– Γέροντα, πονάει τὸ δόντι μου.
– Δὲν εἶναι καλὰ νὰ πονέσης λίγο, γιὰ νὰ ὠφεληθῆς καὶ λίγο; Κάνε ἕνα κομποσχοίνι στὸν Ἅγιο Ἀντίπα, ποὺ βοηθάει στὸν πονόδοντο, καὶ θὰ σοῦ περάση ὁ πόνος.
– Ἔκανα, Γέροντα, καὶ δὲν πέρασε.
– Φαίνεται κάτι θὰ φταίη. Ἂν τοῦ πῆς: «ἀπὸ τώρα θὰ εἶμαι πιὸ προσεκτικὴ σὲ ὅλα», ἀμέσως ὁ Ἅγιος θὰ βοηθήση. Ὁ Ἅγιος Ἀντίπας εἶναι μεγάλος Ἅγιος! Πόσο εὐαρέστησε στὸν Θεό! «Ἀντίπας ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός»[1], λέει στὴν Ἀποκάλυψη.
– Γέροντα, στὴν Ἀκολουθία καὶ στὴν Παράκληση τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ἀναφέρεται ὅτι ἡ Ἁγία θεραπεύει τὶς λοιμώδεις ἀσθένειες.
– Ποιές εἶναι οἱ λοιμώδεις ἀσθένειες;
– Οἱ ἀσθένειες, Γέροντα, ποὺ μεταδίδονται μὲ τὰ μικρόβια.
– Δὲν εἶναι καλὰ νὰ πονέσης λίγο, γιὰ νὰ ὠφεληθῆς καὶ λίγο; Κάνε ἕνα κομποσχοίνι στὸν Ἅγιο Ἀντίπα, ποὺ βοηθάει στὸν πονόδοντο, καὶ θὰ σοῦ περάση ὁ πόνος.
– Ἔκανα, Γέροντα, καὶ δὲν πέρασε.
– Φαίνεται κάτι θὰ φταίη. Ἂν τοῦ πῆς: «ἀπὸ τώρα θὰ εἶμαι πιὸ προσεκτικὴ σὲ ὅλα», ἀμέσως ὁ Ἅγιος θὰ βοηθήση. Ὁ Ἅγιος Ἀντίπας εἶναι μεγάλος Ἅγιος! Πόσο εὐαρέστησε στὸν Θεό! «Ἀντίπας ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός»[1], λέει στὴν Ἀποκάλυψη.
– Γέροντα, στὴν Ἀκολουθία καὶ στὴν Παράκληση τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ἀναφέρεται ὅτι ἡ Ἁγία θεραπεύει τὶς λοιμώδεις ἀσθένειες.
– Ποιές εἶναι οἱ λοιμώδεις ἀσθένειες;
– Οἱ ἀσθένειες, Γέροντα, ποὺ μεταδίδονται μὲ τὰ μικρόβια.
– Τότε νὰ παρακαλᾶτε τὴν Ἁγία Βαρβάρα νὰ σᾶς βοηθάη, γιὰ νὰ μὴ μεταδίδεται τὸ «μικρόβιο» τῆς ζήλειας μεταξύ σας. Νὰ φωτοτυπήσης τὴν Παράκληση τῆς Ἁγίας Βαρβάρας καὶ νὰ τὴν μοιράσης στὶς ἀδελφές.
– Ἡ Ἁγία Βαρβάρα, Γέροντα, εἶναι προστάτις καὶ τοῦ Πυροβολικοῦ.
– Ἔ, καλά, ἕνας Ἅγιος μπορεῖ νὰ κάνη ὅλα τὰ διακονήματα.
– Γέροντα, καὶ ἡ Ἁγία Εἰρήνη εἶναι προστάτις τῆς Χωροφυλακῆς.
– Ναί, γι’ αὐτό, ὅταν καμμιὰ φορὰ δὲν ἔχης εἰρήνη, νὰ παρακαλᾶς τὴν Ἁγία Εἰρήνη, ποὺ κυβερνάει καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Χωροφυλακῆς[2] καὶ φέρνει εἰρήνη, νὰ φέρνη τὴν εἰρήνη καὶ μέσα στὴν καρδιά σου.
– Γέροντα, πολὺ συχνὰ χάνω πράγματα καὶ μετὰ χάνω χρόνο γιὰ νὰ τὰ βρῶ.
– Γιατί δὲν ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἅγιο Μηνᾶ ποὺ ἔχει εἰδικότητα σ’ αὐτό; Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἀμέσως φανερώνει ὅ,τι χάσουμε, χωρὶς νὰ ἔχη πολλὲς ἀπαιτήσεις! Ἐγὼ μιὰ φορά, ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο[3], εἶχα χάσει τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὸ κελλί μου – τότε κλειδώναμε τὰ κελλιά, γιατὶ μέσα στὸ μοναστήρι κυκλοφοροῦσαν καὶ διάφοροι κοσμικοί. «Δὲν πειράζει, λέω, θὰ πάω στὸ μαραγκούδικο». Κοιτάζω, ἔλειπε τὸ κλειδὶ καὶ ἀπὸ τὸ μαραγκούδικο. Πάω στὸ βουρδουναριό[4], ὅπου ἔφτιαχνα τὰ σαμάρια γιὰ τὰ ζῶα, καὶ ἀπὸ ’κεῖ ἔλειπε τὸ κλειδί. «Ποῦ νὰ πάω τώρα;», λέω. Ἄναψα τότε ἕνα κερὶ στὸν Ἅγιο Μηνᾶ καὶ ἀμέσως τὰ βρῆκα ὅλα τὰ κλειδιὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν περίμενα. Ἕνα κερὶ καὶ ἐντάξει! Ὑποχρεώνονται οἱ Ἅγιοι μὲ τὸ κερί.
Τὸν Ἅγιο Μηνᾶ ἐγὼ δὲν ἤξερα ὅτι τὸν εἰκονίζουν καὶ καβαλλάρη. Ἡ μητέρα μου, ποὺ τὸν εἶχε δεῖ μιὰ φορὰ καὶ τῆς ἔδωσε ἀπάντηση γιὰ ἕνα θέμα, μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἶναι καβαλλάρης. Ἐγὼ ἐπέμενα καὶ τῆς ἔλεγα ὅτι μόνον ὁ Ἅγιος Δημήτριος καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος εἶναι καβαλλάρηδες. «Ὄχι, μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου, αὐτὸς ποὺ εἶδα ἦταν μὲ καστανὸ ἄλογο καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ὁ Ἅγιος Μηνᾶς. ″Ποιός εἶσαι; τὸν ρώτησα. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔχει ἄσπρο ἄλογο, ὁ Ἅγιος Δημήτριος κόκκινο· ἐσὺ ποιός εἶσαι;”. “Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἶμαι”, μοῦ εἶπε».
– Γέροντα, μπορεῖ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων νὰ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μείνη ἄφθαρτο τὸ Λείψανό του;
– Ὄχι, πῶς μπορεῖ νὰ γίνη αὐτό; Οἱ Ἅγιοι δὲν ζητοῦν τέτοια πράγματα. Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε νὰ μείνη ἄφθαρτο τὸ Λείψανο, γιὰ νὰ βοηθιοῦνται οἱ ἄνθρωποι. Καὶ βλέπετε πῶς τὰ ἔχει οἰκονομήσει ὁ Θεός! Ἐπειδὴ ἡ Κέρκυρα, ἡ Κεφαλλονιὰ καὶ ἡ Ζάκυνθος εἶναι κοντὰ στὴν Ἰταλία καὶ εὔκολα οἱ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ τὸν Καθολικισμό, ἔβαλε φράγμα ἐκεῖ πέρα τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, τὸν Ἅγιο Γεράσιμο καὶ τὸν Ἅγιο Διονύσιο.
– Γέροντα, ὅταν εἴσαστε στὸ μοναστήρι, αἰσθάνομαι μεγάλη ἀσφάλεια. Ὅταν λείπετε καὶ συμβῆ κάποιος πειρασμός, δειλιάζω.
– Μὴ φοβᾶσαι, ἔχετε Προστάτες μεγάλους κοντά σας· νὰ μὴν τοὺς ἀφήνετε, νὰ τοὺς ἐνοχλῆτε συνέχεια. Ὅταν θὰ χρειάζεται καὶ ἡ δική μου σκιὰ γιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια, εἴτε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἴτε ἀπὸ κοντά, θὰ ὑπάρχη. Ἐὰν στὴν κοσμικὴ ζωὴ τὰ καλὰ ἀδέλφια [//111] φροντίζουν τὶς ἀδελφές τους, πόσο μᾶλλον στὴν πνευματικὴ ζωή, ποὺ εἶναι ἀνώτερη. Γι’ αὐτὸ καὶ σᾶς ἔχω ἀφήσει τὸν θησαυρὸ ποὺ εἶχα, τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ εἶναι ἐδῶ καὶ ἡ καρδιά μου, γιατὶ «ὅπου ὁ θησαυρός, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία»[5]. Ἄλλωστε σᾶς τὸ εἶχα πεῖ: «Ὅ,τι πολύτιμο κι ἂν ἔχω, θὰ τὸ ἀφήσω στὴν Μονή σας, ὅπου μένει καὶ ὁ Ἅγιός μου», ὁ ὁποῖος σὲ κάποιον[6] εἶπε: «Ἐγὼ μένω ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη». Γι’ αὐτό, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος εἶπε ὅτι μένει ἐδῶ, νὰ τὸν παρακαλᾶς ἐκ μέρους μου – ἐὰν διστάζης –, νὰ παίρνη τὴν πατερίτσα του καὶ νὰ βολεύη μὲ τὸν τρόπο του τὰ ταγκαλάκια.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ δουλειὰ ὅλων γενικὰ τῶν Ἁγίων· νὰ βοηθοῦν καὶ νὰ προστατεύουν ἐμᾶς τοὺς ταλαίπωρους ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους πειρασμούς. Δική μας δουλειὰ εἶναι, ὅσο μποροῦμε, νὰ ζοῦμε πνευματικά, νὰ μὴ στενοχωροῦμε τὸν Χριστό, νὰ ἀνάβουμε τὸ καντηλάκι στοὺς Ἁγίους καὶ νὰ τοὺς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς βοηθοῦν. Σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ ἔχουμε ἀνάγκη βοηθείας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ πᾶμε κοντὰ στὸν Χριστό. Στὴν ἄλλη ζωή, ἐὰν ὁ Θεὸς μᾶς ἀξιώση καὶ πᾶμε κοντά Του, οὔτε καὶ τοὺς Ἁγίους θὰ «κουράζουμε», ἀλλὰ οὔτε καὶ θὰ ὑπάρχη λόγος νὰ τοὺς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς βοηθήσουν.
– Ἡ Ἁγία Βαρβάρα, Γέροντα, εἶναι προστάτις καὶ τοῦ Πυροβολικοῦ.
– Ἔ, καλά, ἕνας Ἅγιος μπορεῖ νὰ κάνη ὅλα τὰ διακονήματα.
– Γέροντα, καὶ ἡ Ἁγία Εἰρήνη εἶναι προστάτις τῆς Χωροφυλακῆς.
– Ναί, γι’ αὐτό, ὅταν καμμιὰ φορὰ δὲν ἔχης εἰρήνη, νὰ παρακαλᾶς τὴν Ἁγία Εἰρήνη, ποὺ κυβερνάει καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Χωροφυλακῆς[2] καὶ φέρνει εἰρήνη, νὰ φέρνη τὴν εἰρήνη καὶ μέσα στὴν καρδιά σου.
– Γέροντα, πολὺ συχνὰ χάνω πράγματα καὶ μετὰ χάνω χρόνο γιὰ νὰ τὰ βρῶ.
– Γιατί δὲν ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἅγιο Μηνᾶ ποὺ ἔχει εἰδικότητα σ’ αὐτό; Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἀμέσως φανερώνει ὅ,τι χάσουμε, χωρὶς νὰ ἔχη πολλὲς ἀπαιτήσεις! Ἐγὼ μιὰ φορά, ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο[3], εἶχα χάσει τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὸ κελλί μου – τότε κλειδώναμε τὰ κελλιά, γιατὶ μέσα στὸ μοναστήρι κυκλοφοροῦσαν καὶ διάφοροι κοσμικοί. «Δὲν πειράζει, λέω, θὰ πάω στὸ μαραγκούδικο». Κοιτάζω, ἔλειπε τὸ κλειδὶ καὶ ἀπὸ τὸ μαραγκούδικο. Πάω στὸ βουρδουναριό[4], ὅπου ἔφτιαχνα τὰ σαμάρια γιὰ τὰ ζῶα, καὶ ἀπὸ ’κεῖ ἔλειπε τὸ κλειδί. «Ποῦ νὰ πάω τώρα;», λέω. Ἄναψα τότε ἕνα κερὶ στὸν Ἅγιο Μηνᾶ καὶ ἀμέσως τὰ βρῆκα ὅλα τὰ κλειδιὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν περίμενα. Ἕνα κερὶ καὶ ἐντάξει! Ὑποχρεώνονται οἱ Ἅγιοι μὲ τὸ κερί.
Τὸν Ἅγιο Μηνᾶ ἐγὼ δὲν ἤξερα ὅτι τὸν εἰκονίζουν καὶ καβαλλάρη. Ἡ μητέρα μου, ποὺ τὸν εἶχε δεῖ μιὰ φορὰ καὶ τῆς ἔδωσε ἀπάντηση γιὰ ἕνα θέμα, μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἶναι καβαλλάρης. Ἐγὼ ἐπέμενα καὶ τῆς ἔλεγα ὅτι μόνον ὁ Ἅγιος Δημήτριος καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος εἶναι καβαλλάρηδες. «Ὄχι, μοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα μου, αὐτὸς ποὺ εἶδα ἦταν μὲ καστανὸ ἄλογο καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ὁ Ἅγιος Μηνᾶς. ″Ποιός εἶσαι; τὸν ρώτησα. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔχει ἄσπρο ἄλογο, ὁ Ἅγιος Δημήτριος κόκκινο· ἐσὺ ποιός εἶσαι;”. “Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς εἶμαι”, μοῦ εἶπε».
– Γέροντα, μπορεῖ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων νὰ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μείνη ἄφθαρτο τὸ Λείψανό του;
– Ὄχι, πῶς μπορεῖ νὰ γίνη αὐτό; Οἱ Ἅγιοι δὲν ζητοῦν τέτοια πράγματα. Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε νὰ μείνη ἄφθαρτο τὸ Λείψανο, γιὰ νὰ βοηθιοῦνται οἱ ἄνθρωποι. Καὶ βλέπετε πῶς τὰ ἔχει οἰκονομήσει ὁ Θεός! Ἐπειδὴ ἡ Κέρκυρα, ἡ Κεφαλλονιὰ καὶ ἡ Ζάκυνθος εἶναι κοντὰ στὴν Ἰταλία καὶ εὔκολα οἱ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ τὸν Καθολικισμό, ἔβαλε φράγμα ἐκεῖ πέρα τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, τὸν Ἅγιο Γεράσιμο καὶ τὸν Ἅγιο Διονύσιο.
– Γέροντα, ὅταν εἴσαστε στὸ μοναστήρι, αἰσθάνομαι μεγάλη ἀσφάλεια. Ὅταν λείπετε καὶ συμβῆ κάποιος πειρασμός, δειλιάζω.
– Μὴ φοβᾶσαι, ἔχετε Προστάτες μεγάλους κοντά σας· νὰ μὴν τοὺς ἀφήνετε, νὰ τοὺς ἐνοχλῆτε συνέχεια. Ὅταν θὰ χρειάζεται καὶ ἡ δική μου σκιὰ γιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια, εἴτε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἴτε ἀπὸ κοντά, θὰ ὑπάρχη. Ἐὰν στὴν κοσμικὴ ζωὴ τὰ καλὰ ἀδέλφια [//111] φροντίζουν τὶς ἀδελφές τους, πόσο μᾶλλον στὴν πνευματικὴ ζωή, ποὺ εἶναι ἀνώτερη. Γι’ αὐτὸ καὶ σᾶς ἔχω ἀφήσει τὸν θησαυρὸ ποὺ εἶχα, τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ εἶναι ἐδῶ καὶ ἡ καρδιά μου, γιατὶ «ὅπου ὁ θησαυρός, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία»[5]. Ἄλλωστε σᾶς τὸ εἶχα πεῖ: «Ὅ,τι πολύτιμο κι ἂν ἔχω, θὰ τὸ ἀφήσω στὴν Μονή σας, ὅπου μένει καὶ ὁ Ἅγιός μου», ὁ ὁποῖος σὲ κάποιον[6] εἶπε: «Ἐγὼ μένω ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη». Γι’ αὐτό, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος εἶπε ὅτι μένει ἐδῶ, νὰ τὸν παρακαλᾶς ἐκ μέρους μου – ἐὰν διστάζης –, νὰ παίρνη τὴν πατερίτσα του καὶ νὰ βολεύη μὲ τὸν τρόπο του τὰ ταγκαλάκια.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ δουλειὰ ὅλων γενικὰ τῶν Ἁγίων· νὰ βοηθοῦν καὶ νὰ προστατεύουν ἐμᾶς τοὺς ταλαίπωρους ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους πειρασμούς. Δική μας δουλειὰ εἶναι, ὅσο μποροῦμε, νὰ ζοῦμε πνευματικά, νὰ μὴ στενοχωροῦμε τὸν Χριστό, νὰ ἀνάβουμε τὸ καντηλάκι στοὺς Ἁγίους καὶ νὰ τοὺς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς βοηθοῦν. Σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ ἔχουμε ἀνάγκη βοηθείας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ πᾶμε κοντὰ στὸν Χριστό. Στὴν ἄλλη ζωή, ἐὰν ὁ Θεὸς μᾶς ἀξιώση καὶ πᾶμε κοντά Του, οὔτε καὶ τοὺς Ἁγίους θὰ «κουράζουμε», ἀλλὰ οὔτε καὶ θὰ ὑπάρχη λόγος νὰ τοὺς παρακαλοῦμε νὰ μᾶς βοηθήσουν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ ΣΤ' «Περὶ προσευχῆς»
____________________________________
[1] Ἀποκ. 2, 13. Ὁ Ἅγιος Ἀντίπας, ἐπίσκοπος Περγάμου, ἔζησε κατὰ τοὺς Ἀποστολικοὺς χρόνους καὶ μαρτύρησε στὴν Πέργαμο. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 11 Ἀπριλίου.
[2] Εἰπώθηκε τὸ 1986.
[3] Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου τὰ ἔτη 1953-1955.
[4] Βουρδουναριό: Σταῦλος ὑποζυγίων καὶ οἱ σχετικοὶ βοηθητικοὶ χῶροι.
[5] Βλ. Ματθ. 6, 21.
[6] Πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Γέροντα. (Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 282010, σ. 33-35).
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου