ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ [:Λουκ. 18, 9-14]
Πνευματικὰ θησαυρίσματα ἀπὸ ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ
Ἄν θέλεις νὰ συνετίσεις ἕναν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, μὴ μεταχειριστεῖς πολλὰ λόγια. Θύμισέ του μόνο τὴν ἀνθρώπινη φύση του καὶ τὴ ρήση τοῦ σοφοῦ Σειράχ: «Τί ὑπερηφανεύεται γῆ καὶ σποδός; (:Γιατί ἔχει τόση ἀλαζονεία καὶ ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη;)» [Σοφία Σειρὰχ 10,9]. Κι ἂν ἐκεῖνος σοῦ πεῖ ὅτι χῶμα καὶ στάχτη θὰ γίνει μετὰ τὸν θάνατό του, δῶσε του νὰ καταλάβει ὅτι καὶ τώρα, ποὺ ζεῖ δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο. Ἄς μὴν ξεγελιέται, βλέποντας τὴν ὀμορφιά του· ἔχοντας τὴν ὑγεία του, νιώθοντας τὴ δύναμή του, ἀπολαμβάνοντας τίς χαρὲς τῆς σύντομης ἐπίγειας ζωῆς. Χῶμα καὶ στάχτη εἶναι, «ἀφοῦ, καὶ ὅσο ἀκόμα ζεῖ, ἀρχίζει ἡ φθορὰ του» [Σοφ. σειρ.10,9: «Ὅτι ἐν ζωῇ ἔῤῥιψα τὰ ἐνδόσθια αὐτοῦ (:Διότι τοῦ ὑπερήφανου ἀνθρώπου, ἐνόσῳ ἀκόμη ζοῦσε, ἔριξα κάτω τὰ ἐντόσθιά του)»].
Ἄς παρατηρήσει ὁ καθένας μας, πόσο ἀσήμαντη εἶναι ἡ ὕπαρξή μας. Ἄς μὴν περιμένει τὴ μέρα τοῦ θανάτου του, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὴ μηδαμινότητά του. Ἄς τὴν ἀντιληφτεῖ ἀπὸ τώρα, στρέφοντας φιλοσοφημένα τὴ σκέψη του μέσα του καὶ γύρω του, στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς ἄλλους. Ἄς μὴ χάσει, ὅμως, τὸ θάρρος του, διαπιστώνοντας τὴν ἀνθρώπινη φθαρτότητα, ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε ἔτσι τὰ πράγματα ἐπειδὴ μᾶς μισεῖ, ἀλλὰ ἀπεναντίας ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾷ καὶ νοιάζεται γιά μᾶς. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μᾶς παρέχει πολλὲς ἀφορμὲς γιὰ νὰ γινόμαστε ταπεινοί. Ἀλήθεια, ἂν ὁ ἄνθρωπος, παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι πλασμένος ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς, τόλμησε νὰ πεῖ «Θὰ ἀνέβω στὸν οὐρανό» [βλ. Ἠσ. 14,13-16: «Σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βοῤῥᾶν, ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ, νῦν δὲ εἰς ᾅδην καταβήσῃ καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς. οἱ ἰδόντες σὲ θαυμάσονται ἐπὶ σοὶ καὶ ἐροῦσιν· οὗτος ὁ ἄνθρωπος ὁ παροξύνων τὴν γῆν, ὁ σείων βασιλεῖς; (:Ἐσὺ λοιπὸν ὅταν ζοῦσες, εἶπες μέ τον νοῦ σου: ''Θὰ ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, ἐπάνω στὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ θὰ στήσω τὸν θρόνο μου, θὰ καθίσω ἔνδοξος βασιλιᾶς σὲ ὄρος ὑψηλό, στὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ποὺ βρίσκονται πρὸς τὸν Βορρᾶ. Θὰ ἀνεβῶ'', εἶπες, ''ἐπάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα, θὰ γίνω ὅμοιος πρὸς τὸν Ὕψιστο Θεό''. Τώρα ἰδού, θὰ κατεβεῖς στὸν ἅδη, στὰ βάθη, ὅπου ὑπάρχουν τὰ θεμέλια τῆς γῆς. Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θὰ δοῦν τὸ κατάντημά σου, θὰ καταπλαγοῦν καὶ θὰ ποῦν: ''αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνετάρασσε καὶ τρομοκρατοῦσε τὴν οἰκουμένη, συγκλόνιζε καὶ κατεκρήμνιζε τοὺς βασιλεῖς;''»], ποῦ θὰ ἔφτανε μέ τὸ λογισμό του ἂν δὲν τὸν συγκρατοῦσε σὰν χαλινάρι ἡ ἀδύναμη φύση του;.
Ὅταν λοιπὸν δεῖς κάποιον νὰ φουσκώνει ἀπὸ ὑπερηφάνεια, νὰ τεντώνει τὸν λαιμό του, νὰ ἀνασηκώνει τὰ φρύδια του, νὰ κυκλοφορεῖ μὲ ἀκριβὰ ἁμάξια, νὰ ἀπειλεῖ νὰ κάνει κακὸ στοὺς συνανθρώπους του, πές του: «Γιατί ἔχει τόση ἀλαζονεία τὸ χῶμα καὶ ἡ στάχτη, ἀφοῦ καὶ ὅσο ἀκόμα ζεῖ, ἀρχίζει ἡ φθορὰ του;» [: Σοφ. Σειρ. 10,9].
Αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τὸν κοινὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γι᾿ αὐτὸν ποὺ κάθεται σὲ βασιλικὸ θρόνο. Μὴν κοιτᾷς τὴ βασιλικὴ πορφύρα, τὸ στέμμα, τὰ χρυσοκέντητα ἐνδύματα. Κοίτα καὶ στοχάσου τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ βασιλιᾶ. Τότε θὰ ἀναφωνήσεις καὶ ἐσὺ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη: «Πᾶσα σὰρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου (:Κάθε ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ χορτάρι καὶ ἡ δόξα του ὅλη φευγαλέα σὰν τὸ ἀγριολούλουδο)» [Ἠσ. 40,6].
Γιατί λοιπὸν ὑπερηφανεύεσαι, ἄνθρωπέ μου; Κατέβα ἀπὸ τὰ ὕψη τῆς ἀνόητης ἀλαζονείας σου καὶ ἐξέτασε τὴν εὐτέλειά σου. Χῶμα καὶ στάχτη εἶσαι, καπνὸς καὶ σκιά, χορτάρι καὶ ἀγριολούλουδο. Τί πιὸ γελοῖο ἀπὸ τὸ νὰ καμαρώνεις; Ἐξουσιάζεις μήπως πολλοὺς ἀνθρώπους; Καὶ τί ὠφελεῖσαι, ὅταν ἐξουσιάζεις ἀνθρώπους καὶ ἐξουσιάζεσαι ἀπὸ τὰ πάθη σου; Εἶσαι σὰν κι ἐκεῖνον ποὺ στὸ σπίτι του δέρνεται ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του καὶ στὴν ἀγορὰ ἐμφανίζεται καμαρωτὸς ἐπειδὴ ἔχει ἄλλους κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. Μακάρι νὰ ἤσουν ἐξουσιαστὴς τῶν παθῶν σου καὶ ὅμοιος μὲ ὅσους συναντᾷς στὴν ἀγορά. Ἄν λοιπὸν εἶναι ἀξιοκατάκριτος ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιὰ τίς πραγματικὲς ἀρετές του, δὲν εἶναι στ᾿ ἀλήθεια γελοῖος ὅποιος ὑπερηφανεύεται γιὰ πράγματα ὁλότελα τιποτένια;
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε! Ἡ ψυχή σου λιώνει ἀπὸ τὴν πιὸ φοβερὴ ἀρρώστια, τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας, κι ἐσὺ καμαρώνεις γιὰ τὰ πολλά σου χρήματα καὶ κτήματα; Μὰ ὅλα τοῦτα δὲν εἶναι δικά σου. Κι ἂν δὲν πιστεύεις στὰ λόγια μου, κοίτα τί ἔγινε μὲ ἐκείνους ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ σένα. Ἄν πάλι εἶσαι τόσο μεθυσμένος ἀπὸ τὰ πλούτη ἢ τὴ δόξα καὶ δὲν διδάσκεσαι ἀπὸ τὰ παθήματα τῶν ἄλλων, περίμενε λίγο, καὶ θὰ γνωρίσεις ἀπὸ τὸ δικό σου πάθημα τὴ ματαιότητα τῶν ἐπίγειων ἀποκτημάτων καὶ ἀπολαύσεων. Ὅταν θὰ φεύγεις ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο καὶ δὲν θὰ ἔχεις πιὰ στὴν ἐξουσία σου οὔτε μιὰν ὥρα, ὅλα ὅσα διαθέτεις, χωρὶς νὰ τὸ θέλεις, θὰ τὰ ἀφήνεις σὲ ἄλλους, ἴσως μάλιστα σὲ ἐκείνους ποὺ πρωτύτερα δὲν ἤθελες κἂν νὰ ἀντικρύσεις.
Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ ἀνθρώπινα δὲν εἶναι, θὰ τὸ ξαναπῶ, παρὰ χῶμα καὶ στάχτη καὶ καπνὸς καὶ σκιὰ καὶ ὅ,τι πιὸ μηδαμινὸ ἀπὸ αὐτά. Γιατί, πές μου, τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θεωρεῖς μεγάλο; Ἕνα πολιτειακὸ ἀξίωμα; Ποιό; Τὸ ἀξίωμα τοῦ «ὑπάτου»; Βέβαια, πολλοὶ νομίζουν ὅτι μεγαλύτερο ἀξίωμα δὲν ὑπάρχει. Ἔ λοιπόν, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀνέβηκε τόσο ψηλά, τίποτα λιγότερο δὲν ἔχει ἕνας ἄλλος, ποὺ δὲν εἶναι ὕπατος. Καὶ οἱ δύο στὴν ἴδια ἀνθρώπινη κατάσταση βρίσκονται. Καὶ οἱ δύο ὕστερα ἀπὸ λίγο δὲ θὰ ὑπάρχουν.
Πότε ἔγινε ὕπατος; Καὶ γιὰ πόσον καιρὸ ἔμεινε ὕπατος; Πές μου! Γιὰ δύο μέρες; Μὰ αὐτὸ γίνεται καὶ στὰ ὄνειρα. «Ναί, ἀλλὰ εἶναι ὄνειρα», ἀπαντᾷς. Ἔ καί; Ὅσα συμβαίνουν τὴν ἡμέρα, δὲν εἶναι ὄνειρα; Γιατί νὰ μὴν τὰ λέμε καὶ αὐτὰ ὄνειρα; Ὅπως ὅταν ξημερώσει, ἀποδεικνύεται ὅτι τὰ ὄνειρα δὲν εἶναι τίποτα, ἔτσι καὶ ὅταν νυχτώσει, ἀποδεικνύεται ὅτι τὰ γεγονότα τῆς ἡμέρας δὲν εἶναι τίποτα. Καὶ ὅπως τὴν ἡμέρα δὲν δοκιμάζει κανεὶς εὐχαρίστηση ἀπὸ τὰ ὄνειρα ποὺ εἶδε τὴ νύχτα, ἔτσι καὶ τὴ νύχτα δὲν δοκιμάζει καμίαν ἀπόλαυση ἀπὸ ὅσα ἔγιναν τὴν ἡμέρα.
Ἔγινες λοιπὸν ὕπατος; Ἔγινα κι ἐγὼ τὴ νύχτα στὸ ὄνειρό μου. «Ναί», λές, «ἀλλὰ ἐγὼ ἔγινα πραγματικά, ἐνῶ ἐσὺ φανταστικά». Καὶ τί μ᾿ αὐτό; Δὲν ἔχεις τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, ἐκτὸς ἀπό τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι λένε γιὰ σένα. «Ὁ τάδε εἶναι -ἢ ἦταν- ὕπατος», κι ἀπὸ τὴ φράση τούτη δοκιμάζεις μιὰ κενόδοξη εὐχαρίστηση. Τέλειωσε ἡ φράση; Ἐξαφανίστηκε καὶ ἡ εὐχαρίστηση. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πραγματικότητα: Τέλειωσε ἡ ὑπατεία; Ἐξαφανίστηκε ἡ δόξα.
Ἄς δεχθοῦμε, ὅμως ὅτι κάποιος ἔγινε ὕπατος καὶ ἔμεινε στὸ ἀξίωμα αὐτὸ ὄχι γιὰ δυὸ μέρες, ἀλλὰ γιὰ δύο ἢ τρία τέσσερα χρόνια. Σὲ ρωτάω, λοιπὸν ποῦ εἶναι ὅσοι διετέλεσαν ὕπατοι γιὰ δέκα χρόνια; Πουθενά. Τοὺς ξέχασαν ὅλοι. Σκέψου τώρα τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ξεχάστηκε μήπως κι αὐτός; Ὄχι. Ὀνομαστὸς ἦταν ὅσο ζοῦσε, περισσότερο ὀνομαστὸς ἔγινε ἀφοῦ πέθανε, κοσμοξάκουστος εἶναι καὶ σήμερα, τόσους αἰῶνες μετὰ τὴν κοίμησή τους. Καὶ αὐτὸ μόνο στὴ γῆ. Γιατί ποιά λόγια μποροῦν νὰ παραστήσουν τὴ δόξα καὶ τὴ λαμπρότητά του στὸν οὐρανό;
Ὅπως βλέπουμε τὰ κύματα, τὴ μιὰ στιγμὴ νὰ ἀνεβαίνουν σὲ τεράστιο ὕψος καὶ τὴν ἄλλη νὰ χαμηλώνουν, ἔτσι βλέπουμε καὶ ὅσους κυριεύονται ἀπὸ ἀλαζονεία γιὰ τὰ πλούτη τους ἢ τὴ δόξα τους, τὴ μιὰ στιγμὴ νὰ εἶναι ψηλὰ καὶ τὴν ἄλλη νὰ ταπεινώνονται ἐλεεινά. Αὐτοὺς ὑπαινίσσεται ὁ μακάριος Δαβίδ, ὅταν λέει: «Μὴ φοβοῦ, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος, ἢ ὅταν πληθυνθῇ ἡ δόξα τοῦ οἴκου αὐτοῦ· ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτὸν λήψεται τὰ πάντα, οὐδὲ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ. ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ εὐλογηθήσεται· ἐξομολογήσεταί σοι, ὅταν ἀγαθύνῃς αὐτῷ. εἰσελεύσεται ἕως γενεᾶς πατέρων αὐτοῦ, ἕως αἰῶνος οὐκ ὄψεται φῶς. καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρενεβλήθησαν τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς (:Μὴν ταράζεσαι, ὅταν ἕνας ἀσεβὴς ἄνθρωπος πλουτίζει ἢ ὅταν μεγαλώνει ἡ δόξα τοῦ σπιτιοῦ του· διότι ὅταν πεθάνει, τίποτε δὲν θὰ πάρει μαζί του ἀπὸ τὰ πλούτη του, οὔτε ἡ δόξα του θὰ κατεβεῖ μαζὶ μὲ αὐτὸν στὸν ἅδη. Ἐφόσον βέβαια ζεῖ τὸν παρόντα ἐπίγειο βίο, θὰ ἐπαινεῖται ἀπὸ τοὺς κόλακες, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ ἐπαινέσει καὶ ἐσένα, ὅταν θὰ ἐκτραπεῖς σὲ κολακεῖες καὶ ἐπαίνους πρὸς αὐτόν. Θὰ πεθάνει ὅμως καὶ θὰ μεταβεῖ νὰ συναντήσει τοὺς προγόνους του. Ποτὲ πλέον δὲν θὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Ἐνῶ ἔχει πάρει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἀνυπολόγιστη τιμὴ τῆς λογικῆς του φύσεως, δὲ συνετίστηκε, ἀλλὰ ἔταξε τὸν ἑαυτό του στὴ θέσῃ τῶν ἀνόητων κτηνῶν, ἔγινε ὅμοιος μὲ αὐτὰ κατὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ τὰ ἔνστικτα)» [Ψαλμ. 48,17]. Καλὰ λοιπὸν εἶπε ὁ Δαβίδ: «Μὴν ταράζεσαι». Γιατί ὕστερα ἀπὸ λίγο, θὰ δεῖς τὸν πλούσιο ἢ τὸν δοξασμένο νὰ εἶναι πεσμένος χάμω, νεκρὸς καὶ ἀκίνητος, γυμνωμένος ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ πάρει μαζί του. Τὰ ἀφήνει ὅλα ἐδῶ καὶ φεύγει γιὰ πάντα, φορτωμένος μόνο μὲ τὴν κακία του καὶ τίς ἁμαρτίες του.
Σωστὰ λοιπὸν τὸ πάθος αὐτὸ ἔχει ὀνομαστεῖ κενοδοξία, ποὺ σημαίνει κενή, δηλαδὴ ἄδεια, δόξα· γιατί οὐσιαστικὰ εἶναι ἄδεια, δὲν ἔχει τίποτα τὸ χρήσιμο. Εἶναι σὰν ἕνα προσωπεῖο μὲ ὑπέροχα ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά, ποὺ καθὼς εἶναι ψεύτικο καὶ κενὸ ἀπὸ μέσα, μολονότι ὡραιότερο ἀπὸ ἀληθινὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, δὲν κάνει ποτὲ κανέναν νὰ τὸ ἐρωτευθεῖ. Τέτοια εἶναι καὶ ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψη, ποὺ θέλει νὰ ἀπολαμβάνει κανεὶς ἀπὸ τὸν κόσμο, ἢ μᾶλλον πολὺ χειρότερη. Γιατί τίποτα δὲν ἀποξενώνει τόσο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν τὸν ρίχνει τόσο εὔκολα στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως ὅσο ἡ κενοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ἔπαρση, ἡ ἀλαζονεία.
Ἔχουμε ὑπερηφάνεια; Ἡ ζωή μας εἶναι ἀκάθαρτη, ἔστω κι ἂν εἴμαστε σωματικὰ ἁγνοί, ἔστω κι ἂν κάνουμε νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες. «Ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος (:Ἀκάθαρτος εἶναι μπροστὰ στὸν Θεὸ κάθε ὑπερήφανος)», λέει ἡ Ἁγία Γραφή [:Παροιμ. 16,5]. Καὶ εἶναι τόσο μεγάλο κακὸ ἡ κενοδοξία, ὄχι μόνο γιατί παρασύρει στὴν ἁμαρτία ὅσους κυριεύει, ἀλλὰ καὶ γιατί συνοδεύει συχνὰ ἀκόμα καὶ τὴν ἀρετή. Ἄν δὲν μπορέσει νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, μᾶς βλάπτει χρησιμοποιῶντας τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, καθὼς μᾶς ἀναγκάζει νὰ ὑπομένουμε τοὺς κόπους της, μᾶς στερεῖ ὅμως τοὺς καρπούς της. Δὲν εἶναι δυνατόν, ὅταν κανεὶς ἐπιθυμεῖ καὶ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ δόξα, νὰ πετύχει καὶ τίς δύο. Μπορεῖ βέβαια νὰ ἀποκτήσει καὶ τίς δύο, ὅταν ἐπιδιώκει μόνο τὴ μία, τὴν οὐράνια ἀρετή, ὁπότε εἶναι δυνατὸ νὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ δόξα. Ὅταν ὅμως ἐπιθυμεῖ καὶ τίς δύο, καμία δὲν θὰ πετύχει.
Ἐκεῖνος, δηλαδή, ποὺ κάνει μιὰ καλὴ πράξη, προσπαθῶντας νὰ κερδίσει καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, εἴτε μπορέσει νὰ ἀποκτήσει αὐτὴν τὴ δόξα εἴτε ὄχι, παίρνει τὴν ἀμοιβή του στὴν παροῦσα ζωή, καὶ καμίαν ἀνταμοιβὴ δὲν θὰ πάρει γιὰ τὴν καλή του πράξῃ στὴν ἄλλη ζωή. Γιατί; Ἐπειδὴ στέρησε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου, προτιμῶντας τὴ μικρὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ μεγάλη καὶ αἰώνια δόξα τοῦ δίκαιου Κριτῆ.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ κάποια πνευματικὴ ἀρετὴ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸ Θεό, καὶ τὴν ἀρετή του διατηρεῖ ἀκέραιη καὶ πλοῦτο ἀδαπάνητο ἀποταμιεύει στὸν οὐρανὸ καὶ παρηγοριὰ μεγάλη νιώθει ἀπὸ τὴ χρηστὴ προσδοκία τῆς μελλοντικῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτός, μαζὶ μὲ τὴ θεϊκὴ ἀνταμοιβή του, ποὺ βρίσκεται ἀσφαλισμένη στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ οὐρανοῦ, θὰ γνωρίσει, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, καὶ τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Γιατί τότε ἀπολαμβάνουμε ἄφθονη τὴ δόξα, ὅταν ἀδιαφοροῦμε γι᾿ αὐτήν, ὅταν δὲν τὴν ἐπιζητοῦμε.
Ἔτσι λοιπὸν ὅλα τὰ κερδίζει ὅποιος ταπεινὰ κάνει τὸ καθετὶ γιὰ τὸν Θεό, καὶ ὅλα τὰ χάνει ὅποιος ὑπερήφανα ἐπιδιώκει τὴν τιμὴ τῶν ἀνθρώπων.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Θέματα ζωῆς (ἀπὸ τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου), τόμος Β΄, Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ωρωπὸς Ἀττικῆς 2010, σελ. 29-35.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου