[ἐκφωνήθηκε στὶς 23-2-2002]
Β΄ ἔκδοσις
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν μνήμην τοῦ ἀποστολικοῦ Πατρὸς καὶ ἱερομάρτυρος ἁγίου Πολυκάρπου. Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος ἐγεννήθῃ κατὰ τὸ τρίτον τέταρτον τοῦ 1ου αἰῶνος στὴ Σμύρνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὴν ἑλληνικὴ Σμύρνη· γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα εἶναι ἑλληνικόν: Σμύρνη. Ἐχειροτονήθῃ ἐπίσκοπος Σμύρνης ὑπὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ἀγωνίστηκε δὲ πάρα πολὺ ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ μάλιστα κατὰ τῶν Γνωστικῶν. Οἱ Γνωστικοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἑνώσουν ὅλες τίς θρησκεῖες. Δηλαδή, ἕνας συγκρητισμός. Πανομοιοτύπως πανομοιότυπα ὅ,τι ἔχουμε σήμερα. Σήμερα ἐπικρατεῖ ὁ Γνωστικισμός.
Καὶ ὁ ἅγιος Πολύκαρπος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ πολέμησε τὸν Γνωστικισμόν. Ἕνας κύριος θὰ λέγαμε, εἰσηγητὴς τοῦ Γνωστικισμοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία μας ἦταν ὁ Μαρκίων. Καὶ νὰ φανταστεῖτε ὅτι ἦταν γιὸς ἐπισκόπου...
Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος ἐμαρτύρησε στὴ Σμύρνη, ἐπὶ ἀνθυπάτου Ἀσίας Στατίου Κοδράτου καὶ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου Πίου κατὰ τὸ 156 στὶς 23 Φεβρουαρίου. Σώζεται μιὰ δική του ἐπιστολὴ πρὸς Φιλιππησίους. Ἐγράφῃ ἀκόμη καὶ τὸ μαρτυρολόγιό του, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο στὸ εἶδος του. Μέσα σ᾿ αὐτό, στὸ μαρτυρολόγιο, βλέπει κανεὶς τὸ πνευματικὸν ὕψος τοῦ ἀνδρός. Ἐγράφῃ ἀκόμη καὶ μία ἐπιστολὴ πρὸς αὐτόν, πρὸς τὸν ἅγιον Πολύκαρπον, ἀπὸ τὸν ἅγιον Ἰγνάτιον, ἐπίσκοπον Ἀντιοχείας, καθ᾿ ὁδὸν τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου πρὸς Ρώμην, γιὰ νὰ μαρτυρήσει· ποὺ ἐρίφθη εἰς τὰ θηρία κ.λπ.
Ὅταν πλησίαζε στὴ Σμύρνη, ἐκεῖ τοῦ ἔστειλε μίαν ἐπιστολήν, ποὺ ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Σμύρνης, ὅπως σᾶς εἶπα. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου πρὸς τὸν ἅγιον Πολύκαρπον εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἐγκωμιασμὸν ἀπόλυτα δίκαιον πρὸς τὸ πρόσωπον τοῦ ἁγίου πατρός, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ παραινέσεις. Θαυμάσια ἐπιστολή! Σᾶς συνιστῶ, ἂν κάπου τὴ βρεῖτε, νὰ τὴ διαβάσετε. Εἶναι στὸν τόμο τῶν ἀποστολικῶν πατέρων. «Ἀποστολικοὶ πατέρες» λέγονται ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στάθηκαν κοντά, στὴν ἐποχὴ δηλαδή, τῶν Ἀποστόλων. Ἀποστολικοὶ πατέρες. Μετὰ ἔχομε ἁπλῶς τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς πρὸς τοὺς ἐγκωμιασμοὺς ποὺ τοῦ γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ἀκοῦστε: «Ἰγνάτιος, ὁ καὶ Θεοφόρος, Πολυκάρπῳ ἐπισκόπῳ ἐκκλησίας Σμυρναίων, μᾶλλον ἐπισκοπημένῳ ὑπὸ Θεοῦ Πατρὸς καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδὴ «Ἐγὼ ὁ Ἰγνάτιος, ὁ καὶ Θεοφόρος, γράφω σὲ σένα»- εἴδατε, εἶναι ὁ γνωστὸς τύπος ἀρχαίας ἐπιστολῆς, ἀπὸ τὸ σχολεῖο τὸ ξέρομε αὐτό, σᾶς θυμίζω: «Ἀλέξανδρος Ἀριστοτέλει χαίρειν»· αὐτὸς εἶναι ὁ ἐπιστολικὸς τύπος. «Καὶ ὁ ὁποῖος ἐπίσκοπος σὺ ποὺ εἶσαι ἐπίσκοπος, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπισκοπεῖσαι ἀπὸ τὸν Θεόν»· δηλαδὴ «μᾶλλον εἶσαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπισκοπεῖσαι ἀπὸ τὸν Θεόν, δηλαδὴ εἶσαι εἰς τὴν δική Του την εὔνοιαν».
Ἀκόμα τοῦ γράφει: «Κατὰ πάντα σοῦ ἀντίψυχον ἐγὼ καὶ τὰ δεσμά μου, ἅ ἠγάπησας». «Εἶσαι μὲς στὴν καρδιά μου» δηλαδή, «καὶ τὰ δεσμά μου, δηλαδὴ ποὺ εἶμαι κρατούμενος, φυλακισμένος, ποὺ τόσο πολὺ ἔχεις ἀγαπήσει». Ἀκόμη τὸν ἀποκαλεῖ «θεομακαριστότατον». «Πολύκαρπε», τοῦ γράφει, «θεομακαριστότατε». Αὐτὰ εἶναι τὰ ἐγκώμια μέσα στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου ὑπὲρ τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου. Ὅμως, τοῦ γράφει ὄχι λίγες παραινέσεις -δὲν ἦταν κάτι ποὺ θὰ λέγαμε, θὰ μποροῦσε νὰ παρεξηγηθεῖ ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπειδὴ ἕνας ἄλλος ἐπίσκοπος τοῦ δίνει παραινέσεις- συμβουλὲς δηλαδή. Κάθε ἄλλο. Εἶχαν ταπείνωση καὶ ὅταν ὁ ἄλλος ἦταν ἕτοιμος νὰ δώσει μιὰ παραίνεση, μιὰ συμβουλὴ ὁ ἀποδέκτης ἀπεδέχετο εὐχαρίστως. Καὶ ἔχει πάρα πολὺ σπουδαῖες καὶ ὡραῖες παραινέσεις καὶ ἐπιτρέψατε μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς νὰ δοῦμε καὶ νὰ ἀναλύσουμε.
Τοῦ γράφει: «Ὁ καιρὸς ἀπαιτεῖ σε»· δηλαδή, «Ὁ καιρὸς σὲ χρειάζεται, ἡ ἐποχή μας σὲ ἀπαιτεῖ, σὲ χρειάζεται». Οἱ δύσκολοι καιροὶ πράγματι ἀπαιτοῦν τοὺς θαυμαστοὺς καὶ πνευματικοὺς ἀνθρώπους νὰ στέκονται ὄρθιοι γιὰ νὰ μποροῦν νὰ στηρίζουν καὶ τοὺς ἄλλους. Σᾶς εἶπα ἡ τότε ἐποχὴ μὲ τὴ σημερινὴ ἐποχὴ εἶναι ἀντίγραφον. Ποιοὶ θὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἄντρες οἱ ὁποῖοι θὰ σηκωθοῦν -ἐκ τῶν κληρικῶν ἐννοεῖται- καὶ νὰ μιλήσουν ἐναντίον τοῦ Γνωστικισμοῦ, ἐναντίον τοῦ Συγκρητισμοῦ; Ἀλλὰ βλέπετε, κοινὲς προσευχές, κοινὲς συναντήσεις, λέμε «διαθρησκειακὲς συναντήσεις»... Τί πράγματα εἶναι αὐτά; Τί πράγματα εἶναι αὐτά; «Σὲ ἀπαιτεῖ» λοιπὸν «ὁ καιρός. Ἡ ἐποχή μας σὲ ἀπαιτεῖ». Ἡ τότε. Καὶ ἡ τώρα! Ποιοὶ θὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ ὀρθώσουν πραγματικὰ τὸ ἀνάστημά τους; Ποιοὶ θὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἔχουν ἐκκοσμικευμένον φρόνημα;
Καὶ προχωροῦμε: «Τοὺς καιροὺς καταμάνθανε. Τὸν ὑπὲρ καιρὸν προσδόκα, τὸν ἄχρονον, τὸν ἀόρατον, τὸν δι ̓ ἡμᾶς ὁρατόν, τὸν ἀψηλάφητον, τὸν ἀπαθῆ, τὸν δι ̓ ἡμᾶς παθητόν, τὸν κατὰ πάντα τρόπον δι ̓ ἡμᾶς ὑπομείναντα». Δηλαδὴ ὄχι «μάνθανε», ἀλλὰ «καταμάνθανε». Δηλαδὴ «νὰ μελετᾷς πολὺ ἐπισταμένα», τί; Τοὺς καιρούς. Μελέτα τοὺς καιρούς. Ἐπισταμένα. Καὶ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς καιρούς, πάνω ἀπὸ τὸν χρόνον, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, προσδόκα. Νὰ Τὸν περιμένεις. «Τὸν ἄχρονον», Αὐτὸν ὁ Ὁποῖος ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνον, «τὸν ἀόρατον», Αὐτὸν ὁ Ὁποῖος ἔγινε γιά μᾶς ὁρατός· δηλαδὴ ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀψηλάφητος· Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀπαθὴς καὶ γιὰ μᾶς ἔγινε παθητός· «τὸν κατὰ πάντα τρόπον δι ̓ ἡμᾶς ὑπομείναντα», «καὶ ὑπέμεινε γιὰ μᾶς μὲ κάθε τρόπο».
Πράγματι, ἀγαπητοί μου, ἡ μελέτη τῶν πνευματικῶν καιρῶν εἶναι ἀναγκαιοτάτη. Αὐτὴ ἡ ἐσχατολογικὴ ἐνατένισις σήμερα λείπει ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς μας. Κι ὅταν κανεὶς ἀσχολεῖται μὲ αὐτήν τὴν -σᾶς εἶπα- ἐσχατολογικὴν ἐνατένισιν, οἱ ἄλλοι τὸν λέγουν ὑπερβολικόν, τὸν λέγουν φανατικὸν ἢ ὅ,τι ἄλλο. Πρῶτα πρῶτα, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐνατενίζει τὰ ἔσχατα δὲν ἁμαρτάνει, ἀποφεύγει τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὕστερα εἶναι σὲ κατάστασιν ἀφυπνίσεως, σὲ κατάστασιν ἐγρηγόρσεως, καὶ εἶναι πολὺ ἀπαραίτητο αὐτό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶπε τὰ ἑξῆς, εἶναι στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον. «Ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν -δηλαδὴ τὸν μετεωρολογικὸ καιρό. «Νά! Τὸ πρωί» -λέει καὶ πιὸ πολλὰ ἐκεῖ- «τὸ πρωὶ λέτε εἶναι κόκκινη ἡ ἀνατολή, θά ᾿χομε καλὸ καιρὸ ἢ θὰ ᾿χομε κακὸ καιρό» -κι ἐμεῖς τὸ κοιτάζουμε αὐτό· ὅταν ἡ δύσις εἶναι κόκκινη καὶ δὲν ἔχει σύννεφα κ.λπ. λέμε: «Αὔριο θὰ ἔχομε ὡραῖο καιρό!»-, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι;». «Τὰ σημεῖα ὅμως τῶν καιρῶν δὲν μπορεῖτε νὰ τὰ γνωρίζετε; Δηλαδὴ δὲν ἔχετε ἐσχατολογικὴν ἐνατένισιν;». Ἐλέγχει ὁ Κύριος. Οἱ καιροὶ λοιπὸν εἶναι ἔσχατοι, περισσότερον ἔσχατοι ἀπὸ χθές. Κάθε μέρα ποὺ περνᾷ εἶναι μία μέρα κοντύτερα εἰς τὸ τέλος. Τὸ ἀκούσατε; Κάθε μέρα ποὺ περνάει εἶναι μία μέρα κοντύτερα εἰς τὸ τέλος. Ἔχουν περάσει 2000 χρόνια. Ἡ αὐριανὴ μέρα εἶναι ἀκόμη πιὸ κοντὰ εἰς τὸ τέλος. Αὐτοὶ λέγονται «ἔσχατοι καιροί». Πρέπει λοιπὸν νὰ ἀτενίζομε πάντοτε πρὸς τὰ ἔσχατα, γιὰ νὰ διατηροῦμε ἀκμαῖα τὴν πνευματικότητά μας. Καὶ νὰ περιμένομε τὸν Κύριο νὰ ἔλθει. Ἐκεῖνοι ποὺ θὰ Τὸν ὑποδεχτοῦν, θὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἔχουν ἀκέραιο τὸ φρόνημά τους γιὰ τὸν Κύριο καὶ θὰ εἶναι ἄγρυπνοι. Κι αὐτὸ εἶναι σπουδαῖο. Σὲ πολλὰ σημεῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸ λέει. Μάλιστα ἰδιαίτερα στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ὅτι «Ὁ Κύριος ἔρχεται» ἢ «Ὁ Κύριος ἐγγύς».
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε, ὅμως, καὶ μερικὲς ἀκόμα παραινέσεις. Εἶναι μιὰ δέσμη, μεγάλη δέσμη, ἀπὸ ὡραῖες προτροπές. Γράφει στὸν ἅγιο Πολύκαρπο ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος: «Πάντας παρακαλεῖν, ἵνα σώζονται»· τοῦ λέγει «Φρόντιζε» -τώρα βέβαια αὐτὸ τὸ ἀπαρέμφατο ποὺ ἔχει ἐκεῖ εἶναι γιατί ἔχει κάποια προηγούμενα εἰς τὴν σύνταξη τοῦ λόγου- ὅτι δηλαδὴ «Ὅλους νὰ τοὺς παρακαλεῖς νὰ σωθοῦν». Πουθενὰ βία. Καμία βία. Ἀλλὰ πάντοτε τὸ στοιχεῖον τῆς παρακλήσεως. «Σὲ παρακαλῶ, ἄνθρωπέ μου, ἀδελφέ μου, πρόσεξε νὰ δεῖς λιγάκι, θέλω νὰ σωθεῖς, πρέπει νὰ σωθεῖς». Τί θὰ πεῖ νὰ σωθῶ; Ἐξηγοῦμαι. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ ὅμως πάντοτε μὲ τὸ στοιχεῖο τῆς παρακλήσεως.
Πολλὲς φορὲς ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὴν παράκλησιν στὸ ποιμαντικό του ἔργο. «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἀδελφοί, -εἴδατε «παρακαλῶ» σπανίως θὰ βάλει τὴ λέξη «ἐντέλλομαι», δηλαδὴ «σᾶς παραγγέλλω»- πάντοτε βάζει τὴν παράκλησιν· μὲ σκοπὸ βέβαια τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων. Κι ὁ ἄλλος τὸ καταλαβαίνει αὐτό, τὸ βλέπει καὶ πείθεται περισσότερο ἐὰν ἐννοήσει ὅτι ἐμεῖς κινούμεθα ἀπέναντί του γιὰ τὸ δικό του βέβαια τὸ συμφέρον.
Ἀκόμη γράφει: «Πάντας βάστασαι ὡς καὶ σὲ ὁ Κύριος». «Ὅλους νὰ τοὺς κρατᾷς, ὅπως καὶ σὲ σένα σὲ κρατάει ὁ Κύριος». Ὅταν βάζουμε τὸ ρῆμα «βαστάζω» πάντοτε ὑπονοοῦμε ὅτι πρόκειται περὶ βάρους. Δὲν λέμε «σηκώνω»· τὸ «σηκώνω» ἁπλῶς ἢ παίρνω ἕνα ποτήρι στὰ χέρια μου, δὲν εἶναι τίποτε αὐτό, δὲν καταβάλλω κανένα κόπο. Ποτὲ δὲν λέμε «βαστάζω ἕνα ποτήρι» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δείχνει κόπο, δείχνει βάρος. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ποὺ παίρνω τὴν παραγγελία νὰ τὸν βαστάζω, εἶναι βαρύς. Ἔχει τὰ προβλήματά του, ἔχει τίς ἁμαρτίες του καὶ αὐτὸν πρέπει ἐγὼ τώρα νὰ τὸν βαστάξω. Καὶ αὐτὸ λέει τώρα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος στὸν Ἅγιο Πολύκαρπον. «Ἐξάλλου», τοῦ γράφει, «καὶ ὁ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ βαστάζει ἐσένα»· διότι πράγματι, ἀγαπητοί μου, τὸν καθένα ἀπό μᾶς ὁ Κύριος μᾶς βαστάζει. Κι ἐμεῖς ὀφείλομε νὰ βαστάζομε τοὺς ἀδελφούς. Εἶναι μιὰ ὡραία μορφὴ ἀγάπης.
Ἐξάλλου εὐθὺς θὰ πεῖ: «Πάντων ἀνέχου -τὸ λέει λίγο πιὸ κάτω- ἐν ἀγάπῃ». «Ὅλους», λέει, «νὰ τοὺς ἀνέχεσαι μὲ ἀγάπη». Ὁ καθένας ἔχει τίς ἰδιοτροπίες του, τὸν τρόπο του. «Ὅλους», λέγει, «νὰ τοὺς ἀνέχεσαι μὲ ἀγάπη». «Ὥσπερ καὶ ποιεῖς»· «ὅπως καὶ τὸ κάνεις»· λέγει εἰς τὸν ἅγιον Πολύκαρπον.
Καὶ ἀκόμη πιὸ κάτω θὰ γράψει: «Τὰς νόσους βάσταζε». Ἔχομε νοσηροὺς ἀνθρώπους. Ὄχι μὲ τὴν κοινὴ ἀρρώστια, ἀλλὰ νὰ ἔχουν νοσηρὸ χαρακτῆρα, νὰ εἶναι ἄνθρωποι κακότροποι. «Ὅλους αὐτούς», λέγει, «νὰ τοὺς βαστάζεις, νὰ τοὺς ἀνέχεσαι». Μὲ ποιὰν ἔννοια; Νὰ τοὺς βοηθήσεις νὰ σωθοῦν.
Ἀκόμη τοῦ γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου: «Προσευχαῖς -δοτικὴ πληθυντικοῦ- σχόλαζε ἀδιαλείπτοις». Δηλαδὴ «νὰ καταγίνεσαι χωρὶς διάλειμμα μὲ τίς προσευχές». Γιατί; Διότι ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ κινητήριος δύναμις ὅλων τῶν προτροπῶν. Θὲς νὰ πετύχεις κάτι ἀπὸ μιὰ προτροπὴ ποὺ πῆρες; Μὲ τὴν προσευχὴ θά τὴν πραγματοποιήσεις. Θὰ κάνεις προσευχή. Γι᾿ αὐτό, ὅταν δὲν ἔχουμε τίποτα νὰ προσφέρουμε στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐμεῖς, σήμερα, ξέρετε τί λέμε; Ἔρχεται κάποιος καὶ μοῦ λέει ἕνα σωρὸ προβλήματά του. Δὲν ἔχω τίποτε νὰ τοῦ προσφέρω ἰδιαίτερο παρὰ μόνο αὐτό: «Ἀδελφέ μου, θὰ προσευχηθῶ γιὰ σένα». Μὴν τὸ πάρετε ὅτι εἶναι μικρὸ αὐτό. Εἶναι πολὺ μεγάλο. Ἀφοῦ δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο... «Ὅ ἔχω, τοῦτο σοὶ δίδωμι», ποὺ εἶπε κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος σὲ ἐκεῖνον τὸν κουτσὸ ἄνθρωπο ποὺ ἦταν στὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος. «Ἐκεῖνο ποὺ ἔχω, σοῦ δίνω». Τί εἶχε ὁ ἀπόστολος Πέτρος; «Ἔ, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», τοῦ λέει, «σήκω καὶ περπάτα». Δὲν εἶναι πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ νὰ ἔδινε ἕνα νόμισμα, ἔστω καὶ χρυσοῦν; Κι ἐμεῖς δὲν ἔχομε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ τοῦ ποῦμε: «Θὰ προσευχηθοῦμε εἰς τὸν Κύριον γιὰ σένα νά σὲ βοηθήσει καὶ νὰ σὲ ἐλεήσει ὁ Κύριος».
Γι᾿ αὐτό, ὅπως λέγει ἕνας Πατέρας, ὅτι «θεωρῶ ἁμαρτία νὰ μὴν προσευχηθῶ γιά σᾶς». «Τὸ θεωρῶ ἁμαρτία νὰ μὴν προσευχηθῶ γιά σᾶς». Πρέπει λοιπὸν νὰ προσευχόμεθα γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἐκεῖνο δὲ τὸ «ἀδιαλείπτοις», δηλαδὴ ἀδιάλειπτα, χωρὶς διάλειμμα, πάντα, διαρκῶς, νὰ προσευχόμεθα γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουνε πολλὲς ἀνάγκες. Βρίσκονται μέσα σὲ ἕνα ὄχι πέλαγος, ὠκεανὸ καταστάσεων καὶ παλεύουν ἐκεῖ μέσα, μὲς στὰ κύματα καὶ μέσα στὶς τρικυμίες τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Μὲ τὰ πάθη τους, μὲ τὰ πάθη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων... Ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐμεῖς ὀφείλομε γι᾿ αὐτοὺς πάντοτε νὰ προσευχόμεθα.
Ἀκόμη τοῦ λέγει: «Αἰτοῦ σύνεσιν πλείονα ᾗς ἔχεις». «Νὰ ζητᾷς ἀπὸ τὸν Κύριον νὰ σοῦ δίνει σύνεσιν, περισσότερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἔχεις». Ἔ, βέβαια, ὁ ἅγιος Πολύκαρπος εἶχε σύνεση, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἶχε σύνεση. «Ἔ», τοῦ λέει, «νὰ ζητᾷς πάντοτε νὰ ἔχεις σύνεση, πιὸ πολλὴ καὶ πιὸ πολλὴ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἔχεις». Εἶναι μιὰ πολὺ ὡραία προτροπὴ νὰ ἀποκτάει κανεὶς περισσοτέρα καὶ περισσοτέρα σύνεσιν. Ἀγαπητοί μου, ἡ σύνεσις εἶναι καρπὸς τῆς διακρίσεως· καὶ τῆς φυσικῆς διακρίσεως ἀλλὰ καὶ τῆς πνευματικῆς διακρίσεως, ποὺ ἡ διάκρισις ἡ πνευματικὴ εἶναι δῶρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κάποτε ὁ Κύριος ἐπέπληξε τοὺς μαθητάς Του ποὺ παρατήρησε εἰς αὐτοὺς νὰ μὴν ἔχουν σύνεσιν. Τοὺς δώδεκα μαθητάς Του. Καὶ ξέρετε τί τοὺς εἶπε; «Ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοι ἐστέ;». «Ὥστε λοιπὸν καὶ ἐσεῖς», λέγει, «εἴσαστε ἄμυαλοι; Ἀσύνετοι; Δὲν μπορεῖτε νὰ καταλάβετε;». Χριστιανός, ἀγαπητοί μου, καὶ ἀσύνετος εἶναι ποσὰ ἀσυμβίβαστα. Δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι Χριστιανὸς καὶ νὰ μὴν ἔχεις σύνεση, εἶναι ἀδύνατον. Ὕστερα, ἔγινες Χριστιανός, γιατί ξεκινοῦσες νὰ ἔχεις μίαν σύνεσιν. Καὶ ἡ χριστιανική σου ἰδιότητα σοῦ αὐξάνει καὶ σοῦ αὐξάνει διαρκῶς τὴν σύνεσιν. Καὶ ἔτσι πρέπει νὰ καταλάβομε ὅτι ἡ σύνεσις ἀκόμα ἢ προστίθεται ἢ ἀφαιρεῖται. Δὲν μᾶς συμφέρει νὰ ἀφαιρεῖται ἡ σύνεσις. Μᾶς συμφέρει νὰ προστίθεται ἡ σύνεσις. Καὶ νὰ γινόμεθα συνετότεροι καὶ συνετότεροι, περισσότερο καὶ περισσότερο κάθε μέρα.
Ἀκόμη κάτι. Λέει μιὰ ἀκόμη προτροπή. Ἔκανα μία ἐπιλογή. Ἔχει πάρα πολλὲς προτροπές. «Ὅπου πλείων κόπος, πολὺ κέρδος». Δηλαδὴ «Ὅπου ὑπάρχει περισσότερος κόπος, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ περισσότερον κέρδος». Ναί, δὲν ὑπάρχει ἀντίρρησις ὅτι ἡ διακονία τῶν ἀδελφῶν ἔχει πολὺ κόπον. Νὰ διακονεῖς τοὺς ἄλλους, νὰ διακονεῖς τὸν Κύριον, διακονῶντας τοὺς ἀδελφούς Του, ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς εἰς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον: «Μ᾿ ἀγαπᾷς πλεῖον τούτων; Μ᾿ ἀγαπᾷς πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμμαθητάς σου, ὅπως κάποτε καυχήθηκες ὅτι ἔτσι σοῦ συμβαίνει; Ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. Ποίμαινε τὰ ἀρνία μου». Ἐνθυμεῖσθε, παρὰ τῇ λίμνῃ Γεννησαρὲτ τὸ εἶπε αὐτό, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Μπορεῖς, λοιπόν, νὰ διακονεῖς τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὸν Κύριον νὰ διακονεῖς, εἶναι τὸ ἴδιο, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχει πολὺν κόπο, μὰ πάρα πολὺ κόπο. Ἀλλὰ ὅπου ὑπάρχει ὁ πολὺς κόπος, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ τὸ πολὺ κέρδος... Ἄχ νὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ξέρουμε αὐτό, νὰ τὸ ξέρουμε ὅλοι μας ὅτι θὰ πρέπει νὰ διακονοῦμε τοὺς ἄλλους, ἔστω κι ἂν κουραζόμαστε· κουραζόμαστε, δὲν ὑπάρχει ἀντίρρησις, νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε, ἁπλῶς, σὰν ἄνθρωποι, ἔχουμε ὅρια ἀντοχῆς καὶ κουραζόμαστε. Ἀλλὰ ὅμως νὰ μὴν ἀγανακτήσουμε ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Μήν τοὺς διώξουμε. Μὴν ποῦμε: «Ἄχ, φύγε ἀπὸ δῶ πέρα! Δὲν φτάνει ποὺ ἔχω ἐγὼ τὰ δικά μου προβλήματα, νὰ κουβαλάω καὶ τὰ δικά σου προβλήματα. Ἄφησὲ με ἥσυχο!». Ὄχι. Ὅπου λοιπὸν εἶναι πολὺς ὁ κόπος, εἶναι καὶ πολὺ τὸ κέρδος. Πόσο ὡραία εἶπε ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα.
Ἀγαπητοί, τί νὰ πῶ... Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Πολύκαρπος εἶναι μιὰ μεγάλη καὶ συμπαθεστάτη μορφὴ τῆς ἀρχεγόνου Ἐκκλησίας. Ὅταν τοῦ ἐζητήθῃ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸν μέσα εἰς τὸ στάδιον τῆς Σμύρνης, εἶπε: «Ὀγδοήκοντα καὶ ἕξ ἔτη δουλεύω αὐτῷ καὶ οὐδὲν μοὶ ἠδίκησεν». «Ὑπηρετῶ», λέει, «τὸν Χριστόν, ὀγδονταέξι χρόνια» -τώρα ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ γνώρισε τὸν Χριστὸν ἢ ἀπὸ τὴ γέννησή του; Αὐτὸ εἶναι ἕνα προβληματάκι...- «Σὲ τίποτε, λέει, ὁ Κύριος δὲν μὲ ἀδίκησε»· «καὶ πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τὸν βασιλέα μου, τὸν σώσαντά με;»· «καὶ πῶς μπορῶ τώρα ἐγὼ ὅπως ἐσεῖς μοῦ ζητᾶτε νὰ βλασφημήσω τὸν Κύριό μου τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος μὲ ἔχει σώσει;». Αὐτὸ εἶναι γραμμένο στὸ Μαρτυρολόγιο εἰς τὴν ἐνάτη παράγραφό του.
Καὶ γιὰ νὰ σταθοῦμε κι ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, σήμερα -σᾶς εἶπα, οἱ καιροὶ εἶναι ὄχι παράλληλοι, ταυτόσημοι μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου - σήμερα πρέπει νὰ ἔχομε τὸ μαρτυρικὸ πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ τὴ συνείδηση ὅτι ὁ Κύριος ὄχι μόνο δὲν μᾶς ἔβλαψε σὲ τίποτε, -γιατί αὐτὸ πιστεύουμε, ξέρετε· ὅτι ἦρθε ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος - ἀκοῦστε, ἀκοῦστε, ἀκοῦστε!- αὐτὸς ὁ «κακομούτσουνος ἄνθρωπος» (λένε τὸν ἀπόστολο Παῦλο...), ἐμεῖς ποὺ ἀρχίζουμε νὰ γινόμαστε νεοειδωλολάτρες, «ἦρθε» λέει «ὁ κακομούτσουνος ἄνθρωπος, ὁ Παῦλος, καὶ μᾶς χάλασε τὴν ὡραία μας θρησκεία- λέει τὴν εἰδωλολατρία- τὸν δὲ Ἰησοῦ Χριστὸν Τὸν βάζουμε στὴν ἄκρη. Δὲν Τὸν χρειαζόμαστε! Θὰ ξαναγυρίσομε εἰς τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου». Πράγματα ποὺ τὰ ἀκοῦτε εὐκαίρως ἀκαίρως. Αὐτὸ θὰ ποῦμε; Ὁ Κύριός μας, ὁ Ὁποῖος μᾶς εὐηργέτησε, γνωρίσαμε τὴν ἀλήθεια, τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ σωτηρία, ποὺ σημαίνει ἀκεραιότης καὶ μετὰ θάνατον, ἀφοῦ ἔχουμε τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τότε, πῶς μποροῦμε νὰ ὑβρίζουμε τὸν Κύριον, πῶς μποροῦμε νὰ Τὸν ἐγκαταλείψουμε;
Λοιπόν. Μιμηταὶ τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου, ἀγαπητοί μου· ποὺ σὰν κατάκαρπη ἐλαία στέκεται ἀνάμεσά μας στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ἀπομαγνητοφώνηση καὶ ἠλεκτρονικὴ ἐπιμέλεια κειμένου:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΗ:
http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/mnhmh_agivn/mnhmh_agivn_047.mp3
–> Ξεπέρασαν τις 600.000 οι υπογραφές για την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας
ΑπάντησηΔιαγραφή-> https://www.change.org/p/%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B4%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%B7-2023