Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Ὁ διπολισμός τοῦ δημοσίου διαλόγου περί πανδημίας καί ρωσο-οὐκρανικοῦ πολέμου


Ἕνας καθρέπτης τῶν μηχανισμῶν ἀναπαραγωγῆς τῆς ἐξουσίας
 
Γράφει ἡ Μαρίνα Σκούμπου, Δικηγόρος Ἀθηνῶν - ὑπ. ΔΝ Ποινικοῦ Δικαίου ΕΚΠΑ

«Ἡ φαντασία στὴν ἐξουσία» ἔγραφε τὸ σύνθημα σὲ ἕναν τοῖχο στὸ Παγκράτι. Προϊὸν ἑνός, μᾶλλον ἀδιάφορου, ρομαντικοῦ, ἐφηβικοῦ «ἀναρχισμοῦ» θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ κάποιος ἢ αἴτημα ἐπιτακτικὸ μίας πεπλανημένης αἰσιοδοξίας τῆς, ἔστω, συνθηματικῆς «ἀντίστασης» στὴν κρατοῦσα δυστοπία ποὺ μᾶς ἐπεφύλαξε ἡ διαχείριση τῆς πανδημίας, ἡ ὁποία κανονικοποίησε τὸ μοτίβο τῆς προβλέψιμης πόλωσης ὡς θεμελιώδη κανόνα διεξαγωγῆς τοῦ δημοσίου διαλόγου.

Ἀπόδειξη, βεβαίως, αὐτῆς τῆς κανονικοποίησης συνιστᾷ ὁ στιγματισμὸς ὅσων ἄσκησαν κριτικὴ στὸν προφανῆ παραλογισμό των νομικὰ μετέωρων καὶ ἠθικὰ ἀδικαίωτων ληφθέντων μέτρων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ καί, κυρίως, στὸν κατάπτυστο ἐξαναγκασμὸ σὲ ἐμβολιασμό1, συλλήβδην ὡς «ἀντι-ἐμβολιαστῶν», «συνωμοσιολόγων», «ψεκασμένων» καὶ «ἀρνητῶν» τῆς ἴδιας τῆς ἐπιστήμης, μολονότι ἀντικείμενο τῆς ἀσκηθείσης κριτικῆς δὲν ὑπῆρξε ἡ ἰατρικὴ ἀλλὰ ἡ ἐργαλειοποίησή της ἀπὸ τὴν πολιτική.

Τὸ ἴδιο modus operandi ἀκολουθεῖται πιστὰ καὶ κατὰ τὴν διαχείριση τῆς δημόσιας συζήτησης σχετικὰ μὲ τὴν εἰσβολὴ τῆς Ρωσίας στὴν Οὐκρανία. Ὅποιος (αὐτονοήτως) καταδικάζει τὸν πόλεμο καὶ διαδηλώνει ὑπὲρ τῆς Εἰρήνης καὶ τοῦ Ἀνθρώπου βαρύνεται μὲ ἕνα ἰδιότυπο τεκμήριο δῆθεν «πουτινο-φιλίας», ἐὰν δὲν κρατάει ταυτοχρόνως καὶ μία σημαία τῆς Οὐκρανίας. Θαρρεῖς πὼς οἱ λέξεις «Εἰρήνη» καὶ «Ἄνθρωπος» ἔχουν ἀποστερηθεῖ τοῦ εἰδικοῦ τους βάρους καὶ πρέπει νὰ ἐνταχθοῦν σὲ ὁρισμένο ἀφηγηματικὸ «στρατόπεδο» γιὰ νὰ ἀνακτήσουν την ἐμβέλεια καὶ τὸ χαμένο ἰδεολογικὸ πρόσημο τῶν συγκεκριμένων ὑψηλῶν ἰδανικῶν ποὺ ἀντιπροσωπεύουν.

Συνηθέστατα, τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος ἀφηγηματικὸ «στρατόπεδο» εἶναι αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ἐγγύτερα, ἂν δὲν ταυτίζεται, μὲ τὸ ἀντίστοιχο κυβερνητικό. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ πόλωση ποὺ δὲν ἐπέτρεψε οὔτε τὴν χάραξη τῆς -διόλου λεπτῆς- διαχωριστικῆς γραμμῆς ποὺ ὑφίστατο μεταξὺ τῆς ὁμιλίας τοῦ Ζελένσκι ὡς προέδρου μίας χώρας ποὺ βρίσκεται σὲ πόλεμο καί τῆς πολιτικὰ καὶ συμβολικὰ ἀδικαιολόγητης ἐμφάνισης ἑνὸς μαχητῆ τοῦ τάγματος Ἀζόφ -μὲ συγκεκριμένες ἰδεολογικὲς καταβολές- στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων. Τὸ ἐπιχείρημα ποὺ ἀξιοποιήθηκε κι ἐδῶ ἀπὸ ὅσους «διέγνωσαν» ἰδεολογικὲς «ἀγκυλώσεις» στὴν ἀσκηθεῖσα ἀπὸ τὴν μειοψηφία κριτική, ὅτι δηλαδὴ στὸν πόλεμο γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὴν ἐλευθερία ἑνὸς λαοῦ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ διακρίσεις ἐπὶ τῇ βάσει «πιστοποιητικῶν» ἰδεολογικῶν φρονημάτων εἶναι σαφῶς ὀρθό, πλὴν ὅμως ἀξιοποιεῖται σκοπίμως πρὸς λανθασμένη κατεύθυνση:
 

Ὅσοι διατύπωσαν ἐνστάσεις γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα καὶ σκοπιμότητα τῆς ὁμιλίας τοῦ μαχητῆ τοῦ τάγματος Ἀζὸφ στὴ Βουλή, ἑστίασαν στὸν ἀρνητικὸ συμβολισμὸ αὐτῆς τῆς ἐμφάνισης στὸ ἑλληνικὸ κοινοβούλιο καὶ ὄχι στὸ ἐὰν στὸ πεδίο τῆς μάχης πολεμοῦν μαζὶ κεντρῶοι, ἀριστεροί, ἀκροδεξιοὶ κ.ὅ.κ. Πρόκειται περὶ ἀφόρητης γενίκευσης, σὲ μιὰ προσπάθεια «ἐξωραϊσμοῦ» τῆς ἀστοχίας αὐτῆς ποὺ φέρει τὴν ὑπογραφὴ ὅλων ὅσοι ἦταν παρόντες τὴν ἡμέρα ἐκείνη στὴ Βουλή.

Ὁ στόχος, φυσικά, ὅσων πρόθυμα υἱοθετοῦν τὸν διπολισμὸ καὶ καταγγέλλουν τὴν μειοψηφία ὡς ἐπιδεικνύουσα δῆθεν κοινωνικὴ ὑποκρισία εἶναι ἡ ἐπικράτηση τῆς «ἀνωτερότητας» τοῦ ἀφηγήματός τους στὴν «ἀρένα» τοῦ δημοσίου διαλόγου καὶ μόνο. Τὴν δὲ μάσκα τῆς κοινωνικῆς εὐαισθησίας ποὺ προτάσσουν τὴν ἀφαιρεῖ «βιαίως» ὁ τρόπος καὶ ἡ ἔνταση μὲ τὴν ὁποία ἐργαλειοποιοῦν τὴν στοχοποίηση τοῦ ἄλλου ἕως σημείου εὐτελισμοῦ καὶ διαπόμπευσης τῆς προσωπικότητάς του, ἑρμηνεύοντας τὴν συνταγματικῶς κατοχυρωμένη ἐλευθερία τοῦ λόγου ὡς «ὑποχρέωση» ἐπικράτησης συγκεκριμένης ἀπόχρωσης ἰδεῶν· ἰδεῶν κατά -δῆθεν- ἀμάχητο τεκμήριο πολιτικὰ καὶ ἠθικὰ ὀρθῶν.

Εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ ἑρμήνευσαν τίς συνταγματικῶς κατοχυρωμένες ἐλευθερίες ὡς «προνόμιο» -εὐλόγως, μάλιστα, κατὰ τὴν ἄποψή τους!- τῶν ἐμβολιασμένων πολιτῶν. Ὁ παρονομαστὴς εἶναι κοινὸς καὶ συνίσταται στὴν δύναμη τῆς ἐξουδετέρωσης διὰ τῆς ταξινόμησης, ἡ ὁποία, ἀφ᾿ ἑαυτῆς συνιστᾷ ἄσκηση ἐξουσίας2, τῆς ἐπιβολῆς τῆς «σωστῆς πλευρᾶς τῆς ἱστορίας» διὰ τῆς κατασκευῆς «ἀποδιοπομπαίων τράγων».
 

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι στὸ «ἁμάρτημα» τῆς πόλωσης ἔχει περιπέσει καὶ μερίδα τῆς μειοψηφίας, γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ ἀποτελέσει ἀφετηρία προβληματισμοῦ: ἡ ἄσκηση κριτικῆς εἶναι ἄσκηση πνευματικῆς ἐλευθερίας καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ διολισθαίνει σὲ αὐτοσκοπό, διότι φλερτάρει μὲ τὴν ἀπολυτότητα καὶ τὴν πρόταξη ἔναντι τοῦ δόγματος τῆς ἐξουσίας ἑνὸς ἀντι-δόγματος ποὺ ἐλάχιστα διαφέρει ἀπὸ τὴν τελευταία.

Ἡ ἀνωτέρῳ περιγραφεῖσα ἐξαχρείωση τοῦ δημοσίου διαλόγου δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο παρὰ ἡ περίτρανη ἀπόδειξη τοῦ πόσο ἀποτελεσματικὰ διαιωνίζεται ἡ ἐξουσία, διὰ τῆς (ἀνα)παραγωγῆς καὶ κατανάλωσης συγκεκριμένων θέσεων καὶ ἀπόρριψης τῶν πάσης φύσεως ἀντι-θέσεων. Ἡ διαιώνιση αὐτή, βεβαίως, εἶναι ἀποτέλεσμα μίας μακρᾶς πορείας πρὸς τὴν «κατασκευὴ» τοῦ ἑκάστοτε  ἐπιθυμητοῦ κοινωνικοῦ προφίλ:  ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἱεραρχικὰ ὀργανωμένης κοινωνίας κατὰ τρόπο ὥστε τὸ ἄτομο, ἤδη ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία, νὰ ἐκπαιδεύεται στὴν ἐξοικείωση μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴ συμμόρφωση μὲ «ἔξωθεν» ἢ «ἄνωθεν» ἐπιβαλλόμενα πρότυπα σκέψης καὶ συμπεριφορᾶς. Ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ σχολεῖο (ἐν γένει ἡ ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία) εἶναι βασικοὶ πυλῶνες αὐτῆς τῆς διαδικασίας δημιουργίας (ὀρθότερα: ἀνεπαίσθητης ἐπιβολῆς) ταυτότητας.
 

οἰκογένεια εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο «ἐκγύμνασης» τοῦ ἀτόμου στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν πειθάρχηση, καθὼς τὸ παιδὶ μαθαίνει νὰ εὐθυγραμμίζει τὰ «θέλω» του μὲ τὰ «πρέπει» τῶν γονέων του, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἡ κοινωνία θεωρεῖ ἐπιθυμητά:
  • ὑψηλὲς σχολικὲς ἐπιδόσεις καὶ παράλληλη ἐνασχόληση μὲ πληθώρα ἐξωσχολικῶν δραστηριοτήτων (ἐνίοτε χωρὶς κἂν νὰ ἐρωτηθεῖ τὸ παιδί),
  • κυνήγι μίας ἐπιτυχημένης σταδιοδρομίας σὲ ἐπαγγελματικὰ πεδία ποὺ ὑπόσχονται οἰκονομικὴ ἀποκατάσταση (ἀσχέτως ἐὰν αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνειρο τοῦ παιδιοῦ),
  • προσωπικὴ ἀποκατάσταση διὰ τῆς δημιουργίας οἰκογένειας (ἀσχέτως ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιθυμία του, διότι... «τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος...;»)....
Ὅλα αὐτά, βεβαίως, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ παρατηρήσει μὲ μεγαλύτερη εὐκρίνεια στὸ πάλαι κραταιὸ πρότυπο τῆς πατριαρχικῆς οἰκογένειας, ὅπου τὸ παιδὶ ὑπέκειτο στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ πατέρα. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ οἰκογένεια στὸ σήμερα ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη πατριαρχική, καὶ ἡ πίεση ποὺ ἀσκεῖται στὸ παιδὶ δὲν εἶναι τῆς ἴδιας ἔντασης, πλὴν ὅμως οὐδεὶς μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ ἀφήνει βαθὺ τὸ ἀποτύπωμά της στὴν ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητάς του, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τὸ ἴδιο μοτίβο τῆς «πεπατημένης» στὸ σχολεῖο καὶ ἐν τέλει στὴν κοινωνία.

Ἰδιαίτερα διαφωτιστικὸ γιὰ α) τὴν παθητικότητα ὡς ἐγγενὲς χαρακτηριστικὸ τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος ποὺ ἀντιμάχεται τὴν φαντασία, καὶ β) τὴν ἀνακύκλωση τῶν ἐπιταγῶν τοῦ οἰκονομικοῦ συστήματος διὰ τῆς ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας, εἶναι τὸ συλλογικὸ ἔργο «Ἡ ἰδεολογία τῆς Ἐκπαίδευσης καὶ ἡ μάθηση τῆς Ἐλευθερίας»3.
 

Εἰδικότερα:

Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ Τζ. Χένρυ ἀναδεικνύει τὴν ἰσχὺ καὶ χρησιμότητα τοῦ συστήματος ἀνθρώπινης τρωτότητας γιὰ τὴν ὑλοποίηση τοῦ στόχου τῆς πειθάρχησης μὲ τὰ κοινωνικῶς κατασκευασμένα «πρέπει»:
«[...] Ἄν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ἄτρωτος, ἡ κοινωνία δὲν ἔχει δυνατότητα νὰ τὸν πλησιάσει, κι ἂν ἡ κοινωνία δημιουργεῖ ἀνθρώπους ἀπλησίαστους γι᾿ αὐτὴ τὴν ἴδια, τότε δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἐπιβιώσει. Ἑπομένως, ἡ κοινωνία μας παρέχει προστασία μόνο στὸ μέτρο ποὺ συναινοῦμε νὰ εἴμαστε σχετικὰ ἀνυπεράσπιστοι. Μὲ σκοπὸ τὸν ἐσωτερικὸ τραυματισμὸ τοῦ ἀνθρώπου κι ἑπομένως τὴν πλήρη ὑποταγή του, ἐφευρέθηκαν ἀπειράριθμα καὶ τρομακτικὰ μέσα, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι γίνονται πρᾶοι, μειλίχιοι καὶ πειθήνιοι, πρᾶοι καὶ πειθήνιοι ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ εἶναι βίαιοι καὶ φριχτοί, ὅπως ὁ στρατιώτης ποὺ ὑπακούει στὴ διαταγὴ νὰ σκοτώσει. [...] γιὰ νὰ ἐπιβιώσει ἡ κοινωνία, δημιουργεῖ στὰ μέλη της μιὰν εὔτρωτη χαρακτηροδομή [...]»4.
Ἐν συνεχείᾳ συσχετίζει τὴν τρωτότητα τοῦ ἀτόμου ὡς ἕν τοῖς πράγμασιν καλλιεργούμενης μέσα ἀπὸ τὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία μὲ τὴν ὑπόληψή του καὶ τὸν φόβο τῆς ἀποτυχίας. Ἡ ὑπόληψη τίθεται ἀπὸ τὸν συγγραφέα στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἀνάλυσής του, καθὼς εἶναι ὁ λόγος τῆς διατήρησης ἑνὸς κοινωνικοῦ προσωπείου, τῆς συμμόρφωσης μὲ τίς κοινωνικὲς νόρμες καὶ τῆς κτήσης τῆς ἰδιότητας τοῦ κοινωνικὰ ἄτρωτου:
«[...] Πρῶτο ὑπάρχει ἡ λεγόμενη ὑπόληψή του· τὸ καλό του ὄνομα. Στὸ μέτρο ποὺ ἕνας ἄνθρωπος κατορθώνει νὰ τὴν προστατεύσει, μαθαίνοντας νὰ ἀποδέχεται τίς νόρμες τῆς κοινωνικῆς τάξης στὴν ὁποία ἀνήκει καὶ ἀποφεύγοντας τίς παρεκτροπές, ἡ ὑπόληψή του ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τῶν νορμῶν καὶ τὴν ὑποταγὴ σ᾿ αὐτές, ὅσο κι ἂν τίς ἀποστρέφεται καὶ τίς περιφρονεῖ. [...] Στὸ μέτρο ποὺ ἡ παρεκτροπὴ μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ τόσο στὴ σκέψη ὅσο καὶ στὴν ἄμεση πρακτική, τὸ ἄτρωτο τῆς ὑπόληψης προϋποθέτει νὰ μάθει κανεὶς πῶς νὰ ἀποκρύπτει τὴν παρεκτρεπόμενη σκέψη του»5.
Μὲ ἄλλους λόγους, θὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἀποφεύγει νὰ πηγαίνει κόντρα στὸ ρεῦμα τῆς πλειοψηφίας, διότι κινδυνεύει, ἐξωτερικεύοντας μία διανοητικὴ «ἐκτροπή», νὰ χαρακτηριστεῖ (τοὐλάχιστον) ὡς αἱρετικός, καὶ νὰ γίνει μισητὸς στοὺς κόλπους τῆς κοινωνικῆς του τάξῃς. Αὐτὸ συμβαίνει κατὰ τὸν Τζ. Χένρυ γιατί ἡ ὑπόληψη μετατρέπεται «σ᾿ ἕνα εἶδος μοίρας»6 ποὺ ἐπιτρέπει τὴν θυσία τοῦ ἑαυτοῦ στὸν βωμὸ τοῦ κοινωνικοῦ προσωπείου διὰ τῆς συναίνεσης, τῆς παραγνώρισης ἢ καὶ τῆς τιμωρίας τοῦ ἀναδυόμενου ἐαυτοῦ7.

Οἱ σκέψεις αὐτὲς τοῦ Χένρυ περὶ ὑπόληψης φέρνουν στὸ νοῦ τὴν κριτική τοῦ Σοπενχάουερ γιὰ τὴν γνώμη τῶν ἄλλων ὡς παράγοντα τῆς εὐτυχίας τοῦ ἀτόμου καὶ χειραγώγησης τῆς συνείδησής του:
 
«Αὐτὸ τὸ πῶς εἴμαστε κατὰ τὴν γνώμη τῶν ἄλλων, ἐξαιτίας μίας ἰδιαίτερης ἀδυναμίας τῆς φύσης μας, παίρνει σὲ κάθε περίπτωση ὑπερβολικὴ βαρύτητα, παρόλο ποὺ λίγη μόνο σκέψη καὶ περισυλλογὴ θὰ μᾶς δίδασκε ὅτι γιὰ τὴν εὐτυχία μας δὲν ἔχει καμία σημασία [...]. Ὅμως ἡ καθημερινὴ ἐμπειρία διδάσκει ὅτι [...] ἡ γνώμη τῶν ἄλλων τοὺς ἀπασχολεῖ περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει ἄμεσα στὴ δική τους συνείδηση [...]»8.
Εἶναι αὐτὴ ἡ ἀδυναμία τῆς φύσης ποὺ ἀποτελεῖ πρόσφορο ἔδαφος γιὰ τὴν καλλιέργεια ἑνὸς ἀκόμη στοιχείου κοινωνικῆς τρωτότητας, ἤτοι τοῦ φόβου τῆς ἀποτυχίας, ἡ ὁποία λαμβάνει χώρα, κατὰ τὸν Χένρυ, στὰ πρότυπα τῶν βασικῶν βιολογικῶν λειτουργιῶν τῆς παιδικῆς ἡλικίας, οἱ ὁποῖες, ἐπίσης, «ἐθίζονται στὴν ἰδέα τῆς ἐπιτυχίας καὶ τῆς ἀποτυχίας» καὶ συνιστοῦν τοὺς ἀντίστοιχους ψυχολογικοὺς μηχανισμούς9:
«Ἀκόμα καὶ ἡ ποσότητα τοῦ γάλακτος ποὺ μπορεῖ νὰ πιεῖ ἕνα παιδί, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ''τρώει ὅλο τὸ σπανάκι του πρὶν φάει τὸ γλυκό του'' ἀποτελοῦν ἐπιτυχίες, ἐνῶ τὸ ν᾿ ἀφήσει φαγητὸ μέσα στὸ πιάτο, ἢ νὰ πίνει τὸ γάλα του ἄτσαλα [...] εἶναι πράγματα ποὺ μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ξεκάθαρες ἀποτυχίες».
Αὐτὸ τὸ πλαίσιο λειτουργίας τοῦ σχολείου δὲν ἐπιτρέπει τὴν δημιουργικότητα τῆς σκέψης καὶ κατὰ τοῦτο δὲν θὰ πρέπει νὰ φαντάζει ὑπερβολικὴ ἡ θέση τοῦ Χένρυ περὶ τῆς ἐκπαίδευσης ὡς μηχανισμοῦ πνευματικῆς καθήλωσης:
«ἡ λειτουργία τῆς ἐκπαίδευσης δὲν ἦταν ποτὲ ἡ ἀπελευθέρωση τῆς νόησης καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου ἀλλ᾿ ἀπεναντίας ἡ ὑποδούλωσή τους·  καὶ μὲ σκοπὸ νὰ μὴν μπορέσουν ποτὲ ν᾿ ἀποδεσμευθοῦν ἡ νόηση καὶ τὸ πνεῦμα τῶν παιδιῶν του, ὁ homo sapiens χρησιμοποίησε τὸν ἔπαινο, τὸν ἐμπαιγμό, τὴν ἐπίπληξη, τὴν κατηγορία, τὸν ἀκρωτηριασμό, ἀκόμη καὶ τὰ βασανιστήρια γιὰ νὰ τ᾿ ἁλυσοδέσει στὸ ζυγὸ ποὺ λέγεται πολιτιστικὸ πρότυπο. Σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἱστορική του πορεία, ὁ homo sapiens ἐπιδίωκε πάντα νὰ ἐκμαιεύσει ἀπ᾿ τὰ παιδιά του τὴ συναίνεση καὶ ἀπέφευγε πάντα νὰ τοὺς ἐμπνέει τὴν πρωτοτυπία καὶ τὴν ἐφευρετικότητα.  Πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρεῖ φυσικό, γιατί ἐκεῖ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐμφανίζεται μοναδικὸς δὲν ὑπάρχει κοινωνία, κι ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος [...]»10.

Ἡ ἀνωτέρῳ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ Χένρυ στὸ ἀμερικανικὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα τὸ μακρινὸ 1963 ἐφαρμόζει, δυστυχῶς, ἰδανικὰ καὶ στὰ παρ᾿ ἡμῖν ἰσχύοντα. Αὐτὸ προκύπτει πέραν πάσης ἀμφιβολίας ἐὰν κανεὶς ἐξετάσει κριτικὰ τὴν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς Ἔκθεσης. Παραδοσιακὰ οἱ μαθητές, μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν στόχο τῶν Πανελλαδικῶν Ἐξετάσεων, συνηθίζουν σὲ ἕνα συγκεκριμένο μοτίβο ἀνάπτυξης ἀνακυκλώσιμης ἐπιχειρηματολογίας γύρω ἀπὸ μία συγκεκριμένη, ἐξίσου ἀνακυκλώσιμη καὶ διαχρονικὰ ἐπίκαιρη, θεματολογία.

Τὸ περιεχόμενο δὲ τῆς ἐπιχειρηματολογίας αὐτῆς ἀναπτύσσεται ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῶν ἀπαντήσεων ποὺ ἀναμένει νὰ λάβει ὁ ἐξεταστὴς καὶ ἀποτυπώνει συνηθέστατα μία κοινότοπη ἀναγνώριση τῶν ὁρίων ἐντὸς τῶν ὁποίων τοποθετοῦνται θέματα ὅπως ὁ πόλεμος, ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος, ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ τεχνολογία, καθὼς ἐπίσης καὶ μία προβλέψιμη κατάστρωση πιθανῶν λύσεων, ἀπομακρυσμένων, ὡστόσο, πάντα ἀπὸ τὴν εὐθεῖα ἀμφισβήτηση τοῦ συστήματος καὶ τῆς (ὅποιας) ἐξουσίας. Μοιάζει, δηλαδή, σὰν ὁ μαθητὴς νὰ ἐξοικειώνεται μὲ τὴν θεώρηση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων ὡς προϊόντων μίας ἀφῃρημένης νομοτέλειας, μὲ τὴν ὁποία ὀφείλει νὰ «συνθηκολογήσει», προσαρμοζόμενος σὲ αὐτήν. Ἀλλά, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χένρυ:
«[...] Ἄν, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ διαδικασία τῆς ἐκπαίδευσης παρακινούσαμε τὰ παιδιὰ νὰ ἀμφισβητήσουν [...] τὸ κίνητρο τοῦ κέρδους, τὸ δικομματικὸ πολιτικὸ σύστημα [...], θὰ εἴχαμε περισσότερη δημιουργικότητα ἀπ᾿ ὅση θὰ μπορούσαμε νὰ διαχειριστοῦμε [...]»11.
Καὶ ἀντὶ τῆς περισσότερης καὶ μὴ διαχειρίσιμης δημιουργικότητας, τὸ σχολεῖο ἑστιάζει στὴ διαχειρίσιμη εὐταξία τῆς κοινῆς λογικῆς ποὺ ἀνάγει σὲ ὑπέρτατη ἀξία τὴν ρεαλιστικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων, καθὼς «δὲν πρέπει νὰ βλέπετε πουθενὰ κάτι ποὺ δὲν βλέπετε καὶ στὴν πραγματικότητα [...]»12.

Τὸ νὰ ζητᾷ, λοιπόν, κανεὶς ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν πολιτῶν νὰ ἀσκήσει κριτικὴ στὰ πεπραγμένα τῆς ἐξουσίας (ἢ νὰ δείξει ἀνοχὴ ἀπέναντι στὴ διαφορετικὴ γνώμη) ἀναφορικὰ μὲ τὴ διαχείριση τῆς πανδημίας ἢ τὴν ἐπικοινωνιακὴ ἀντιμετώπιση τοῦ ρωσο-οὐκρανικοῦ πολέμου, δύο θέματα δηλ. ποὺ ἀποτελοῦν τὸ «μῆλον τῆς ἔριδος» τῆς δημόσιας συζήτησης, ὅταν δὲν τῆς ἔχει ζητηθεῖ οὔτε στὸ ἐπίπεδο τῆς ἁπλῆς ἔκθεσης ἰδεῶν, ἀπὸ τὴν «ἀσφάλεια» τοῦ σχολικοῦ θρανίου, νὰ διατυπώσει τίς ἀπόψεις της γιὰ τὸ πῶς βιώνει ἢ πιστεύει ὅτι βιώνει τὴν σχέση της μὲ τὴν ἐξουσία, εἶναι σὰν νὰ τῆς ζητᾷ νὰ βουτήξει κατευθεῖαν στὰ βαθιά, δίχως νὰ ἔχει οὔτε κἂν τσαλαβουτήσει στὰ ρηχά.
 

Σημειωτέον ὅτι ἡ ἴδια λογικὴ τῆς οἱονεὶ αὐτοματοποιημένης στοίχισης πρὸς αὐτὰ ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ κοινωνία ἀπὸ τὸ ἄτομο, τῆς χειραγώγησης τῆς συμπεριφορᾶς ἐξαιτίας του «τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος...», παρατηρεῖται καὶ μετέπειτα, στὴν πορεία γιὰ τὴν χάραξη μίας σταθερῆς ἐπαγγελματικῆς πορείας. «Ἡ γυναῖκα τοῦ Καίσαρα πρέπει ὄχι μόνο νὰ εἶναι, ἀλλὰ καὶ νὰ φαίνεται τίμια...» εἴχαμε ἀκούσει στὸ Πανεπιστήμιο, σὲ μιὰ παράδοση τοῦ μαθήματος τῆς πολιτικῆς δικονομίας μὲ ἀφορμὴ μιὰ συζήτηση ποὺ εἶχε ξεκινήσει ἀναφορικὰ μὲ τὰ τῆς ἐνδυματολογίας τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ τὸν ἀντίκτυπο τῆς εἰκόνας.
Στὸν ἐπαγγελματικὸ στίβο, αὐτὸ ποὺ ἐμπειρικὰ μαθαίνει κανεὶς εἶναι ὅτι τὸ «νὰ τὰ ἔχεις μὲ ὅλους καλὰ» ἀποτελεῖ χρυσὸ κανόνα ἐπιβίωσης. Τὸ «νὰ τὰ ἔχεις μὲ ὅλους καλά», ὡστόσο, σημαίνει νὰ συντάσσεσαι ἀναφανδὸν μὲ ὁτιδήποτε προκρίνει ἡ πλειοψηφία. Ἐὰν συμβεῖ νὰ διαφωνεῖς, θὰ πρέπει σιωπηρὰ νὰ τὴν ἀγνοεῖς, εἰδάλλως κινδυνεύεις νὰ «ἐκτεθεῖς»!
Ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἀναδεικνύουν τὴν αὐτοτελῆ ἀξία τῆς κοινωνικῆς ἀποδοχῆς γιὰ τὴν ὁποία πασχίζουν ὅλοι καὶ πρέπει νὰ ἀξιολογηθεῖ ὑπὸ τὸ πρίσμα τῶν ἐπισημάνσεων ποὺ κάνει ὁ καθηγητὴς ψυχολογίας καὶ μάρκετινγκ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀριζόνα R. Cialdini γιὰ τὴν «προβεβλημένη δύναμη τῆς ἀρχῆς τοῦ κοινωνικοῦ προτύπου»:
 
«Σύμφωνα μὲ αὐτή, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ὅτι εἶναι σωστὸ νὰ πιστεύουν, νὰ νιώθουν ἢ νὰ κάνουν κάτι στὸν βαθμὸ ποὺ τὸ πιστεύουν, τὸ νιώθουν ἢ τὸ κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι, ἰδίως ὅσοι τοὺς μοιάζουν [....]»13.
Κατὰ τὸν R. Cialdini, σημαίνοντα ρόλο στὴ δημιουργία αὐτῆς τῆς «ἀντιλαμβανόμενης ἁρμόζουσας συμπεριφορᾶς»14 διαδραματίζει τὸ γεγονὸς ὅτι μία πράξη ἢ δραστηριότητα θεωρεῖται ἔγκυρη καὶ ἐφικτὴ ἐκ μόνου τοῦ λόγου ὅτι οἱ πολλοὶ τὴν υἱοθέτησαν:
«[...] Ἄν πληροφορηθοῦμε ὅτι πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι σὰν ἐμᾶς ἀνταποκρίθηκαν μὲ κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, αὐτὸς ὁ τρόπος ἀνταπόκρισης μοιάζει πιὸ ἔγκυρος, πιὸ σωστὸς στὰ μάτια μας, τόσο ἠθικὰ ὅσο καὶ πρακτικά [...] Τὸ κοινωνικὸ πρότυπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἀποσαφηνίζει τί εἶναι ἠθικὰ ὀρθό, μειώνει τὴν ἀβεβαιότητα γιὰ τὸ τί εἶναι ὀρθὸ σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο. Ὄχι κάθε φορά, ἀλλὰ τὸ πλῆθος συνήθως ἔχει δίκιο γιά τὸ κατὰ πόσο οἱ ἐνέργειες εἶναι συνετές, ἀντικαθιστῶντας κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ὀρθότητα μιᾶς δραστηριότητας μὲ τὴν δημοτικότητά της [...] Μιὰ σημαντικὴ δύναμη τῆς πληροφόρησης περὶ τοῦ κοινωνικοῦ προτύπου εἶναι ὅτι ἐξουδετερώνει τὸ πρόβλημα τῆς ἀβέβαιης ἐπιτευξιμότητας. Ὅταν ὁ κόσμος πληροφορεῖται ὅτι, ὅπως ἐκεῖνος, πολλοὶ ἄλλοι ἐξοικονομοῦν ἐνέργεια, τότε μειώνονται οἱ ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὸ κατὰ πόσο κάτι τέτοιο εἶναι ἐφικτό. Μοιάζει ρεαλιστικὸ καί, κατὰ συνέπεια, ἐφαρμόσιμο»15.
Ἡ ἀνωτέρῳ ἀλληλουχία τῶν σκέψεων περὶ τοῦ «πιστοποιητικοῦ» ἐγκυρότητας καὶ ἐπιτευξιμότητας ποὺ παρέχει ἡ πλειοψηφία μποροῦν νὰ ἀξιοποιηθοῦν γιὰ τὴν κατανόηση τῆς δυσμενοῦς ἀντιμετώπισης ποὺ τυγχάνουν στὸ δημόσιο διάλογο οἱ ἀνεμβολίαστοι πολῖτες ποὺ δὲν συναίνεσαν στὴν δημιουργία τοῦ προβεβλημένου ὡς ἐφικτοῦ τείχους ἀνοσίας!

Γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ πρέπει νὰ προκαλοῦν ἔκπληξη οἱ συνθῆκες πνευματικῆς «παχυσαρκίας» ποὺ ἐπικρατοῦν σχετικὰ μὲ ὁτιδήποτε ἀφορᾷ στὴν πανδημία ἢ τὸν ρωσο-οὐκρανικὸ πόλεμο, μετὰ βεβαιότητας δὲ καὶ γιὰ ὅποιο ἄλλο θέμα τεθεῖ στὴν ἡμερήσια ἀτζέντα μὲ ὅρους ἐπείγοντος (ὁσονούπω: ἡ κλιματικὴ ἀλλαγή16)· οὔτε, βεβαίως, πρέπει νὰ ξενίζει ὁ «μαζικὸς ἐμβολιασμὸς» μὲ ἐπαναλαμβανόμενες δόσεις «κοινῆς λογικῆς» καὶ «πραγματικότητας» διὰ τῆς «''κατανάλωσης'' πραγματικότητας μὲ τὴ μορφὴ ἀποσυντιθεμένων ''ἀποσπασμάτων'' ποὺ προβάλλονται σὲ μιὰ ὀθόνη»17, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της θέτει ὑπὸ ἐπιτήρηση τὴν δυνατότητα προσέγγισης τῆς πραγματικότητας, εὐνοῶντας τὴν ουδἑτεροποίηση τῆς διαμόρφωσης ἄποψης ποὺ καταλήγει νὰ «ἀφορᾷ ἀποκλειστικὰ τὴ λεγόμενη ὑγιεινή [...]»18.
 

Ἡ ὡς ἄνω οὐδετεροποίηση τῆς διαμόρφωσης γνώμης ἰσοῦται στὴν πράξη μὲ τὴν ἀποδοχὴ ὡς μόνης ὀρθῆς θέσης αὐτῆς μὲ τὴν ὁποία συντάσσεται ἡ πλειοψηφία καὶ ἡ ὁποία, κατὰ κανόνα, θὰ ἔχει ἔρεισμα στὴν (ἑκάστοτε) κυβέρνηση ποὺ ἔχει θέσει τοὺς ὅρους γιὰ αὐτὴν τὴν οὐδετεροποίηση. Γιὰ τὴν τοιουτοτρόπως διαμορφωμένη πλειοψηφία μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι μιλᾷ ἄπταιστα τὴ γλῶσσα τῆς ἐξουσίας:
«[...] γιὰ τοὺς κατοίκους αὐτῆς τῆς περιοχῆς πρέπει νὰ εἰπωθεῖ ὅτι δὲ διαθέτουν καμιὰ δική τους γλῶσσα [...], μαθαίνουνε μὲ ζῆλο τὴν γλῶσσα τοῦ ἑκάστοτε ἀφέντη τους ποὺ ἀλλάζει συχνά [...]»19.
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἡ ἐξουσία ἔχει μεριμνήσει ὥστε ἡ γλῶσσα της νὰ γίνει ἡ καθομιλουμένη. Μοιάζει μὲ τὴν ἐκπαίδευση τοῦ σκύλου
 
Ποιός, ἀλήθεια, ἐκπαιδεύει τὸν σκύλο του μὲ τρόπο ὥστε αὐτὸς νὰ ἐπιτεθεῖ στὸ ἀφεντικό του ὅταν τοῦ σφίξει τὸ λουρὶ παραπάνω ἀπὸ τὸ ἀναγκαῖο;
Εἶναι ἀπολύτως ἀναμενόμενο: ἡ προκὰτ σκέψη, ἡ, κατὰ τὸν Taleb, σκέψη σύμφωνα μὲ τίς ἀναλογίες ἑνὸς εὐκλείδειου, ἀπολύτως γεωμετρικοῦ κουτιοῦ ποὺ εἶναι προϊὸν κι αὐτὸ μίας πορείας ἐντὸς τοῦ κουτιοῦ, ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γέννησης ἕως τὸν θάνατο20, μοιάζει μὲ τὴν ὁδήγηση ἑνὸς πανάκριβου, γρήγορου καὶ ἄνετου αὐτοκινήτου στὴν ἄσφαλτο τῆς εὐθείας, τὴν ὁποία ὅλοι ὀνειρεύονται· ἡ ἀνυπότακτη σκέψη μοιάζει μὲ ἀνάβαση στὸ βουνὸ τὴν ὁποία ἐλάχιστοι ἀποτολμοῦν. Ὁ κίνδυνος τοῦ «ἀτυχήματος» ἐλλοχεύει καὶ στὴν ἄσφαλτο καὶ στὸ βουνό. Γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει κανεὶς νὰ ἔχει ὡς πυξίδα πορείας τὸ πρῶτο ἐκ τῶν καρτεσιανῶν παραγγελμάτων: 
 
«[...] νὰ μὴν παραδέχομαι ποτὲ τίποτα γιὰ ἀληθινό, ἂν δὲν τὸ ξέρω ὁλοφάνερα ἀληθινό· δηλαδὴ ν᾿ ἀποφεύγω προσεκτικὰ τὴ βιασύνη καὶ τὴν προκατάληψη, καὶ νὰ μὴν περιλαμβάνω στὶς κρίσεις μου τίποτα παραπάνω ἀπ᾿ ὅ,τι θὰ παρουσιάζεται στὸν νοῦ μου τόσο καθαρὰ καὶ τόσο εὐδιάκριτα, ὥστε νὰ μὴ μοῦ δίνεται καμιὰ εὐκαιρία νὰ ἀμφιβάλλω γι᾿ αὐτό [...]»21.
Ἀλλὰ ἂν ἐξακολουθεῖ νὰ ἀμφιβάλλει κανείς; Ἐν ἀμφιβολίᾳ ὑπέρ...τῆς ἀμφιβολίας! Εἶναι ὁ μόνος τρόπος πρόληψης αὐτῆς τῆς ἀσθένειας «ὅπου μπερδεύεις αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπεις μὲ αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει [...]»22 καὶ ἴσως ὁ μόνος τρόπος ἀντιμετώπισης τῶν «παρενεργειῶν» γιὰ ὅσους εἶναι «μολυσμένοι μὲ τὴ χειρότερη ἀσθένεια, ὅπου μπερδεύουν αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπουν μὲ αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν»23
 
____________________________

1 Μὲ πληθώρα διόλου εὐφάνταστων πρακτικῶν ὅπως ὁ πλήρης ἀποκλεισμὸς τῶν ἀνεμβολίαστων ἀπὸ συγκεκριμένες δραστηριότητες, ἡ ὑποχρέωση ἐπίδειξης ἀρνητικοῦ διαγνωστικοῦ ἐλέγχου γιὰ τὸν Covid-19 γιὰ τὴ συμμετοχὴ σὲ ἄλλες, τὸ πρόστιμο τῶν 100 εὐρὼ γιὰ τοὺς ἀνεμβολίαστους ἄνω τῶν 60 ἐτῶν κτλ. Γιὰ μιὰ ἀναλυτικὴ κριτικὴ ἐπὶ τῶν νομικῶν «ἐκτρωμάτων» κατὰ τὴ διαχείριση τῆς πανδημίας βλ.  Κ. Βαθιώτη, Ἀπὸ τὴν τρομοκρατία στὴν πανδημία: ὑποχρεωτικὲς ἰατρικὲς πράξεις στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ ἀόρατου ἐχθροῦ, ἐκδ. Ἀλφειός, 2021, τοῦ ἰδίου, Ἀπὸ τὴν πανδημία στὴν κλιματικὴ ἀλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σὲ φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, ἐκδ. Ἀλφειός, α' ἔκδοση, 2021.
 
2 Γιὰ τὴν κατανόηση τῆς δύναμης καὶ τοῦ ἀντικτύπου τῆς ταξινόμησης ὡς πράξεως ἄσκησης ἐξουσίας ποὺ καθιστᾷ, πολλάκις, δεδομένο τὸ ζητούμενο βλ. Th. Szasz, Ἡ ψυχιατρικὴ ταξινόμηση σὰν στρατηγικὴ προσωπικῆς καταπίεσης σέ: Th. Szasz/R. Laing, Δύο δοκίμια γιὰ τὴν ψυχιατρικὴ καταπίεση, μτφ.: Ἀλ. Παπαθανασόπουλος, ἐκδ. Ἐλεύθερος τύπος, 1980, σελ. 6-8.
 
3 Συγγραφείς: Ντίκενς / Χένρυ / Χόλτ / Λαγκιγιομί / Ντέννισον / Βασκέθ / Φ. Οὐρύ / Κόλ / Ραιηνώ / Φυρστενόϊ / Ζ. Οὐρύ / Νιέλ / Ι. Ἴλλιτς / Γκόρζ / Σ. Φρενέ / Σμίτ / Ἀθανασιάδης, μτφ.: Ν. Μπαλής / Ἐλ. Καρβούνη / Γ. Γεωργαντζή / Γ. Παπακυριάκης / Μ. Τσελέντη,  ἐκδ. Καστανιώτη, 1979.
 
4 Βλ. Τζ. Χένρυ, Μέσ᾿ ἀπ' τὴ διαδικασία τῆς ἐκπαίδευσης ὁ ἄνθρωπος γίνεται τρωτός, μτφ.: Ν. Μπαλής, σέ: Ἡ ἰδεολογία τῆς ἐκπαίδευσης καὶ ἡ μάθηση τῆς ἐλευθερίας, όπ.π., σελ. 47.
 
5 Βλ. Τζ. Χένρυ, όπ.π., σελ. 48.
 
6 Βλ. Τζ. Χένρυ, όπ.π., σελ. 49.
 
7 Βλ. Τζ. Χένρυ, όπ.π., σελ. 49.
 
8 Βλ. Σοπενχάουερ, Τὸ ἀσήμαντο αἰώνια ἐπαινοῦν, μτφ.: Ξ. Ἀρμύρος, ἐκδ. Κάκτος, 2009, σελ. 93 καὶ 98-99.
 
9 Βλ. Τζ. Χένρυ, όπ.π., σελ. 50.
 
10 Βλ. Τζ. Χένρυ, Ὁ ἐφιάλτης μέσα στὴ σχολικὴ τάξη, μτφ.: Ν. Μπαλής, σέ: Ἡ ἰδεολογία τῆς ἐκπαίδευσης καὶ ἡ μάθηση τῆς ἐλευθερίας, όπ.π., σελ. 52.
 
11 Βλ. Τζ. Χένρυ, Ὁ ἐφιάλτης μέσα στὴ σχολικὴ τάξη, όπ.π. σελ. 54.
 
12 Ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ μυθιστορήματος τοῦ Κ. Ντίκενς, Δύσκολα χρόνια, μτφ.: Ν. Μπαλής, σέ: Ἡ ἰδεολογία τῆς ἐκπαίδευσης καὶ ἡ μάθηση τῆς ἐλευθερίας, όπ.π. σελ. 27.
 
13 Βλ. R. Cialdini,  Πρό-πειθώ, ἐκδ. Κλειδάριθμος, 2022, σελ. 259.
 
14 R. Cialdini, όπ.π. σελ. 259-260.
 
15 R. Cialdini, όπ.π. σελ. 260-264.
 
16 Βλ. Κ. Βαθιώτη, Ἀπὸ τὴν πανδημία στὴν κλιματικὴ ἀλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σὲ φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, ἐκδ. Ἀλφειός, ἀ΄ ἔκδοση, 2021, σελ. 239 ἐπ.
 
17 Ι. Ἴλλιτς, «''Κοινωνία χωρὶς σχολεῖα'', καὶ μετὰ τί;», μτφ.: Ν. Μπαλής, σέ: Ἡ ἰδεολογία τῆς ἐκπαίδευσης καὶ ἡ μάθηση τῆς ἐλευθερίας, όπ.π., ὑποενότητα: Ἡ ἀνισότητα ποὺ καταντάει τελικὰ νὰ θεωρεῖται κάτι καλό, σελ. 298· γιὰ τὴν εὐδοκίμηση τῆς προπαγάνδας στὸ σύγχρονο πεδίο τῆς ἐνημέρωσης βλ. Γ. Πλειό, Παραποιημένες εἰδήσεις (Fake News). Ὁ μετασχηματισμὸς τῆς προπαγάνδας στὴν κοινωνία τῆς ἐνημέρωσης, ἐκδ. Gutenberg,  2021.
 
18 Ι. Ἴλλιτς, όπ.π. σελ. 298-299.
 
19 Βλ. Jürgen Buchmann, Γραμματικὴ τῶν γλωσσῶν τῆς Βαβέλ, μτφ.: Σ. Σταμπουλοῦ, ἐκδ. Gutenberg, 2019, σελ. 34.
 
20 Βλ. N. Taleb, Ἡ κλίνη τοῦ Προκρούστη, μτφ.: Λ. Ἀνδρέου, ἐκδ. Φερενίκη, 2011,  σελ.  50.
 
21 Descartes, Λόγος περὶ τῆς μεθόδου, μτφ.: Χ. Χρηστίδης, ἐκδ. Παπαζήση, 1976, σελ. 19.
 
22 Βλ. N. Taleb, όπ.π. σελ. 33.
 
23 N. Taleb, όπ.π. σελ. 33.
 
_______________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ 
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου