– Γέροντα, οἱ Βορειοηπειρῶτες, ὅταν πεθάνουν, τί θὰ γίνουν ποὺ δὲν εἶναι βαπτισμένοι;
– Ἔ, οἱ περισσότεροι ἔχουν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους ἀεροβάπτισμα. Ὑπάρχουν καὶ νοσοκόμες ποὺ ἀεροβαπτίζουν τὰ παιδάκια. Μιὰ νοσοκόμα βάπτισε ἕνα παιδάκι μέσα σὲ μιὰ λεκάνη μὲ νερό. Σοῦ λέει αὐτὸ εἶναι πιὸ καλὸ ἀπὸ τὸ ἀεροβάπτισμα· ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶδε τὴν διάθεσή της... Πόση χάρη ἔχουν οἱ νεοφώτιστοι! Μιὰ φορὰ εἶχα γνωρίσει ἀνάμεσα σὲ τριακόσια πενῆντα ἄτομα μιὰ γυναίκα ποὺ ἦταν βαπτισμένη. Ρώτησα «ποιά εἶναι αὐτή;», καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ἦταν μιὰ Τουρκάλα ποὺ εἶχε βαπτισθῆ. Ἔλαμπε τὸ πρόσωπό της. Μπροστά της οἱ ἄλλοι φαίνονταν βάρβαροι.
– Γέροντα, εἶναι σωστὸ στὸ Βάπτισμα νὰ δίνωνται δύο ὀνόματα στὰ παιδιά;
– Ἂν εἶναι νὰ μαλώνουν τὰ ἀνδρόγυνα καὶ νὰ χωρίζουν, ἂς δώσουν καὶ τρία! Ἂν καὶ τὰ σωστὰ ὀνόματα σήμερα τὰ ἔχουν κάνει!... Βίκυ, Πέπη, Μιμή...
– Γέροντα, μιὰ μητέρα ἔχασε τὸ παιδάκι της στὸν πέμπτο μήνα τῆς κυοφορίας καὶ στενοχωριέται, γιατὶ γεννήθηκε νεκρὸ καὶ οὔτε ἀεροβάπτισμα δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν.
– Ἀφοῦ δὲν ἔφταιγε ἡ ἴδια, ἂς ἔχη ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ὁ Θεὸς λογαριασμὸ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ παιδάκια.
– Ἡ μητέρα μου, Γέροντα, μοῦ εἶπε ὅτι τὸ ἀδελφάκι μου πέθανε λίγες ὧρες μετὰ τὴν γέννησή του καὶ δὲν πρόλαβε νὰ τὸ βαπτίση. Τῆς εἶπα νὰ τὸ πῆ στὸν Πνευματικό.
– Ἀφοῦ ἤθελε νὰ τὸ βαπτίση, ἀλλὰ δὲν πρόλαβε, ἔχει ἐλαφρυντικά. Ἐδῶ ἄλλες κάνουν ἐκτρώσεις καὶ σκοτώνουν τὰ παιδιά τους. Τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν ξέρουμε. Βαρὺ ἁμάρτημα θὰ ἦταν, ἂν ἀπὸ ἀμέλεια δὲν βάπτιζε τὸ παιδὶ καὶ πέθαινε ἀβάπτιστο. Ἐσὺ ἀντιμετώπισες τὸ θέμα μὲ τὴν λογική. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογία τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Εἶπα κάποτε σὲ μιὰ συντροφιὰ ὅτι ἕνα παιδάκι στὴν Βόρειο Ἤπειρο τὸ εἶχαν βαπτίσει τρεῖς φορές. Μία φορὰ ἡ γιαγιά, μία ὁ παπποῦς καὶ μία ἡ μάνα, κρυφὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, γιατὶ ὁ καθένας τὸ θεωροῦσε ἀβάπτιστο. Πετιέται τότε κάποιος καὶ λέει: «Αὐτὸ εἶναι ἀντικανονικό». «Βρέ, τοῦ λέω, δογματικὰ βάφτισαν τὸ παιδὶ τρεῖς φορές; Τρεῖς φορὲς εὐλογήθηκε αὐτὸ τὸ παιδί!».
– Γέροντα, ὁ Θεὸς οἰκονομάει νὰ βλέπουν στὸν ὕπνο τους οἱ ἄνθρωποι κεκοιμημένους συγγενεῖς τους καὶ νὰ συνομιλοῦν μαζί τους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν στὴν πίστη, στὴν μετάνοια;
– Ναί, δὲν σᾶς ἔχω πεῖ κι ἐγὼ κάποιο περιστατικό; Ἕνας μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ ποὺ βρισκόταν στὸ βουλγαρικὸ ἔδαφος καὶ ὑπῆρχαν ἐκεῖ πολλοὶ ἀβάπτιστοι. Μοῦ εἶπε λοιπὸν ὅτι, ὅταν ἦταν λαϊκὸς καὶ ἦταν ἀκόμη ἀβάπτιστος, εἶδε στὸν ὕπνο του τὸ ἀνηψάκι του, ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, νὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ ἕνα πολὺ ὄμορφο περιβόλι καὶ νὰ κλαίη. Μέσα στὸ περιβόλι ἦταν πολλὰ παιδάκια ποὺ ἔπαιζαν χαρούμενα. «Γιατί δὲν πᾶς κι ἐσὺ μέσα;», τὸ ρώτησε. «Πῶς νὰ πάω μέσα; Ἐγὼ εἶμαι ἀβάπτιστο», ἀπάντησε ἐκεῖνο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πῆγε ἀμέσως καὶ βαπτίσθηκε ὁ ἴδιος καὶ ὕστερα διηγήθηκε στὸν παπᾶ τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε. Ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἄλλοι τί ἀξία ἔχει τὸ Βάπτισμα. Ἔπειτα ἄρχισαν νὰ βαπτίζουν τὰ παιδιά τους σ᾿ ἐκεῖνο τὸ χωριό.
– Γέροντα, ὑπάρχουν γονεῖς ποὺ ἔκαναν πολιτικὸ γάμο, ἀλλὰ θέλουν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους. Ἐπιτρέπεται;
– Γιατί νὰ μὴν ἐπιτρέπεται; Ἄλλωστε τί φταῖνε τὰ καημένα τὰ παιδάκια; Τὸ ὅτι θέλουν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους δείχνει πὼς κάτι ἔχουν μέσα τους· δὲν εἶναι τελείως ἀδιάφοροι. Φαίνεται, κάπου θὰ μπερδεύτηκαν. Ἂν θέλη κανεὶς νὰ τοὺς βοηθήση, πρῶτα πρέπει νὰ δῆ γιὰ ποιό λόγο δὲν ἔκαναν θρησκευτικὸ γάμο καὶ ὕστερα γιὰ ποιό λόγο θέλουν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους.
– Γέροντα, μιὰ μοναχὴ ποὺ εἶχε βαπτίσει κάποιο παιδάκι, ὅταν ἦταν στὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ θὰ κάνη γι᾿ αὐτό, πρέπει νὰ τοῦ στέλνη δῶρα, ὅπως συνηθίζεται;
– Ἔ, τώρα ἡ μοναχὴ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπ᾿ αὐτά. Οἱ γονεῖς τῆς μοναχῆς, ἂν θέλουν, μποροῦν κάτι νὰ κάνουν. Ὁ μοναχὸς μὲ τὴν προσευχὴ θὰ βοηθήση.
– Δηλαδή, ἂν τὸ σκεφθοῦν οἱ γονεῖς μόνοι τους;
– Ναί, νὰ μὴν τοὺς ὑποχρεώση ἡ μοναχή. Νὰ κάνη προσευχὴ νὰ τοὺς φωτίση ὁ Θεός. Πάντως ὁ νουνὸς ἔχει μεγάλη εὐθύνη. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ὑποσχεθῆ σὲ μιὰ φιλική μας οἰκογένεια ὅτι ἕνα παιδάκι τους θὰ τὸ βάφτιζε κάποιος ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας. Ὅταν ἦρθε ἐκείνη ἡ ὥρα, ἔλειπαν ὅλοι οἱ δικοί μου καὶ μοῦ εἶπαν νὰ τὸ βαπτίσω ἐγώ. Ἤμουν τότε δεκαέξι χρονῶν καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὸ βαπτίσω, γιατὶ αἰσθανόμουν τὴν εὐθύνη ποὺ θὰ ἀναλάμβανα. Βρέθηκα σὲ δύσκολη θέση. Ἔκανα λοιπὸν προσευχή. «Θεέ μου, εἶπα, ἂν εἶναι νὰ γίνη καλὸς ἄνθρωπος, πάρε ἀπὸ ἐμένα ὅλα τὰ χρόνια καὶ δῶσ᾿ τα σ᾿ αὐτό. Ἂν ὅμως εἶναι νὰ γίνη κακός, πάρ᾿ το τώρα ποὺ εἶναι ἀγγελούδι». Τὸ βάφτισα καὶ τὸ ὀνόμασα Παῦλο. Σὲ μία ἑβδομάδα πέθανε. Στὸν Οὐρανὸ τώρα εἶναι ἀσφαλισμένο.
– Ἔ, οἱ περισσότεροι ἔχουν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους ἀεροβάπτισμα. Ὑπάρχουν καὶ νοσοκόμες ποὺ ἀεροβαπτίζουν τὰ παιδάκια. Μιὰ νοσοκόμα βάπτισε ἕνα παιδάκι μέσα σὲ μιὰ λεκάνη μὲ νερό. Σοῦ λέει αὐτὸ εἶναι πιὸ καλὸ ἀπὸ τὸ ἀεροβάπτισμα· ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶδε τὴν διάθεσή της... Πόση χάρη ἔχουν οἱ νεοφώτιστοι! Μιὰ φορὰ εἶχα γνωρίσει ἀνάμεσα σὲ τριακόσια πενῆντα ἄτομα μιὰ γυναίκα ποὺ ἦταν βαπτισμένη. Ρώτησα «ποιά εἶναι αὐτή;», καὶ μοῦ εἶπαν ὅτι ἦταν μιὰ Τουρκάλα ποὺ εἶχε βαπτισθῆ. Ἔλαμπε τὸ πρόσωπό της. Μπροστά της οἱ ἄλλοι φαίνονταν βάρβαροι.
– Γέροντα, εἶναι σωστὸ στὸ Βάπτισμα νὰ δίνωνται δύο ὀνόματα στὰ παιδιά;
– Ἂν εἶναι νὰ μαλώνουν τὰ ἀνδρόγυνα καὶ νὰ χωρίζουν, ἂς δώσουν καὶ τρία! Ἂν καὶ τὰ σωστὰ ὀνόματα σήμερα τὰ ἔχουν κάνει!... Βίκυ, Πέπη, Μιμή...
– Γέροντα, μιὰ μητέρα ἔχασε τὸ παιδάκι της στὸν πέμπτο μήνα τῆς κυοφορίας καὶ στενοχωριέται, γιατὶ γεννήθηκε νεκρὸ καὶ οὔτε ἀεροβάπτισμα δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν.
– Ἀφοῦ δὲν ἔφταιγε ἡ ἴδια, ἂς ἔχη ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ὁ Θεὸς λογαριασμὸ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ παιδάκια.
– Ἡ μητέρα μου, Γέροντα, μοῦ εἶπε ὅτι τὸ ἀδελφάκι μου πέθανε λίγες ὧρες μετὰ τὴν γέννησή του καὶ δὲν πρόλαβε νὰ τὸ βαπτίση. Τῆς εἶπα νὰ τὸ πῆ στὸν Πνευματικό.
– Ἀφοῦ ἤθελε νὰ τὸ βαπτίση, ἀλλὰ δὲν πρόλαβε, ἔχει ἐλαφρυντικά. Ἐδῶ ἄλλες κάνουν ἐκτρώσεις καὶ σκοτώνουν τὰ παιδιά τους. Τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν ξέρουμε. Βαρὺ ἁμάρτημα θὰ ἦταν, ἂν ἀπὸ ἀμέλεια δὲν βάπτιζε τὸ παιδὶ καὶ πέθαινε ἀβάπτιστο. Ἐσὺ ἀντιμετώπισες τὸ θέμα μὲ τὴν λογική. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογία τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Εἶπα κάποτε σὲ μιὰ συντροφιὰ ὅτι ἕνα παιδάκι στὴν Βόρειο Ἤπειρο τὸ εἶχαν βαπτίσει τρεῖς φορές. Μία φορὰ ἡ γιαγιά, μία ὁ παπποῦς καὶ μία ἡ μάνα, κρυφὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, γιατὶ ὁ καθένας τὸ θεωροῦσε ἀβάπτιστο. Πετιέται τότε κάποιος καὶ λέει: «Αὐτὸ εἶναι ἀντικανονικό». «Βρέ, τοῦ λέω, δογματικὰ βάφτισαν τὸ παιδὶ τρεῖς φορές; Τρεῖς φορὲς εὐλογήθηκε αὐτὸ τὸ παιδί!».
– Γέροντα, ὁ Θεὸς οἰκονομάει νὰ βλέπουν στὸν ὕπνο τους οἱ ἄνθρωποι κεκοιμημένους συγγενεῖς τους καὶ νὰ συνομιλοῦν μαζί τους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν στὴν πίστη, στὴν μετάνοια;
– Ναί, δὲν σᾶς ἔχω πεῖ κι ἐγὼ κάποιο περιστατικό; Ἕνας μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ ποὺ βρισκόταν στὸ βουλγαρικὸ ἔδαφος καὶ ὑπῆρχαν ἐκεῖ πολλοὶ ἀβάπτιστοι. Μοῦ εἶπε λοιπὸν ὅτι, ὅταν ἦταν λαϊκὸς καὶ ἦταν ἀκόμη ἀβάπτιστος, εἶδε στὸν ὕπνο του τὸ ἀνηψάκι του, ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, νὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ ἕνα πολὺ ὄμορφο περιβόλι καὶ νὰ κλαίη. Μέσα στὸ περιβόλι ἦταν πολλὰ παιδάκια ποὺ ἔπαιζαν χαρούμενα. «Γιατί δὲν πᾶς κι ἐσὺ μέσα;», τὸ ρώτησε. «Πῶς νὰ πάω μέσα; Ἐγὼ εἶμαι ἀβάπτιστο», ἀπάντησε ἐκεῖνο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ πῆγε ἀμέσως καὶ βαπτίσθηκε ὁ ἴδιος καὶ ὕστερα διηγήθηκε στὸν παπᾶ τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε. Ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἄλλοι τί ἀξία ἔχει τὸ Βάπτισμα. Ἔπειτα ἄρχισαν νὰ βαπτίζουν τὰ παιδιά τους σ᾿ ἐκεῖνο τὸ χωριό.
– Γέροντα, ὑπάρχουν γονεῖς ποὺ ἔκαναν πολιτικὸ γάμο, ἀλλὰ θέλουν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους. Ἐπιτρέπεται;
– Γιατί νὰ μὴν ἐπιτρέπεται; Ἄλλωστε τί φταῖνε τὰ καημένα τὰ παιδάκια; Τὸ ὅτι θέλουν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους δείχνει πὼς κάτι ἔχουν μέσα τους· δὲν εἶναι τελείως ἀδιάφοροι. Φαίνεται, κάπου θὰ μπερδεύτηκαν. Ἂν θέλη κανεὶς νὰ τοὺς βοηθήση, πρῶτα πρέπει νὰ δῆ γιὰ ποιό λόγο δὲν ἔκαναν θρησκευτικὸ γάμο καὶ ὕστερα γιὰ ποιό λόγο θέλουν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους.
– Γέροντα, μιὰ μοναχὴ ποὺ εἶχε βαπτίσει κάποιο παιδάκι, ὅταν ἦταν στὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ θὰ κάνη γι᾿ αὐτό, πρέπει νὰ τοῦ στέλνη δῶρα, ὅπως συνηθίζεται;
– Ἔ, τώρα ἡ μοναχὴ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπ᾿ αὐτά. Οἱ γονεῖς τῆς μοναχῆς, ἂν θέλουν, μποροῦν κάτι νὰ κάνουν. Ὁ μοναχὸς μὲ τὴν προσευχὴ θὰ βοηθήση.
– Δηλαδή, ἂν τὸ σκεφθοῦν οἱ γονεῖς μόνοι τους;
– Ναί, νὰ μὴν τοὺς ὑποχρεώση ἡ μοναχή. Νὰ κάνη προσευχὴ νὰ τοὺς φωτίση ὁ Θεός. Πάντως ὁ νουνὸς ἔχει μεγάλη εὐθύνη. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ὑποσχεθῆ σὲ μιὰ φιλική μας οἰκογένεια ὅτι ἕνα παιδάκι τους θὰ τὸ βάφτιζε κάποιος ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας. Ὅταν ἦρθε ἐκείνη ἡ ὥρα, ἔλειπαν ὅλοι οἱ δικοί μου καὶ μοῦ εἶπαν νὰ τὸ βαπτίσω ἐγώ. Ἤμουν τότε δεκαέξι χρονῶν καὶ δὲν ἤθελα νὰ τὸ βαπτίσω, γιατὶ αἰσθανόμουν τὴν εὐθύνη ποὺ θὰ ἀναλάμβανα. Βρέθηκα σὲ δύσκολη θέση. Ἔκανα λοιπὸν προσευχή. «Θεέ μου, εἶπα, ἂν εἶναι νὰ γίνη καλὸς ἄνθρωπος, πάρε ἀπὸ ἐμένα ὅλα τὰ χρόνια καὶ δῶσ᾿ τα σ᾿ αὐτό. Ἂν ὅμως εἶναι νὰ γίνη κακός, πάρ᾿ το τώρα ποὺ εἶναι ἀγγελούδι». Τὸ βάφτισα καὶ τὸ ὀνόμασα Παῦλο. Σὲ μία ἑβδομάδα πέθανε. Στὸν Οὐρανὸ τώρα εἶναι ἀσφαλισμένο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Δ' «Οἰκογενειακὴ ζωή»
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου