Τὸν τελευταῖο καιρὸ αὐξάνεται γεωμετρικὰ ὁ ἀριθμὸς ἐκείνων ποὺ ἐπιδίδονται μὲ λυσσαλέα μανία σὲ ἐπονείδιστο κανιβαλισμὸ ἐναντίον μιᾶς σεβαστῆς μερίδας πολιτῶν οἱ ὁποῖοι νιώθουν εὔλογο φόβο γιὰ τὶς παρενέργειες τῶν καινοφανῶν-πειραματικῶν σκευασμάτων κατὰ τοῦ κορωνοϊοῦ. Σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πρωτοφανῆ καὶ ἀφόρητη πίεση ποὺ τοὺς ἀσκεῖται ἀπὸ τὸν προπαγανδιστικὸ μηχανισμὸ τοῦ ἰατροφασιστικοῦ καθεστῶτος, διστάζουν νὰ μεταπηδήσουν στὸ στρατόπεδο τῶν τυφλωμένων ὀπαδῶν τῆς ἐμβολιαστικῆς μόδας, θεωρῶντας ὅτι πίσω ἀπὸ τὴ δαιμονοποίησή τους ὡς ἐχθρῶν τοῦ λαοῦ, ἠλίθιων, ἡμιμαθῶν, ναζιστῶν, δολοφόνων καὶ ἄλλων κοσμητικῶν ἐπιθέτων, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, κρύβεται κάτι πολὺ ὕποπτο.
Ὅπως ἔγραφε ὁ Ἀσημάκης Πανσέληνος στὸ Σημειωματάριό του (ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1984, σελ. 16): «Ἡ ὁμοφωνία ἔχει κάποτε, στὶς ὁμαδικὲς ἰδιαίτερα ἀποφάσεις, κάτι τὸ ὕποπτο. Ἢ βρίσκονται τὰ ἄτομα κάτω ἀπὸ μιὰ φανερὴ ἢ λανθάνουσα καταπίεση, ἢ εἶναι βλᾶκες».
Ἡ νουβέλα τοῦ H. G. Wells «Ἡ χώρα τῶν τυφλῶν» (ἐκδ. Ἄγρα, μτφ.: Π. Ἰσμυρίδου, Ἀθήνα 2016), ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ περιοδικὸ Strand (τεῦχος Ἀπριλίου τοῦ 1904), θὰ ἦταν καλὸ νὰ διαβαστεῖ ἀπὸ ὅλους, ἀλλὰ πρωτίστως ἀπὸ ὅσους ἔχουν στρατευθεῖ στὸν ὁλοκληρωτικοῦ τύπου πόλεμο ποὺ διεξάγεται συστηματικὰ καὶ μὲ κλιμακούμενη ἔνταση ἐνάντια στοὺς πολῖτες μιᾶς κοινωνίας ποὺ ἔχει δυσανεξία στὴ διαφορετικὴ ἄποψη.
Σὲ μιὰ μυστηριώδη κοιλάδα στὶς ἄγριες ἐρημιὲς τῶν Ἄνδεων τοῦ Ἰσημερινοῦ ἐνέσκηψε μιὰ παράξενη ἀρρώστια κι ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ γεννιόντουσαν ἐκεῖ, καθὼς καὶ κάμποσα μεγαλύτερα, τυφλώθηκαν. Ἡ ὅραση ὅσων ἔβλεπαν ἀδυνάτιζε μὲ ρυθμὸ τόσο ἀργό, ὥστε σχεδὸν δὲν ἀντιλαμβάνονταν τὴν ἀπώλειά της. Ἐν τέλει, ἡ ὅραση χάθηκε ὁλωσδιόλου ἀπὸ τοὺς κατοίκους αὐτοῦ τοῦ ἀπομακρυσμένου χωριοῦ.
Κάποια στιγμὴ ἐμφανίσθηκε ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο, ὀρεσίβιος ἀπὸ τὰ περίχωρα τοῦ Κίτο. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Νούνιες, ὁ ὁποῖος ἡγεῖτο μιᾶς μικρῆς ὁμάδας Ἄγγλων ἀναρριχητῶν. Ἕνα βράδυ ποὺ ἡ ὀρειβατικὴ ὁμάδα βρῆκε καταφύγιο σὲ ἕνα καταχιονισμένο πλάτωμα βράχου, ὁ Νούνιες ἔπεσε ἀπὸ ψηλὰ σὲ μιὰ βαθιὰ χαράδρα καὶ βρέθηκε θαμμένος κάτω ἀπὸ μαλακὸ στρῶμα χιονιοῦ ποὺ τὸν συνόδεψε στὴν πτώση του σώζοντάς τον. Ὅταν συνῆλθε, ἄρχισε νὰ περπατᾷ, καταλήγοντας στὴ χώρα τῶν τυφλῶν.
Ἀφοῦ γνωρίσθηκε μὲ τοὺς τυφλοὺς κατοίκους, ἐπιχείρησε νὰ μιλήσει στοὺς πρεσβυτέρους γιὰ τὸν ἀπέραντο κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔπεσε, γιὰ τὸν οὐρανό, γιὰ τὰ βουνά, γιὰ τὴν ὅραση καὶ γι᾿ ἄλλα παρόμοια θαύματα. Μὰ δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν, οὔτε νὰ καταλάβουν τίποτε ἀπ᾿ ὅσα τοὺς διηγιόταν. Ὑπῆρχαν ἕνα σωρὸ λέξεις ποὺ ἀγνοοῦσαν. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦταν τυφλοὶ καὶ ἀποκομμένοι, ἐδῶ καὶ δεκατέσσερεις γενιές, ἀπὸ τὸ προικισμένο μὲ τὴν αἴσθηση τῆς ὅρασης σύμπαν. Τὰ ὀνόματα τῶν πραγμάτων ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ὅραση ἀχρηστεύθηκαν («δὲν ὑπάρχει λέξη βλέπω») καὶ ἄλλαξαν σὺν τῷ χρόνῳ. Ἡ ἀνάμνηση τοῦ ἔξω κόσμου ξεθώριασε, μετατράπηκε σὲ παραμύθι γιὰ παιδιὰ καὶ οἱ κάτοικοι ἔπαψαν νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ ὅ,τι ὑπῆρχε πέρα ἀπὸ τοὺς βράχους ποὺ κρέμονταν πάνω ἀπὸ τὸ περιτείχισμά τους (σελ. 29/30).
Ὁ Νούνιες ἐπιχείρησε πρῶτα διὰ τῆς πειθοῦς νὰ τοὺς ἐξηγήσει τί σημαίνει νὰ βλέπει κανείς, ἀλλ᾿ εἰς μάτην. Ἐν συνεχείᾳ κατέφυγε στὴ βία, καὶ πάλι χωρὶς νὰ καταφέρει νὰ τοὺς ἀλλάξει ἄποψη. Ἀντιθέτως, δημιουργήθηκε μεγάλη ἔνταση ἀνάμεσά τους καὶ ἀναγκάσθηκε τελικῶς νὰ παραδεχθεῖ ὅτι ἡ λέξη «βλέπω» δὲν σημαίνει ἀπολύτως τίποτα!
Ἔτσι ὁ Νούνιες ὑποτάχθηκε στὴν ἐξουσία τῶν τυφλῶν καὶ ἔγινε πολίτης τῆς χώρας τους. Ἀφεντικό του ἦταν ὁ Γιακόμπ, ἡ μικρότερη κόρη τοῦ ὁποίου λεγόταν Μεδίνα-Σαροτέ. Ὁ Νούνιες τὴν ἐρωτεύθηκε σφοδρὰ καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴ ζητήσει σὲ γάμο.
Ἐξαρχῆς ὅμως ὑπῆρξε μεγάλη ἀντίθεση στὸν γάμο αὐτόν, διότι οἱ τυφλοὶ πίστευαν ὅτι ὁ Νούνιες ἦταν ἕνας «παρίας, ἕνα ἠλίθιο καὶ ἀνίκανο πλάσμα, κατὰ πολὺ κατώτερο ἀπὸ τὸ ἐπιτρεπόμενο ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου» (σελ. 49). Παρότι καὶ ὁ πατέρας τῆς κοπέλας ἦταν ἀρνητικὸς γιὰ τὸν γάμο τῆς κόρης του μὲ τὸν «ἠλίθιο ποὺ ἔχει παραισθήσεις», ἄρχισε νὰ λυγίζει καθὼς τὴν ἔβλεπε νὰ θλίβεται βαθύτατα ἀπὸ τὴν ἄρνησή του.
Ἐξαρχῆς ὅμως ὑπῆρξε μεγάλη ἀντίθεση στὸν γάμο αὐτόν, διότι οἱ τυφλοὶ πίστευαν ὅτι ὁ Νούνιες ἦταν ἕνας «παρίας, ἕνα ἠλίθιο καὶ ἀνίκανο πλάσμα, κατὰ πολὺ κατώτερο ἀπὸ τὸ ἐπιτρεπόμενο ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου» (σελ. 49). Παρότι καὶ ὁ πατέρας τῆς κοπέλας ἦταν ἀρνητικὸς γιὰ τὸν γάμο τῆς κόρης του μὲ τὸν «ἠλίθιο ποὺ ἔχει παραισθήσεις», ἄρχισε νὰ λυγίζει καθὼς τὴν ἔβλεπε νὰ θλίβεται βαθύτατα ἀπὸ τὴν ἄρνησή του.
Μιὰ μέρα ἕνας ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ χωριοῦ, «σπουδαῖος γιατρός, μάγος-γιατρὸς αὐτῆς τῆς κοινότητας» ποὺ «διέθετε βαθιὰ σκέψη καὶ ἐφευρετικὸ μυαλό», εἶχε μιὰ φαεινὴ ἰδέα: Νὰ γιατρέψει τὸν Νούνιες ἀπαλλάσσοντάς τον ἀπὸ τὴν «ἰδιομορφία» του. Τὸ πρόβλημά του ἦταν ὅτι ὁ ἐγκέφαλός του εἶχε ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀλλόκοτα πράγματα ποὺ λέγονται «μάτια» καὶ ποὺ ὑπάρχουν γιὰ νὰ δημιουργοῦν μιὰ εὐχάριστη, ἁπαλὴ κοιλότητα στὸ πρόσωπο. Γιὰ νὰ θεραπευτεῖ λοιπὸν ὁ Νούνιες, θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποβληθεῖ σὲ μιὰ «ἁπλῆ καὶ εὔκολη χειρουργικὴ ἐπέμβαση ἀφαίρεσης αὐτῶν τῶν ἐρεθιστικῶν ὀργάνων του» (σελ. 51).
Ἔτσι, θὰ βρεῖ ἀπολύτως τὰ λογικά του καὶ θὰ γίνει ἕνας ἀληθινὰ ἀξιοθαύμαστος πολίτης. Τότε ὁ γερο-Γιακὸμπ σχολίασε:
«Εὐλογημένος ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν ἐπιστήμη» (σελ. 52) καὶ ἀναχώρησε ἀμέσως γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Νούνιες τὰ καλὰ νέα. Ἀλλά, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ὁ Νούνιες ἀντιμετώπισε μὲ ψυχρότητα τὴν πρόταση τῆς θεραπείας του.
Ὅταν ἡ ἀγαπημένη του Μεδίνα-Σαροτέ, προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ ὑποβληθεῖ στὸ χειρουργεῖο, ἐκεῖνος ἀντέδρασε, λέγοντάς της ὅτι «ἡ ὅραση εἶναι ὅλος ὁ κόσμος του». «Τὰ λουλούδια, οἱ λειχῆνες ἀνάμεσα στοὺς βράχους, ἡ λάμψη ἑνὸς βελούδινου τριχώματος, ὁ μακρινὸς οὐρανὸς μὲ τὰ πουπουλένια σύννεφα, τὰ ἡλιοβασιλέματα, τοὺς ἀστέρες. Ἀλλὰ «εἶσαι κι ἐσύ», τῆς εἶπε. «Γιὰ σένα καὶ μόνο, ἀξίζει νὰ ἔχω μάτια, ἀξίζει νὰ βλέπω τὸ γλυκό, γαλήνιο πρόσωπό σου, τὰ εὐγενικά σου χείλη, τὰ ἀγαπημένα, ὄμορφα χέρια σου ἔτσι ὅπως τὰ σταυρώνεις... Τὰ μάτια ποὺ αἰχμαλώτισες, τὰ μάτια ποὺ μὲ δένουν μαζί σου, αὐτοὶ οἱ ἠλίθιοι θέλουν νὰ μοῦ τὰ πάρουν».
Ἀφήνοντας ἡ κοπέλα νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι ὁ γάμος τους θὰ μποροῦσε νὰ γίνει μόνο ἂν ἐκεῖνος δεχόταν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὰ μάτια, ὁ Νούνιες πῆρε μὲ βαριὰ καρδιὰ τὴν ἀπόφαση νὰ δώσει τὴ συγκατάθεσή του στὴν ἐπέμβαση, ἡ ὁποία «θὰ τὸν προβίβαζε ἀπὸ τὸ κατώτερο ἐπίπεδο τοῦ δούλου στὸ ἐπίπεδο τοῦ τυφλοῦ πολίτη» (σελ. 54).
Ὡστόσο, ἐπὶ μία ἑβδομάδα βυθιζόταν σὲ βαθιὰ περισυλλογὴ ἢ περιπλανιόταν ἄσκοπα, ἀναλογιζόμενος τὸ δίλημμά του. Ὅταν ἔδυσε ὁ ἥλιος τὴν τελευταία ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση, ἡ Μεδίνα-Σαροτὲ προσπάθησε νὰ τὸν ἐμψυχώσει, λέγοντάς του ὅτι δὲν θὰ ὑποφέρει πολὺ καὶ ὅτι θὰ ὑποστεῖ αὐτὴ τὴ δοκιμασία γιὰ ἐκείνην, στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης ποὺ τῆς ἔτρεφε. Τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι αὐτὴν τὴ μεγάλη θυσία θά τοῦ τὴν ἀνταποδώσει (σελ. 55).
Μέχρι νὰ ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ἐξόρυξης τῶν ὀφθαλμῶν του, ὁ Νούνιες εἶχε ἀποφασίσει «νὰ γυρέψει καταφύγιο σὲ ἕνα μοναχικὸ μέρος, στὰ λιβάδια μὲ τοὺς λευκοὺς νάρκισσους. Μὰ καθὼς προχωροῦσε, σήκωσε τὰ μάτια καὶ ἀντίκρισε τὸ πρωινό, τὸ πρωινὸ ποὺ κατέβαινε τὴν ἀπότομη πλαγιὰ σὰν ἄγγελος ν᾿ ὁλόχρυση ἁρματωσιά.
Μπροστὰ σὲ τέτοια λαμπρότητα, ὁ ἴδιος, ὁ τυφλὸς κόσμος τῆς κοιλάδας, ὁ ἔρωτάς του καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἀβυσσαλέα ἀχρειότητα» (σελ. 56).
«Ἔσβησε τὸ φῶς τοῦ δειλινοῦ, καὶ ἡ νύχτα τὸν βρῆκε ἀκόμα ξαπλωμένο κάτω ἀπ᾿ τὸ ψυχρὸ φῶς τῶν ἀστεριῶν, γαλήνιο καὶ εὐχαριστημένο» (σελ. 59). Ὁ Νούνιες δὲν ἐπέστρεψε ποτὲ στὴ «χώρα τῶν τυφλῶν».
Πέρα ἀπὸ τὸ αἰσιόδοξο μήνυμα ποὺ στέλνει ὁ Γουὲλς γιὰ τὴν ἀπόρριψη τῶν ἐκβιαστικῶν διλημμάτων καὶ τὴν προάσπιση τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως, τοῦ μεγαλύτερου δώρου τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἐν λόγῳ διήγημα ἑδράζεται σὲ μιὰ κεντρικὴ ἰδέα ποὺ συνδέεται περίφημα μὲ τὸν σημερινὸ θαυμαστὸ ἀνάποδο κόσμο μας:
Ἀνώτερου ἐπιπέδου πολῖτες θεωροῦνται οἱ τυφλοί, ἐνῶ ὁ Νούνιες ποὺ διατηρεῖ τὴν ὅρασή του ἀντιμετωπίζεται ἀπαξιωτικὰ ἀπὸ τοὺς τυφλοὺς ὡς «παρίας» καὶ «ἠλίθιος μὲ παραισθήσεις». Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὴν φαεινὴ ἰδέα τοῦ τυφλοῦ «σπουδαίου γιατροῦ», γιὰ νὰ «θεραπευτεῖ», θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποβληθεῖ σὲ χειρουργικὴ ἀφαίρεση τῶν μοναδικῶν ὀργάνων του μέσῳ τῶν ὁποίων εἶχε πρόσβαση στὴν πραγματικότητα καὶ τὴν ἀλήθεια! Μὲ βάση τὸ ἰσχῦον Ποινικὸ Δίκαιο, πρόκειται βεβαίως γιὰ νόμιμη ἀπειλὴ παραλείψεως (δὲν θὰ παντρευτεῖς τὴν ἀγαπημένη σου, ἂν δὲν δεχθεὶς νὰ σοῦ βγάλουμε τὰ μάτια). Ὡστόσο, ἡ χειρουργικὴ ἀφαίρεση τῶν ὀφθαλμῶν συνιστᾷ βαριὰ σωματικὴ βλάβη καὶ ἄρα εἶναι ἀνεπίδεκτη τῆς συναινέσεως τοῦ παθόντος (βλ. ἀρ. 308 παρ. 3 ΠΚ).
Μήπως λοιπὸν ὅσοι πολῖτες ὑποστηρίζουν σήμερα μὲ ὀπαδικὸ φανατισμὸ τὴν ἀδήριτη ἀνάγκη νὰ δώσουν ἅπαντες τὴ συναίνεσή τους στὴν ἰατρικὴ πράξη τοῦ ἐμβολιασμοῦ, υἱοθετῶντας ρητορικὴ μίσους ἔναντι τῶν ἀνεμβολίαστων, εἶναι οἱ σύγχρονοι κάτοικοι τῆς οὐελσιανὴς χώρας τῶν τυφλῶν;
Τέλος, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ σχόλιο τοῦ Γουὲλς στὴν ἀρχὴ τοῦ διηγήματος: Ἐκείνη τὴν ἐποχή, σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις ἀσθενειῶν, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν πήγαινε στὰ μικρόβια καὶ τὶς μολύνσεις, ἀλλὰ στὶς ἁμαρτίες (σελ. 11/12).
Σήμερα ἰσχύει τὸ ἀνάποδο: οἱ ἀσθένειες ὀφείλονται σὲ μικρόβια καὶ μολύνσεις, ἀλλὰ ποτὲ στὶς ἁμαρτίες μας!
Σήμερα ἰσχύει τὸ ἀνάποδο: οἱ ἀσθένειες ὀφείλονται σὲ μικρόβια καὶ μολύνσεις, ἀλλὰ ποτὲ στὶς ἁμαρτίες μας!
[Δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία», 19.12.2021, σελ. 08β/24]
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου