Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΝΗΠΙΩΝ [:Ματθ. 2,13-23]
«Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρῳ, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων (:Τότε ὁ Ἡρώδης, ὅταν εἶδε ὅτι οἱ μάγοι τὸν ἐξαπάτησαν καὶ τὸν ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ. Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦσαν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σὲ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ σύνορά της, ἀπὸ ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς μάγους)» [Ματθ. 2,13].
Δὲν ἔπρεπε βέβαια ὁ Ἡρώδης νὰ ὀργιστεῖ ἀλλὰ νὰ φοβηθεῖ καὶ νὰ μαζευτεῖ καὶ νὰ ἐννοήσει ὅτι ἐπιχειρεῖ ἀκατόρθωτα πράγματα. Δὲν συγκρατεῖται ὅμως. Ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι ἀχάριστη καὶ ἀνεπίδεκτη δὲν ὑποχωρεῖ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ φάρμακα, ποὺ δίνει ὁ Θεός. Ἰδού, παρατήρησε καὶ τοῦτον πῶς συναγωνίζεται τοὺς προηγούμενούς του σὲ κακία· προσθέτει φόνο στοὺς φόνους καὶ παντοῦ τρέχει κατὰ κρημνοῦ. Σὰν νὰ ἦταν κυριευμένος ἀπὸ κάποιον δαίμονα τῆς ὀργῆς αὐτῆς καὶ τοῦ μίσους. Δὲν ὑπολογίζει κανένα, μανιάζει καὶ ἐναντίον τῶν μάγων ποὺ τὸν γέλασαν, ἀφήνει τὴν ὀργή του νὰ ξεσπάσει κατὰ τῶν παιδιῶν, ποὺ δὲν τὸν εἶχαν σὲ τίποτε βλάψει καὶ ἀποτολμᾷ στὴν Παλαιστίνη ἕνα δρᾶμα συγγενικὸ μὲ ὅσα εἶχαν τότε συμβεῖ στὴν Αἴγυπτο [:Ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν διαταγὴ τοῦ Φαραὼ νὰ θανατώνονται ὅλα τὰ ἀρσενικὰ παιδιὰ ποὺ γεννοῦσαν οἱ Ἰσραηλῖτες: βλ. Ἔξοδ. 1,15 κ.ε.]. Διότι λέγει: «Καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων (:Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦσαν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σὲ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ σύνορά της, ἀπὸ ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς μάγους)» [Ματθ. 2,16].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ δεῖξτε παρακαλῶ πολλὴ προσοχή. Πολλοὶ λένε πολλὲς φλυαρίες γιὰ τὰ παιδιὰ αὐτά, καὶ χαρακτηρίζουν ὡς ἀδικία αὐτὰ ποὺ συνέβησαν. Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς διατυπώνουν μετριοπαθέστερα τὴν ἀπορία τους, ἄλλοι πάλι μὲ μεγαλύτερο θράσος καὶ πεῖσμα. Γιὰ νὰ ἀπαλλάξουμε λοιπόν τοὺς μὲν ἀπὸ τὸ πεῖσμα τους καὶ τοὺς δὲ ἀπὸ τὴν ἀπορία, ζητῶ νὰ ἔχω τὴν ἀνοχή σας, γιὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό.
Ἄν ἡ κατηγορία τους εἶναι αὐτή, ὅτι δηλαδὴ ἐπιδείχτηκε ἀδιαφορία γιὰ τὴ θανάτωση τῶν παιδιῶν, ἂς κατηγορήσουν καὶ τὴ σφαγὴ τῶν στρατιωτῶν ποὺ φύλασσαν τὸν Πέτρο. Ἐδῶ ὅταν ἔφυγε τὸ Παιδί, σφάζονται ἄλλα παιδιὰ στὴ θέση αὐτοῦ ποὺ ζητοῦσαν. Καὶ τότε πάλι, ὅταν ὁ ἄγγελος ἐλευθέρωσε τὸν Πέτρο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τίς ἁλυσίδες, ἕνας ὁμώνυμος καὶ ὁμότροπος τοῦ τυράννου αὐτοῦ [:πρόκειται γιὰ τὸν Ἡρώδη τὸν Ἀγρίπα, υἱὸ τοῦ Ἀριστόβουλου καὶ ἐγγονὸ τοῦ Μεγάλου Ἡρώδου ποὺ εἶχε διατάξει τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων. Κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους ἦταν βασιλιᾶς καὶ καταδίωξε τὴν Ἐκκλησία θανατώνοντας, μάλιστα, καὶ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἰωάννου, τὸν Ἰάκωβο (Πράξ. 19,2). Τὸ τέλος του, τὸ 44 μ. Χ., ὑπῆρξε οἰκτρότατο, καθὼς πέθανε ξαφνικὰ γενόμενος σκωληκόβροτος (Πράξ. 12,20-23)], ὅταν τὸν ζήτησε καὶ δὲν τὸν βρῆκε, ἐξόντωσε στὴ θέση του τοὺς στρατιῶτες ποὺ τὸν φύλασσαν (βλ. Πράξ. κεφ. 12 ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ εἰδικότερα Πράξ. 12,19: «Ἡρῴδης δὲ ἐπιζητήσας αὐτὸν καὶ μὴ εὑρών, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι, καὶ κατελθὼν ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Καισάρειαν διέτριβεν (:Στὸ μεταξὺ ὁ Ἡρώδης διέταξε νὰ ψάξουν τὸν Πέτρο καὶ ἐπειδὴ φυσικὰ δὲν τὸν βρῆκε, ὑπέβαλε σὲ ἀνάκριση τοὺς φρουροὺς ποὺ εἶχαν ἀναλάβει τὴ φύλαξή του. Καὶ ἐπειδὴ τοὺς θεώρησε ὑπευθύνους γιὰ τὴν ἀποφυλάκιση τοῦ Πέτρου, διέταξε καὶ τοὺς ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς θανατικῆς τους ἐκτελέσεως, (ὅπου καὶ τοὺς ἐκτέλεσαν) [Οἱ στρατιῶτες θεωροῦνταν τότε ἀπόλυτα ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ φύλαξη τῶν κρατουμένων καὶ ἔπρεπε, σὲ περίπτωση δραπετεύσεώς τους, νὰ ὑποστοῦν οἱ ἴδιοι, κατὰ τὸν ρωμαϊκὸ νόμο, τὴν ποινή, ποὺ εἶχε ὁριστεῖ νὰ ὑποστοῦν οἱ κρατούμενοι ποὺ τοὺς εἶχαν ξεφύγει]».
«Τί σχέση ἔχει αὐτὸ μὲ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων;», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος. «Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ λύση, ἀλλὰ περιπλοκὴ τοῦ ζητήματος».
Τὸ γνωρίζω καὶ ἐγὼ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν φέρω στὴ μέση ὅλα τὰ παρόμοια γεγονότα, γιὰ νὰ δώσω σὲ ὅλα τὴν ἴδια λύση. Ποιά εἶναι λοιπὸν ἡ λύση καὶ ποιά πειστικὴ ἀπάντηση ἔχουμε νὰ δώσουμε; Ὅτι δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς αἴτιος τῆς σφαγῆς ἐκείνης τῶν νηπίων, ἀλλὰ ὑπεύθυνη εἶναι ἡ σκληρότητα τοῦ βασιλιᾶ· ὅπως καὶ τῆς σφαγῆς τῶν φρουρῶν τοῦ Πέτρου ὑπεύθυνος δὲν εἶναι ὁ Πέτρος, ἀλλὰ ἡ ἀνοησία τοῦ Ἡρώδη: ἂν ἔβλεπε ἕναν τοῖχο τρυπημένο ἢ πύλες νὰ ἔχουν ἀνατραπεῖ, θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορήσει γιὰ ἀμέλεια τοὺς στρατιῶτες, ποὺ φύλασσαν τὸν Ἀπόστολο· τώρα ὅμως ὅλα βρίσκονταν στὴ θέση τους· καὶ οἱ θύρες ἦσαν κλεισμένες καὶ οἱ ἁλυσίδες κλειδωμένες στὰ χέρια τῶν φρουρῶν, διότι ἦσαν δεμένοι ὅλοι μὲ αὐτόν [οἱ φύλακες τότε δένονταν μαζὶ μὲ τοὺς ὑποδίκους γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια]. Μποροῦσε λοιπὸν νὰ συμπεράνει ἀπὸ αὐτά, ἂν ἔκρινε ὀρθὰ γιὰ ὅσα εἶχαν συμβεῖ, ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει δὲν ἦταν ἔργο ἀνθρώπου οὔτε πράξῃ κάποιου ἐχθροῦ του, ἀλλὰ ἐνέργεια μίας θείας καὶ θαυματουργικῆς δυνάμεως. Ἔτσι, ἔπρεπε νὰ προσκυνήσει τὸν αἴτιο τοῦ γεγονότος καὶ ὄχι νὰ στραφεῖ κατὰ τῶν φρουρῶν. Μὲ αὐτὸ τὸ νόημα ὁ Θεὸς ἔπραξε ὅλα ὅσα ἔπραξε. Ὄχι μόνο δὲν ἤθελε νὰ θυσιάσει τοὺς φρουρούς, ἀλλὰ καὶ τὸν βασιλέα νὰ ὁδηγήσει μὲ αὐτὰ στὴν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος φάνηκε ἀγνώμονας, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει μὲ τὸν σοφὸ Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν ἡ ἀταξία τοῦ ἀσθενοῦς;
Μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ ἐδῶ τὸ ἴδιο. Γιατί ὀργίστηκες, Ἡρώδη, ὅταν σὲ περιγέλασαν οἱ μάγοι καὶ δὲν ἐπέστρεψαν νὰ σοῦ ποῦν ποῦ εἶναι τὸ παιδί; Δὲν ἀντιλήφτηκες ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε ἦταν ἐκ Θεοῦ; Ἐσὺ δὲν κάλεσες σὲ σύσκεψη τοὺς ἀρχιερεῖς; Ἐσὺ δὲ συγκέντρωσες τοὺς γραμματεῖς; Μήπως ἐκεῖνοι ὅταν προσκλήθηκαν, δὲν ἔφεραν μαζί τους ὡς μάρτυρα στὸ δικό σου δικαστήριο καὶ τὸν προφήτη, ποὺ ἀπὸ παλαιὰ προανήγγειλε ὅλα αὐτὰ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ οὐρανοῦ; Δὲν εἶδες ὅτι τὰ παλαιὰ ἦσαν σύμφωνα μὲ τὰ νέα καὶ ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐκπλήρωση μιᾶς προφητείας ποὺ πρὶν ἀπὸ τόσους αἰῶνες εἶχε πεῖ ὁ Μιχαίας; Δὲν ἄκουσες ὅτι ἀκόμη καὶ τὸ ἄστρο ὑπηρέτησε τὸ γεγονός; Δὲν σεβάστηκες τὸν ζῆλο τῶν βαρβάρων, τῶν εἰδωλολατρῶν αὐτῶν μάγων; Δὲν θαύμασες τὸ θάρρος τους; Δὲν ρίγησες ἀπὸ τὴν ἐπαλήθευση τοῦ προφήτη; Δὲν ἀντιλήφθηκες τὰ πρόσφατα ἐπὶ τῇ βάσει τῶν προηγούμενων; Γιὰ ποιό λόγο δὲν ἔκανες ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὴ σκέψη ὅτι τὸ γεγονὸς δὲν ἦταν μία πλεκτάνη τῶν μάγων, ἀλλὰ ὅτι ἡ θεία δύναμη οἰκονομοῦσε τὰ πάντα πρὸς τὴν ὀρθὴ κατεύθυνση; Ἀλλὰ καὶ ἂν ἐξαπατήθηκες ἀπὸ τοὺς μάγους, σὲ τί σοῦ εἶχαν φταίξει τὰ παιδιά, ποὺ δὲν εἶχαν διαπράξει καμία ἀδικία;
«Μάλιστα», μᾶς λέει κάποιος. «Ὡραία ἄφησες ἀναπολόγητο τὸν Ἡρώδη καὶ τὸν παρουσίασες μιαρὸ καὶ αἱμοχαρῆ φονιᾶ. Δὲν ἀνασκεύασες ὅμως ἀκόμη τὴν ἔνσταση τῆς ἀδικίας γιὰ ὅσα εἶχαν συμβεῖ. Ἄν ἐκεῖνος ἔπραττε ἄδικα, γιατί συγκατατέθηκε ὁ Θεός;»
Τί θὰ ἀπαντήσουμε σὲ αὐτό; Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο πάντοτε καὶ στὴν ἐκκλησία καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ παντοῦ δὲ θὰ πάψω νὰ ἐπαναλαμβάνω. Αὐτὸ θέλω νὰ διατηρεῖτε καὶ ἐσεῖς μὲ ἀκρίβεια στὴ μνήμη σας· εἶναι ἕνας κανόνας ποὺ ἁρμόζει πρὸς ἀπάντηση σὲ κάθε τέτοια ἀπορία σας. Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ κανόνας καὶ ποιός ὁ λόγος; Εἶναι πολλοὶ ὅσοι ἀδικοῦν, ἀλλὰ κανένας ποτὲ δὲν ἀδικεῖται. Καὶ γιὰ νὰ μὴν σᾶς ταράσσει περισσότερο τὸ αἴνιγμά μου, δίνω ἀμέσως τὴ λύση. Ὅ,τι ἄδικο καὶ ἂν πάθουμε ἀπὸ κάποιον, ὑπολογίζει ὁ Θεὸς τὴν ἀδικία αὐτὴ ἢ πρὸς διαγραφὴ ἁμαρτημάτων μας ἢ γιὰ νὰ μᾶς δώσει ἀνταμοιβή.
Καὶ γιὰ νὰ ἀποσαφηνιστεῖ καλύτερα αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω καὶ νὰ γίνει περισσότερο κατανοητό, ἂς χρησιμοποιήσουμε ἕνα παράδειγμα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας ὑπηρέτης ὀφείλει πολλὰ χρήματα στὸν κύριό του. Ἔπειτα, ὅτι ὁ ὑπηρέτης αὐτὸς δέχεται τὴ βία ἀδίκων ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ ἀφαιροῦν μέρος ἀπὸ τὰ δικά του. Ἄν λοιπὸν ὁ κύριος, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ ἐμποδίσει τοὺς ἅρπαγες καὶ τοὺς πλεονέκτες αὐτοὺς ἀνθρώπους, δὲν βάλει στὴ θέση τους τὰ χρήματα, ἀλλὰ ὑπολογίσει τὰ χρήματα αὐτὰ ποὺ κλάπηκαν σὲ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ὀφείλει ὁ δοῦλος, μήπως στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ δοῦλος ἔχει τάχα ἀδικηθεῖ; Καθόλου, βέβαια. Καὶ ὁ κύριός του τοῦ ἀποδώσει καὶ ἀκόμη περισσότερα; Δὲν θὰ ἔχει ἔτσι καὶ μεγαλύτερο κέρδος ὁ δοῦλος αὐτός; Εἶναι, νομίζω, φανερὸ σὲ ὅλους. Τὸ ἴδιο, κατὰ συνέπεια, ἂς σκεπτόμαστε καὶ ἐμεῖς, γιὰ ὅσες ἀδικίες μᾶς γίνονται, ὅτι δηλαδὴ ἢ διαγράφονται ἁμαρτήματά μας ἢ κερδίζουμε λαμπρότερους στεφάνους ἂν δὲν ἔχουμε ἀνάλογα ἁμαρτήματα.
Ἄκουσε λοιπὸν γιὰ τὸ ἀντιστάθμισμα αὐτὸ τῶν ὅποιων ἀδικιῶν γίνονται σὲ βάρος μας τὸν Παῦλο νὰ λέγει σχετικὰ μὲ ἐκεῖνον τὸν Κορίνθιο ποὺ εἶχε πορνεύσει: «Παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ (:Ἄς παραδώσουμε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στὸ σατανᾶ, ἀποκόπτοντάς τον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ καὶ νὰ ταλαιπωρηθεῖ σκληρὰ τὸ σῶμα του καὶ νὰ συνετιστεῖ καὶ νὰ συνέλθει μὲ τὴν παιδαγωγικὴ αὐτὴ τιμωρία, ὥστε νὰ σωθεῖ ἔτσι ἡ ψυχή του κατὰ τὴ μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ)» [Α΄ Κορ. 5,5]. «Καὶ ποιά σχέση ἔχει αὐτό;», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος. Ὁ λόγος μας εἶναι γιὰ ὅσους ἀδικοῦνται ἀπὸ ἄλλους, ὄχι γιὰ ὅσους διορθώνουν οἱ διδάσκαλοι. Μάλιστα δὲν ὑπάρχει καμία συσχέτιση μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο περιπτώσεων· διότι τὸ ζήτημά μας ἦταν τὸ ἂν ἡ ἀδικία δὲν ἀποτελεῖ πραγματικὴ ζημία γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἀδικήθηκε.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ φέρω τὸν λόγο μου πλησιέστερα στὸ θέμα, θυμηθεῖτε τὸν Δαβίδ. Ὅταν εἶδε τὸν Σεμεΐ [:μέλος τῆς εὐρύτερης οἰκογένειας τοῦ Σαούλ] νὰ ὁρμᾷ ἐναντίον του, νὰ τοῦ ἐπιτίθεται στὴ συμφορά του καὶ τὸν περιλούει μὲ ἀμέτρητους ἐξευτελισμούς, ἐνῶ κάποιος ἀπὸ τοὺς στρατηγούς του, ὁ Ἀβεσσά, ἤθελε νὰ τὸν φονεύσει, τὸν ἐμπόδισε [Β΄ Βασ. 16,11-12: «Καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβεσσὰ καὶ πρὸς πάντας τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἰδοὺ ὁ υἱός μου ὁ ἐξελθὼν ἐκ τῆς κοιλίας μου ζητεῖ τὴν ψυχήν μου, καὶ προσέτι νῦν ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεμινί· ἄφετε αὐτὸν καταρᾶσθαι, ὅτι εἶπεν αὐτῷ Κύριος· εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ (:Ὁ Δαβὶδ εἶπε πρὸς τὸν Ἀβεσσὰ καὶ πρὸς ὅλους τοὺς γύρω αὐλικούς του καὶ στρατιῶτες του: ''ἀφοῦ ὁ υἱός μου, ὁ Ἀβεσσαλώμ, ὁ ὁποῖος εἶναι δικός μου γόνος, ζητεῖ νὰ πάρει τὴ ζωή μου, πόσο μᾶλλον ὁ Σεμεΐ, αὐτὸς ὁ Βενιαμίτης; Ἀφῆστε τον νὰ μὲ καταριέται, διότι εἶπε αὐτὸ σὲ αὐτὸν ὁ Κύριος. Ὑπομένω τίς κατάρες του, μήπως δεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἐξευτελισμό μου αὐτὸν καὶ μὲ ἀνταμείψει μὲ ἀγαθά, ἀντὶ τῆς κατάρας ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴν ἐκσφενδονίστηκε ἐναντίον μου)»]. Καὶ στοὺς Ψαλμοὺς του ἐπίσης ὁ Δαβὶδ ψάλλει: «Ἲδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου. ἴδε τοὺς ἐχθρούς μου, ὅτι ἐπληθύνθησαν καὶ μῖσος ἄδικον ἐμίσησάν με (:Δὲς πόσο ταπεινώθηκα, δὲς τὸν μόχθο καὶ τοὺς στεναγμούς μου· καὶ γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὸν κόπο μου αὐτὸν συγχώρησέ μου, σὲ παρακαλῶ, ὅλες μου τίς ἁμαρτίες γιὰ τίς ὁποῖες βασανίζομαι. Δὲς πόσο πολὺ αὐξήθηκαν οἱ ἐχθροί μου καὶ πόσο ἄδικα μὲ μισοῦν, χωρὶς ἐγὼ νὰ τοὺς ἔχω βλάψει σὲ κάτι)» [Ψαλμ. 24,18-19]. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔλαβε καὶ ὁ φτωχὸς Λάζαρος τὴν ἀμοιβή του, ἐπειδὴ ὑπέστῃ στὴ ζωή του ἀμέτρητα δεινά [βλ. Λουκᾶ, κεφ. 16, παραβολὴ τοῦ ἀνοικτίρμονος πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου]. Δὲν ἀδικοῦνται λοιπὸν ὅσοι ἀδικήθηκαν, ἂν ὑποφέρουν μὲ γενναιότητα, ὅλα ὅσα ὑφίστανται, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερο κέρδος ἔχουν, εἴτε ἀπὸ τὸν Θεὸ παιδεύονται εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολο βασανίζονται.
«Καὶ ποιά ἁμαρτία εἶχαν τὰ παιδιὰ αὐτά, γιὰ νὰ διαγραφεῖ;», θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτάξει κάποιος. «Ἕναν τέτοιον ἰσχυρισμὸ μπορεῖ νὰ προβάλει κανεὶς γιὰ ὅσους εἶναι σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ ἔχουν διαπράξει πολλὰ σφάλματα. Ὅποιοι ὅμως εἶχαν ἕνα τέτοιο πρόωρο τέλος, ποιά ἁμαρτήματά τους ἐξόφλησαν μὲ τὰ δεινοπαθήματά τους;».
Δὲν ἄκουσες νὰ λέω ὅτι καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ὑπάρχουν ἁμαρτήματα, στὴ μέλλουσα ζωὴ δίνονται ἀμοιβὲς σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐδῶ στὴ γῆ ἀδικοῦνται καὶ ὑποφέρουν; Μὲ μία τέτοια προϋπόθεση, ποιά ζημία ἔπαθαν τὰ παιδιὰ ποὺ φονεύτηκαν καὶ μεταφέρθηκαν ἀμέσως στὸ ἀκύμαντο λιμάνι; Ἴσως ἂν ζοῦσαν, θὰ ἦσαν σὲ θέση νὰ κατορθώσουν πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα. Ἀλλὰ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς ἐπιφυλάσσει ὄχι ἀσήμαντο μισθό, γιά τὸ ὅτι τελείωσαν τὴ ζωή τους, ἐνῶ ὑπῆρχε μία τέτοια προοπτική. Ἄν ἦταν ἀλλιῶς, οὔτε ποὺ θὰ ἄφηνε καθόλου ὁ Θεὸς νὰ πεθάνουν πρόωρα αὐτὰ τὰ παιδιά, ἂν ἐπρόκειτο νὰ ἀποβοῦν σπουδαῖες προσωπικότητες. Ἄν μὲ τόση μακροθυμία ἀνέχεται αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ ζοῦν ἀδιάκοπα μέσα στὴν κακία, πολὺ περισσότερο δὲ θὰ ἐπέτρεπε νὰ πεθάνουν τὰ παιδιὰ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἂν πρόβλεπε ὅτι θὰ ἐπιτελοῦσαν μεγάλα ἔργα.
Αὐτὲς εἶναι οἱ δικές μας ἐξηγήσεις. Καὶ δὲν εἶναι βεβαίως μόνο αὐτοὶ οἱ λόγοι ποὺ ὁ Κύριος ἐπέτρεψε τὴν σφαγὴ τῶν ἀθώων αὐτῶν νηπίων· ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι πιὸ ἀπόρρητοι, ποὺ τοὺς γνωρίζει μὲ ἀκρίβεια Ἐκεῖνος ποὺ οἰκονομεῖ ὅλα αὐτά. Ἄς ἀφήσουμε λοιπὸν σὲ Ἐκεῖνον τὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ἀκριβέστερη κατανόηση τοῦ θέματος αὐτοῦ καὶ ἐμεῖς ἂς προχωρήσουμε στὴ συνέχεια καὶ ἀπὸ τίς συμφορὲς στὶς ὁποῖες οἱ ἄλλοι μᾶς ὑποβάλλουν ἂς διδασκόμαστε νὰ ὑποφέρουμε τὰ πάντα μὲ γενναιότητα.
Πραγματικὰ δὲν ἔπεσε στὴ Βηθλεὲμ τότε μικρὴ τραγωδία, νὰ ἁρπάζονται τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν ἀγκάλη τῶν μητέρων καὶ νὰ ὁδηγοῦνται στὴν ἄδικη αὐτὴ σφαγή. Ἄν ὅμως διατηρεῖς ἀκόμη τὴν μικροψυχία καὶ δὲν ἐννοεῖς τὴ σκοπιμότητα τοῦ γεγονότος, πληροφορήσου τὸ τέλος ἐκείνου ποὺ τὸ τόλμησε καὶ πᾶρε μικρὴ ἀναπνοή· διότι τὸν βρῆκε ταχύτατη ἡ δίκη γι᾿ αὐτὰ καὶ ἔλαβε τὴν προσήκουσα καὶ τὴν ἀντάξια τιμωρία στὸ ἀποτρόπαιο ἔγκλημά του. Τέλειωσε τὴ ζωή του μὲ σκληρὸ θάνατο, ἀθλιότερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τολμήσει σὲ βάρος τῶν ἀθώων αὐτῶν νηπίων [:πέθανε στὴν Ἰεριχὼ ἔπειτα ἀπὸ μιὰ μακρόχρονη καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπώδυνη ἀσθένεια]. Ἔπαθε καὶ ἄλλα ἄπειρα δεινὰ ποὺ θὰ μάθετε, ἐὰν διαβάσετε τὴ σχετικὴ διήγηση τοῦ Ἰώσηπου [:ὁ Φλάβιος Ἰώσηπος ἦταν ἱστορικὸς καὶ στρατηγὸς τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἐπαναστατικοῦ στρατοῦ στὴ Γαλιλαία κατὰ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῆς Ρώμης τὸ 66-70μ.Χ. Ἔγραψε τὰ συγγράμματά του στὰ ἑλληνικά· πιὸ συγκεκριμένα, ἔγραψε τὸν ἰουδαϊκὸ πόλεμο σὲ 7 βιβλία, τὴν ἰουδαϊκὴ Ἀρχαιολογία σὲ 20 βιβλία, τὸν δικό του Βίο, καὶ τέλος τον Κατ᾿ Ἀπίωνος, λόγο στὸν ὁποῖο ἀπολογεῖται γιὰ τίς ὅσες κατηγορίες διατυπώνονται σὲ βάρος τῶν Ἰουδαίων] καὶ τὴν ὁποία δὲν θεωρήσαμε ἀπαραίτητο νὰ παρεμβάλουμε ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν κάνουμε τὸν λόγο μας μακρὸ καὶ διακοπεῖ ἡ συνέχειά του.
«Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν (:Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως ἐκεῖνο ποὺ προφήτευσε ὁ προφήτης Ἰερεμίας: ''Φωνὴ σπαρακτικὴ ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμὰ τῆς φυλῆς Βενιαμίν, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμὸς πολύ. Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ θαμμένη, κλαίει τὰ παιδιά της (μὲ τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων της μητέρων ποὺ στερήθηκαν τὰ μικρά του) καὶ δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή'')» [:στὰ συμφραζόμενα τοῦ παραπάνω χωρίου ὁ προφήτης Ἰερεμίας περιγράφει τὴ σύζυγο τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, τὴ μητέρα τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Βενιαμίν,νὰ κλαίει ἀπὸ τὸν τάφο της τὴν ἐξορία τῶν παιδιῶν της, ὅταν αὐτὰ ἔρχονταν κοντά της ὁδηγούμενα στὴν αἰχμαλωσία τῆς Βαβυλώνας. Ὅμως τὸ κεφάλαιο αὐτὸ εἶναι προφητικὸ τῶν χρόνων τῆς Καινῆς Διαθήκης, γι᾿ αὐτὸ τὸ χωρίο αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἱστορίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔστω καὶ ἂν ὁ Ἰερεμίας εἶχε κατὰ νοῦν τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Δὲν πρόκειται, δηλαδή, γιὰ ἁπλὴ προσαρμογὴ τῶν λόγων τοῦ Ἰερεμία σὲ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ γεγονός. Ἐὰν ὁ Ἰερεμίας μπόρεσε νὰ παραστήσει ἀπαρηγόρητη τὴ Ραχὴλ γιὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν υἱῶν της στὴν ἐξορία, ἡ εἰκόνα αὐτὴ βρίσκει πραγματικὴ καὶ ζωηρότερη ἐφαρμογὴ προκειμένου νὰ περιγραφεῖ ἡ λύπη τῶν Ἰσραηλιτισσῶν μητέρων, τῶν ὁποίων τὰ τέκνα παρέδωσε ὁ Ἡρώδης σὲ σφαγή].
Ἐπειδὴ πλημμύρισε μὲ φρίκη τὴν ψυχὴ τοῦ ἀκροατῆ, ἀφοῦ διηγήθηκε ὅλα αὐτά, τὴν ἄγρια σφαγή, τὴν ἄδικη, τὴ σκληρότατη, τὴν παράνομη, τὸν παρηγορεῖ πάλι ὁ εὐαγγελιστής· τοῦ λέγει ὅτι δὲν ἔγιναν αὐτά, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὴ δύναμη ὁ Θεὸς νὰ τὰ ἐμποδίσει καὶ ἐπειδὴ δὲν τὰ γνώριζε, ἀφοῦ καὶ ἀπὸ προηγουμένως τὰ γνώριζε καὶ τὰ εἶχε προαναγγείλει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη [Ἰερ. 31,15]. Μὴν ταραχθεῖς λοιπὸν καὶ μὴν ἀπογοητευθεῖς ἀποβλέποντας στὴν ἀπερίγραπτη καὶ ἀνεξερεύνητη πρόνοιά Του, ποὺ εἶναι δυνατὸν ἄριστα νὰ τὴ διαπιστώσουμε καὶ ἀπὸ ὅσα ἐνεργεῖ καὶ ἀπὸ ὅσα παραχωρεῖ νὰ συμβοῦν.
Αὐτὸ καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Κύριος, συνομιλῶντας μὲ τοὺς μαθητές Του ἄφησε νὰ ἐννοηθεῖ. Ὅταν προανήγγειλε σὲ αὐτοὺς τὰ δικαστήρια ποὺ θὰ ἀντιμετώπιζαν, τίς συλλήψεις, τοὺς πολέμους ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τὴ χωρὶς ἀνακωχὴ μάχη, τότε πρόσθεσε γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τὴν ψυχή τους καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσει: «Οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς (:Κι ἂν ἀκόμη σᾶς θανατώνουν, μὴ νομίσετε ὅτι ὁ Θεός σᾶς ἐγκατέλειψε καὶ γι᾿ αὐτὸ θανατώνεστε. Ὄχι. Δύο σπουργίτια δὲν πωλοῦνται στὴν τιμὴ τῶν δέκα λεπτῶν; Κι ὅμως, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ πέσει νεκρὸ στὴ γῆ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιτρέψει ὁ Πατέρας σας)» [Ματθ. 10.29]. Τὰ ἔλεγε αὐτά, γιὰ νὰ δείξει σὲ αὐτοὺς ὅτι δὲ γίνεται τίποτε, ποὺ Ἐκεῖνος ἀγνοεῖ· τὰ γνωρίζει ὅλα, μολονότι δὲν ἐπεμβαίνει σὲ ὅλα. Μὴν ταράττεστε λοιπὸν καὶ μὴν ἀνησυχεῖτε· διότι Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ὅσα ὑποφέρετε καὶ εἶναι σὲ θέση νὰ τὰ ἐμποδίσει, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν τὰ ἐμποδίζει, ἐπειδὴ προνοεῖ καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ ἐσᾶς. Τὴ σκέψη αὐτὴν νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τοὺς δικούς μας πειρασμοὺς καὶ ἀπὸ αὐτὴ θὰ ἀντλήσουμε τὴν ἀπαραίτητη παρηγορία.
«Καὶ τί κοινὸ ὑπάρχει μεταξὺ Ραχὴλ καὶ Βηθλεέμ;», θὰ ρωτοῦσε κάποιος. Διότι λέγει: «Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς». «Καὶ τί κοινὸ πάλι μεταξὺ Ραμὰ καὶ Ραχήλ;». Ἡ Ραχὴλ ἦταν μητέρα τοῦ Βενιαμὶν καὶ μετὰ τὸν θάνατό της τὴν ἔθαψαν στὸν ἱππόδρομο, ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ κοντά [Γέν. 35,19: «Ἀπέθανε δὲ Ῥαχὴλ καὶ ἐτάφη ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἱπποδρόμου Ἐφραθᾶ (αὕτη ἐστὶ Βηθλεέμ) (:Πέθανε ἡ Ραχὴλ καὶ ἐνταφιάστηκε κοντὰ στὴν εὐρεῖα ὁδό, ὅπου ἀνεμπόδιστα μποροῦσαν νὰ τρέχουν οἱ ἵπποι. Ἡ Ἐφραθὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ σήμερα λέγεται Βηθλεέμ)»]. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ τάφος ἦταν κοντά, καὶ ἡ περιοχὴ ἀνῆκε στὸν κλῆρο τοῦ παιδιοῦ τῆς Βενιαμὶν (διότι ἡ Ραμὰ ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Βενιαμίν), γι᾿ αὐτὸ καὶ δίκαια ἀποκαλεῖ δικά της τὰ παιδιὰ καὶ ἐξαιτίας τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς φυλῆς, τοῦ γιοῦ της δηλαδὴ τοῦ Βενιαμίν, καὶ ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ταφῆς, τὴν Βηθλεέμ, καὶ παρουσιάζοντας στὴ συνέχεια τὸ γεγονὸς ὡς πληγὴ ἀθεράπευτη καὶ ὀδυνηρή, λέγει: «Οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν (:Δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή)». Ἀπὸ ἐδῶ πάλι διδασκόμαστε αὐτὸ ποὺ ἔλεγα προηγουμένως· νὰ μὴν ταρασσόμαστε ποτέ, ὅταν ὅσα γίνονται, φαίνονται προσκαίρως ἀντίθετα πρὸς τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ.
Ἰδοὺ λοιπὸν ποιά ἦσαν τὰ προοίμια τῆς ἐλεύσεώς Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ ἢ μᾶλλον γιὰ τὴ σωτηρία ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης. Ἡ μητέρα Του ὑποχρεώνεται σὲ φυγή, περιπίπτει ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα Του σὲ ἀθεράπευτα δεινὰ καὶ ἀποτολμᾷται ἔγκλημα σκληρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, θρῆνος πολὺς καὶ ὀδυρμὸς καὶ παντοῦ κραυγές. Ἀλλὰ νὰ μὴν ταραχθεῖς. Συνηθίζει νὰ πραγματοποιεῖ τὰ σχέδιά Του καὶ μὲ τὰ ἀντίθετα καὶ μᾶς παρέχει ἔτσι μέγιστη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς Του. Ἔτσι ὁδηγοῦσε καὶ τοὺς μαθητές Του καὶ τοὺς προετοίμαζε νὰ ἐπιτυγχάνουν τὰ πάντα, ἐπιτελῶντας τὴν πραγματοποίηση τῶν ἀντιθέτων μὲ τὰ ἀντίθετα γιὰ νὰ γίνει τὸ θαῦμα μεγαλύτερο. Καὶ ἐκεῖνοι ἂν καὶ μαστιγώνονταν καὶ ἐκδιώκονταν καὶ ὑπέμεναν ἄπειρα δεινά, νίκησαν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τοὺς μαστίγωναν καὶ τοὺς κατεδίωκαν.
«Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ. λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου (:Ὅταν πέθανε λοιπὸν ὁ Ἡρώδης, ἰδοὺ ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο στὴν Αἴγυπτο καὶ τοῦ εἶπε: ''Σήκω καὶ πᾶρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε μὲ τὴν ἡσυχία σου στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν· διότι ἔχουν πεθάνει πλέον ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦσαν νὰ πάρουν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ'')» [Ματθ. 2,19]. Δὲν λέγει: «Φεῦγε», ἀλλὰ «πορεύου».
Εἶδες πάλι μετὰ τὸν πειρασμὸ τὴν ἄνεση καὶ μετὰ τὴν ἄνεση τὸν κίνδυνο πάλι; Διότι ἐλευθερώθηκε μὲν ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἐκπατρισμοῦ, καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν πατρική του γῆ καὶ εἶδε νὰ ἔχει πεθάνει ὁ φονιᾶς τῶν παιδιῶν, ὅταν ὅμως ἐπανῆλθε στὴν πατρίδα του, βρίσκει ἐκεῖ ὑπόλοιπα τῶν παλαιῶν κινδύνων· βρῆκε νὰ ζεῖ δηλαδὴ ἐκεῖ καὶ νὰ ἔχει τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα ὁ υἱὸς τοῦ τυράννου. Καὶ γιατί τώρα βασίλευε στὴν Ἰουδαία ὁ Ἀρχέλαος [:ὁ Ἀρχέλαος, ἀποδείχτηκε σκληρότερος ἀπὸ τὸν πατέρα του, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ὁ φόβος τοῦ Ἰωσὴφ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχή του. Καταγγέλθηκε στὴ Ρώμη γιὰ τὴ σκληρότητά του, ἐξορίστηκε ἔπειτα ἀπὸ ἐννέα ἐτῶν ἡγεμονία καὶ πέθανε στὴ Βιέννη], ἐνῶ ἡγεμόνας ἦταν ὁ Πόντιος Πιλάτος; Ἦταν πρόσφατος ὁ θάνατος τοῦ Ἡρώδη καὶ δὲν εἶχε ἀκόμη διαμοιραστεῖ καὶ διαιρεθεῖ σὲ πολλὰ μέρη ἡ βασιλεία. Ἐπειδὴ πρὶν λίγο μόλις καιρὸ εἶχε πεθάνει ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας, εἶχε τώρα τὴν ἐξουσία ὁ υἱὸς στὴ θέση τοῦ πατρός του. Εἶχε βέβαια καὶ ἀδελφὸ ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, γι᾿ αὐτὸ ὁ Εὐαγγελιστὴς πρὸς διάκρισή τους πρόσθεσε: «ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ (:βασίλευε ὁ Ἀρχέλαος στὴ θέση τοῦ πατέρα του τοῦ Ἡρώδη)». Ἄν ὅμως ὁ Ἰωσὴφ φοβόταν νὰ ἔλθει στὴν Ἰουδαία ἐξαιτίας τοῦ Ἀρχέλαου, ἔπρεπε νὰ φοβηθεῖ καὶ στὴ Γαλιλαία ἐξαιτίας τοῦ νέου Ἡρώδη [:πρόκειται γιὰ τὸν Ἡρώδη τὸν Ἀντίπα, υἱὸ τοῦ Μεγάλου Ἡρώδη, τετράρχη τῆς Γαλιλαίας καὶ τῆς Περσίας]. Ἀφοῦ ὅμως ἄλλαξε τὸ μέρος τῆς ἐγκατάστασής τους καὶ πῆγε στὴ Ναζαρέτ, δημιουργοῦνταν κάποια σύγχυση καὶ συσκότιση· διότι ἡ μανία ὅλη καὶ ἡ προσοχὴ εἶχε στραφεῖ κατὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της. Ἀφοῦ εἶχε λοιπὸν ἐκτελεστεῖ ἡ σφαγὴ ὅλων τῶν παιδιῶν ποὺ εἶχαν τὴν ἐπίφοβη ἡλικία, νόμιζε ὁ νεαρὸς Ἀρχέλαος ὅτι εἶχε συντελεστεῖ τὸ πᾶν καὶ ὅτι ἀνάμεσα στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶχε φονευθεῖ καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ζητοῦσαν. Ἀφοῦ ἐξάλλου εἶχε δεῖ καὶ τὸ κακὸ τέλος τοῦ πατέρα του, ἔγινε διστακτικότερος στὸ νὰ προχωρήσει περισσότερο καὶ νὰ τὸν συναγωνιστεῖ στὴν παρανομία.
Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ στὴ Ναζαρὲτ καὶ ἀποφεύγει ἔτσι τὸν κίνδυνο, ἐνῶ συγχρόνως ἐγκαθίσταται στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Γιὰ περισσότερη ἐνθάρρυνσή του λαμβάνει καὶ τὴ σχετικὴ μὲ αὐτὸ πληροφορία τοῦ ἀγγέλου. Ὁ Λουκᾶς βέβαια δὲν ἀναφέρει ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἔπειτα ἀπὸ ὑπόδειξη τοῦ ἀγγέλου ἀλλὰ ὅτι ἀφοῦ ἐκπλήρωσαν ὅλοι τὸν ἀπαιτούμενο καθαρισμό, ἐπέστρεψαν στὴ Ναζαρέτ [Λουκ. 2,39: «Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ (:Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία τελείωσαν ὅλα ὅσα ὁ νόμος τοῦ Κυρίου ὅριζε γιὰ τὸν καθαρισμὸ καὶ τὴν ἀφιέρωση τοῦ παιδιοῦ, γύρισαν πίσω στὴ Γαλιλαία, στὴν πατρίδα τους τὴ Ναζαρέτ)». Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρεται στὸ χρόνο πρὸ τῆς καθόδου στὴν Αἴγυπτο. Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τοὺς ὁδηγήσει ὁ Ἰωσὴφ ἐκεῖ πρὸ τοῦ καθαρμοῦ, γιὰ νὰ μὴν διαπραχθεῖ παράβαση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Περίμενε νὰ γίνει ὁ καθαρμὸς γιὰ νὰ ἔλθει στὴ Ναζαρὲτ καὶ τότε μόνο νὰ μεταβοῦν στὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τοὺς δίνει ἐντολὴ νὰ ἔλθουν στὴ Ναζαρέτ. Πρὶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν εἶχαν λάβει τὸν χρηματισμὸ στὸ ὄνειρό τους νὰ μεταβοῦν ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐγκατάστασή τους στὴν πατρίδα τους τὸ πραγματοποιοῦσαν τοῦτο ἀπὸ μόνοι τους. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν εἶχαν μεταβεῖ στὴ Βηθλεὲμ παρὰ γιὰ τὴν ἀπογραφὴ μόνο, καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ποῦ νὰ μείνουν, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσαν τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχαν ἀνέλθει, ἐπέστρεψαν στὴ Ναζαρέτ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ ἄγγελος πρὸς καθησυχασμό, τοὺς ἀποδίδει στὴν πατρίδα τους. Καὶ δὲν τὸ ἐκτελεῖ καὶ τοῦτο ἁπλῶς καὶ τυχαία, ἀλλὰ τὸ συνοδεύει μὲ τὴν προφητεία· διότι λέγει ὁ εὐαγγελιστής: «ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται (:γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ὀνομαστεῖ περιφρονητικὰ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του Ναζωραῖος)» [Ματθ. 2,23].
Ποιός προφήτης εἶπε τὴν προφητεία αὐτήν; Μὴν εἶσαι περίεργος καὶ μὴ λεπτολογεῖς, διότι πολλὰ προφητικὰ βιβλία ἔχουν ἐξαφανιστεῖ. Καὶ αὐτὸ δύναται νὰ τὸ συμπεράνει κανεὶς ἀπὸ τὴ διήγηση τῶν ἱστορικῶν βιβλίων τῶν «Παραλειπομένων». Πραγματικά, καθὼς οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν ἀδιάφοροι καὶ διαρκῶς περιέπιπταν στὴν ἀσέβεια, ἄλλα ἀπὸ τὰ βιβλία τὰ ἄφηναν νὰ χάνονται καὶ ἄλλα τὰ ἔκαιγαν καὶ τὰ ἔσχιζαν οἱ ἴδιοι. Καὶ τὴν καύση τῶν βιβλίων τὴ διηγεῖται ὁ Ἰερεμίας [Ἰερ.43,23-24: «Καὶ ἐγενήθη ἀναγινώσκοντος Ἰουδὶν τρεῖς σελίδας καὶ τέσσαρας, ἀπέτεμεν αὐτὰς τῷ ξυρῷ τοῦ γραμματέως καὶ ἔῤῥιπτεν εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐπὶ τῆς ἐσχάρας, ἕως ἐξέλιπε πᾶς ὁ χάρτης εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐπὶ τῆς ἐσχάρας. καὶ οὐκ ἐζήτησαν καὶ οὐ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ οἱ ἀκούοντες πάντας τοὺς λόγους τούτους (:Κατὰ τὸν χρόνο ὅμως ποὺ ὁ Ἰουδὶν διάβαζε τρεῖς καὶ τέσσερις σελίδες, ὁ βασιλιᾶς μὲ τὸ μαχαιράκι τοῦ γραμματέα τίς ἔκοβε καὶ τίς ἔριχνε στὴ φωτιά, ποὺ βρισκόταν στὴ σχάρα, στὸ πύραυνο. Ἔτσι λοιπὸν παρέδωσε στὸ πῦρ ὅλη τὴν περγαμηνή. Ὁ βασιλιᾶς καὶ οἱ αὐλικοὶ ποὺ βρίσκονταν γύρω του δὲν συγκλονίστηκαν ἀπὸ ὅσα ἦταν γραμμένα στὴν περγαμηνή, δὲν διέρρηξαν ὡς ἔνδειξη λύπης καὶ μετανοίας τὰ ἐνδύματά τους, ἀκούγοντας τὰ λόγια αὐτά)»], ἐνῶ τὴν καταστροφὴ ὁ συγγραφέας τοῦ τετάρτου βιβλίου τῶν Βασιλειῶν, ποὺ μᾶς λέγει ὅτι ἔπειτα ἀπὸ πολὺ χρόνο κατὰ τύχη βρέθηκε τὸ Δευτερονόμιο θαμμένο κάπου καὶ ἐξαφανισμένο [Δ΄ Βασ. 21 κ.ε.]. Καὶ ἂν εἶχαν ἔτσι ἐγκαταλείψει τὰ βιβλία χωρὶς νὰ ὑπάρχουν βάρβαροι, πολὺ περισσότερο θὰ τὸ ἔκαναν, ὅταν ἔκαναν ἐπιδρομὲς βαρβάρων. Εἰπώθηκαν αὐτά, διότι ὅπως Τὸν προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, ἔτσι, «Ναζωραῖο», Τὸν ἀποκαλοῦν καὶ οἱ Ἀπόστολοι σὲ πολλὰ σημεῖα.
«Αὐτὸ λοιπὸν μήπως ἔριχνε κάποια σκιὰ στὴν προφητεία γιὰ τὴ Βηθλεέμ;», θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος. Καθόλου. Ἀπεναντίας αὐτὸ ἀκριβῶς κινεῖ καὶ διεγείρει τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς ἔρευνα ὅσων λέγονται γι᾿ αὐτόν. Ἔτσι καὶ ὁ Ναθαναὴλ συμμετέχει στὴν ἀναζήτηση καὶ ὅταν ὁ Φίλιππος τοῦ λέγει: «Ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ (:Βρίσκει στὸ μεταξὺ ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει: ''Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωυσῆς στὸ νόμο καὶ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, τὸν βρήκαμε. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιός τοῦ Ἰωσήφ, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ)» [Ἰω. 1,46], ἐκεῖνος ἀπαντᾷ: «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; (:Ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸ κακὸ καὶ ἄσημο αὐτὸ χωριό, μπορεῖ νὰ βγεῖ τίποτε καλό;)» [Ἰω. 1,47]. Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Φιλίππου: «Ἔρχου καὶ ἴδε (:Ἔλα καὶ ὅταν Τὸν δεῖς μὲ τὰ μάτια σου, θὰ πειστεῖς)» [Ἰω. 1,48]. Ἦταν χωριὸ χωρὶς σημασία καὶ μάλιστα ὄχι ὁ οἰκισμὸς αὐτὸς μόνο ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγαν: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται (:Μήπως καὶ ἐσὺ εἶσαι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Ἐρεύνησε καὶ εὔκολα θὰ δεῖς καὶ θὰ πειστεῖς ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι κανεὶς προφήτης δὲν ἔχει ὡς τώρα βγεῖ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία)» [Ἰω. 7,52]. Αὐτὸς ὅμως δὲν ντρέπεται νὰ ὀνομάζεται Ναζωραῖος, δὲ θεωρεῖ ὑποτιμητικὸ νὰ ὁμολογεῖ ὅτι κατάγεται ἀπὸ ἐκεῖ, ἀποδεικνύοντας ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα πιστοποιητικὸ καὶ ὅτι δὲ χρειάζεται κανένα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Ἀκόμη καὶ τοὺς μαθητές Του, ἀπὸ τὴ Γαλιλαία τοὺς ἐκλέγει. Ἔτσι ἀφαιρεῖ παντοῦ τίς δικαιολογίες ἐκείνων ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν ἡσυχία καὶ ἀποδεικνύει ὅτι κανένα ἐξωτερικὸ γνώρισμα δὲ μᾶς χρειάζεται, ἂν ἀσκήσουμε τὴν ἀρετή.
Γιὰ τοῦτο δὲν φροντίζει οὔτε γιὰ τὸ σπίτι. Λέγει: «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ (:Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιὲς καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ ἔχουν μέρη ποὺ κουρνιάζουν, ἐνῶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου [δηλαδὴ Ἐγὼ ποὺ γεννήθηκα χωρὶς πατέρα, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ εἶμαι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν Ἄνθρωπος, γνωστὸς ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀδάμ] δὲν ἔχει ποῦ νὰ ἀκουμπήσει τὸ κεφάλι Του)» [Λουκ. 9,58]. Ὅταν Τὸν ἐπιβουλεύεται ὁ Ἡρώδης, φεύγει, καὶ ὅταν γεννήθηκε, Τὸν ἀνακλίνουν στὴ φάτνη, μένει στὸ στάβλο, ἐκλέγει μητέρα ἀφανῆ. Μᾶς διδάσκει ἔτσι κανένα ἀπὸ αὐτὰ νὰ μὴ θεωροῦμε ἐξευτελιστικό, ποδοπατεῖ ἐκ προοιμίου κάθε ἀνθρώπινο ἐγωισμό, διατάζει νὰ εἴμαστε διάκονοι τῆς ἀρετῆς.
«Γιατί μεγαλοφρονεῖς γιὰ τὴν πατρίδα σου, ὅταν σοῦ δίνω ἐντολὴ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ξένο γιὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη;», μᾶς λέγει. Ὅταν ἔχεις τὴν ἐξουσία νὰ γίνεις τέτοιος, ὥστε ὁ κόσμος ὁλόκληρος νὰ μὴν εἶναι ἄξιός σου; Ὅλα αὐτὰ εἶναι τόσο μηδαμινά, ὥστε μήτε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες φιλοσόφους νὰ μὴν ἀποδίδεται σὲ αὐτὰ καμία σημασία καὶ νὰ ἀποκαλοῦνται τὰ ἐκτός, καὶ νὰ κατέχουν τὴν τελευταία θέση.
Ἀλλὰ βέβαια ὁ Παῦλος τὰ ἀναγνωρίζει καὶ ὁμιλεῖ ὡς ἑξῆς: «Κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι᾿ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας (:Ὅσο δηλαδὴ ἀφορᾷ τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ἄπιστοι Ἑβραῖοι εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι κάλεσε ἐσᾶς τοὺς ἐθνικοὺς σὲ σωτηρία ὁ Θεός· ὅσον ἀφορᾷ ὅμως τὴν ἀπὸ αἰώνων ἐκλογή τους, εἶναι ἀγαπητοὶ στὸ Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς προγόνους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατάγονται)» [Ρωμ. 11,28], ἀντιτείνει. Ἀλλὰ πές μου, πότε τὸ εἶπε καὶ σὲ ποιούς ἀναφερόμενος καὶ πρὸς ποιούς ὁμιλῶντας; Βέβαια πρὸς τοὺς προερχόμενους ἀπὸ εἰδωλολάτρες ὑπερηφανευόμενους ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν πίστη τους καὶ ποὺ μὲ τὸ νὰ ἐπιτίθενται σφοδρὰ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, τοὺς ἀπομάκρυναν ἀκόμη περισσότερο κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Μὲ τὸν λόγο του ὁ Παῦλος περιόριζε τὴν ὑπερηφάνεια ἐκείνων, ἐνῶ προσείλκυε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς προέτρεπε στὸν ἴδιο ζῆλο· διότι ὅταν ἀναφέρεται στοὺς σπουδαίους καὶ μεγάλους ἐκείνους ἄντρες ποὺ μὲ πίστη δέχονταν τίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ἄκουσε πῶς ὁμιλεῖ· «Οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι. καὶ εἰ μὲν ἐκείνης ἐμνημόνευον, ἀφ᾿ ἧς ἐξῆλθον, εἶχον ἂν καιρὸν ἀνακάμψαι· νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐπουρανίου. διὸ οὐκ ἐπαισχύνεται αὐτοὺς ὁ Θεὸς Θεὸς ἐπικαλεῖσθαι αὐτῶν· ἡτοίμασε γὰρ αὐτοῖς πόλιν (:Διότι αὐτοὶ ποὺ ἔλεγαν τέτοια λόγια, φανέρωναν καθαρά, ὅτι δὲν ἐπαναπαύονταν στὴν ἐπίγεια πατρίδα, ἀλλὰ ζητοῦσαν τὴ μόνιμη καὶ χαρμόσυνη πατρίδα, δηλαδὴ τὸν οὐρανό. Καὶ ἐὰν θυμοῦνταν ἐκείνη, τὴν ἐπίγεια πατρίδα, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν ἐξέλθει, εἶχαν καὶ τὸν χρόνο καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπανέλθουν σὲ αὐτήν. Τώρα ὅμως ἐπιθυμοῦν σφοδρὰ καλύτερη καὶ τελειότερη πατρίδα, δηλαδὴ τὴν ἐπουράνια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ Θεὸς δὲν αἰσθάνεται ἐξαιτίας τους καμία ντροπή, νὰ ὀνομάζεται Θεός τους. Ἀντιθέτως, εὐαρεστεῖται σὲ αὐτούς, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τοὺς ἔχει ἑτοιμάσει ἐπουράνια καὶ μακάρια πατρίδα)» [Ἑβρ. 11,14-16]. Καὶ ἄλλη φορά: «Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόῤῥωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι, καὶ ὁμολογήσαντες ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς (:Ὅλοι αὐτοὶ πέθαναν στερεωμένοι στὴν πίστη καὶ στὴν ἐλπίδα, ποὺ γεννᾷ ἡ πίστη, χωρὶς ἐντούτοις νὰ λάβουν τίς ἐπαγγελίες. Ἀλλὰ τίς εἶδαν ἀπὸ μακριὰ καὶ τίς δέχτηκαν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ καὶ ὁμολόγησαν μὲ τὰ ἔργα τους καὶ μὲ τὰ λόγια τους, ὅτι εἶναι ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἐπάνω στὴ γῆ)» [Ἑβρ. 11,13].
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης ἔλεγε σὲ ὅσους ἔρχονταν πρὸς αὐτόν: «Ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἄρξησθε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ (:Μόνο τὸ βάπτισμα δὲν ὠφελεῖ. Ἄν θέλετε νὰ σωθεῖτε ἀπὸ τὴν ὀργὴ ποὺ πρόκειται σὲ λίγο νὰ ξεσπάσει, κάνετε καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἄξιοι καρποὶ τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας, καὶ δεῖξτε μὲ ἐνάρετες πράξεις τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά σας. Καὶ μὴν ἀρχίσετε νὰ λέτε μέσα σας: ''Πατέρα μας ἔχουμε τὸν Ἀβραάμ· διότι σᾶς λέω ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη καὶ ἀπὸ τὸ πλέον ἀκατάλληλο ὑλικό, ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὲς ἐδῶ τίς πέτρες, νὰ ἀναστήσει ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ'')» [Λουκᾶ, 3,8].
Καὶ ὁ Παῦλος λέγει πάλι: «Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι Ἰσραήλ (:Τὸ ὅτι ὅμως χωρίστηκαν οἱ Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὸν Μεσσία καὶ ξέπεσαν ἀπὸ τίς εὐλογίες ποὺ μᾶς ἔφερε, δὲν ἔχει τὴ σημασία ποὺ μὲ μιὰ πρώτη ματιὰ θὰ φανταζόταν κανείς. Δὲν σημαίνει δηλαδὴ ὅτι ἔχασε τὴ δύναμή του καὶ διαψεύσθηκε ὁ λόγος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς βεβαίωσε τὴ διαθήκη Του· διότι ἀληθινὸς ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν εἶναι ὅλοι ὅσοι κατάγονται σαρκικὰ ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ)» [Ρωμ. 9,6].
Τί ὠφελήθηκαν λόγου χάρη τὰ παιδιὰ τοῦ Σαμουὴλ ἀπὸ τὸ γένος τὸ πατρικό, ἀφοῦ δὲν ἔγιναν κληρονόμοι τῆς πατρικῆς ἀρετῆς; Τί κέρδισαν ἐπίσης τὰ παιδιὰ τοῦ Μωυσῆ, ποὺ δὲν μιμήθηκαν τὴν αὐστηρὴ εὐσέβεια τοῦ πατέρα τους; Δὲν τὸν διαδέχτηκαν οὔτε στὴν ἐξουσία ἀλλὰ ἐνῶ ἐκεῖνοι τὴν ἔγραφαν στὸ ὄνομά τους ὡς πατέρα τους, ἡ ἀρχηγία τοῦ λαοῦ μεταβιβαζόταν σὲ ἄλλον, σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε υἱός του κατὰ τὴν ἀρετή. Τί ζημιώθηκε ὁ Τιμόθεος ἂν καὶ καταγόταν ἀπὸ Ἕλληνα πατέρα; Καὶ πάλι, τί κέρδισε ὁ γιὸς τοῦ Νῶε [πρόκειται γιὰ τὸν γιὸ τοῦ Νῶε Χάμ, ὁ ὁποῖος προσέβαλε τὸν πατέρα του καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ Νῶε τὸν καταράστηκε νὰ γίνει δοῦλος τῶν ἀδελφῶν τοῦ Σὴμ καὶ Ἰάφεθ: Γέν. 9,18-27], ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ πατέρα του, ἀφοῦ ἔγινε ἀπὸ ἐλεύθερος ποὺ ἦταν, δοῦλος; Βλέπεις ὅτι δὲν ἐπαρκεῖ ἡ εὐγένεια τοῦ πατέρα γιὰ νὰ προστατεύσει τὰ παιδιά; Ἡ κακία τῆς προαιρέσεώς τους νίκησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ δὲν τὸν ἀποξένωσε μόνο ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ πατέρα του, ἀλλὰ τοῦ στέρησε καὶ τὴν ἐλευθερία. Καὶ ὁ Ἠσαῦ δὲν ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ δὲν εἶχε προστάτη τὸν πατέρα του; Καὶ ὁ πατέρας του φρόντιζε καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν κάνει μέτοχο τῶν εὐλογιῶν του καὶ ἐκεῖνος πάλι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔπραττε ὅλα τὰ θελήματά του. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν κακός, τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν κέρδισε καὶ ἐνῶ ἦταν μεγαλύτερος καὶ εἶχε τὸν πατέρα μὲ τὸ μέρος του βοηθὸ σὲ ὅλα, ἐπειδὴ δὲν εἶχε μὲ τὸ μέρος του τὸν Θεό, ἐξέπεσε σὲ ὅλα.
Καὶ γιατί ἀσχολοῦμαι μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Οἱ Ἑβραῖοι ἔγιναν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν κέρδισαν τίποτε ἀπὸ τὴ μοναδικὴ αὐτὴν εὐγένεια. Καὶ ἂν κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔγινε υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τιμωρεῖται βαρύτερα, ἂν δὲν παρουσιάσει ἀρετὴ ἄξια τῆς εὐγένειας αὐτῆς, πῶς μοῦ προβάλλεις τὴν εὐγένεια τῶν προγόνων καὶ τῶν παππούδων; Καὶ δὲν θὰ βρεῖς στὴν Παλαιὰ μόνο ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη νὰ ἐπικρατεῖ ὁ κανόνας αὐτός; «Καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου (:Καὶ στὴ συνέχεια λέγει πρὸς αὐτόν, ὥστε νὰ ἀκούσουν καὶ οἱ ἄλλοι μαθητές: ''Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ἀπὸ τώρα θὰ δεῖτε ἀνοικτὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, νὰ συνοδεύουν καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ὁποῖος ὡς Θεὸς εἶναι κύριος καὶ τῶν ἀγγέλων'')» [Ἰω. 1,52], λέγει.
Ἀλλὰ ὅμως ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτά, πολλά, εἶπε ὁ Παῦλος, δὲν ὠφελοῦνται τίποτε ἀπὸ τὸν πατέρα: «Ἴδε ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει (:Νά, ἐγὼ ὁ Παῦλος σᾶς λέω ὅτι, ἂν περιτέμνεστε, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σᾶς ὠφελήσει τίποτα)» [Γαλ. 5,2]. Καὶ ἂν δὲν ὠφελεῖ ὁ Χριστὸς σὲ τίποτε ἐκείνους ποὺ δὲν θέλουν νὰ προσέξουν τὴ ζωή τους, πῶς θὰ τοὺς προστατέψει ὁ ἄνθρωπος;
Ἄς μὴ μεγαλοφρονοῦμε λοιπὸν μήτε γιὰ τὴν εὐγενῆ καταγωγή, μήτε γιὰ τὸν πλοῦτο μας, ἀλλὰ ἂς περιφρονοῦμε καὶ αὐτοὺς ποὺ μεγαλοφρονοῦν γι᾿ αὐτά. Μήτε νὰ ἀποθαρρυνόμαστε γιὰ τὴν πτωχεία μας. Ἄς ἐπιδιώκουμε τὸν πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἂς ἀποφεύγουμε τὴν πτωχεία ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κακία. Ἐξαιτίας αὐτῆς καὶ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος ἦταν φτωχός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ δὲν πέτυχε οὔτε μία σταγόνα δρόσου παρὰ τὴν ὅλη ἱκεσία του [βλ. Λουκᾶ, κεφ. 16]. Μολονότι ποιός ἀπὸ ἐμᾶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ γίνει τόσο πτωχός, ὥστε νὰ μὴν ἔχει νὰ ἀπολαύσει καὶ λίγο νερό; Κανεὶς βέβαια. Καὶ αὐτοὶ ποὺ βασανίζονται ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη πεῖνα, μποροῦν ὡστόσο νὰ ἀπολαύσουν λίγο νερό. Καὶ ὄχι βέβαια μία σταγόνα ὕδατος μόνο, ἀλλὰ νὰ ἐπιτύχουν καὶ περισσότερη ἀνακούφιση. Δὲν συνέβαινε αὐτὸ ὅμως σὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο, ἀλλὰ ἦταν πτωχὸς μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ· καὶ τὸ βαρύτερο ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ἀνακουφίσει τὴν πενία του.
Γιατί λοιπὸν χάσκουμε μπροστὰ στὰ χρήματα, ὅταν δὲν μᾶς ὁδηγοῦν στὸν οὐρανό; Πές μου· ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ διακριθεῖ ὁ πλούσιος στὸ βασίλειό του καὶ νὰ τιμηθεῖ κατὰ κάποιον τρόπο, δὲν θὰ πετούσατε ὅλοι μὲ περιφρόνηση τὰ χρήματά σας; Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἂν σᾶς στερήσουν τῆς τιμῆς στὰ γήινα αὐτὰ βασίλεια, τὰ χρήματα θὰ εἶναι εὐκαταφρόνητα. Ὅταν ὅμως ὁ βασιλέας τῶν οὐρανῶν καθημερινὰ βοᾷ καὶ λέγει, ὅτι εἶναι δύσκολο φορτωμένος μὲ αὐτὰ νὰ φθάσεις στὰ ἱερὰ ἐκεῖνα προπύλαια, δὲν θὰ τὰ ἐγκαταλείψουμε ὅλα, δὲν θὰ ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μας, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε μὲ θάρρος στὴν Βασιλεία;
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Mathaeum.pdf
• Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», ΕΠΕ, ἐκδ.οῖκος «Τὸ Βυζάντιον», ὁμιλία Θ΄(ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα) τόμ. 9, σελ. 282-308 ,Θεσσαλονίκη 1978
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 63, σελ. 187-202.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Παναγιώτου Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἀδελφότης θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση Τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου