ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ [:Ἐβρ. 11, 33-12,2]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 9-6-1996]
Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ καινὸς ἄνθρωπος -τὸ «καί-» με αι-, ὁ καινούριος ἄνθρωπος, εἶναι ἡ καινὴ κτίσις. Ποὺ γίνεται καινούρια ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος ἔχει μέσα στὴν ὕπαρξή του τὸ στοιχεῖον τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀθανασίας. Ἐπειδὴ ἡ ὕπαρξις, ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξίς του, ψυχὴ καὶ σῶμα, διεποτίσθῃ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὑπογραμμίζω, ψυχὴ καὶ σῶμα. Ὄχι μόνον ψυχή.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στοὺς Κολοσσαεῖς: «Ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Ἐδῶ ὑπάρχει μία μεγάλη ἀλήθεια, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητή· παρὰ μόνον ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ μέσα στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ τὴν κατανοήσει αὐτήν. Ὅτι ἡ ζωή μας, λέγει, εἶναι κρυμμένη μέσα εἰς τὸν Χριστὸ ἐν τῷ Θεῷ. Πῶς εἶναι κρυμμένη; Πῶς εἶναι κρυμμένη. Δὲν φαίνεται. Αὐτὸ θὰ πεῖ «κρυμμένη». Ἡ ζωή μας εἶναι ἤδη ἀθανατισμένη καὶ ἀφθαρτισμένη. Καὶ εἶναι τοποθετημένη μέσα εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, γι᾿ αὐτὸ δὲν φαίνεται. Ὁ Χριστὸς δὲν φαίνεται. Δὲν Τὸν βλέπομε μὲ τὰ μάτια μας στὸν παρόντα κόσμο. Ὅμως ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν εἶναι ἐκεῖ. Ποῦ; Μέσα εἰς τὴν Θεανθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ὥστε «ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Χριστός», ποὺ λέγει ὁ Παῦλος, «ἡ ζωὴ ἡμῶν», «ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας, τότε καὶ ἡ δική μας ἡ ζωὴ θὰ φανερωθεῖ». Ὅτι δηλαδὴ θὰ ἀφθαρτισθοῦμε καὶ θὰ ἀθανατισθοῦμε, κατάλληλοι πλέον διὰ τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἅγιοι συνιστοῦν τὴν βάσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀπόδειξη τῆς παρουσίας της μέσα εἰς τὸν κόσμον. Διότι ἅγιοι ἀποκαλύπτουν τὴν Ἐκκλησία μέσα εἰς τὸν κόσμο. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἡ τελείωσις τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁλοκλήρωσις τοῦ Εὐαγγελίου πάνω στὴν πράξη. Διότι ἐπραγμάτωσαν τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι στὸ Εὐαγγέλιον. Οἱ ἅγιοι κλείνουν καὶ φιμώνουν τίς πύλες τοῦ Ἅδου καὶ τῶν ἐχθρῶν, ὅταν αὐτὲς ἀνοίγουν, γιὰ νὰ στραφοῦν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἔχομε τὴν περίπτωσιν τοῦ μαρτυρίου. Τὸ μαρτύριο εἶναι ἡ ἀπάντησις εἰς τίς κραυγαλέες φωνὲς τοῦ Ἅδου, γιὰ νὰ καταπιεῖ τὴν Ἐκκλησίαν. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί; Γιατί ἐμπροσθοφυλακὴ εἶναι οἱ ἅγιοι.
Τὸ καινούριο στοιχεῖο ποὺ εἰσάγουν στὸν κόσμον εἶναι ἡ πίστις. Εἶπα καινούριο στοιχεῖον. Γι᾿ αὐτό, στὴ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πάντων, ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ τὴν περικοπὴ ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸν ὕμνον τῆς πίστεως. Χωρὶς νὰ ἐξηγήσω· Ἑβρ.11,33: «Οἱ (:οἱ ὁποῖοι) διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν -δηλαδὴ πριονίστηκαν-, ἐπειράσθησαν, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς - ζῆσαν στὶς ἐρημιὲς μὲ προβιὲς προβάτων, γιατί δὲν εἶχαν ἱματισμόν-, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Βλέπει κανεὶς τὴν κακουχία τῶν ἁγίων. Κι ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ ὑπομείνουν τίς κακουχίες ἦτο ἡ πίστις. Εἶναι μία εἰκόνα, ποὺ τὴν παίρνει ὁ συγγραφεύς, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ τὴν καταχωρεῖ εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Προσέξτε, αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι περισσότερον ἔκτυπος εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην. Οἱ πρῶτοι μάρτυρες, τῶν 300 πρώτων ἐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἀπαριθμοῦνται σὲ ἕνδεκα ἑκατομμύρια γνωστῶν, ὑπολογίζεται ὅτι μέχρι σήμερα ἔχομε 40 ἑκατομμύρια μάρτυρες καὶ ὅτι θὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν μάρτυρες καὶ οἱ ὁποῖοι μάρτυρες θὰ σταθοῦν σὲ ἐντονοτέρα κατάσταση πρὸς τὰ ἔσχατα, στὶς ἡμέρες τοῦ Ἀντιχρίστου, πολὺ περισσότερον ἀπ᾿ ὅ,τι μᾶς περιγράφει ἐδῶ ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή. Δὲν ἔχει τελειώσει αὐτὴ ἡ εἰκόνα. Πραγματοποιεῖται, πραγματώνεται συνεχῶς μὲ πύκνωσιν εἰς τὰ ἔσχατα τῆς Ἱστορίας. Νὰ τὸ ἔχομε ὑπόψιν μας αὐτό.
Ἡ πίστις εἶναι ἐκείνη ποὺ συντηρεῖ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ πίστις εἶναι ἡ ἐπαναστροφὴ στὸν Θεό. Διότι οἱ πρωτόπλαστοι κλήθηκαν νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ἡμάρτησαν, ἔχασαν ἀπὸ τὸν ὀπτικό των ὁρίζοντα τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν παρὰ τὸν Κτίσαντα, μὲ ἀποτέλεσμα, παρακαλῶ, ἡ πίστις νὰ ἔχει ἐξαφανιστεῖ. Συνεπῶς εἶναι μία πορεία ἡ πίστις ἀντίθετη ἀπὸ τὴν πορεία τοῦ Ἀδάμ. Τί εἶναι ἐδῶ ἡ πίστις; Μία μορφή της. Ἡ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Μία μορφὴ τῆς πίστεως. Ἡ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια Του, στὴν δύναμή Του, στὴν ἀγαθότητά Του, στὴ σοφία Του, στὴν πρόνοιά Του. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς λέγει στὴν πρὸς Ἑβραίους ὁ Ἀπόστολος: «Χωρὶς πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι». «Χωρὶς τὴν πίστιν», λέγει, «εἶναι ἀδύνατον νὰ σταθεῖ κανεὶς εὐάρεστος εἰς τὸν Θεόν».
Αὐτὰ ποὺ εἶπα προηγουμένως, ἐπιτρέψατέ μου, «πίστις στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ». Τί θὰ πεῖ αὐτό; Αὐτὸ ποὺ λέει ὁ λαός μας, ἀλλὰ δὲν τὸ προσέχει. Ἐκεῖνο τὸ «Ἔχει ὁ Θεός». Ἐμπιστεύομαι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχω ἐργασία. Δὲν ἔχω ὑγεία. Δὲν ἔχω ξέρω ᾿γὼ ἐκεῖνο ποὺ θὰ χρειαζόμουνα. Ἔχει ὁ Θεός. Εἶναι ἡ πίστις στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στὴν σοφία τοῦ Θεοῦ, στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ἐπαρκὲς αὐτό, νὰ λέμε ὅτι πιστεύω στὸν Θεό. Δὲν εἶναι ἐπαρκές. Τὸ ξανατονίζω αὐτό. Καὶ σημειώνει πιὸ κάτω ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται». «Καὶ τί εἶναι», λέγει, «αὐτὸ ποὺ θὰ εὐαρεστήσουμε στὸν Θεόν; Καταρχὰς ἐκεῖνος ποὺ προσέρχεται εἰς τὴν πίστιν, νὰ πιστεύσει ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα. Καὶ ὕστερα ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν ἐκζητοῦν, πιστεύοντες εἰς τὴν πρόνοιά Του κ.τ.λ. γίνεται μισθαποδότης». Τοὺς δίδει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θέλουν.
Ἕνα θαυμάσιο παράδειγμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾿ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον, καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος». Δηλαδὴ ὅτι μὲ τὴν πίστη, ἀφοῦ ἐχρηματίσθῃ ὁ Νῶε περὶ τοῦ κατακλυσμοῦ, τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Θὰ γίνει κατακλυσμός...».... Ἀγαπητοί μου, ξέρετε τί ἔγινε; Μετὰ τὴν ἀναγγελία, Ὕστερα ἀπὸ 120 χρόνια! Ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶπε: «Πιστεύω εἰς τὸν Θεόν». «Πιστὸς ὁ λόγος», ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος». «Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ». Τὸ πότε, Ἐκεῖνος τὸ ξέρει. Ἐκεῖνο ποὺ εἶπε, δὲν τὸ ἀλλάζει. Δὲν μετανοεῖ ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ἐξαγγέλλει. Αὐτὴ εἶναι δυνατὴ πίστις πραγματικά. Καὶ μάλιστα περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων· ποὺ ἀκόμη δὲν τὰ εἶχε δεῖ. Δὲν εἶδε τὸν κατακλυσμό. Σᾶς εἶπα, 120 χρόνια μετὰ ἔγινε ὁ κατακλυσμός. «Εὐλαβηθείς», στάθηκε μὲ εὐλαβῆ ψυχή, ὅτι εἶναι λόγος Θεοῦ, κατασκεύασε τὴν Κιβωτὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ οἶκος του, ἡ οἰκογένειά του. Καὶ κατέκρινε τὸν κόσμον, γιατί ἄλλοι δὲν πίστευσαν. «Νῶε, τί κάνεις;». «Κατασκευάζω μία κιβωτό». «Γιατί;». «Γιατί ὁ Θεὸς θὰ καταστρέψει τὸν κόσμον μὲ κατακλυσμόν». Καὶ γελοῦσαν. Καὶ κατέκρινε, λέει, τὸν κόσμον μὲ τὴν πράξη του αὐτή, «καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος». Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἡμιστίχιον εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖον· ποὺ σημαίνει ὅτι ἔγινε κληρονόμος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης. «Δικαιοσύνη» ἐδῶ θὰ πεῖ ἁγιότης. Ἡ ἁγιότητα ποὺ ἐξησφαλίσθῃ ἀπὸ τὴν πίστιν.
Ἀγαπητοί μου, εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖο. Πρέπει νὰ σᾶς τὸ πῶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι, καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐκινήθησαν εἰς τὸν χῶρον τῆς διαθήκης τῆς πίστεως· διότι ἔχομε κι ἄλλην διαθήκην. Εἶναι ἡ διαθήκη τοῦ Νόμου. Ἡ διαθήκη τοῦ Νόμου, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς εἰς τὸ Σινᾶ. Ἀλλὰ δὲν ἦτο ἐπαρκὴς ἡ διαθήκη τοῦ Νόμου. Ὁ Μωυσῆς, οὔτε αὐτὸς ὁ Μωυσῆς δὲν δικαιώθηκε ἀπὸ τὴ διαθήκη τοῦ Νόμου. Καὶ ξέρετε ἀπὸ τί; Διότι ἔπρεπε νὰ εἶναι κανεὶς τελείως, τελείως, τελείως ἄμεμπτος. Γιατί; Γιατί «πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Τιμωρήθηκε. Ἀπὸ τί λέτε, ὁ Μωυσῆς; Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Θὰ χτυπήσεις τὸν βράχο καὶ θὰ βγεῖ νερό». Ἀγανακτισμένος ὅμως ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἑβραίων, ἐχτύπησε δύο φορές, μὲ τὴν ἑξῆς ἀγανακτισμένη φωνή: «Ἐπιτέλους, τί θέλετε, νὰ σᾶς βγάλω νερὸ ἀπὸ τὸν βράχο;». Τάπ, ταπ. Δύο φορὲς χτύπησε. Γι᾿ αὐτό του τὸ ἁμάρτημα δὲν μπῆκε στὴ γῆ Χαναάν! Τοῦ τὸ εἶπε ὁ Θεὸς σαφῶς. Γι᾿ αὐτό του τὸ ἁμάρτημα. Τότε ποιός μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Κανένας. Ὁ Μωυσῆς μπῆκε εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τὸν βλέπομε στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ στὴ Μεταμόρφωση, ἀπὸ τὴ διαθήκη τῆς πίστεως. Ὄχι τὴ διαθήκη τοῦ Νόμου. Νομίζω ὅτι εἶμαι σαφής. Ὁ Νῶε ἐπίστεψε καὶ σώθηκε. Διαθήκη πίστεως. Οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ἐτήρησαν τὴν διαθήκη τῆς πίστεως. Γιατί δὲν πίστεψαν στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἄκουσαν τὸν διάβολον. Καὶ ἔχασαν. Παρέβησαν τὴν διαθήκη τῆς πίστεως.
Προσέξτε λοιπὸν τώρα. Καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη -κατὰ κανόνα- καὶ εἰς τὴν Καινὴ Διαθήκη -ὑπὲρ κατὰ κανόνα- δὲν σώζεται κανείς, ἐὰν δὲν δεχθεῖ τὴν διαθήκη τῆς πίστεως. Ναί. Θὰ τηρήσω τὸν Νόμο, ἀλλὰ δὲν μπορῶ τέλεια. Εἶμαι ἄνθρωπος. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ θὰ σωθῶ θὰ εἶναι ἡ πίστις. Πέστε μου, ποιόν νόμο ἐτήρησε ὁ λῃστὴς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ποὺ σώθηκε; Ποιόν νόμο; Μήπως τὴν ἐντολὴ «Οὐ φονεύσεις»; Φονιᾶς ἦταν, λῃστὴς ἦταν. «Οὐ κλέψεις»; Λῃστὴς ἦταν. Πῶς σώθηκε; Ἀπὸ τὴν διαθήκη τῆς πίστεως. «Εἶσαι», λέει, «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Σύ. Θυμήσου με ὅταν θὰ ᾿ρθεῖς στὴν Βασιλεία Σου». Αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη τῆς πίστεως· ἡ ὁποία βεβαίως προϋποθέτει, προϋποθέτει τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀναμφισβήτητα. Ἀλλὰ δὲν σώζομαι μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἐὰν δὲν ὑπάρχει ἡ πίστις. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος, ἐπαναλαμβάνω, «εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐαρεστήσομε εἰς τὸν Θεὸν χωρὶς τὴν πίστιν».
Ὅλοι, λοιπόν, οἱ ἅγιοι εἶναι μνημεῖα πίστεως καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν. Γι᾿ αὐτὸ σημειώνει ἡ Γραφή: «Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον, ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἤξει καὶ οὐ χρονιεῖ» (:Νά, νά, ἔρχεται ὁ Κύριος, δὲν θὰ χρονίσει. Ἤξει. Θὰ ἔρθει). Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται». Αὐτὸ εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀναφέρεται εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ τὸ ξαναχρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν του. Καὶ λέγει ὅτι «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται». Ὅπως ὁ Ἀβραάμ.
Ἀγαπητοί, ἂν σᾶς ἀναφέρω μερικὰ πραγματάκια, ποὺ ἤτανε σύμφωνα μὲ τὴν νομοθεσία τοῦ Χαμουραμπί, γιατί ὁ Ἀβραὰμ κατήγετο ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Χαμουραμπί. Ἄν σᾶς πῶ μερικὰ πράγματα, θὰ τρομάξετε. Σήμερα δὲν ἀντέχουνε. Σήμερα δὲν ἀντέχουνε. Καταρχὰς εἶχε παλλακές. Δὲν ἀντέχουν. Ἀλλὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστεως. Ὅταν τοῦ λέει ὁ Θεός: «Σήκω, φύγε. Θὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ θὰ σοῦ δείξω». Ἔφυγε ὁ Ἀβραάμ. «Φύγε», λέει, «ἀπὸ τὴν συγγένειά σου, ἀπὸ τὰ κτήματά σου, ἀπὸ τὴν περιουσία σου, κι ἔλα νὰ μείνεις ἐκεῖ ποὺ θὰ σοῦ δείξω». Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται». Θὰ ζήσει ὁ δίκαιος, ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴν πίστη. Προσέξατέ το. Ὄχι βεβαίως μία πίστη γυμνή. Ἀλλὰ ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔζησε μία πίστη «ψιλή», γυμνή. Ἀλλὰ πραγμάτωσε τὴν πίστη. Γιατί; Σηκώθηκε κι ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Αὐτὸ δὲν εἶναι πρᾶξις; «Καὶ ἂν ὑποστείλητε -συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος... Εἶναι γραμμένα καὶ στὸν Ἠσαΐα αὐτά, 26,30- οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχὴ μου ἐν αὐτῷ». Δηλαδή, «ἐὰν ὑποστείλητε ...»· ὑποστέλλω τὴν σημαία. Κατεβάζω τὴ σημαία. Δηλαδὴ ὑποστέλλω αὐτὰ τὰ ὁποῖα μοῦ λέει ὁ Θεός. Δὲν τὰ τηρῶ. Μὰ κουράστηκα, μὰ δὲν μπορῶ. Δὲν τὰ τηρῶ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἡ ψυχή μου, λέει ὁ Θεός, δὲν εὐαρεστεῖ.
Ὁ ἅγιος μὲ τὴν πίστη «σπάει» τὴν αὐτονομία. Γιατί; Γιατί ὁ Ἀδὰμ ἔδειξε αὐτονομία. «Μπορῶ νὰ ζήσω καὶ χωρὶς τὸν Θεό. Νὰ γίνω Θεὸς χωρὶς τὸν Θεό». Ὁ ἅγιος ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς σπάζει τὴν αὐτονομία καὶ ἀποδοκιμάζει μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀγαπητοί, σὲ μία του προσευχὴ εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, γράφει τὰ ἑξῆς: «Ἰησοῦ, ὁ Θεὸς τῶν θεῶν, ὁ Κύριος τῶν κυρίων, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων, τί ἀνταποδώσω σοὶ περὶ πάντων ὧν ἐμοὶ ἀνταπέδωκας;». Ἐδῶ οἱ χαρακτηρισμοὶ «θεοί», «κύριοι», «βασιλεῖς», «ἅγιοι» ἀναφέρονται εἰς τοὺς πιστούς. Ὄχι στοὺς βασιλεῖς τῆς Γῆς. Εἰς τοὺς πιστούς. Γιατί οἱ ἅγιοι εἶναι θεωμένοι. Καὶ ἀφοῦ εἶναι θεωμένοι, ὀνομάζονται θεοί, κατὰ χάριν θεοί -μὲ μικρὸ θῆτα. Οἱ ἅγιοι εἶναι κύριοι, μὲ μικρὸ κάπα· κατὰ τὸ κυριαρχικὸν πρωτίστως ἀξίωμα, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπο, νὰ κυριαρχεῖ σὲ ὅλην τὴν κτίσιν ἀλλὰ καὶ τὸ κυριαρχικὸν ἐπὶ τῶν παθῶν. Νὰ εἶσαι κύριος τῶν παθῶν σου. Ἄν εἶσαι μέθυσος, δὲν εἶσαι κύριος τῶν παθῶν σου. Ἄν εἶσαι βλάσφημος, δὲν εἶσαι κύριος τῶν παθῶν σου. Οἱ ἅγιοι εἶναι βασιλεῖς. Ναί. Κατὰ τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ. Σαφῶς τὸ λέγει αὐτὸ στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ὅτι μᾶς καθιστὰ βασιλεῖς. Καὶ ἱερεῖς, προσθέτει ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτὸ λέγεται κατὰ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, εἶναι δὲ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, «βασίλειον ἰεράτευμα». Καὶ αὐτοὶ θὰ συμβασιλεύσουν μὲ τὸν Χριστόν. Καὶ θὰ ἰερατεύσουν ἅπαντες εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ἀρχιερέα Χριστόν. Οἱ ἅγιοι ἐξεπλήρωσαν τὴν ἐντολὴ «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ Ἅγιος εἰμί». «Νὰ γίνεσθε ἅγιοι, γιατί Ἐγὼ εἶμαι Ἅγιος», λέγει ὁ Θεός.
Ἀγαπητοί, ὅσον ποτὲ ἄλλοτε ὁ κόσμος, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἁγίους, ἂν καὶ τοὺς περιφρονεῖ, τοὺς κοροϊδεύει, τοὺς γελάει τοὺς ἁγίους. Καὶ ὅμως ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἁγίους. Ἡ ἐντιμότητα εἶναι ἕνα στοιχεῖο τῆς ἁγιότητος. Βλέπετε οἱ ἄνθρωποι σήμερα κατὰ πόσον ἔχουν ἐντιμότητα; Ἀπὸ τὸν πιὸ πάνω-πάνω ἕως τὸν πιὸ κάτω- κάτω μέσα σὲ ἕνα κράτος. Καταχρήσεις ἐπὶ καταχρήσεων. Ἐξέλιπε ἡ ἐντιμότης.
Ἐντούτοις, ἐνῶ ὅλοι σκανδαλιζόμαστε διὰ τὴν ἀπουσία τῆς ἐντιμότητος, ἐντούτοις εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ κοροϊδέψουμε τοὺς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι τηροῦν τὴν ἐντιμότητα. Οἱ ἅγιοι συνέχουν, δηλαδὴ κρατοῦν τὸν κόσμον. Καὶ ὁ κόσμος ὑπάρχει ἕνεκα τῶν ἁγίων. Ναί. Μᾶς τὸ λέγουν οἱ πρῶτοι συγγραφεῖς τῶν πρώτων χρόνων συγγραφεῖς Χριστιανοί. Δὲν θὰ εἶχε ὁ κόσμος λόγον ὑπάρξεως, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Χριστιανοὶ μέσα εἰς τὸν κόσμον. Αὐτοὶ λοιπὸν συνέχουν τὸν κόσμον. «Οἱ ἅγιοι ζοῦν στὴ Γῆ», ὅπως λέγει ἐκείνη ἡ θαυμάσια ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον, «καὶ πολιτεύονται στὸν οὐρανό. Ζοῦν στὴ Γῆ καὶ πολιτεύονται στὸν οὐρανό. Δείχνουν στὸν κόσμο τὸν ἀληθινὸ τύπο ἀνθρώπου». Αὐτὸν τὸν τύπο ποὺ ὁ κόσμος ψάχνει νὰ δημιουργήσει, ἀλλὰ δὲν τὸ πετυχαίνει, γιατί δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Εἶναι μία περικοπὴ θαυμασία. Δὲν ἔχω χρόνο νά σᾶς τὴν πῶ ὁλόκληρη.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν χριστιανῶν εἶναι «ἅγιοι». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἁγιότης εἶναι τὸ κύριο μέλημά μας. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ Παῦλος -στὴν πρὸς Ἑβραίους πάντα- «διώκετε τὸν ἁγιασμόν -νὰ ἐπιδιώκετε τὸν ἁγιασμόν- οὐ χωρίς -χωρὶς τὸν ὁποῖον- οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον». Κανεὶς δὲν θὰ ἴδει τὸν Κύριον.
Ὁ σατανᾶς κατάφερε, ἀγαπητοί, στὴν ἐποχή μας, νὰ γελοιοποιήσει τὴν ἔννοια τοῦ ἁγίου. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται πολλὴ ἀνδρεία γιὰ νὰ ὑπερνικηθεῖ μέσα μας τὸ ἐμπόδιον τῆς γελοιότητος. Μὴν ξεχνᾶτε δὲ ὅτι τὸν Νῶε οἱ σύγχρονοί του... ὁ Νῶε σώθηκε, ἔ; Εἶπα «Νῶε», μὲ συγχωρεῖτε, ὁ Λώτ, σώθηκε, γιατί νόμιζαν οἱ γαμπροί του, οἱ ὑποψήφιοι ἄνδρες τῶν θυγατέρων του ὅτι γελοιάζει. Ἀλλὰ καὶ τὸν Νῶε τὸν κορόϊδευαν ὡς γελοῖον, γιατί, λέει, «μεγάλος ἦταν», ἦταν 500 ἐτῶν τότε, «κι ἔχασε τὸ μυαλό του». Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα τῶν ἁγίων μέσα εἰς τὸν κόσμον.
Ὁ ἁγιασμὸς εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι τὰ μνημεῖα ποὺ παρακινοῦν τὸν ἁγιασμό. Εἶναι οἱ ὁδοδεῖκτες τῆς κάθε πλανεμένης ἐποχῆς. Εἶναι τὰ ἀγαπημένα πρόσωπα, οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ φίλοι τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φιλία μόνον ἀνάμεσα σὲ ἁγίους μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ὁ χῶρος τους ἀποπνέει, ὁ χῶρος ὁ δικός τους ἀποπνέει εὐωδία Χριστοῦ, μύρον Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ εἶναι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, οἱ δίκαιοι, οἱ προφῆται, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Εὐαγγελισταί, οἱ μάρτυρες, οἱ ὁμολογηταί, οἱ ὅσιοι ἀσκηταί, οἱ ἀγωνισταί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἀγαπητοί, ἂς ἀκούσομε ἄλλη μία φορὰ τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι Ἐγὼ Ἅγιος εἰμί».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriak
vn_681.mp3
___________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου