Ὁ Ἄρειος τόνιζε ὅτι ὁ Λόγος ἐγεννήθῃ ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ τῶν αἰώνων. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ κατηγορεῖται, ἀπό τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὅτι ὑπεστήριζε τὴν ἐν χρόνῳ γέννηση τοῦ Λόγου. Γιατί ὅμως; Διότι προσέθετε τὸ «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν». Τὸ «ποτὲ» καί το «ὅτε» εἶναι ὅμως χρονικὰ ἐπιρρήματα. Διότι, ὅταν λέγῃ κανείς το «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε κάποιο χρονικὸ διάστημα, κατὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε ὁ Λόγος. Γλωσσικὰ αὐτὸ σημαίνει. Ἀλλὰ μέσα στὰ πλαίσια τῆς Ἀποφατικῆς θεολογίας ὅ,τι καὶ νὰ πῇ κανεὶς γιὰ τὸν Θεό, περιορίζεται στὰ χρονικὰ κατηγορήματα.
Ὁποιαδήποτε λέξι καὶ ἂν χρησιμοποίηση κανεὶς γιὰ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγῃ τίς διαστάσεις τοῦ χρόνου. Γιατί; Π.χ. λέμε: Ὁ Λόγος γεννᾷται ἐκ τοῦ Πατρός. Γλωσσικά, ἐξ ἐπόψεως νοήματος αὐτὸ τὸ γεννᾷται ἐκ τοῦ Πατρὸς μπορεῖ νὰ σημαίνει εἴτε ὅτι κάποτε γεννήθηκε ἐκ τοῦ Πατρὸς ἢ ὅτι ἀενάως γεννᾷται ἐκ τοῦ Πατρὸς ἢ ὅτι ἐν χρόνῳ γεννᾷται ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ ὅταν λέγῃ κάποιος ὅτι: Ὁ Λόγος ἐγεννήθῃ ἐκ τοῦ Πατρός.
Οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ πλαισιώσουν τὴν διδασκαλία τους καὶ γιὰ νὰ περιφράξουν τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ χρησιμοποιοῦν διάφορες ὁρολογίες. Βέβαια καὶ οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Λόγος πρὸ τῶν αἰώνων ἐγεννήθῃ ἐκ τοῦ Πατρός. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ τονίζουν οἱ Πατέρες εἶναι ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις ἀνταποκρίνεται μόνο στὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία. Ὁπότε κάθε σκέψις, κάθε νοησιαρχικὴ σύλληψις τοῦ ἀνθρώπου ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνθρώπινες καθημερινὲς ἐμπειρίες καὶ μόνον. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ διασπάσῃ τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστῆς του φύσεως, ὥστε νὰ μπορέσῃ νὰ συλλάβῃ τὸ ἄκτιστο.
Οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ πλαισιώσουν τὴν διδασκαλία τους καὶ γιὰ νὰ περιφράξουν τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ χρησιμοποιοῦν διάφορες ὁρολογίες. Βέβαια καὶ οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Λόγος πρὸ τῶν αἰώνων ἐγεννήθῃ ἐκ τοῦ Πατρός. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ τονίζουν οἱ Πατέρες εἶναι ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις ἀνταποκρίνεται μόνο στὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία. Ὁπότε κάθε σκέψις, κάθε νοησιαρχικὴ σύλληψις τοῦ ἀνθρώπου ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνθρώπινες καθημερινὲς ἐμπειρίες καὶ μόνον. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ διασπάσῃ τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστῆς του φύσεως, ὥστε νὰ μπορέσῃ νὰ συλλάβῃ τὸ ἄκτιστο.
Αὐτὸ κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σκέπτεται γιὰ τὸ ἄκτιστο ὅτι ὑπάρχει. Ὅτι ὑπάρχει κάτι τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει κτισθῇ, τὸ ὁποῖο ὑπάρχει πάντοτε καὶ τὸ ὁποῖο δὲν μοιάζει μὲ τὰ κτίσματα. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ κατηγορήματα, δὲν εἶναι θετικά. Εἶναι πλήρως ἀρνητικά. Αὐτὲς δὲν εἶναι θέσεις, ἀλλὰ ἀρνήσεις. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος, δὲν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ ἁπλῶς λέμε τί δὲν εἶναι ὁ Θεός. Ἡ λέξις ἄκτιστος σημαίνει ἁπλῶς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κτίσμα. Αὐτὸ ὅμως λέγει τί δὲν εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι τί εἶναι ὁ Θεός. Εἴπαμε λοιπὸν τί δὲν εἶναι ὁ Θεός.
Ἄς ποῦμε τώρα τί εἶναι ὁ Θεός. Δὲν ὑπάρχει ὅμως κανένα ὄνομα ποὺ νὰ προσδιορίζῃ τὸ τί εἶναι ὁ Θεός, διότι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν φύσι του δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ συλλάβῃ τὸν Θεό. Ἡ βασικὴ αἰτία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα. Ἔχει δημιουργηθῇ γιὰ νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν. Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεόν. Καὶ αὐτὸ γίνεται διὰ τοῦ Φωτός, διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Πατέρες πάρα πολλὲς φορὲς ἀσχολοῦνται μὲ τὴν φράσι: «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Δηλαδὴ μέσα στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ. Μόνον, ὅταν κανεὶς βρίσκεται μέσα στὸ Φῶς, βλέπει τὸ Φῶς. Ἀκριβῶς, ὅπως γίνεται καὶ στὸν φυσικὸ χῶρο. Ὅταν κανεὶς βρίσκεται μέσα στὸ σκοτάδι, δὲν βλέπει ἀπολύτως τίποτε. Ἐὰν ὅμως βρεθῇ μέσα στὸ φῶς, τότε βλέπει τὸ φῶς.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ γνωσιολογικὴ ἀρχὴ εἶναι μία δεσπόζουσα ἀρχὴ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ φαινομενικὰ παράξενο ὅμως εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες παίρνουν αὐτὸ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ταυτίζουν μὲ τὸ Σκότος (Γνόφος) καὶ χρησιμοποιοῦν ἐναλλακτικὰ τὸ Φῶς καὶ τὸ Σκότος. Ὁπότε τὸ «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» καί το «ἐν τῷ σκότει σου ὀψόμεθα σκότος» σημαίνει γιὰ τοὺς Πατέρες τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Διότι ὁ Θεὸς οὔτε Φῶς εἶναι οὔτε Σκότος εἶναι· καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κτίσμα γιὰ νὰ μοιάζῃ μὲ κάτι κτιστό, ὅπως εἶναι τὸ φῶς ἢ τὸ σκότος.
Ἐφ᾿ ὅσον λοιπὸν οἱ γνωσιολογικές μας δυνάμεις ἀναλογοῦν στὰ κτιστὰ καὶ δὲν ἐπεκτείνονται στὰ ἄκτιστα, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει μόνο τὰ κτιστά. Ἑπομένως ὁποιαδήποτε ὁρολογία χρησιμοποιήσωμε γιὰ τὸν Θεό, ἡ ὁρολογία αὐτὴ θὰ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἀπὸ κάποια δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ περιγράψῃ τὸ ἄκτιστο. Αὐτὴ ἡ Πατερικὴ ἀντίληψις περὶ γνωσιολογίας ἐμπίπτει ἀπολύτως μέσα στὰ πλαίσια τῆς μοντέρνας ἔρευνας, ἡ ὁποία γίνεται ἐπάνω στὰ γνωσιολογικὰ θέματα καὶ ἡ ὁποία σήμερα114 γίνεται ἀπὸ νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ἀνθρωπολόγους καὶ λίγο ἀπὸ ψυχιάτρους.
Ἄς ποῦμε τώρα τί εἶναι ὁ Θεός. Δὲν ὑπάρχει ὅμως κανένα ὄνομα ποὺ νὰ προσδιορίζῃ τὸ τί εἶναι ὁ Θεός, διότι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν φύσι του δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ συλλάβῃ τὸν Θεό. Ἡ βασικὴ αἰτία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα. Ἔχει δημιουργηθῇ γιὰ νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν. Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο, τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεόν. Καὶ αὐτὸ γίνεται διὰ τοῦ Φωτός, διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Πατέρες πάρα πολλὲς φορὲς ἀσχολοῦνται μὲ τὴν φράσι: «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Δηλαδὴ μέσα στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ θὰ δοῦμε τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ. Μόνον, ὅταν κανεὶς βρίσκεται μέσα στὸ Φῶς, βλέπει τὸ Φῶς. Ἀκριβῶς, ὅπως γίνεται καὶ στὸν φυσικὸ χῶρο. Ὅταν κανεὶς βρίσκεται μέσα στὸ σκοτάδι, δὲν βλέπει ἀπολύτως τίποτε. Ἐὰν ὅμως βρεθῇ μέσα στὸ φῶς, τότε βλέπει τὸ φῶς.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ γνωσιολογικὴ ἀρχὴ εἶναι μία δεσπόζουσα ἀρχὴ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ φαινομενικὰ παράξενο ὅμως εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες παίρνουν αὐτὸ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ταυτίζουν μὲ τὸ Σκότος (Γνόφος) καὶ χρησιμοποιοῦν ἐναλλακτικὰ τὸ Φῶς καὶ τὸ Σκότος. Ὁπότε τὸ «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» καί το «ἐν τῷ σκότει σου ὀψόμεθα σκότος» σημαίνει γιὰ τοὺς Πατέρες τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Διότι ὁ Θεὸς οὔτε Φῶς εἶναι οὔτε Σκότος εἶναι· καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κτίσμα γιὰ νὰ μοιάζῃ μὲ κάτι κτιστό, ὅπως εἶναι τὸ φῶς ἢ τὸ σκότος.
Ἐφ᾿ ὅσον λοιπὸν οἱ γνωσιολογικές μας δυνάμεις ἀναλογοῦν στὰ κτιστὰ καὶ δὲν ἐπεκτείνονται στὰ ἄκτιστα, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει μόνο τὰ κτιστά. Ἑπομένως ὁποιαδήποτε ὁρολογία χρησιμοποιήσωμε γιὰ τὸν Θεό, ἡ ὁρολογία αὐτὴ θὰ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἀπὸ κάποια δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ περιγράψῃ τὸ ἄκτιστο. Αὐτὴ ἡ Πατερικὴ ἀντίληψις περὶ γνωσιολογίας ἐμπίπτει ἀπολύτως μέσα στὰ πλαίσια τῆς μοντέρνας ἔρευνας, ἡ ὁποία γίνεται ἐπάνω στὰ γνωσιολογικὰ θέματα καὶ ἡ ὁποία σήμερα114 γίνεται ἀπὸ νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ἀνθρωπολόγους καὶ λίγο ἀπὸ ψυχιάτρους.
Ὅλες οἱ ἐπιστῆμες, ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ θέματα αὐτά, συμφωνοῦν ὡς πρὸς τὴν γνωσιολογικὴ λειτουργία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὅλα στὸν ἄνθρωπο εἶναι παρμένα, ἀπ᾿ ὅτι ξέρομε μέχρι τώρα, ἀπὸ τίς καθημερινὲς ἐμπειρίες τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀφῃρημένες σκέψεις ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ οἱ μαθηματικοὶ ὑπολογισμοί, ὅλα αὐτὰ πλέον ἔχει γίνει ἀποδεκτὸ ὅτι εἶναι διαστάσεις τῆς ὑλικῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου καὶ καμιᾶς πνευματικῆς ἀΰλου ὑπάρξεως.
Ἡ κατηγορία πάντως τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἐναντίον τοῦ Ἀρείου, ὅτι διδάσκει τὴν «ἐν χρόνῳ» γέννησι τοῦ Λόγου, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἔκφρασι τοῦ Ἀρείου, τὴν ὁποία ἐξεμεταλλεύθησαν οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ συνέχεια βομβάρδιζαν τοὺς Ἀρειανοὺς ἐπάνω στὸ θέμα αὐτό. Τόσο δὲ πολύ τοὺς βομβάρδιζαν, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ ἀναγκάσθηκαν καὶ ἀπάντησαν. Μὲ τὴν ἀπώλεια ὅμως, ποὺ συνέβῃ, τῶν πολλῶν συγγραμμάτων τῶν αἱρετικῶν, χάθηκαν καὶ οἱ ἀπαντήσεις αὐτές.
Οἱ Πατέρες κατηγοροῦσαν τὸν Ἄρειο ὅτι διδάσκει τὴν ἐν χρόνῳ γέννησι τοῦ Λόγου. Ἀπόδειξις δὲ γιὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ὅτι ὁ Ἄρειος ἀναφέρει τὸ «ποτέ» (κάποτε) καί τὸ «ὅτε». Ναί, ἀλλὰ σώζονται ὅμως ἀποσπάσματα τῶν λεχθέντων τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν Ἀρειανῶν, στὰ ὁποῖα οἱ Ἀρειανοὶ διαμαρτύρονται γι᾿ αὐτὴν τὴν καταγγελία τῶν Ὀρθοδόξων, ὅτι δηλαδὴ διδάσκουν τὴν ἐν χρόνῳ γέννησι τοῦ Λόγου καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι συκοφαντοῦνται, καθ᾿ ὅσον οἱ ἴδιοι διδάσκουν ὅτι ὁ Λόγος ἐγεννήθῃ ἐκ τοῦ Πατρὸς «πρὸ τῶν αἰώνων».
Αὐτὸ τὸ πρὸ τῶν αἰώνων ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία, διότι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα οἱ αἰῶνες καὶ ὁ χρόνος. Οἱ Πατέρες κάνουν μία διάκρισι μεταξὺ αἰώνων καὶ χρόνου, ἂν καὶ δὲν ἤξεραν μοντέρνα Φυσική. Στὴν Φυσικὴ δὲν ἔχομε πιὰ τὸν χρόνο ποὺ εἴχαμε στὸ παρελθόν. Ὁ χρόνος τοῦ παρελθόντος ἐμετράτο ἀπὸ τὴν σχετικὴ κίνησι τῆς γῆς ὡς πρὸς τὸν ἥλιο καὶ τὴν σελήνη. Τώρα ὅμως οἱ ἀντιλήψεις περὶ χρόνου ἔχουν ἀλλάξει πάρα πολύ.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γιά μᾶς σημασία, εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες διακρίνουν σαφῶς μεταξὺ αἰώνων καὶ χρόνου. Ὁπότε, ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο, λένε οἱ Πατέρες, πρῶτα δημιούργησε τοὺς αἰῶνες, μετὰ τοὺς ἀγγέλους, καὶ μετὰ τὸν κόσμο αὐτόν, καθὼς καὶ τὸν χρόνο. Δηλαδὴ οἱ Πατέρες ἤξεραν ὅτι ὁ χρόνος εἶναι μία διάστασις ὡρισμένου μέρους τοῦ κτιστοῦ σύμπαντος. Διότι τὸ πρῶτο κτίσμα ποὺ κτίσθηκε εἶναι οἱ αἰῶνες καὶ ὄχι ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος δημιουργεῖται ἀργότερα ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ὁπότε ἡ κυρία διαφοροποίησις μεταξὺ αἰώνων καὶ χρόνου εἶναι ὅτι στὸν χρόνο ἔχομε ἀλληλοδιαδοχὴ στὰ γεγονότα, ἐνῶ στοὺς αἰῶνες δὲν ἔχομε ἀναγκαστικὰ ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν γεγονότων, ἀλλὰ μία συνύπαρξη γεγονότων σὲ μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρὶς ἀναγκαστικὰ νὰ ἐμπλέκωνται τὰ γεγονότα μὲ τὴν ἀλληλοδιαδοχή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι περιωρισμένος στὴν ἀλληλοδιαδοχικὴ ἐμπειρία τῶν καταστάσεων, ἐπειδὴ εἶναι μέσα στὸν χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐμπειρία μιᾶς ὑπάρξεως χωρὶς ἀλληλοδιαδοχή. Τὴν ἀποκτᾷ ὅμως μόνο στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, διότι τότε καταργεῖται ὁ χρόνος.
Μόνον ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει φθάσει στὴν θέωσι ἔχει ἐμπειρία ἐκείνου τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ὕπαρξι, ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὸν χρόνο, ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὸν αἰῶνα, ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὸν χῶρο, ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὴν λογικὴ κλπ. Ἔχει δηλαδὴ ὁ θεούμενος τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζῃ γνωσιολογικῶς τί εἶναι αὐτὸ τὸ ἄκτιστο. Ἐπειδὴ γνωσιολογικῶς τὸ ἄκτιστο γιὰ τὸν θεούμενο παραμένει Μυστήριο. Δηλαδὴ καὶ ὁ Θεός, ὅταν ἀποκαλύπτεται στὸν θεούμενο, παραμένει Μυστήριο. Διότι, ἂν καὶ ὑποπίπτῃ στὴν ἀντίληψι τοῦ νοὸς καὶ τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ ταῦτα ὁ Θεὸς παραμένει Μυστήριο, ἐπειδὴ ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ τὸν τρόπο γνώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ τοῦτο συμβαίνει, ἐπειδὴ τὸ θεμέλιο τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων εἶναι ἡ ὁμοιότητα καὶ ἡ διαφορά. Μεταξὺ δὲ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δὲν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης.
Βλέπομε π.χ. ἕναν ἐλέφαντα, ποὺ γιὰ ἕναν, ποὺ δὲν ξέρει τίποτε ἀπὸ ἐλέφαντες, δὲν μοιάζει μὲ τίποτε ἄλλο. Ἀλλὰ ἁπλῶς διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα. Μετὰ βλέπομε δύο ἐλέφαντες καὶ λέμε ἅ, αὐτοὶ οἱ δύο μοιάζουν. Ἄν, ὅμως, τοὺς ἐξετάσωμε πιὸ προσεκτικά, στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἕνας εἶναι ἀρσενικὸς καὶ ὁ ἄλλος θηλυκός, βλέπομε ὅτι διαφέρουν μεταξύ τους σὲ ὡρισμένα μέρη τοῦ σώματος. Ἀλλά, παρὰ τίς διαφορές τους, ὑπάρχει μία γενικώτερη ὁμοιότητα μεταξύ τους, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε μιλᾶμε πάλι γιὰ ἐλέφαντες καὶ τοὺς βάζομε στὴν ἴδια κατηγορία τῶν ἄλλων ἐλεφάντων.
Ὅταν ὅμως ἔχῃ κάποιος τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, κάνει τότε μία διαφοροποίησι, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνῃ ὁμοιότητα, νὰ βρῇ δηλαδὴ ὁμοιότητα μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου μὲ κάποιο κτιστό. Ἡ διαφοροποίησις ὅμως ὑπάρχει. Βλέπει δηλαδὴ κάτι, ποὺ δὲν ἔχει ξαναδεῖ ποτὲ στὴν ζωή του. Δὲν ὑπάρχει ὅμως καμμία ὁμοιότης ἐκείνου ποὺ τοῦ ἀποκαλύπτεται μὲ κάτι ποὺ ἤδη γνωρίζει. Γιατί; Διότι διαφέρει ἐκεῖνο ποὺ ὑποπίπτει στὴ ἀντίληψι τοῦ θεουμένου ἀπὸ ὅλα τὰ κτιστά. Διαφέρει, ἀλλὰ δὲν μοιάζει μὲ τίποτα, μὲ κανένα γνωστὸ κτίσμα. Γιατί δὲν μοιάζει; Διότι δὲν ἔχει οὔτε χρῶμα οὔτε διαστάσεις οὔτε φῶς εἶναι οὔτε σκότος εἶναι οὔτε μεγάλο εἶναι οὔτε μικρὸ εἶναι, δὲν ἔχει σχῆμα, δὲν ἔχει εἶδος (μορφή).
Γι᾿ αὐτὸ οἱ Πατέρες, ὅταν μιλᾶνε γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, μιλᾶνε σὰν νὰ εἶναι κάτι τὸ ἀσχημάτιστο καὶ ἀνείδεο. Βέβαια αὐτὸ τὸ ἀνείδεο εἶναι ἐπιχείρημα ἐπιθέσεως ἐναντίων Πλατωνικῶν. Διότι οἱ Πλατωνικοὶ πίστευαν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κόσμος τῶν ἰδεῶν. Ὅταν ὅμως οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνείδεος, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει καμία σχέσι μὲ τὸν νοητὸ κόσμο τοῦ Πλάτωνος. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνίδεο καὶ ἀσχημάτιστο, κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἀναφέρουν αὐτό, κάνουν κατ᾿ εὐθεῖαν ἐπίθεσι ἐναντίων τῶν δοξασιῶν τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ γενικὰ ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων ξεφεύγει ἀπὸ ὅλα τὰ κατηγορήματα τοῦ φιλοσοφικοῦ τρόπου σκέψεως.
Τὸ νὰ ἀσχοληθῇ βέβαια κάποιος μὲ τὴν φιλοσοφία, αὐτὸ δὲν εἶναι κακό, διότι γυμνάζεται τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκεῖ ὅμως νὰ μὴ δεχθῇ τὴν διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας προκειμένου περὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ φύσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λένε ὅλοι οἱ Ἡσυχαστὲς πατέρες. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν φιλοσοφῶν Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη, ἂν διαβάσῃ κανεὶς τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, θὰ δῆ ὅτι ὑπάρχει ἡ ἴδια γραμμὴ καὶ σ᾿ αὐτόν. Ὁπότε συμπεραίνομε ὅτι γιὰ τὸν ἐκγυμνασμὸ τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος δὲν εἶναι κακό τὸ νὰ ἀσχολῆται κάποιος μὲ τὴν φιλοσοφία, εἶναι ὅμως ἀνοησία τ᾿ νὰ παραδέχεται τὴν διδασκαλία τῆς προκειμένου περὶ θεολογικῶν θεμάτων.
Πηγή:https://www.oodegr.com/
Ἡ κατηγορία πάντως τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἐναντίον τοῦ Ἀρείου, ὅτι διδάσκει τὴν «ἐν χρόνῳ» γέννησι τοῦ Λόγου, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἔκφρασι τοῦ Ἀρείου, τὴν ὁποία ἐξεμεταλλεύθησαν οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ συνέχεια βομβάρδιζαν τοὺς Ἀρειανοὺς ἐπάνω στὸ θέμα αὐτό. Τόσο δὲ πολύ τοὺς βομβάρδιζαν, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ ἀναγκάσθηκαν καὶ ἀπάντησαν. Μὲ τὴν ἀπώλεια ὅμως, ποὺ συνέβῃ, τῶν πολλῶν συγγραμμάτων τῶν αἱρετικῶν, χάθηκαν καὶ οἱ ἀπαντήσεις αὐτές.
Οἱ Πατέρες κατηγοροῦσαν τὸν Ἄρειο ὅτι διδάσκει τὴν ἐν χρόνῳ γέννησι τοῦ Λόγου. Ἀπόδειξις δὲ γιὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ὅτι ὁ Ἄρειος ἀναφέρει τὸ «ποτέ» (κάποτε) καί τὸ «ὅτε». Ναί, ἀλλὰ σώζονται ὅμως ἀποσπάσματα τῶν λεχθέντων τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν Ἀρειανῶν, στὰ ὁποῖα οἱ Ἀρειανοὶ διαμαρτύρονται γι᾿ αὐτὴν τὴν καταγγελία τῶν Ὀρθοδόξων, ὅτι δηλαδὴ διδάσκουν τὴν ἐν χρόνῳ γέννησι τοῦ Λόγου καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι συκοφαντοῦνται, καθ᾿ ὅσον οἱ ἴδιοι διδάσκουν ὅτι ὁ Λόγος ἐγεννήθῃ ἐκ τοῦ Πατρὸς «πρὸ τῶν αἰώνων».
Αὐτὸ τὸ πρὸ τῶν αἰώνων ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία, διότι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα οἱ αἰῶνες καὶ ὁ χρόνος. Οἱ Πατέρες κάνουν μία διάκρισι μεταξὺ αἰώνων καὶ χρόνου, ἂν καὶ δὲν ἤξεραν μοντέρνα Φυσική. Στὴν Φυσικὴ δὲν ἔχομε πιὰ τὸν χρόνο ποὺ εἴχαμε στὸ παρελθόν. Ὁ χρόνος τοῦ παρελθόντος ἐμετράτο ἀπὸ τὴν σχετικὴ κίνησι τῆς γῆς ὡς πρὸς τὸν ἥλιο καὶ τὴν σελήνη. Τώρα ὅμως οἱ ἀντιλήψεις περὶ χρόνου ἔχουν ἀλλάξει πάρα πολύ.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γιά μᾶς σημασία, εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες διακρίνουν σαφῶς μεταξὺ αἰώνων καὶ χρόνου. Ὁπότε, ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο, λένε οἱ Πατέρες, πρῶτα δημιούργησε τοὺς αἰῶνες, μετὰ τοὺς ἀγγέλους, καὶ μετὰ τὸν κόσμο αὐτόν, καθὼς καὶ τὸν χρόνο. Δηλαδὴ οἱ Πατέρες ἤξεραν ὅτι ὁ χρόνος εἶναι μία διάστασις ὡρισμένου μέρους τοῦ κτιστοῦ σύμπαντος. Διότι τὸ πρῶτο κτίσμα ποὺ κτίσθηκε εἶναι οἱ αἰῶνες καὶ ὄχι ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος δημιουργεῖται ἀργότερα ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ὁπότε ἡ κυρία διαφοροποίησις μεταξὺ αἰώνων καὶ χρόνου εἶναι ὅτι στὸν χρόνο ἔχομε ἀλληλοδιαδοχὴ στὰ γεγονότα, ἐνῶ στοὺς αἰῶνες δὲν ἔχομε ἀναγκαστικὰ ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν γεγονότων, ἀλλὰ μία συνύπαρξη γεγονότων σὲ μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρὶς ἀναγκαστικὰ νὰ ἐμπλέκωνται τὰ γεγονότα μὲ τὴν ἀλληλοδιαδοχή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι περιωρισμένος στὴν ἀλληλοδιαδοχικὴ ἐμπειρία τῶν καταστάσεων, ἐπειδὴ εἶναι μέσα στὸν χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐμπειρία μιᾶς ὑπάρξεως χωρὶς ἀλληλοδιαδοχή. Τὴν ἀποκτᾷ ὅμως μόνο στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, διότι τότε καταργεῖται ὁ χρόνος.
Μόνον ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει φθάσει στὴν θέωσι ἔχει ἐμπειρία ἐκείνου τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ὕπαρξι, ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὸν χρόνο, ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὸν αἰῶνα, ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὸν χῶρο, ὑπάρξεως ποὺ ὑπερβαίνει τὴν λογικὴ κλπ. Ἔχει δηλαδὴ ὁ θεούμενος τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, χωρὶς ὅμως νὰ γνωρίζῃ γνωσιολογικῶς τί εἶναι αὐτὸ τὸ ἄκτιστο. Ἐπειδὴ γνωσιολογικῶς τὸ ἄκτιστο γιὰ τὸν θεούμενο παραμένει Μυστήριο. Δηλαδὴ καὶ ὁ Θεός, ὅταν ἀποκαλύπτεται στὸν θεούμενο, παραμένει Μυστήριο. Διότι, ἂν καὶ ὑποπίπτῃ στὴν ἀντίληψι τοῦ νοὸς καὶ τῆς λογικῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ ταῦτα ὁ Θεὸς παραμένει Μυστήριο, ἐπειδὴ ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ τὸν τρόπο γνώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ τοῦτο συμβαίνει, ἐπειδὴ τὸ θεμέλιο τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων εἶναι ἡ ὁμοιότητα καὶ ἡ διαφορά. Μεταξὺ δὲ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου δὲν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης.
Βλέπομε π.χ. ἕναν ἐλέφαντα, ποὺ γιὰ ἕναν, ποὺ δὲν ξέρει τίποτε ἀπὸ ἐλέφαντες, δὲν μοιάζει μὲ τίποτε ἄλλο. Ἀλλὰ ἁπλῶς διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα. Μετὰ βλέπομε δύο ἐλέφαντες καὶ λέμε ἅ, αὐτοὶ οἱ δύο μοιάζουν. Ἄν, ὅμως, τοὺς ἐξετάσωμε πιὸ προσεκτικά, στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἕνας εἶναι ἀρσενικὸς καὶ ὁ ἄλλος θηλυκός, βλέπομε ὅτι διαφέρουν μεταξύ τους σὲ ὡρισμένα μέρη τοῦ σώματος. Ἀλλά, παρὰ τίς διαφορές τους, ὑπάρχει μία γενικώτερη ὁμοιότητα μεταξύ τους, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε μιλᾶμε πάλι γιὰ ἐλέφαντες καὶ τοὺς βάζομε στὴν ἴδια κατηγορία τῶν ἄλλων ἐλεφάντων.
Ὅταν ὅμως ἔχῃ κάποιος τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, κάνει τότε μία διαφοροποίησι, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνῃ ὁμοιότητα, νὰ βρῇ δηλαδὴ ὁμοιότητα μεταξὺ τοῦ ἀκτίστου μὲ κάποιο κτιστό. Ἡ διαφοροποίησις ὅμως ὑπάρχει. Βλέπει δηλαδὴ κάτι, ποὺ δὲν ἔχει ξαναδεῖ ποτὲ στὴν ζωή του. Δὲν ὑπάρχει ὅμως καμμία ὁμοιότης ἐκείνου ποὺ τοῦ ἀποκαλύπτεται μὲ κάτι ποὺ ἤδη γνωρίζει. Γιατί; Διότι διαφέρει ἐκεῖνο ποὺ ὑποπίπτει στὴ ἀντίληψι τοῦ θεουμένου ἀπὸ ὅλα τὰ κτιστά. Διαφέρει, ἀλλὰ δὲν μοιάζει μὲ τίποτα, μὲ κανένα γνωστὸ κτίσμα. Γιατί δὲν μοιάζει; Διότι δὲν ἔχει οὔτε χρῶμα οὔτε διαστάσεις οὔτε φῶς εἶναι οὔτε σκότος εἶναι οὔτε μεγάλο εἶναι οὔτε μικρὸ εἶναι, δὲν ἔχει σχῆμα, δὲν ἔχει εἶδος (μορφή).
Γι᾿ αὐτὸ οἱ Πατέρες, ὅταν μιλᾶνε γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, μιλᾶνε σὰν νὰ εἶναι κάτι τὸ ἀσχημάτιστο καὶ ἀνείδεο. Βέβαια αὐτὸ τὸ ἀνείδεο εἶναι ἐπιχείρημα ἐπιθέσεως ἐναντίων Πλατωνικῶν. Διότι οἱ Πλατωνικοὶ πίστευαν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κόσμος τῶν ἰδεῶν. Ὅταν ὅμως οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνείδεος, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει καμία σχέσι μὲ τὸν νοητὸ κόσμο τοῦ Πλάτωνος. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνίδεο καὶ ἀσχημάτιστο, κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἀναφέρουν αὐτό, κάνουν κατ᾿ εὐθεῖαν ἐπίθεσι ἐναντίων τῶν δοξασιῶν τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ γενικὰ ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων ξεφεύγει ἀπὸ ὅλα τὰ κατηγορήματα τοῦ φιλοσοφικοῦ τρόπου σκέψεως.
Τὸ νὰ ἀσχοληθῇ βέβαια κάποιος μὲ τὴν φιλοσοφία, αὐτὸ δὲν εἶναι κακό, διότι γυμνάζεται τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκεῖ ὅμως νὰ μὴ δεχθῇ τὴν διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας προκειμένου περὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ φύσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λένε ὅλοι οἱ Ἡσυχαστὲς πατέρες. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν φιλοσοφῶν Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη, ἂν διαβάσῃ κανεὶς τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, θὰ δῆ ὅτι ὑπάρχει ἡ ἴδια γραμμὴ καὶ σ᾿ αὐτόν. Ὁπότε συμπεραίνομε ὅτι γιὰ τὸν ἐκγυμνασμὸ τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος δὲν εἶναι κακό τὸ νὰ ἀσχολῆται κάποιος μὲ τὴν φιλοσοφία, εἶναι ὅμως ἀνοησία τ᾿ νὰ παραδέχεται τὴν διδασκαλία τῆς προκειμένου περὶ θεολογικῶν θεμάτων.
Πηγή:https://www.oodegr.com/
_____________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Πολύ ωραία η μελέτη του πατρός Ιωάννου! Την ευχή του να έχουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή