Αφού ο άγιος Γρηγόριος συμπλήρωσε δεκατέσσερα χρόνια στη μονή του αρχιμανδρίτου και θείου του, τον παρεκάλεσε να συγκατανεύσει στην επιλογή από μέρους του μιας κατά μόνας κατοικίας, που θα ικανοποιούσε τις ελπίδες του για τον τέλειο μοναχικό βίο, και να κλεισθεί σ’ ένα σπιτάκι, όπου θα αφοσιωθεί πλήρως στον Θεό απαλλαγμένος από τις εξωτερικές φροντίδες.
Ο ποιμήν πείσθηκε από τα λόγια του και συγκατένευσε στην επιθυμία του, χωρίς να χρειασθεί πολλά λόγια για να πιστέψει ότι όντως ο σκοπός του αγίου ήταν σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Του επέτρεψε, λοιπόν, να κατοικήσει μέσα σ’ ένα απόκρημνο, βαθύτατο και κρεμασμένο στο χάος σπήλαιο, μέσα στο οποίο ζούσε αφοσιωμένος μόνον στον εαυτό του και στον Θεό έχοντας αποτινάξει κάθε είδος θορύβου.
✶✶✶
Στο σπήλαιο εκείνο σύχναζε πλήθος δαιμόνων, οι οποίοι ευχαριστούνταν πολύ να κατοικούν σ’ εκείνον τον τόπο, με αποτέλεσμα η διέλευση να φαίνεται δυσχερής και γεμάτη κινδύνους για όσους επρόκειτο να περάσουν από εκείνο το μέρος. Επειδή όμως η γειτονία με τον άγιο σιγόκαιγε τη φάλαγγα των δαιμόνων, προσπαθούσαν να διώξουν από εκεί τον όσιο με τρεμουλιαστή φωνή και συνεσταλμένο βουητό, λέγοντάς του τέτοια λόγια: «Φύγε από τον τόπο μας· διότι η συντροφιά μας δεν θα σε ωφελήσει». Και μαζί με τα δυσδιάκριτα και σιγανά λόγια τους απλώθηκαν κατά γης παίρνοντας τη μορφή σκορπιών και ήταν έτοιμοι να του επιτεθούν.
Όμως ο όσιος, αν και αντιλήφθηκε καλά τις προθέσεις τους, δεν τους έδωσε καμμία προσοχή. Όταν σηκωνόταν όρθιος για να προσευχηθεί, έτρεχαν στα πόδια του· όταν γονάτιζε και προσπαθούσε να στηρίξει τα δυο χέρια του στη γη, δεν δίσταζαν να προχωρούν πάνω στα χέρια του. Και δεν σταματούσαν να τον κεντούν με τα δηλητηριώδη κεντριά τους. Δεν είχαν όμως πρόθεση να καταφέρουν καίριο πλήγμα κατά του αγίου· έτσι κι αυτός λογάριαζε τις προσβολές τους σαν βέλη που τα ρίχνουν νήπια. Γιατί ήταν οπλισμένος με την πανοπλία του τιμίου σταυρού, επάνω στην οποία τους άφηνε να χτυπούν ματαίως με τη φαντασία τους και να βασανίζουν τον εαυτό τους.
Επειδή όμως δεν ήταν πρόθυμοι και ούτε ήθελαν να συγκατοικούν μαζί του για πολύν καιρό, αποφάσισαν να φύγουν από εκείνον τον υψηλό και πανοραμικό τόπο· προηγουμένως όμως μηχανεύονταν με τι είδους απειλές να τρομοκρατήσουν τον άγιο που τους έδιωχνε από το μέρος τους. Μετά από λίγο, λοιπόν, συντάχθηκαν σαν μια στρατιωτική μονάδα και κουνώντας απειλητικά στα χέρια τους δόρατα και προτείνοντας τόξα και σπαθιά στέκονταν μπροστά στο σπήλαιο επάνω από τον γκρεμό, πιστεύοντας πως θα τον αναγκάσουν να χαλαρώσει τους σκληρούς και κοπιαστικούς αγώνες του.
Εκείνος όμως οχυρωμένος ολόγυρα με τον συνήθη τύπο του σταυρού ως όπλο, γκρέμιζε και αφάνιζε τις πολιορκητικές μηχανές των αντιπάλων του, οι οποίοι φώναζαν και έλεγαν: «Αν μας διώχνουν από τα μέρη μας, σε ποιους ξένους τόπους θα μπορούσαμε να κατοικήσουμε απ’ εδώ και πέρα;». Κι έτσι φωνάζοντας έφευγαν και διακήρυτταν σ’ όλους τη δύναμη του ανθρώπου με τον οποίο είχαν συγκατοικήσει.
Ένταση των δαιμονικών προσβολών και θεία παρηγορία
Επειδή, λοιπόν, η λεγεώνα εκείνη της δαιμονικής παρατάξεως δεχόταν φοβερά πλήγματα από τις προσευχές του αγίου και ο φαντασιώδης λόχος των κερασφόρων σκορπιών υφίστατο συνεχείς ήττες και καταπατούνταν από τον όσιο, κατά την εξουσία που υποσχέθηκε ο Κύριος, όταν είπε: «Ιδού δέδωκα υμίν την εξουσίαν πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. 10:19) (σας έδωσα, δηλαδή, την εξουσία να νικάτε και να ποδοπατείτε, όλα τα όργανα του σατανά, που σαν φίδια και σκορπιοί επιβουλεύονται και δηλητηριάζουν τις ψυχές των ανθρώπων· κι ακόμη να νικάτε όλη τη δύναμη που διαθέτει ο εχθρός του ανθρώπου, ο σατανάς), χρησιμοποίησαν οι δαίμονες εναντίον του άλλο τέχνασμα· στάθηκαν μπροστά στη σπηλιά κατά την ώρα της νυκτερινής του προσευχής – γιατί ήταν η ημέρα της ετησίου και σεβασμίας μνήμης των σαράντα αθλητών του Χριστού – και με φωνή πομπώδη είπαν πως είναι οι στεφανηφόροι εκείνοι σαράντα μάρτυρες και πως ήλθαν για να του προσφέρουν κάποια χάρη. Όμως ο όσιος τους επιτίμησε και τους ανάγκασε να εξαφανισθούν.
✶✶✶
Βλέποντας οι ταλαίπωροι ότι ο όσιος δεν ενέδιδε στις ύπουλες επιθέσεις τους, πίστεψαν πως θα τον νικήσουν με μια καινούργια προσβολή. Η πορνεία ήταν ο πειρασμός που μηχανεύθηκαν· κι αυτή τον βασάνιζε σαν να του σιγόκαιγε το σώμα με πυρωμένα βέλη και ο όσιος φλεγόταν ασταμάτητα από το πάθος. Κάποτε όμως εμφανίσθηκε στο όνειρό του κάποια γυναίκα σεβάσμια και σεμνοπρεπής· υποψιάστηκε ότι έμοιαζε με τη μητέρα του· η γυναίκα τον ρώτησε: «Ποιο πάθος σε βασανίζει παιδί μου;». Κι εκείνος με το δάχτυλό του έδειχνε πως το πάθος του βρισκόταν στην περιοχή του οφαλού.
Τότε η σεμνοπρεπής εκείνη γυναίκα ακούμπησε με το χέρι της το σημείο που ο άγιος της υπέδειξε και σαν να ήταν το χέρι της κοφτερό ξίφος έσχισε πέρα για πέρα τον οφαλό του αγίου και εν συνεχεία έβαλε μπροστά στα μάτια του την αιτία του πάθους με τη μορφή σαπισμένων εντέρων και του είπε: «Να, παιδί μου, έχεις ήδη απαλλαγεί από το πάθος σου και ποτέ πια δεν θα σε ξαναενοχλήσει».
Από το βιβλίο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 31.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου