Η μέθοδος του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου
Για να αποκτήσουμε αδιάλειπτη προσευχή, πρέπει να κάνουμε το εξής. Ας πούμε, ξύπνησες το πρωί. Ας ο νους σου θα ανεβάσει την προσευχή στον Θεό και θα πει: «Ευχαριστώ Συ, Θεέ μου που μου χάρισες ακόμα μια ημέρα». Θα μπορούσες να πεθάνεις. Αφού τόσοι άνθρωποι ξαπλώνουν το βράδυ και την επόμενη μέρα δεν ξυπνάνε.
Όταν πλένεσαι το πρωί, να λες: «Ευχαριστώ Συ, Κύριε, που μου έδωσες αυτό το εκπληκτικό στοιχείο, το νερό, το οποίο με καθαρίζει και είναι ευεργετικό για την υγεία των ανθρώπων». Όταν ντύνεσαι, ο νους σου ας αφιερώσει ξανά το λογισμό στον Θεό: «Ευχαριστώ, Συ, Κύριε, για αυτά τα ρούχα που καλύπτουν τη γύμνια του σώματός μου από την κακοκαιρία». Και έτσι, σε όλα, ό, τι κι αν κάνεις, έχεις ασταμάτητη προσευχή. Αυτός ο τρόπος ζωής είναι προσιτός για τον απλό άνθρωπο.
Μια φορά, ένας δόκιμος ρώτησε τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: «Πάτερ, πώς μπορεί κανείς να προσεύχεται ασταμάτητα, όταν κάθε μέρα πρέπει να δουλεύεις, να κυκλοφορείς πέρα-δώθε και ο νους σου διασκορπίζεται στις δουλειές που κάνεις;» Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε στον μαθητή: «Ο Θεός δε δίνει εντολή σε άνθρωπο που δεν μπορεί να την εκπληρώσει».
Ο Απόστολος Παύλος, επίσης, κηρύττει την άσκηση της αδιάλειπτης προσευχής. Η αδιάλειπτη προσευχή αποκτάται με αγάπη, εγκράτεια, ανύψωση του νου στον Θεό και με πνευματικό στοχασμό. Όποιος τα έχει, αυτός έχει και την αδιάλειπτη προσευχή. Αυτές οι απαιτήσεις δημιουργούν στην ψυχή μια συγκεκριμένη διάθεση, επειδή χάρη σε αυτήν την αγάπη έχεις καλές σχέσεις, πρώτα από όλα, με τον Θεό, και μετά με όλο τον κόσμο. Πρώτα από όλα, με τον Θεό, επειδή η αγάπη προς τον Θεό είναι η μεγαλύτερη ευαγγελική εντολή. Με την εγκράτεια βάζεις τάξη στην σωματική σου ζωή, επειδή χωρίς την πειθαρχία το σώμα δεν συμβάλλει στην πνευματική εξέλιξη. Με την πνευματικό στοχασμό ο νους ανυψώνεται στον Δημιουργό του και έτσι, μπαίνει κανείς σε συνεχή επικοινωνία με τον Θεό. Αυτή είναι η αδιάλειπτη προσευχή.
Η προσευχή είναι «συνομιλία ανάμεσα σε δύο προσωπικότητες
που στέκονται μπροστά η μια στην άλλη»
Όπως λένε οι πατέρες, η προσευχή είναι ανύψωση του νου προς τον Θεό, ή, όπως ισχυρίζεται ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είναι η συνομιλία του ανθρώπου με τον Θεό. Αναλύοντας αυτόν τον ορισμό της προσευχής, μπορούμε να αναρωτηθούμε: τι σημαίνει ο διάλογος ανάμεσα σε μας και τον Θεό; Είναι συνομιλία ανάμεσα σε δύο προσωπικότητες. Η προσευχή που κάνουμε προϋποθέτει αυτήν την παρουσία. Όλες οι προσευχές μας απευθύνονται στην άλλη Προσωπικότητα στον ενικό αριθμό: «Βασιλεύ Ουράνιε, ο πανταχού παρών… Ελθέ και σκήνωσον εν ηµίν».
Δηλαδή, απευθυνόμαστε στο Πρόσωπο που είναι παρών εδώ. «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου…». Το ίδιο και προς την Υπεραγία Θεοτόκο:
«Χαίρε, ευλογημένη Μαρία». Δε λέμε: «Ας χαίρεται η Μαρία». Ή προς
τους αγίους: «Όσιε πάτερ, πρέσβευε υπέρ ημών». Οι αποδέκτες αυτών των
προσευχών είναι παρόντες εδώ, μαζί μας, κι ας μην τους βλέπουμε.
Με αυτόν τον τρόπο, όλες οι προσευχές που λέμε, βασίζονται στην πεποίθηση ότι απευθύνονται όχι σε κάποιες προσωπικότητες που απουσιάζουν, αλλά στις προσωπικότητες που μας ακούν, που βρίσκονται μπροστά μας, αν και στην προσευχή δεν βλέπουμε με τα σωματικά μάτια την παρουσία τους που είναι πνευματική.
Στην περίπτωση του διαλόγου, κατά τον οποίον η μια προσωπικότητα είναι συμπαρούσα στην άλλη, πρέπει οπωσδήποτε ο άνθρωπος να είναι προσεκτικός με την προσωπικότητα, στην οποία απευθύνεται. Όταν μιλάς με κάποιον, προσέχεις αυτά που λέει και απαντάς στο μήνυμα που σου στέλνει ο συνομιλητής. Δε σκέφτεσαι άλλα πράγματα, δεν κοιτάς αλλού. Έτσι πρέπει να είναι το συναίσθημα και η ψυχική κατάσταση αυτού που προσεύχεται. Όταν σε ενδιαφέρει στον άλλον κάτι, όταν τον ικετεύεις για κάτι, όταν του ζητάς κάτι ή του διηγείσαι κάτι, δημιουργείται μέσα μια ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση, η οποία μεταδίδεται και στον συνομιλητή. Αυτό πόσο μάλλον πιο σημαντικό είναι στην περίπτωση της προσευχής, η οποία είναι διάλογος όχι με έναν άνθρωπο, αλλά με τον Θεό, με την Υπεραγία Του Μητέρα, με τους Αγίους Του.
Οι Άγιοι Πατέρες μας νουθετούν, ως προς αυτό, ως εξής: «Να είσαι προσεκτικός, όταν μιλάς με τον Θεό, να συναισθάνεσαι ότι στέκεσαι ενώπιον Του». Όταν βρίσκεσαι ενώπιον του προσώπου του Ουράνιου Βασιλιά, του Θεού, ή των Αγίων, δεν πρέπει να είσαι αδιάφορος, αναίσθητος. Αυτό που λες στον Θεό, πρέπει πρώτα να περνάει από το νου και την ψυχή σου.
Η προσευχή, για να είναι δεκτή, πρέπει να γίνεται με κατανόηση και με συναίσθημα. Η προσευχή που λέγεται μόνο με το στόμα, δεν είναι προσευχή. Είναι αμαρτία. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει για αυτό: «Μεγάλη αμαρτία είναι να προσεύχεσαι στον Θεό με αναισθησία». Είναι βεβήλωση. Καλύτερα να μην προσεύχεσαι καθόλου. Αν δεν προσεύχεσαι, φταις που δεν έκανες προσευχή στον Θεό, αν, όμως, κάνεις προσευχή με αναισθησία, με αδιαφορία, φταις που δεν τιμάς τον Θεό. Για το θράσος να λες ακατανόητα πράγματα που ειπώθηκαν με αδιαφορία, ο Θεός θα σε τιμωρήσει.
«Η αντίληψη ότι ο ησυχασμός προσφέρεται για όλους είναι λανθασμένη και μη ρεαλιστική»
Να επιστρέψουμε σε αυτό που είχε πει ο Άγιος Βασίλειος. Η μέθοδος που είχε προτείνει, είναι προσιτή και ταιριάζει στους σημερινούς ανθρώπους. Έτσι, το να λέει κάποιος ότι ο ησυχασμός είναι μέθοδος που μπορεί να εφαρμόζεται από τους σημερινούς ανθρώπους είναι λάθος. Η αδιάλειπτη προσευχή και η ησυχαστική προσευχή δεν είναι το ίδιο. Ο τρόπος με τον οποίο ένας ερημίτης κάνει την αδιάλειπτη προσευχή δεν ταιριάζει στο χριστιανό που ζει μέσα στον κόσμο. Αν αυτό ήταν δυνατόν, τότε θα γινόταν μεγάλο θαύμα: ο ησυχασμός θα μεταφερόταν στην κοινωνία. Η αντίληψη ότι ο ησυχασμός προσφέρεται για όλους είναι λανθασμένη και μη ρεαλιστική.
Κάποτε, ένας μαθητής ρώτησε έναν ερημίτη: «Πώς να είναι ο μοναχός στο κελί του;». Η απάντηση ήταν η εξής: «Ό, τι και να κάνει και ό, τι και να σκέφτεται, να είναι απολύτως σίγουρος ότι στέκεται ενώπιον του προσώπου του Θεού». Χωρίς αυτή την παραδοχή δεν μπορούμε να σωθούμε. Και ο απλός άνθρωπος και ο μοναχός, αν δεν έχουν συνείδηση ότι πάντα βρίσκονται ενώπιον του Θεού, είναι μακριά από τη σωτηρία. Χωρίς αυτό οι οποιεσδήποτε πνευματικές ασκήσεις – η νηστεία, οι μετάνοιες – δεν έχουν καμία αξία. Δηλαδή, πρέπει να έχουμε πάντα στο νου και στην καρδιά την αίσθηση της παρουσίας του Θεού.
Όταν ο άνθρωπος ζει ασυνάρτητα, όταν τον βασανίζουν τα πάθη και ο εχθρός του φέρνει αναμνήσεις αμαρτωλών λογισμών, όταν βρίσκεται σε καυγά ή σε έχθρα με κάποιον, οι λογισμοί του μίσους και της εκδίκησης δε θα τον αφήσουν σε ησυχία. Αν ο άνθρωπος κάνει παρανομίες, κλέβει, χτυπάει ή κάνει άλλα κακά, τότε ο νους του είναι απασχολημένος με τις αμαρτίες και δεν μπορεί να βλέπει τον Θεό. Δεν υπάρχει για αυτόν παρουσία Κάποιου, δεν υπάρχει τίποτα.
Η αδιάλειπτη προσευχή της αγρότισσας
Ο πατήρ Παΐσιος (Ολάρου) έφερε ως παράδειγμα την περίπτωση μιας αγρότισσας που ζούσε αυτήν την παρουσία. Στην αγιότητά του είχε έρθει να εξομολογηθεί μια γυναίκα. Τον ρώτησε: «Παππούλη, τι θα γίνει με μένα, θα σωθώ; Δεν ξέρω πολλές προσευχές απ΄ έξω, επειδή δεν με πήγαν σχολείο και δεν ξέρω να διαβάζω». Ο παππούλης την ρώτησε: «Δεν προσεύχεσαι;» Και εκείνη απάντησε: «Προσεύχομαι, βεβαίως, πώς να μην προσεύχεται ο άνθρωπος». – «Και πώς προσεύχεσαι;» - «Να, πώς προσεύχομαι. Όταν σκουπίζω το σπίτι, λέω με το μυαλό μου: ‟Κύριε, καθάρισε την ψυχή μου, όπως εγώ καθαρίζω το σπίτι”. Όταν πλένω ρούχα, ξανά λέω: ‟Πλύνε, Κύριε, την μαυρίλα των αμαρτιών μου από την καρδιά μου, ώστε να είναι όμορφη, όπως αυτά τα καθαρά και πλυμένα ρούχα”. Και ό, τι και να κάνω, λέω κάτι παρόμοιο». Στο τέλος τον ρώτησε: «Πάτερ, καλή είναι μια τέτοια προσευχή;» - και ο πατήρ Παΐσιος της απάντησε: «Από δω και στο εξής μόνο έτσι να προσεύχεσαι για όλη σου τη ζωή!» Η γυναίκα, χωρίς να το ξέρει, εφάρμοζε τη μέθοδο του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.
Αλλά, επαναλαμβάνω, για να ακολουθήσει κανείς αυτήν την μέθοδο, χρειάζεται απελευθέρωση από τα πάθη, επειδή όταν η ψυχή είναι συσκοτισμένη από τα πάθη, ο νους δεν μπορεί να ανυψωθεί, δεν μπορεί να γεννήσει σκέψεις προς τον Θεό. Οι αμαρτίες τον εμποδίζουν.
– Πώς νομίζετε, ποιος είναι ο ρόλος ανάγνωσης της «Φιλοκαλίας» και των βίων των Αγίων στην πνευματική ανάβαση του χριστιανού;
– Η ανάγνωση βιβλίων πνευματικού περιεχομένου είναι απολύτως απαραίτητη. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει σε ένα σημείο ότι η σωτηρία έχει δυο πλευρές, δυο πτυχές. Συντελείται και με τη γνώση και με το βίο. Το πουλί δεν μπορεί να πετάει με ένα φτερό.
Όταν η γνώση δεν προορίζεται για τη ζωή, είναι μόνο πληροφορία
Τα δυο φτερά της πνευματικής ζωής είναι η γνώση και η πράξη. Με τη γνώση εδώ εννοείται η κατανόηση της Θείας διδασκαλίας της Εκκλησίας. Πρέπει να ξέρουμε πώς να πράττουμε στη μετέπειτα ζωή μας. Η γνώση και η πράξη πάνε χέρι-χέρι. Δεν μπορεί το ένα χωρίς το άλλο.
Αν προσπαθείς μόνο να συγκεντρώνεις γνώσεις, ας πούμε, σπουδάζεις θεολογία και αποκτάς μόρφωση, συγκεντρώνεις πολλές πληροφορίες, χωρίς αυτές οι γνώσεις να στρέφονται στη ζωή σου ή να σχετίζονται με αυτήν, αλλά να σχετίζονται μόνο με το νου σου, τότε απλώς συγκεντρώνεις γνώσεις και μόνο. Μοιάζεις με άνθρωπο που τρέχει να προλάβει τον άνεμο. Θέλεις να τον πιάσεις, αλλά στα χέρια σου δε μένει τίποτα. Αποκτάς γνώσεις, δεδομένα, ορισμούς, αλλά αυτά δεν επηρεάζουν τη ζωή σου. Μένεις με άδεια χέρια μετά από έναν τέτοιο τρόπο εκπαίδευσης.
Υπάρχει και η αντίστροφη περίπτωση: δεν ξέρω ιδιαίτερα τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά κάνω ορισμένες πράξεις και έθιμα, σύμφωνα με την παράδοση, επειδή είναι καλό να τα κάνω. Συχνά αυτό το κάνουμε αυτόματα, μηχανιστικά. Αν δεν ξέρω, γιατί τα κάνω και το μοναδικό μου επιχείρημα είναι ότι είναι καλό να το κάνω, επειδή το κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, τότε η πράξη που κάνω δεν είναι τίποτα άλλο παρά λατρεία ειδώλων, επειδή το κάνω από συνήθεια. Είναι νεκρές πράξεις, δεν προκαλούν καμία αντίδραση στην ψυχή μου, επειδή δεν υπάρχει νόημα χάρη στο οποίο τα κάνω.
Είναι απολύτως απαραίτητες και η γνώση και η πράξη. Η αγνωσία, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες είναι μεγάλος κίνδυνος. Μαζί με τη λήθη και τη ραθυμία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κακά που παγιδεύουν την ψυχή του ανθρώπου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τα ονομάζει αυτά δεκανίκια της αμαρτίας.
Πηγή:https://gr.pravoslavie.ru/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου