Οι Γερμανοί στη Λαύρα
Δεκέμβριος του 1943. Ή Μονή τής Αγίας Λαύρας υφίσταται βαρύ πλήγμα από τους Γερμανούς κατακτητές. Ο π. Εύσέβιος έζησε από πολύ κοντά την ωμότητα τής πυρπολήσεως του Μοναστηριού και τής εκτελέσεως των πατέρων. Γεγονότα δραματικά, πού αποτέλεσαν σταθμό όχι μόνο στην Ιστορία τής Μονής άλλα και στην προσωπική του πορεία’ σκηνές φρικτές, στιγμές βαθιάς οδύνης, πού χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην καρδιά του και στη μνήμη του. Κάθε χρόνο, στη θλιβερή αυτή επέτειο, χρέος ιερό τον έφερνε στη Μονή τής Μετανοίας του, για να λάβει μέρος στη Θεία Λειτουργία και στο Μνημόσυνο των εκτελεσθέντων. .
Την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου, ανέβηκαν οί Γερμανοί στην Αγία
Λαύρα. Επισκέπτονταν συχνά το Μοναστήρι, περιεργάζονταν τα κειμήλια,
έπαιρναν το κέρασμα των μοναχών και έφευγαν. Αυτή τη φορά όμως ή
συμπεριφορά τους ήταν διαφορετική. Ό αρχηγός τους και το επιτελείο του
ανέβηκαν στο ηγουμενείο και ζήτησαν νά δουν το μοναχολόγιο. Οί
στρατιώτες δέν πήγαν όπως άλλες φορές νά δουν το Μοναστήρι, άλλα έμειναν
με τους μοναχούς κάτω στο προαύλιο. Όπως φάνηκε εκ τών υστέρων,
περίμεναν εντολή νά τους εκτελέσουν, και δέν θά γλύτωνε κανείς.
Ύστερα άπό αρκετή ώρα ό αρχηγός τους, κάποιος Τένερ, κατέβηκε. Κάθισε λίγο πιο πέρα άπό τον πλάτανο μόνος του έπι δεκαπέντε περίπου λεπτά, με σκυμμένο το κεφάλι. Προφανώς θά σκεπτόταν: «’Άν σκοτώσω πρώτα αυτούς έδώ πού έχω στά χέρια μου, θά το μάθουν οί Καλαβρυτινοί και θά φύγουν». Σφύριξε λοιπόν και έφυγαν εις φάλαγγα κατά δυάδες. Είχε ήδη καταστρώσει το εγκληματικό του σχέδιο” θά άρχιζαν άπό τά Καλάβρυτα.
Εκείνο το πρωί ό π. Εύσέβιος δέν ένιωσε κανένα φόβο, παρ’
ότι οί Γερμανοί δέν απομακρύνθηκαν στιγμή άπό κοντά τους. Μάλιστα,
φιλόξενος όπως ήταν, κρατούσε ένα μεγάλο δίσκο και τους προσέφερε ψωμί
και τυρί, κι εκείνοι, πού γνώριζαν τί θά ακολουθούσε, τον κοίταζαν
περίεργα. Άπό τή στιγμή όμως πού έφυγαν οί Γερμανοί, ένας αδιόρατος
φόβος κυριάρχησε στην ψυχή του.
Φύλαξη των κειμηλίων
Τις τελευταίες ήμερες οί κατακτητές είχαν σκορπίσει τον
όλεθρο στά γύρω χωριά. Οί πατέρες, γιά κάθε ενδεχόμενο, είχαν ήδη
αρχίσει νά ασφαλίζουν ό,τι πολύτιμο διέθετε ή Μονή. Ό π. Εύσέβιος,
δραστήριος και επινοητικός, ήταν ένας άπό εκείνους πού πρωτοστάτησαν
στην προσπάθεια αυτή. Είχε τότε και το διακόνημα τού «εκκλησιαστικού».
Συγκέντρωσε τά καλύτερα ιερά σκεύη και πολλά άπό τά κειμήλια, τά όποια
τοποθέτησε σε μιά κρύπτη του ισογείου, πού στή συνέχεια τήν έκτισε άπό
μπροστά, όπως αναφέρει και ό π. Δωρόθεος Θεοδώνης στη μαρτυρία του.
Επίσης, μαζί με τον π. Νεόφυτο έβαλαν τά καλύτερα ίερατικά άμφια, ράσα, κοντόρασα και άλλα ρούχα σέ κασέλες, τις όποιες έκρυψαν σ’ ένα λάκκο πού άνοιξαν στο περιβόλι. Τον πο λυτιμότερο θησαυρό της Μονής, τή θαυματόβρυτη Κάρα του Αγίου Αλεξίου -σύμφωνα και με τή μαρτυρία τοΰ π. Δωροθέου ό π. Εύσέβιος και ό π. Άνθιμος τήν ανέβασαν επάνω στο τέμπλο, το όποιο ήταν αρκετά φαρδύ και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ώς κρύπτη. Το Λάβαρο της Επαναστάσεως, αφού το προστάτευσαν ανάμεσα σε λαμαρίνες, το έκρυψαν στη σκεπή του Ναού·
Μέ πρόταση του Πνευματικού της Μονής π. Βασιλείου, οί πατέρες άνοιξαν μιά μεγάλη γούβα στο υπόγειο κάτω άπό τήν αίθουσα τών κειμηλίων. Τήν έκτισαν εσωτερικά γύρω γύρω και έκρυψαν έκεί τά υπόλοιπα κειμήλια. Επίσης, φύλαξαν μέσα σε μπαούλα πολύτιμα χειρόγραφα και όσα βιβλία μπόρεσαν.
Ο κίνδυνος πλησιάζει
Τήν επομένη,
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου, είχε πέσει μιά παρά ξένη καταχνιά προς τά
Καλάβρυτα. Ό π. Εύσέβιος ήταν πολύ ανήσυχος. Χωρίς νά τοΰ έχει πει
κανείς τίποτε, ένας δυνατός φόβος είχε καταλάβει τή σκέψη και τήν καρδιά
του. Πήγε νά παρακολουθήσει τά ζώα, που έβοσκαν σέ μιά πλαγιά. Ό νους
του όμως ήταν κάτω στην πόλη. «Τί νά γίνεται άραγε στά Καλάβρυτα;»
συλλογιζόταν μέ αγωνία. Θά ήταν δώδεκα και μισή το μεσημέρι, όταν
ξαφνικά, στην ησυχία της υπαίθρου, ακούει τά μυδραλλιοβόλα νά δουλεύουν
επί πέντε ώς δέκα περίπου λεπτά.Ή καρδιά του σφίχθηκε περισσότερο. «Μεγάλο κακό γίνεται στά Καλάβρυτα» σκέφθηκε.
Εν τω μεταξύ πήγαν εκεί και άλλοι πατέρες. Ατένιζαν προς την πόλη με ανησυχία. Ο ορίζοντας στο βάθος ήταν κόκκινος. Σε λίγο άκουσαν μεμονωμένους πυροβολισμούς. «Θά είναι χαριστικές βολές» είπε 0 π. Εύσέβιος, πού ήξερε από τον πόλεμο της Αλβανίας. Δύο αρχιμανδρίτες της Λαύρας, ό π. Παρθένιος και ό π. Δωρόθεος, καθηγητές θεολόγοι στο Γυμνάσιο των Καλαβρύτων, είχαν καταφύγει στην πόλη άπό το βράδυ. Μαζί τους ήταν και ο δόκιμος Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, φοιτητής θεολογίας. Ή ώρα όμως περνούσε και κανένας δεν ε!χε επιστρέψει.
Οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει αυστηρά την είσοδο και την έξοδο από τα Καλάβρυτα, και έτσι οί πατέρες δεν μπόρεσαν νά μάθουν τι ακριβώς έγινε έκεί.
Στό Μοναστήρι επικρατούσε φαινομενικά ησυχία, όμως όλοι είχαν το φόβο ότι θά έρχονταν ξανά οί Γερμανοί, με κακό σκοπό. Πολλοί σκέπτονταν νά φύγουν. Μάλιστα, ό π. Άγαθάγγελος είχε ετοιμάσει ένα μίγμα άπό καρύδια και σταφίδες και μοίραζε σέ όσους ήθελαν, γιά νά το πάρουν μαζί τους.
Σωτήρια πρωτοβουλία
Το βράδυ αποφασίσθηκε νά εξομολογηθούν όλοι οί πατέρες και τήν επομένη νά γίνει θεία Λειτουργία, γιά νά κοινωνήσουν. Ό ηγούμενος και αρκετοί μοναχοί διανυκτέρευσαν στό βουνό, και το πρωί επέστρεψαν στό Μοναστήρι γιά τή Θεία Λειτουργία.
Ξημέρωνε ή 14η Δεκεμβρίου, ήμερα Τρίτη, ιστορική γιά τήν Ιερά Μονή της Άγιας Λαύρας. Ό π. Εύσέβιος έπρεπε κανονικά νά σημάνει γιά τήν Ακολουθία στις τεσσερισήμισι. Είχε όμως μιά πολύ κακή προαίσθηση. «Έβλεπα μπροστά μου τους Γερμανούς νά δρουν» έλεγε ό Ίδιος αργότερα. Με δική του, λοιπόν, πρωτοβουλία σήμανε στις τρεις και τέταρτο. Εντούτοις, ούτε ό ηγούμενος ούτε κανείς άλλος τοΰ έκανε παρατήρηση.
Άν ό π. Εύσέβιος δεν κτυπούσε μία ώρα και πλέον ενωρίτερα, οί Γερμανοί θά τους έπιαναν όλους μέσα στό Ναό και ή Άγια Λαύρα θά αφανιζόταν. Άλλα «όλα τά κατευθύνει ή αγάπη του Θεού», όπως έλεγε ό ταπεινός Γέροντας, αναφερόμενος σ’ εκείνο το γεγονός. Είναι δύσκολο νά διανοηθεί κανείς μέ τι συναισθήματα παρακολούθησαν οί πατέρες εκείνη τή Λειτουργία, πού γιά μερίκούς επρόκειτο νά είναι και ή τελευταία. Είχε ήδη αρχίσει νά φωτίζει – ήταν περίπου επτά ή ώρα- όταν τελείωσαν και βγήκαν στό προαύλιο. Ό π. Εύσέβιος έβαλε βιαστικά σ’ ένα κοφίνι τά κα λύτερα καλύμματα της άγιας Τραπέζης κι έτρεξε νά τά κρύψει και αυτά στό περιβόλι.
Αμέσως ό ηγούμενος κάλεσε τήν Αδελφότητα σέ σύναξη, γιά ν’ αποφασίσουν τελικά τι έπρεπε νά κάνουν, σέ περίπτωση πού οί Γερμανοί θά εμφανίζονταν ξανά’ νά μείνουν στό Μοναστήρι ή νά φύγουν; Οί Γέροντες συζητούσαν, χωρίς νά καταλήγουν κάπου. Το λόγο τότε πήρε ό π. Άγαθάγγελος, ό γραμματέας τής Μονής και υπεύθυνος των συνάξεων: «Εχω διαβάσει ότι οί Ταβεννησιώτις πατέρες σέ περίπτωση βαρβαρικής επιδρομής έφευγαν πρόσωρινά άπό τά Μοναστήρια τους, έως ότου περάσει ό κίνδυνος». Αυτή ή άποψη φάνηκε καλή σέ όλους. Ή συζήτηση όμως παρατεινόταν.
Τήν ώρα πού ό ιεροδιάκονος π. Τιμόθεος πήγαινε προς τό κελλί του νά πάρει λίγη τροφή και ένα κοντόρασο γιά νά φύγει, φάνηκαν οί Γερμανοί απέναντι στά κυπαρίσσια. «Πραγαλά-πραγαλά, ένας-ένας, σάν κυνηγοί έρχονταν στη Μονή’ άθόρυβα. Είχε και ομίχλη. Τρέχει ό π. Τιμόθεος και φωνάζει: “Μάς πιάσανε οι Γερμανοί!”. Τό τι ακολούθησε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας.
Οί Μοναχοί έτρεχαν τρομαγμένοι, άλλοι άπό δω και άλλοι άπό κει. Μόλις πού πρόλαβαν νά φύγουν, όχι όμως όλοι. Ο ηγούμενος τράβηξε προς τον Προφήτη Ηλία μαζί μέ άλλους, πατέρες. Τον π. Χαρίτωνα τον έβλεπαν πού έφευγε, αλλά δεν τον πυροβόλησαν. Ό π. Εύσέβιος με τον π. Πολύκαρπο, τον ύποτατικό του Γέροντα Άγαθαγγέλου, έτρεξαν προς το περιβόλι. Τους ακολούθησε καΐ ό δόκιμος Φίλιππος. Καθώς ροβολούσαν στο μονοπάτι, ό π. Πολύκαρπος είπε: “Πάτερ Εύσέβιε, οι Γερμανοί κει πάνω!».Έπεσαν κάτω και μπουσουλώντας κρύφθηκαν κάτω άπό ένα πουρνάρι.
Οί Γερμανοί έφθασαν στο προαύλιο και φώναζαν: «Να μη φύγει κανείς! Δεν θα σας κάνουμε τίποτα. Μόνο το Μοναστήρι θα κάψουμε».
-Φωνάξτε και τους άλλους να γυρίσουν πίσω,
είπαν στους πατέρες πού βρήκαν εκεί. Ο Γ. Νεόφυτος προχώρησε προς το
Παλιομονάστηρο για το σκοπό αυτό και μπορούσε νά τους είχε ξεφύγει, όμως
γύρισε πίσω.
Πυρπόληση της Μονής και εκτέλεση των πατέρων
Ο π. Εύσέβιος, πενήντα μόλις μέτρα πιο κάτω, άκουγε τις φωνές τους. «Φασαρία, μεγάλο κακό γινόταν επάνω. Σέ λίγο άρχισαν τά φλογοβόλα. Ξύλινο το Μοναστήρι, πήρε φωτιά και άρχιζε νά τριζοβολάει. Χάλαγε ό κόσμος άπό τις οκτώ ως τις έντεκα…» διηγείτο με πόνο ψυχής.
Οι ώρες εκείνες ήταν δραματικές. Το αγαπημένο του Μοναστήρι καιγόταν και -το πιο λυπηρό- κάποιοι πατέρες είχαν μείνει πίσω, Αλλά και ό ίδιος διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο. Λίγα βήματα άν κατηφόριζαν οι Γερμανοί, θά τον έβρισκαν. Ακίνητος κάτω άπό το πουρνάρι προσευχόταν θερμά και ακατάπαυστα.
Κάποτε τελείωσαν’ το έκαψαν το Μοναστήρι. Και ξαφνικά ακούσθηκαν δεκατρείς πυροβολισμοί. «Πάτερ Πολύκαρπε, ψιθύρισε με αγωνία “φοβάμαι για τους πατέρες». Μετά άπό λίγο ακουσαν τους Γερμανούς νά φεύγουν «χασκαρίζοντας», όπως έλεγε ο Γέροντας.
Άφησαν νά περάσει κάμποση ώρα. Βγήκαν άπό το πουρνάρι και προχώρησαν προς το Μοναστήρι.Ήταν οι πρώτοι πού επέστρεφαν. Ό π. Εύσέβιος προπορευόταν. “Οταν έφθασε στο προαύλιο και κοίταξε προς τον πλάτανο, τί νά δει! «Παναγία μου!» φώναξε. Τέσσερις πατέρες σκοτωμένοι κάτω άπό τον πλάτανο” πεσμένοι ό ένας κοντά στον άλλον. Ό φύλακας τής Μονής, ό Παναγιώτης Μπράτσικας, ήταν καθιστός στο πεζούλι και έμοιαζε σάν ζωντανός άπό μακριά. Ήταν όλοι νεκροί” «ίερεία έμψυχα, ολοκαυτώματα λογικά», πού πότισαν με το μαρτυρικό αίμα τους τα αγιασμένα χώματα τής Λαύρας.
Φρίκη και σπαραγμός! Ό π. Εύσέβιος ξέσπασε σέ βουβό, ασταμάτητο κλάμα.Ήταν ό άγιος Πνευματικός του π. Βασίλειος, ό π. Άγαθάγγελος, τον όποιο τόσο θαύμαζε και σεβόταν, ό συνυποτακτικός του π. Νεόφυτος και ό π. Ευθύμιος ό παράλυτος. Όλοι εκλεκτοί και αγαπημένοι συμμοναστές του. Γονάτισε, έκανε το σταυρό του καΐ ασπάσθηκε στο μέτωπο τους μάρτυρες. Το Ίδιο έκαναν και οι άλλοι δύο.
Το Μοναστήρι δίπλα τους καιγόταν. Φλόγες και καπνοί παντού. Ή ιστορική και όμορφη Αγία Λαύρα ήταν τώρα ένας σωρός από ερείπια. Εικόνα θλιβερή, πού πρόσθετε πόνο επάνω στον πόνο τους. Παρ’ όλο πού υπήρχε κίνδυνος να ξαναγύριζαν άπό στιγμή σέ στιγμή οι Γερμανοί, εκείνοι έμειναν νά εκτελέσουν το χρέος τους.
Ό π. Εύσέβιος μαζί με τον π. Πολύκαρπο μετέφεραν με τήν κουβέρτα ένα-ένα τά ιερά λείψανα των πατέρων στο Ναό του κοιμητηρίου. Στήν τσέπη του Πνευματικού βρήκε το άγιο Αρτοφόριο με τον Αμνό τής Μεγάλης Πέμπτης. Το ασπάσθηκε με ευλάβεια και το μετέφερε στην εκκλησία, ή οποία δεν είχε καεί.
Την ίδια ημέρα μόνο εκείνοι γύρισαν στό Μοναστήρι, γιατί είχαν κρυφθεί πολύ κοντά. Την επομένη, κατά το μεσημέρι, λίγοι-λίγοι επέστρεφαν και οι άλλοι μοναχοί. «Το τι έγινε δεν περιγράφεται» διηγείτο ό Γέροντας. «Ιδίως ό ηγούμενος θρηνούσε απαρηγόρητα, πού βρήκε πέντε δικούς του ανθρώπους σκοτωμένους». Διάβασαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, ένώ δύο μοναχοί φύλαγαν έξω για το φόβο των Γερμανών. Με βαθύ πόνο ενταφίασαν τους πατέρες στον κοινό τάφο πού άνοιξαν.
«Πονέσαμε για το βίαιο και μαρτυρικό τέλος τους, άλλα και τους μακαρίσαμε, έλεγε αργότερα –εξασφάλισαν την αιωνιότητα. Τι ώραίος θάνατος μετά τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία!Μακάρι νά ήμουν κι εγώ ένας άπ’ αυτούς… Με άφησε γιά τις αμαρτίες μου ό Θεός…».
Στήν Αθήνα άλλα και στό Γεωργίτσι είχε διαδοθεί δτι μεταξύ τών εκτελεσθέντων ήταν κι εκείνος. Ό Θεός όμως, «κρεΐττόν τι προβλεψάμενος» (Έβρ. ια’, 40), είχε οικονομήσει τά πράγματα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε νά επιζήσει. Μόλις δύο μήνες πρίν, στις 11 Όκτωβρίου, είχε κοιμηθεί ό Γέροντας του, ό π. Σεραφείμ. Άπό το σημείο αυτό ξεκινάει το θαύμα της διασώσεως τοΰ π. Εύσεβίου.
«Ηταν φύσει αδύνατο, αν ζούσε ό Γέροντας μου, νά
έφευγα. Αδύνατο τών αδυνάτων! Θα έμενα κοντά του νά τον φυλάω και θά το
θεωρούσα καύχημα. Αποκλείεται νά τον άφηνα. Θά προτιμούσα νά πεθάνω μαζί
του. Θά πίστευα, μάλιστα, ότι, αν ό Γέροντας ήταν κοντά μας, δεν θά μας
έκαναν κακό οι Γερμανοί… Αφού όμως σκότωσαν τον παράλυτο στό στρώμα,
θ’ άφηναν εμάς;»
Τά θύματα πού θρήνησε ή Αγία Λαύρα ήταν συνολικά εννέα. Τέσσερις μοναχοί και ό φύλακας εκτελέσθηκαν στο Μοναστήρι, τρεις στα Καλάβρυτα και ό π. Αμβρόσιος στο μετόχι του Αγίου Αθανασίου.
Πηγή: (Από το βιβλίο: “Ιερομόναχος Ευσέβιος Γιαννακάκης”, Ιερά Μονή αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Βερίνο , Αίγιο), Αντέχουμε…, Αβέρωφ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου