Για να μη τον ενοχλήση, αν τον είχε πάρει ο ύπνος, θεώρησε καλό να μη κτυπήση την πόρτα, ούτε να πή το “Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ελέησον ημάς” και να περιμένη την απάντηση από μέσα του “Αμήν”, όπως γίνεται μεταξύ μοναχών. Ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα και, τι να δή; Βλέπει τον πατέρα Νικηφόρο να αιωρήται ως ένα μέτρο από το έδαφος με τα χέρια υψωμένα και να προσεύχεται.
Το πρόσωπό του έλαμπε υπέρ τον ήλιο. Μόλις αντίκρυσε αυτό το όντως φοβερό θέαμα ο πατήρ Ευμένιος, χωρίς να μιλήση καθόλου έκλεισε πολύ προσεκτικά την πόρτα και έτρεξε στο κελλάκι του. Εκεί έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος και άρχισε να κλαίη με στεναγμούς, μήπως στενοχώρησε τον Παππούλη του που δεν κτύπησε την πόρτα και τον είδε σε αυτή την θαυμαστή στάση.
Αλλά έκλαιγε και από χαρά, διότι είδε ιδίοις όμμασι πόσο μεγάλος και ενάρετος ήτο ο πνευματικός του Πατέρας, ο πατήρ Νικηφόρος. Το πρωί, που πήγε ως συνήθως για να τον διακονήση, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του ζήτησε να τον συγχωρήση για το παράπτωμά του. Εκείνος, με ένα ελαφρό μειδίαμα, τον συγχώρησε αμέσως και του είπε να μην φανερώση σε κανένα ο,τι είδε, όσο ο ίδιος θα ζούσε ακόμη.
***
Εδιηγειτο, ακόμη, ο πατήρ Ευμένιος ότι, κάποιο βράδυ, πολλά χρόνια μετά την κοίμηση του πατρός Νικηφόρου, επειδή είχε πολλά κουνούπια και άλλα έντομα το κελλί του, θεώρησε καλό να κλείση τις πόρτες και το παράθυρο και να αδειάση ένα ολόκληρο μεγάλο μπουκάλι ισχυρό εντομοκτόνο μέσα εκεί˙ και μετά έπεσε να κοιμηθή. Δεν θα ξυπνούσε όμως ποτέ, εάν δεν εμφανιζόταν ο πατήρ Νικηφόρος να τον ξυπνήση, να τον πιάση από το χέρι και να τον βγάλη έξω από το κελλί. Και, πριν ακόμη συνειδητοποίηση καλά-καλά ο πατήρ Ευμένιος τι είχε γίνει, εκείνος του είπε: “Παιδί μου, μη μπής μέσα πάλι στο κελλί σου, αν δεν άνοιξης πρώτα τις πόρτες και το παράθυρο, για να αερισθή καλά”. Και αμέσως μετά έγινε άφαντος. Όταν, ύστερα από αρκετή ώρα, ο πατήρ Ευμένιος συνήλθε και κατάλαβε το θαύμα που του έγινε, ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά τον πατέρα Νικηφόρο, τον αγαπημένο του Παππούλη, που τον έσωσε από βέβαιο θάνατο…
Ο Κωνσταντίνος Μ.,
κάτοικος Αθηνών, μας ανέφερε το εξής: “Ένα βράδυ του Ιουνίου του 2002,
μάλλον προς το ξημέρωμα, βλέπω στον ύπνο μου ότι έμενα σ’ ένα σπίτι με
δύο δωμάτια.
Στο ένα δωμάτιο έμενε ο Παππούλης, ο πατήρ Νικηφόρος, και στο άλλο εγώ. Εκεί που ήμουν στο δωμάτιό μου, ωμιλούσα με κάποιον κάπως δυνατά, έντονα. Σε λίγο μπαίνω στο δωμάτιο όπου έμενε ο Παππούλης, και του λέω με χαρούμενο ύφος, ‘Καλημέρα, Παππουλάκο μου’ και έσκυψα με ευλάβεια και του φίλησα το χεράκι του, εκεί στη γωνία, που ήταν ξαπλωμένος. Τότε αυτός γυρίζει και, με πατρική σιγανή και ολοκάθαρη φωνή, μου λέει: “Παιδί μου, με την ελκώδη κολίτιδα που έχεις, πρέπει να είσαι πιο ήρεμος, πιο γαλήνιος. Βλέπεις ότι τον χειμώνα είσαι καλύτερα; Είναι διότι είσαι πιο ήρεμος.” Έλεγα με τον λογισμό μου: “Πόσο καθαρά μιλάει σήμερα ο Παππούλης”. Σε λίγο τον βλέπω, σηκώθηκε, βγήκε έξω, κάθισε επάνω σ’ ένα ηλεκτρικό καροτσάκι και έφυγε. Εμένα μου άφησε τον νάρθηκα, που φορούσε στο ένα του ποδαράκι. Ας σημειωθή ότι στο σπίτι μου, σ’ ένα δωματιάκι που χρησιμοποιώ και σαν χώρο προσευχής, έχω μέρος των αγίων λειψάνων του, τα οποία ευωδιάζουν αρρήτως. Όταν ξύπνησα, πήρα στο τηλέφωνο τον Πνευματικό μου και του το ανέφερα. Τότε εκείνος μου είπε: “Ο Παππούλης ήταν, που σου φανερώθηκε και σε συμβούλευσε για τα μακροχρόνια ασθένειά σου. Το έκανε από την πολλή αγάπη και ευλάβεια, που του έχεις.” Και είναι γνωστό ότι οι γιατροί σε αυτούς, που πάσχουν από αυτή την ασθένεια, συνιστούν ηρεμία, η οποία εμένα μου λείπει τελείως.”
Και πάλι ο ίδιος, ο Κωνσταντίνος Μ., μας εδιηγήθη τα ακόλουθα: “Τον Αύγουστο του 2002 ευρισκόμουν στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Έμενα στο Κυριακό. Το πρωί εκκλησιάσθηκα στο κοιμητήριο της Σκήτης. Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, μπήκε μέσα ένας λαϊκός, ήλθε απρόσκλητος στο ψαλτήρι, που έψελνα, και άρχισε να ψάλλη αρκετά αργά, με απηχήματα μακροσκελή και κορώνες, σε αντίθεση με τον ρυθμό και τον χρόνο, που είχαμε πριν. Του είπα κάποια στιγμή ότι στο Άγιον Όρος, τις καθημερινές, οι ακολουθίες γίνονται πιο σύντομες. Αυτός, τίποτα. Σαν να ευρίσκετο στον δικό του κόσμο. Εγώ άρχισα να φουντώνω από μέσα μου. Έβραζα ολόκληρος. Τα νεύρα μου είχαν τεντωθή στο έπακρον. Τότε, εκείνη την στιγμή, θυμήθηκα την συμβουλή του πατρός Νικηφόρου και λέω, ‘Παππούλη μου, Παππουλάκο μου, βοήθησε με. “Οπως βλέπεις, εγώ από μόνος μου ούτε να συγκρατηθώ μπορώ, ούτε να ηρεμήσω. Βοήθησε με, σε παρακαλώ.’ Για πότε ηρέμησα και γαλήνεψα, δεν το κατάλαβα. “Ετσι μπόρεσα μετά να είμαι στην Θεία Λειτουργία με κατάνυξη. Και, να σκεφθή κάποιος ότι, άλλοτε, ένας εκνευρισμός μου συνήθως κρατούσε πολλές ώρες. Αυτά, προς δόξαν του μεγάλου Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και του θεράποντος Αυτού αγίου πατρός ημών Νικηφόρου.”
ΠΗΓΗ: Σίμωνος Μοναχού, Νικηφόρος ο Λεπρός της καρτερίας αθλητής λαμπρός, Β΄ Έκδοσις, Εκδόσεις «Ο Άγιος Στέφανος», Αθήναι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου