Διηγείται ο ίδιος:
-Λειτουργούσα κάποτε τη Μ. Πέμπτη μαζί
με τον ηγούμενο Παχώμιο και τον πατέρα Ιωσήφ. Η θεία Λειτουργία είχε
αρχίσει στις δύο το μεσημέρι μαζί με τον εσπερινό. Μετά τη μικρά είσοδο
και τα αναγνώσματα είπα ο ταπεινός μπροστά στο άγιο θυσιαστήριο την
εκφώνηση: «Κύριε, σώσον τους ευσεβείς και επάκουσον ημών». Ύστερα βγήκα
στην ωραία πύλη και υψώνοντας το οράριο προς το εκκλησίασμα συμπλήρωσα:
«Και εις τους αιώνας των αιώνων».
Τη στιγμή εκείνη έλαμψε ένα φως μπροστά μου σαν ηλιακή ακτίνα. Κοιτάζω προς τα εκεί και βλέπω εν δόξη τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο οποίος με τη μορφή του Υιού του ανθρώπου έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο μέσα σε άπλετο και ανέκφραστο φώς. Βλέπω επίσης τριγύρω να τον περιβάλλουν σαν σμήνος από μέλισσες οι Ουράνιες Δυνάμεις των Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Χερουβείμ και Σεραφείμ. Είχε μπει από τη δυτική πύλη και βαδίζοντας ανάερα στάθηκε εμπρός στον άμβωνα. Υψώνοντας μάλιστα το χέρι ευλόγησε τους λειτουργούς και τους προσευχομένους.
Τέλος μπαίνοντας στην εικόνα Του, που βρίσκεται πλάι στην ωραία Πύλη μεταμορφώθηκε, περικυκλουμενος από χορούς Αγγέλων που έλαμπαν και φώτιζαν ολόκληρη την εκκλησία. Κι εγώ, που είμαι γη και σποδός, αξιώθηκα μια ιδιαίτερη ευλογία από Αυτόν. Η καρδιά μου σκίρτησε από ιερή αγαλλίαση, πλημμύρισε από άρρητη χαρά μέσα σ’ ένα αίσθημα γλυκειάς, φλογερής αγάπης προς τον Κύριο».
Με το όραμα αυτό η όψη του οσίου αλλοιώθηκε. Δεν μπορούσε ούτε να κινηθεί από τη θέση του ούτε να μιλήσει. Πολλοί πρόσεξαν τη στάση του, χωρίς όμως να καταλάβουν την αληθινή αιτία. Αμέσως τον πλησίασαν δύο διάκονοι, και τον οδήγησαν μέσα στο άγιο Βήμα.
Αλλά κι εκεί συνέχισε να στέκεται επί τρεις σχεδόν ώρες
ακίνητος, σε έκσταση. Μόνο το πρόσωπό του αλλοιωνόταν συνεχώς. Πότε το
σκέπαζε μια χλωμάδα, πότε απλωνόταν επάνω του ζωηρό ρόδινο χρώμα, και
πότε γινόταν άσπρο σαν το χιόνι. Πέρασε πολλή ώρα χωρίς να μιλήσει. Τον
είχε απορροφήσει η θαυμαστή επίσκεψη του Θεού και ευφραινόταν με τη
γλυκεία Του παρηγοριά.
Αφού συνήλθε διηγήθηκε το όραμα μόνο στους γέροντες Παχώμιο και Ιωσήφ. Εκείνοι τον συμβούλευσαν, σαν έμπειροι πνευματικοί, να μην υπερηφανευθεί, αλλά να ασφαλίσει τον εαυτό του με την σιωπή και να βυθισθεί ακόμη πιο πολύ στην ταπείνωση.
«Εγενήθη η καρδία μου, έλεγε κάποτε, ωσεί κηρός τηκόμενος. Δεν θυμάμαι όμως τίποτε απ’ αυτή την αγαλλίαση. Θυμάμαι μόνο πως μπήκα στον ναό και μετά βγήκα».
Μετά την ουράνια αυτή οπτασία οχυρωμένος με βαθειά ταπείνωση ανερχόταν εκ δυνάμεως εις δύναμιν, και ασκούμενος ακατάπαυστα στην αυτομεμψία ακολουθούσε πιστά και σταθερά τον Κύριο, βαστάζων τον σταυρόν εαυτού.
Έκτοτε άρχισε να αναζητά όλο και περισσότερο την ησυχία και ν’ απομακρύνεται συχνότερα χάριν προσευχής στο δάσος τού Σάρωφ….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου