτιά της απάθειας. Έτσι σιγά-σιγά καθαρίζεται ώσπου να φτάσει στην τέλεια κάθαρση. Και όσο λιγοστεύει ο φόβος, τόσο πληθαίνει η αγάπη της, μέχρις ότου φτάσει στην τέλεια αγάπη, όπου καθώς είπαμε δεν υπάρχει φόβος, αλλά απάθεια που κατορθώνεται όλη με τη δόξα του Θεού. Ας είναι λοιπόν σ’ εμάς παντοτινό καύχημα καυχημάτων, πρώτα ο φόβος του Θεού και έπειτα η αγάπη, η οποία είναι η ολοκλήρωση της τελειότητας που νομοθετεί ο Χριστός.
18. Εκείνη η ψυχή που δεν έχει απαλλαχθεί από τις κοσμικές φροντίδες, ούτε τον Θεό μπορεί να αγαπήσει πραγματικά, ούτε τον διάβολο να μισήσει όσο του αξίζει, γιατί έχει επάνω της τη μέριμνα του βίου που την κατασκεπάζει με το βάρος της. Γι’ αυτό ο νους δεν μπορεί να δικάσει με την κρίση του όσα οδηγούν στην αγάπη του Θεού ή στο μίσος του διαβόλου, ώστε να αποφασίσει χωρίς να πλανηθεί. Για τον καθένα λοιπόν είναι οπωσδήποτε χρήσιμη η αναχώρηση.
19. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της καθαρής ψυχής είναι λόγος χωρίς φθόνο, ζήλος χωρίς κακία και ακατάπαυστος έρωτας της δόξας του Θεού. Τότε και ο νους παραμένει μέσα στη διάνοιά του, που έχει γίνει σαν ένα ολοκάθαρο μέσο κρίσεως, και διευθετεί με ακρίβεια τις πλάστιγγές του.
20. Πίστη χωρίς έργα και έργα χωρίς πίστη θ’ απορριφθούν εξίσου από τον Θεό. Πρέπει ο πιστός να προσφέρει στον Κύριο πίστη που φανερώνεται με τα έργα. Ο πατέρας μας Αβραάμ δε θα δικαιωνόταν από την πίστη του(Ιακ. 2, 21), αν δεν πρόσφερε ως καρπό της στον Θεό το γιο του Ισαάκ(Γέν. 22, 1-19).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου