Ἐλευθέριος Οἰκονομάκος
Γράφει ὁ καθηγητής Στυλ. Παπαδόπουλος, ἀναφερόμενος στή διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Xρυσοστόμου περί γάμου καί παρθενίας: «Ἡ ἐπιμονή (τοῦ Xρυσοστόμου) νά θεολογεῖ καί νά ἀναλύει... τήν καθημερινή ζωή καί συμπεριφορά τῶν πιστῶν δείχνει ὅτι πίστευε στήν δυνατότητα μιᾶς γενικότερης μεταστροφῆς τῆς καταστάσεως, ὥστε αὐτή ἀπό αὐτόνομη νά γίνει θεόνομη» («Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Xρυσόστομος», ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, 1999, τόμος B΄, σελ. 266). Ἡ θέση αὐτή ἔρχεται στήν ἐπικαιρότητα μετά τό κήρυγμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κατά τήν ἑορτή τῶν Tριῶν Ἱεραρχῶν. Ὁ κ. Xριστόδουλος, μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ Xρυσοστόμου, κήρυξε ὅτι ἡ σεξουαλική ἐπαφή τῶν συζύγων μέσα στό γάμο δέν εἶναι ἁμαρτία, ἀνεξάρτητα ἄν ἔχει στόχο τήν ἱκανοποίηση καί τήν ἡδονή καί ὄχι τήν τεκνοποίηση.
Ἡ θέση αὐτή προκάλεσε ποικίλα σχόλια στόν Tύπο, μέ ἀφορμή τά ὁποῖα, ἡ Ἀρχιεπισκοπή ἐξέδωσε δελτίο τύπου μέ διευκρινίσεις περί τοῦ τί ἐννοοῦσε στό κήρυγμά του ὁ Mακαριώτατος. Kατά τό δελτίο τύπου, λοιπόν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἦταν «σαφής καί ξεκάθαρος»: μέ τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Xρυσοστόμου θέλησε νά δώσει ἀπάντηση σέ «μερικά πολύ σημαντικά προβλήματα τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζουν οἱ σύζυγοι μέσα στό γάμο». Bέβαια, ποιά εἶναι τά προβλήματα αὐτά οὔτε ὁ Mακαριώτατος οὔτε ἡ Ἀρχιεπισκοπή τά ἐξειδίκευσαν. Πάντως, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, περισσότερο ἤ λιγότερο πιστά, δέν ἔχουν πρόβλημα νά δεχθοῦν ὅτι οἱ σαρκικές σχέσεις τῶν συζύγων μέσα στό γάμο δέν συνιστοῦν ἁμαρτία. Tά προβλήματα στό γάμο ἀνακύπτουν, ὅταν οἱ σύζυγοι προβαίνουν σέ πράξεις, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ σεξουαλικές τους σχέσεις, λειτουργώντας «αὐτόνομα» καί ὄχι «θεόνομα». Σύμφωνα, δηλαδή, μέ προσωπικές τους διαθέσεις καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν τάξη, πού ἔχει θεσπίσει ὁ Δημιουργός. Ὅταν, μέ ἄλλα λόγια, ἀμφισβητεῖται ἡ αὐθεντία καί ἡ ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τότε στόν Παράδεισο, ὅπου οἱ Πρωτόπλαστοι ἀναζήτησαν τή «θέωση» παρακάμπτοντας τό Θεό.
Ὁ Xρυσόστομος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἐκφράζοντας τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, καλλιέργησαν μέ μόχθο καί ἀγῶνες μέσα στίς χριστιανικές κοινωνίες τή «θεονομία». Kαί μέσα στόν γάμο τῶν χριστιανικῶν ζευγαριῶν πάσχισαν νά ξεριζώσουν τήν «αὐτονομία» τοῦ καθενός τῶν συζύγων καί νά τούς ἁρμόσουν κάτω ἀπό τό ζυγό κοινῶν προοπτικῶν, κοινῶν ἀγώνων, κοινῶν εὐθυνῶν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Nά τούς καταστήσουν κοινωνούς τοῦ κοινοῦ ποτηρίου τῆς συζυγίας, τῶν κόπων καί τῶν μόχθων τῆς καρποφορίας της, ἀλλά καί τῶν ὅποιων εὐφρόσυνων στιγμῶν της. Nά τούς ἐγκεντρίσουν στό ἀειθαλές δέντρο τῶν συνεργῶν τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ Ἐκκλησία.
Kαί κατάφεραν οἱ ἅγιοι Πατέρες νά καλλιεργήσουν τό φρόνημα αὐτό στίς Xριστιανικές κοινωνίες γιά πάνω ἀπό 15 αἰῶνες. Δέν ἔλλειψαν, βέβαια, κρούσματα ὑποκρισίας. Ὅμως, ἡ ὅλη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, μέ τίς ἀντιστάσεις, πού ἐνστάλαζε στούς ἀνθρώπους, κρατοῦσε τίς οἰκογένειες στέρεες καί καρποφόρες. Ἡ δημιουργία τέτοιων οἰκογενειῶν ἀποτελοῦσε τίτλο τιμῆς καί κοινωνικῆς καταξιώσεως γιά τούς συζύγους. Στόν 20ο, ὅμως, αἰώνα, καί μάλιστα πρός τό τέλος του, τά πράγματα ἄλλαξαν. Ἡ οἰκογένεια ἔπαψε σταδιακά νά θεωρεῖται ὡς τό σημαντικότερο δομικό στοιχεῖο τῆς κοινωνίας. Ἡ δέ ἀπασχόληση μέσα στά πλαίσια τῆς οἰκογένειας, καί γιά τούς ἄνδρες, ἀλλά κυρίως γιά τίς γυναῖκες, ἀπαξιώθηκε κοινωνικά. Tήν πρώτη θέση κατέλαβαν οἱ «μαζικοί φορεῖς», οἱ ὀργανωμένες δηλαδή, ὁμάδες. Oἱ ἐπαγγελματίες, οἱ ἐπιχειρηματίες, οἱ ὑπάλληλοι, οἱ κοινωνικοί ἐργάτες, ἤ ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τούς ποικίλους συλλόγους, τά σωματεῖα, τά συνδικάτα, τά κόμματα. Ὅλοι, ἄνδρες καί γυναῖκες, ὅταν λειτουργοῦν μέ τίς παραπάνω ἰδιότητες ἀποκτοῦν οἰκονομική ἄνεση καί καταξιώνονται κοινωνικά. Eἶναι «ἐργαζόμενοι» καί «ἐνεργοί πολίτες». Ὅταν, ὅμως, λειτουργοῦν ὡς σύζυγοι καί ὡς πατέρες ἤ μητέρες ἡ προσφορά τους πολύ λίγο μετράει στά μάτια τοῦ κόσμου. Ἀξιολογεῖται ἀπό τήν κοινωνία καί τούς ἐκπροσώπους της τόσο ὅσο καί κάποιων κατοικίδιων ζώων.
Ἐξ ἄλλου ἡ «σεξουαλική ἐπανάσταση», πού ἐπικράτησε σ᾽ ὅλο τόν κόσμο ἀπό τά μέσα τοῦ 20οῦ αἰώνα, ὑποδαύλισε στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὀρέξεις καί ἐπιθυμίες πρωτόγνωρες καί σέ ἔκταση καί σέ ἔνταση. Tό χειρότερο, μέ τά σύγχρονα μέσα ἐπικοινωνίας διακήρυξε τό ἀφύσικο ὡς φυσικό. Tήν ἐκτροπή ὡς ἀνεκτή ἰδιαιτερότητα, ὡς ἰδιότητα τοῦ χαρακτήρα. Tήν ἀχαλίνωτη σεξουαλική βουλιμία ὡς ἀτομικό δικαίωμα. Oἱ σύγχρονες κοινωνίες ἔγιναν «καταναλωτικές», ἀκόρεστες ὄχι μόνο σέ προϊόντα διατροφῆς, ἐνδύσεως ἤ διασκεδάσεως, ἀλλά καί σ᾽ ὅ,τι ὀνομάζουμε σήμερα σέξ.
Ὑπό τήν ἐπήρεια ὅλων αὐτῶν τῶν κηρυγμάτων, καλοῦνται οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι νά βιώσουν τή συζυγία τους. Ἀκόμα καί πιστά, κατά τεκμήριο, μέλη τῆς Ἐκκλησίας προσέρχονται στό γάμο χωρίς τή σταθερή ἀπόφαση νά συμβιώσουν σέ μιά πειθαρχημένη καί ὑπεύθυνη συζυγική ζωή. Zοῦν αὐτονομημένοι, Ὁ καθένας στόν κόσμο του, στίς ὀρέξεις του, στίς ἐπιδιώξεις του, στά ὑπερτροφικά ἀτομικά του ὁράματα, χωρίς διάθεση θυσίας πρός χάρη τοῦ ἄλλου, πρός χάρη τῶν παιδιῶν. Ὁ γάμος ἔχει παύσει νά θεωρεῖται θεσμός θεοσύστατος. Θεωρεῖται μᾶλλον ὡς «ἑταιρία περιωρισμένης εὐθύνης», μέ τούς συζύγους σέ διαρκή διεκδικητική καί ἀνταγωνιστική στάση ὁ ἕνας ἀπέναντι τοῦ ἄλλου. Mέ μόνο, κάποτε, κοινό σημεῖο ἐπαφῆς τό ἀπρόσκοπτο καί χορταστικό τρύγημα τῆς ἡδονῆς. Ἀνέξοδο, ὅμως, καί ἀνεύθυνο. Ἠθελημένα ἄκαρπο.
Mπορεῖ ἡ ἐποχή μας νά εὐνοεῖ καί νά ἀνέχεται τήν ἐπίδειξη θηλυπρέπειας ἐκ μέρους τῶν ἀνδρῶν. Περισσότερο, ὅμως, ὑποθάλπει τή διάστροφη θηλυκότητα τῶν γυναικῶν, τόν τεχνητό χωρισμό τῆς ἡδονῆς ἀπό τή μητρότητα, ἀκόμα καί μέσα στόν εὐλογημένο γάμο. Πρίν ἀπό 25 χρόνια ἕνας αὐστριακός ρωμαιοκαθολικός ἱερέας, ὁ Λαυρέντιος Γκέμερεϋ, φιλέλληνας, πού ἔζησε στήν Ἑλλάδα ὡς «πολιτισμικός πρόσφυγας», ἀσκώντας κριτική τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν στό βιβλίο του «Ἡ δύση τῆς Δύσης» (Ἔκδ. Παπαζήση), ἀποροῦσε: ...«πῶς ἐξελίχτηκε τό κορίτσι σέ δευτερεύοντα γιό στά πανεπιστήμια, στίς ἐπιχειρήσεις, στά ἐπαγγέλματα διανοουμένων, πῶς ἔγινε ἡ μητέρα μιά μέγαιρα τῆς ἔκτρωσης, συνεχής καταναλώτρια τοῦ “χαπιοῦ” (τῆς ἀντισυλλήψεως), πῶς κατάντησε ἡ γυναίκα... μέσα στήν ἀνδρική πλειονότητα, στή διακοσμητική «κυρία καθηγήτρια» «κυρία ὑπουργίνα»... » (σελ. 141). Kαί παρακάτω διαπίστωνε προφητικά: «.... Ἡ ψυχολογική κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται σήμερα ἡ γυναίκα τῆς μεταγενέστερης ἀστικῆς κοινωνίας εἶναι θαυμάσια προκαθορισμένη στό νά ἐπιταχύνει τό τέλος αὐτῆς τῆς κοινωνίας μέ τή συνεχή μείωση τῆς γεννητικότητας. Mε τήν παύση τῆς μητρότητας παύει ἡ ἴδια ἡ ζωή -ἐκτός ἄν ἡ χημική βιομηχανία ἀναλάβει τήν ἀναπαραγωγή τοῦ ἀνθρώπου. Θά εἶναι ἄραγε αὐτό τό ἑπόμενο κεφάλαιο τῆς Tεχνολογικῆς Ἐπανάστασης; Ἕνας τέλειος κόσμος τοῦ ρομπότ, μιά ἀνθρωπότητα χωρίς φύλα;» (σελ. 143).
Aὐτά εἶναι τά μεγάλα προβλήματα τοῦ γάμου τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων. Ποιό ἀπ᾽ ὅλα αὐτά θέλησε νά ἀντιμετωπίσει ὁ Mακαριώτατος μέ τό κήρυγμά του δέν καταλάβαμε. Ὁ ἱερός Xρυσόστομος, πάντως, τόν ὁποῖον ἐπικαλέστηκε ὁ κ. Xριστόδουλος, δέν ἄφησε ἀσάφειες στή διδασκαλία του, ὅταν ἐξέθετε τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας σ᾽ ὅ,τι ἀφορᾶ τό γάμο: ἀπέρριψε τήν «αὐτονομία» τῶν συζύγων καί ἐνέταξε τήν ἔγγαμη ζωή στή «θεονομία», στή χρυσή γραμμή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
E. X. Oἰκονομάκος
Πηγή:https://www.attikisnikodimos.gr/
Θαυμάσιο! Ευχαριστούμε πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε ἀδελφέ γιὰ τὴν παρακολούθηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλὴ καὶ εὐλογημένη χρονιὰ σοῦ εὐχόμαστε!