Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ [:Ἰω. 12,1-18] Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ [:Ἰω. 12,1-18]

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟ

ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

«Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ (:ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, χωρὶς νὰ ἐμποδιστεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τῶν ἐχθρῶν Του, ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα ἦλθε στὴ Βηθανία, ὅπου ἔμενε ὁ Λάζαρος ποὺ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κύριος τὸν εἶχε ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Οἱ συγγενεῖς λοιπόν τοῦ Λαζάρου, ἐπειδὴ αἰσθάνονταν μεγάλο σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει, Τοῦ ἔκαναν δεῖπνο ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα ὑπηρετοῦσε. Ὁ Λάζαρος μάλιστα ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κάθονταν καὶ ἔτρωγαν στὸ τραπέζι μαζὶ Του)» [Ἰω. 12,1-2].

Αὐτὸ κυριότατα ἦταν σημεῖο τῆς πραγματικῆς του ἀναστάσεως, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ Λάζαρος μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες καὶ ζεῖ καὶ τρώει. Ἐκ τούτου εἶναι φανερὸ ὅτι στὴν οἰκία τῆς Μάρθας παρατέθηκε τὸ γεῦμα· διότι ἐπειδὴ ἦσαν φίλοι καὶ ἀγαπητοί, ὑποδέχονται τὸν Ἰησοῦ. Μερικοὶ ὅμως ὑποστηρίζουν ὅτι σὲ ξένη οἰκία ἔλαβε χώρα αὐτὸ τὸ γεῦμα.

Ἡ Μαρία ὅμως δὲν διακονοῦσε· διότι ἦταν μαθήτρια. Πάλι ἐδῶ αὐτὴ ἐνεργεῖ κατὰ τρόπο πνευματικότερο· δηλαδὴ δὲν διακονοῦσε ὡς προσκεκλημένη, οὔτε παρέχει τὴν ὑπηρεσία πρὸς ὅλους, ἀλλὰ σὲ Αὐτὸν μόνον ἀποδίδει τὴν τιμή, καὶ δὲν προσέρχεται σὲ Αὐτὸν ὡς σὲ ἄνθρωπο ἀλλὰ ὡς σὲ Θεό· διότι τὸ μύρο γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο τὸ ἔχυσε στὰ πόδια Του καὶ τὸ σφούγγισε μὲ τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς της, πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι χαρακτηριστικὰ μιᾶς γυναίκας ἡ ὁποία δὲν εἶχε περὶ Αὐτοῦ τὴν ἴδια γνώμη ποὺ εἶχαν οἱ πολλοί.

Τὴν ἐπιτίμησε ὅμως ὁ Ἰούδας, ὑπὸ τὸ πρόσχημα δῆθεν τῆς εὐλαβείας [Ἰω. 12,4-6: «ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατὶ τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν (:ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν πράξη αὐτὴ τῆς Μαρίας εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, ὁ Ἰούδας ὁ γιὸς τοῦ Σίμωνος, ὁ Ἰσκαριώτης, ἐκεῖνος ποὺ σκόπευε νὰ Τὸν προδώσει καὶ νὰ Τὸν παραδώσει στοὺς σταυρωτές Του: ''Ἀντὶ νὰ χυθεῖ καὶ νὰ σπαταληθεῖ ἄσκοπα τὸ μύρο αὐτό, γιατί δὲν πουλήθηκε στὴν τιμὴ τῶν τριακοσίων δηναρίων, δηλαδὴ τριακοσίων ἡμερομισθίων, καὶ δὲν δόθηκε τὸ ἀντίτιμό του ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς;''. Καὶ τὸ εἶπε αὐτό, ὄχι γιατί ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ διότι ἦταν κλέφτης˙ καὶ καθὼς διαχειριζόταν τὸ κοινὸ ταμεῖο καὶ εἶχε τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν, κρατοῦσε κρυφὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔριχναν σὲ αὐτό)»].

Καὶ τί τοῦ λέγει λοιπὸν ὁ Χριστός; «ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό (:ἄφησε αὐτὴν ἥσυχη καὶ μὴν τὴν κατηγορεῖς. Ἡ γυναῖκα αὐτή, σὰν νὰ προαισθανόταν ὅτι σὲ λίγες μέρες πρόκειται νὰ ἐνταφιαστῶ, φύλαξε τὸ μύρο αὐτὸ γιὰ νά μοῦ τὸ προσφέρει, προαναγγέλλοντας ἔτσι συμβολικὰ τὴν ἑτοιμασία τοῦ σώματός μου μὲ μύρο τὴν ἡμέρα τῆς ταφῆς μου)» [Ἰω. 12,7]. Ἀλλὰ γιατί ἄραγε δὲν ἔλεγξε τὸν μαθητὴ  γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶπε γιὰ τὴ γυναῖκα, οὔτε εἶπε αὐτό, τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι δηλαδὴ λόγῳ τῆς τάσεώς του νὰ κλέβει, ἐπιτιμοῦσε τὴ γυναῖκα; Ἤθελε μὲ τὴν πολλή Του μακροθυμία νὰ τὸν κάνει νὰ αἰσθανθεῖ ντροπή· διότι γνώριζε ὅτι ἦταν προδότης, ἐξαρχῆς ἔλεγξε αὐτὸν πολλὲς φορές, ὅταν εἶπε «ἀλλ᾿ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν (:ἀλλὰ εἶναι μερικοὶ ἀπό σᾶς ποὺ δὲν πιστεύουν στὰ λόγια μου, καὶ γι᾿ αὐτό, ἀντὶ νὰ ζωοποιοῦνται, σκανδαλίζονται ἀπ᾿ αὐτά)» [Ἰω. 6,64] καὶ «ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστιν (:κι ὅμως ἕνας ἀπό σᾶς, ἐπειδὴ ἔγινε ὄργανο τοῦ διαβόλου, ἐξομοιώθηκε μὲ τὸν διάβολο)» [Ἰω. 6,70]. Λοιπὸν ἔδειξε μὲν ὅτι γνωρίζει αὐτὸν ὡς προδότη, δὲν τὸν ἔλεγξε ὅμως φανερά, ἀλλὰ φάνηκε συγκαταβατικὸς καὶ τὸν συγχώρησε, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸν ὀρθὸ δρόμο.

Πῶς λοιπὸν ἄλλος Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι ὅλοι οἱ μαθητὲς εἶπαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰούδα; [Ματθ. 26,8-9: «ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠγανάκτησαν λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς (:ὅταν ὅμως τὸ εἶδαν αὐτὸ οἱ μαθητές, ἀγανάκτησαν κι ἔλεγαν: ''Γιατί νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἄσκοπη καὶ χαμένη σπατάλη τοῦ πολύτιμου αὐτοῦ μύρου; Διότι τὸ μύρο αὐτὸ μποροῦσε νὰ πουληθεῖ ἀκριβὰ καὶ τὸ ἀντίτιμό του νὰ δοθεῖ στοὺς φτωχούς'')» καὶ Μᾶρκ. 14,3: «ἦσαν δὲ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ (:ἦταν ὅμως μερικοὶ ἀπ᾿ τοὺς μαθητὲς οἱ ὁποῖοι ἰδιαιτέρως μεταξύ τους ἐξέφρασαν τὴν ἀγανάκτησή τους καὶ ἔλεγαν: ''Γιατί ἔγινε αὐτὴ ἡ ἄσκοπη σπατάλη τοῦ πολύτιμου αὐτοῦ μύρου; Διότι θὰ μποροῦσε τὸ μύρο αὐτὸ νὰ πουληθεῖ περισσότερο ἀπὸ τριακόσια δηνάρια, καὶ τὸ ἀντίτιμό του νὰ δοθεῖ στοὺς φτωχούς''. Καὶ ἐπέπλητταν τὴ γυναῖκα αὐτή)». Καὶ ὅλοι εἶπαν τὰ λόγια ἐκεῖνα, καὶ ἐκεῖνος· ἀλλὰ οἱ ἄλλοι ὄχι μὲ τὴν ἴδια ὑστερόβουλη πρόθεση.

Ἐὰν ἐπίσης κανεὶς ἐξέταζε γιὰ ποιό λόγο ἄραγε ἀνέθεσε τὸ κιβώτιο τῶν φτωχῶν σὲ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦταν κλέπτης, καὶ τὸν ἔκανε διαχειριστή τῶν χρημάτων αὐτῶν, ἐνῶ ἦταν φιλάργυρος, ἐμεῖς θὰ μπορούσαμε ἐκεῖνο νὰ ποῦμε, ὅτι τὸν μὲν ἀπόρρητο λόγο ὁ Θεὸς τὸν γνωρίζει, ἐὰν ὅμως πρέπει νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς κάποια σκέψη, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ τοῦ ἀφαιρέσει ὁποιαδήποτε δικαιολογία· διότι δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι τὸ ἔκανε αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὰ χρήματα (καθόσον μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του ἀπὸ τὸ χρηματοκιβώτιο), ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς πολλῆς πονηρίας του, ποὺ ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ τὴν ἀνακόψει, ἐπιδεικνύοντας πολλὴ συγκατάβαση ἀπέναντί του. Γι᾿ αὐτὸ δὲν τὸν κατηγοροῦσε ὅτι ἔκλεβε, ἂν καὶ βέβαια τὸ γνώριζε αὐτό, θέλοντας νὰ καταστείλει τὴν πονηρή του ἐπιθυμία καὶ νὰ τοῦ ἀφαιρέσει ὁποιαδήποτε δικαιολογία.

«Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό (:ὅταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε τὸν Ἰούδα νὰ ἐπικρίνει τὴν Μαρία, τοῦ εἶπε: ''Ἄφησέ την ἥσυχη καὶ μὴν τὴν κατηγορεῖς. Ἡ γυναῖκα αὐτή, σὰν νὰ προαισθανόταν ὅτι σὲ λίγες μέρες πρόκειται νὰ ταφῶ, φύλαξε τὸ μύρο αὐτὸ γιὰ νά μοῦ τὸ προσφέρει, προαναγγέλλοντας ἔτσι συμβολικὰ τὴν ἑτοιμασία τοῦ σώματός μου μὲ μύρο τὴν ἡμέρα τῆς ταφῆς μου'')» [Ἰω. 12,7]. Πάλι ὑπενθύμισε σὲ αὐτὸν τὴν ἰδιότητα τοῦ προδότη, ὅταν μίλησε περὶ ἐνταφιασμοῦ. Ἀλλὰ δὲν τὸν συγκινεῖ καθόλου ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τὸν Ἰούδα, οὔτε τον καθιστᾷ ἠπιότερο ἀπέναντι στὸν Διδάσκαλο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προδώσει καὶ νὰ ὁδηγήσει στὸν θάνατο, ἂν καὶ ἦταν ἀρκετὸς αὐτὸς ὁ ἔλεγχος τοῦ Κυρίου ποὺ ἔδειχνε ἔτσι καὶ ὅτι προγνώριζε τί ἐπρόκειτο σὲ λίγο νὰ κάνει ὁ Ἰούδας, γιὰ νὰ προκαλοῦσε σὲ αὐτὸν τὸν οἶκτο γιὰ τὸν Ἰησοῦ· ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς: «Ἐπαχθὴς εἶμαι γιὰ σένα καὶ ἐνοχλητικός, ἀλλὰ νὰ περιμένεις λίγο καὶ θὰ φύγω ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο». Καθόσον αὐτὸ ἐννοοῦσε ὅταν ἔλεγε «ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε (:ἐμένα δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε)» [Ἰω. 12,8].

Ἀλλὰ ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔκαμψε τὸν θηριώδη καὶ μαινόμενο μαθητή, ἂν καὶ βέβαια ἀπὸ αὐτὰ πολὺ περισσότερα καὶ εἶπε καὶ ἔκανε καὶ τὰ πόδια του τοῦ ἔνιψε ὁ Ἰησοῦς τὴν ἴδια νύκτα καὶ ἀπὸ τὴν τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τοῦ ἔδωσε νὰ φάγει μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο συνήθως καὶ τίς ληστρικὲς ψυχὲς τίς συγκρατεῖ (καὶ ἄλλα λόγια εἶπε ἱκανὰ καὶ πέτρα νὰ μαλάκωναν) καὶ αὐτὸ ὄχι πρὸ πολλοῦ χρόνου, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα γιὰ νὰ μὴ δημιουργήσει λήθη ὁ χρόνος· ὡστόσο, στάθηκε ἀσυγκίνητος ἀπὸ ὅλα ὁ Ἰούδας.[...]

«Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν (:ἀπὸ τὸ δεῖπνο λοιπὸν αὐτὸ καὶ ἀπ᾿ ὅσα συνέβησαν σὲ αὐτό, πολὺς λαὸς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔμαθε ὅτι ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὴ Βηθανία. Καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὄχι μόνο γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λάζαρο, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς νεκρούς)» [Ἰω. 12,9].

Ὅπως ὁ πλοῦτος ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν προσέχουν, συνήθως τοὺς ἐκτραχηλίζει,  ἔτσι καὶ ἡ ἐξουσία· διότι ὁ πλοῦτος μὲν ὁδηγεῖ στὴν πλεονεξία, ἐνῶ ἡ ἐξουσία στὴν ἀλαζονεία. Πρόσεχε λοιπὸν ὅτι τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων, ποὺ εἶναι ὑπὸ ἐξουσία, ὑγιαίνει, ἐνῶ οἱ ἄρχοντές του ἔχουν διαφθαρεῖ. Διότι ὡς πρός τὸ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος πίστευαν σὲ Αὐτόν, τὸ ἀναφέρουν συνεχῶς οἱ Εὐαγγελιστές, λέγοντας ὅτι «πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν (πίστεψαν σὲ Αὐτόν)» [Ἰω. 7,31], ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ὅμως δὲν πίστευαν.

Καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄρχοντες λένε, ὄχι τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, τὰ ἑξῆς: «Μὴ τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν; (:μήπως πίστεψε σὲ αὐτὸν κανεὶς ἀπ᾿ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νὰ κρίνουν τὰ θρησκευτικὰ ζητήματα, ἢ ἀπ᾿ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ τῆς ἀληθινῆς πίστεως;)» [Ἰω. 7,48]. Ἀλλὰ τί προσθέτουν; «Ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! (:Κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν πίστεψε, παρὰ μόνον αὐτὸς ὁ ὄχλος, ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμο καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὅλοι τους καταραμένοι)» [Ἰω. 7,49]. Ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πίστευαν, τοὺς ἀποκαλοῦσαν «καταραμένους», ἐνῶ τοὺς ἑαυτούς τους, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν φόνους, «συνετούς».

Καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἀφοῦ εἶδαν τὸ θαῦμα, πίστευαν πολλοί, ἐνῶ οἱ ἄρχοντες δὲν ἀρκοῦνταν μόνο στὰ δικά τους κακά, ἀλλὰ ἐπιχειροῦσαν καὶ τὸν Λάζαρο νὰ φονεύσουν [βλ. Ἰω. 12,10-11: «ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν (:μετὰ ὅμως ἀπ᾿ αὐτό, οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Λάζαρο, διότι ἐξαιτίας του πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πήγαιναν στὴ Βηθανία γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ἂν πραγματικὰ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Κι ὅταν τὸ διαπίστωναν αὐτό, πίστευαν στὸν Ἰησοῦ)»]. Ἔστω: τὸν Χριστὸ ἤθελαν νὰ Τὸν θανατώσουν, διότι κατέλυε τὸ Σάββατο, διότι ἔκαμε τὸν ἑαυτό Του ἴσο μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἐξαιτίας τῶν Ρωμαίων, κατὰ τοὺς ἰσχυρισμούς τους, ἀλλὰ τὸν Λάζαρο μὲ ποιά κατηγορία, ἤθελαν νὰ τὸν θανατώσουν; Μήπως ἄραγε τὸ ὅτι εὐεργετήθηκε ἦταν ἔγκλημα;

Βλέπεις πὼς εἶναι φονικὴ ἡ πρόθεσή τους; Καὶ ὅμως πολλὰ θαύματα ἐπιτέλεσε ὁ Ἰησοῦς, ὅμως κανένα ἀπὸ αὐτὰ τόσο πολὺ δὲν τοὺς ἐξαγρίωσε, οὔτε ὁ παράλυτος ποὺ θεραπεύθηκε, οὔτε ὁ τυφλὸς ποὺ ξαναβρῆκε τὴν ὅρασή του· διότι αὐτὸ καὶ ὡς πρὸς τὴ φύση ἦταν πιὸ θαυμαστὸ καὶ εἶχε γίνει μετὰ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα, καὶ ἦταν παράδοξο νὰ δεῖ κανεὶς ἄνθρωπο ποὺ γιὰ τέσσερις μέρες ἦταν νεκρός, νὰ περιπατεῖ καὶ νὰ ὁμιλεῖ.

Καλὰ καὶ ὡραῖα βέβαια -δὲν εἶναι;- τῆς ἑορτῆς τὰ κατορθώματα, νὰ ἀναμιγνύουν τὴν πανήγυρη μὲ φόνους...

Ἄλλωστε, στὴν περίπτωση ἐκείνη τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, θεωροῦσαν καλὸ νὰ Τὸν κατηγοροῦν γιὰ τὸ Σάββατο, καὶ ἔτσι νὰ ἀπομακρύνουν τὸ πλῆθος ἀπὸ Αὐτόν, ἐνῶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν νὰ Τὸν κατηγορήσουν γιὰ τίποτα, στρέφουν τὴν προσπάθειά τους ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θεραπεύθηκε· διότι ἐδῶ δὲν μποροῦσαν νὰ ποῦν οὔτε καὶ ὅτι ἀντιτίθεται στὸν Πατέρα· καθόσον ἡ προσευχὴ τοὺς ἀποστόμωνε [βλ. Ἰω. 11,41-42: «ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας (:μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἔβγαλαν τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρός. Ὁ Ἰησοῦς τότε ὕψωσε τὰ μάτια Του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: ''Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ συντελεστεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες. Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς. Ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουστῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα'')»].

Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ ἡ κατηγορία τὴν ὁποία διατύπωναν πάντοτε, εἶχε γίνει ἐντελῶς ἀνυπόστατη πλέον καὶ τὸ θαῦμα ἦταν καταφανές, στρέφονται πρὸς τὸν φόνο. Ὥστε καὶ στὸν τυφλὸ θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν τὸ ἴδιο καὶ νὰ ἐπιδίωκαν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν θεραπευμένο τυφλό, ἐὰν δὲν εἶχαν νὰ Τὸν κατηγορήσουν γιὰ τὸ Σάββατο. Ἄλλωστε ἐκεῖνος μὲν (ὁ τυφλὸς) ἦταν ἄσημος, καὶ τὸν ἐκδίωξαν ἀπὸ τὸ ἱερό, ὁ Λάζαρος ὅμως ἦταν ἐπιφανής· καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπό τὸ ὅτι πολλοὶ ἦλθαν γιὰ νὰ παρηγορήσουν τίς ἀδελφές του· καὶ τὸ θαῦμα συντελέστηκε παρουσία ὅλων, καὶ μὲ ἐντελῶς παράδοξο τρόπο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔτρεχαν ὅλοι νὰ δοῦν.

Αὐτὸ λοιπόν τοὺς ἐνοχλοῦσε καὶ τοὺς ἐρέθιζε, τὸ ὅτι ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει ἡ ἑορτὴ στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅλοι ἀφοῦ τὴν ἄφησαν, ἦρθαν στὴ Βηθανία. Ἐπιχείρησαν λοιπὸν νὰ φονεύσουν τὸν Λάζαρο, καὶ δὲ φαίνονταν ὅτι τολμοῦν νὰ προβοῦν σὲ σχετικὴ ἐνέργεια· τόσο αἱμοδιψεῖς ἦταν. Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ νόμος ἀπὸ αὐτὴ τὴ φράση ἀρχίζει: «Οὐ φονεύσεις» [Ἔξ. 20,13] καὶ ὁ Θεὸς διαμέσου τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, γι᾿ αὐτὸ τοὺς κατηγορεῖ: «ὅταν ἐκτείνητε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρός με, ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀφ᾿ ὑμῶν, καὶ ἐὰν πληθύνητε τὴν δέησιν, οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν αἵματος πλήρεις (:ὅταν ὑψώνετε ἱκετευτικὰ τὰ χέρια σας πρὸς ἐμένα καὶ ζητεῖτε τὴν βοήθειά μου, ἐγὼ θὰ γυρίζω ἀλλοῦ τὰ μάτια μου ἀπὸ σᾶς μὲ ἀποστροφή. Καὶ ἐὰν πολλαπλασιάσετε καὶ παρατείνετε τίς δεήσεις σας, δὲν θὰ σᾶς ἀκούσω, διότι τὰ χέρια σας εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ αἵματα ἀθώων)» [Ἠσ. 1,15].

Πῶς λοιπὸν ὁ Κύριος, ἐνῶ δὲν κυκλοφοροῦσε φανερὰ στὴν Ἰουδαία καὶ ἀναχωροῦσε στὴν ἔρημο, πάλι εἰσέρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ θάρρος; Ἀφοῦ ἔσβησε τὸν θυμό τους μὲ τὴν ἀναχώρησή Του, ἐπιστρέφει πλέον ἀφοῦ εἶχε καταπαύσει ὁ θυμός τους. Ἄλλωστε τὸ πλῆθος τὸ ὁποῖο βάδιζε μπροστὰ Του καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο Τὸν ἀκολουθοῦσε, ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ τοὺς δημιουργήσουν ἀγωνία καὶ ἀνησυχία· διότι κανένα ἄλλο θαῦμα δὲν τοὺς προσέλκυσε τόσο, ὅσο τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου.

Καὶ ἄλλος ἐπίσης Εὐαγγελιστὴς συμπληρώνει ὅτι «πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ (:καὶ καθὼς ὁ Κύριος προχωροῦσε, ἄλλοι μαθητὲς καὶ συνοδοί Του ἔστρωναν κάτω στὸν δρόμο τὰ ροῦχα τους, γιὰ νὰ περάσει πάνω ἀπὸ αὐτά)» [Λουκ. 19,36]· καὶ ὅτι «καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· τίς ἐστιν οὗτος; (:καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα, ξεσηκώθηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως λέγοντας: ''Ποιός εἶναι αὐτός;")» [Ματθ. 21,10]· μὲ τόση μεγάλη τιμὴ εἰσερχόταν στὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ.

Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ἀφενὸς μὲν προτυπώνοντας προφητεία, ἀφετέρου δὲ ἐκπληρώνοντας προφητεία, καὶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα ὑπῆρξε ἀρχὴ τῆς μιᾶς προφητείας καὶ τέλος τῆς ἄλλης· διότι τὸ μὲν «εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιῶν, ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταὶ σοι πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου (:πεῖτε στὴ θυγατέρα Σιῶν, δηλαδὴ τὴν Ἱερουσαλήμ: ''ἰδοὺ ὁ βασιλιᾶς σου, ὁ Μεσσίας, ἔρχεται σὲ σένα πρᾶος καὶ καθισμένος πάνω σὲ γαϊδούρι καὶ σὲ πουλάρι, γέννημα ζώου ποὺ μπῆκε σὲ ζυγό'')» [Ματθ. 21,5] καὶ «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιῶν· κήρυσσε, θύγατερ ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταὶ σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον (:Χαῖρε λοιπὸν παρὰ πολύ, κόρη μου Σιῶν, διαλάλησε Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται σὲ σένα δίκαιος, λυτρωτὴς καὶ σωτῆρας, πρᾶος, καθισμένος ἐπάνω σὲ ἕνα ὑποζύγιο, σὲ ἕνα νεαρὸ πουλάρι)» [Ζαχ. 9,9] ἦταν σημεῖο ἐκπληρώσεως προφητείας, τὸ νὰ καθίσει ὅμως ἐπάνω σὲ ὄνο, ἦταν πρᾶγμα ποὺ προδιατύπωνε τὸ μέλλον, ὅτι δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἔχει ὑπὸ τὴν ἐξουσία Του τὸ ἀκάθαρτο ὡς τότε γένος τῶν ἐθνικῶν [:τῶν εἰδωλολατρῶν].

Καὶ πῶς γίνεται νὰ λένε οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστὲς ὅτι ἔστειλε μαθητὲς καὶ τοὺς εἶπε «πορεύθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ᾿ αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι (:πηγαίνετε στὸ χωριὸ ποὺ βλέπετε ἀπέναντί σας, κι ἀμέσως θὰ βρεῖτε ἕνα θηλυκὸ γαϊδούρι δεμένο κι ἕνα πουλάρι μαζί του. Λῦστε το καὶ φέρτε μου καὶ τὰ δύο ἐδῶ)» [Ματθ. 21,2] καὶ Μᾶρκ. 11,2: «ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε (:πηγαίνετε στὸ ἀπέναντί σας χωριό, καὶ ἀμέσως μόλις θὰ μπαίνετε σὲ αὐτό, θὰ βρεῖτε ἕνα πουλάρι δεμένο, πάνω στὸ ὁποῖο δὲν ἔχει καθίσει κανένας ἄνθρωπος μέχρι τώρα. Λῦστε το καὶ φέρτε το ἐδῶ)», ἐνῶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δὲν λέγει τίποτε παρόμοιο, ἀλλὰ ὅτι ἀφοῦ βρῆκε ἕνα μικρὸ γαϊδουράκι, κάθισε πάνω σὲ αὐτό; Διότι καὶ τὰ δύο ἦταν δυνατὸν νὰ συμβοῦν, δηλαδὴ καὶ νὰ ἔλυσαν τὸ γαϊδουράκι οἱ μαθητές, καὶ νὰ τὸ ὁδηγοῦσαν, καὶ νὰ τὸ βρῆκε ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς καὶ νὰ κάθισε στὴ συνέχεια ἐπάνω σε αὐτό.

Καὶ ἔλαβαν τὰ βάϊα  ἀπὸ τοὺς φοίνικες καὶ τίς ἐλιὲς καὶ ἔστρωσαν τὰ ἐνδύματά τους , δείχνοντας ὅτι εἶχαν πλέον γιὰ Αὐτὸν ἀνώτερη γνώμη ἀπὸ ὅ,τι γιὰ προφήτη καὶ ἔλεγαν: «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ (:Δόξα καὶ τιμὴ σὲ Αὐτὸν ποὺ ὑποδεχόμαστε! Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς ἀντιπρόσωπός Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἔνδοξος βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ τόσο καιρὸ περιμέναμε)» [Ἰω. 12,13]. Βλέπεις ὅτι αὐτὸ προπάντων τοὺς κατέπνιγε τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, τὸ ὅτι δηλαδὴ εἶχαν πειστεῖ ὅλοι ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Θεό; Καὶ τοῦτο κυρίως δίχαζε τὸν λαό, τὸ νὰ λέγει Αὐτὸς ὅτι εἶχε ἔλθει ἐκ μέρους τοῦ Πατρός;

Τί σημαίνει λοιπὸν ἡ φράση ἀπὸ τὴν προφητεία τοῦ Ζαχαρία: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιῶν (:Νὰ χαίρεσαι λοιπὸν παρὰ πολύ, κόρη μου Σιῶν)» [Ζαχ. 9,9]; Ἐπειδὴ ὅλοι οἱ βασιλεῖς τους ἦταν κατὰ τὸ πλεῖστον ἄδικοι καὶ πλεονέκτες, καὶ αὐτοὺς τοὺς ὑπηκόους τοὺς εἶχαν παραδώσει στοὺς ἐχθρούς τους καὶ διέστρεφαν τὸ πλῆθος καὶ τοὺς παρέδιδαν ὁμήρους καὶ ὑπόλογους ἀπέναντι στοὺς ἐχθρούς, λέγει ὁ προφήτης Ζαχαρίας: «Ἔχε θάρρος· Αὐτὸς δὲν εἶναι τέτοιος, ἀλλὰ εἶναι πρᾶος καὶ ἐπιεικής· καὶ αὐτὸ καθίσταται φανερὸ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι· διότι δὲν μπῆκε μέσα στὴν πόλη ἀκολουθούμενος ἀπὸ στρατό, ἀλλὰ ἔχοντας μονάχα ἕνα γαϊδουράκι».

«Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ᾿ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ᾿ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ (:τί σημαίνουν ὅμως τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ζαχαρία δὲν κατάλαβαν οἱ μαθητές Του ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὴν ὥρα τῆς θριαμβευτικῆς Του αὐτῆς εἰσόδου, ἀλλὰ ὅταν ὁ Ἰησοῦς δοξάσθηκε μὲ τὴν Ἀνάστατη καὶ τὴν Ἀνάληψή Του. Τότε φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ θυμήθηκαν ὅτι τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Ζαχαρία ἦταν γι᾿ Αὐτὸν γραμμένα. Καὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν κάνει μιὰ τέτοια ὑποδοχὴ γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ εἶχαν συνεργαστεῖ, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν, ὥστε νὰ ἐκπληρωθοῦν ἀκριβῶς τὰ προφητικὰ αὐτὰ λόγια)» [Ἰω. 12,16].

Βλέπεις ὅτι τὰ περισσότερα σημεῖα τὰ ἀγνοοῦσαν, ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος δὲν τὰ ἀποκάλυπτε σὲ αὐτούς; Διότι καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶχε πεῖ: «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν (:γκρεμίστε τὸν ναὸ αὐτό, καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ξαναχτίσω μόνο μὲ τὴ δύναμή μου· διότι θὰ ἀναστηθῶ ἀπὸ τὸν τάφο ὡς ζωντανὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀθάνατη κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μου. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μου αὐτὴ θὰ ἀντικαταστήσει γιὰ πάντα τὸν ναό σας, ποὺ θὰ καταστραφεῖ)» [Ἰω. 2,19], οὔτε τότε ἀντιλήφθηκαν οἱ μαθητὲς τὴ σημασία τῶν λόγων Του αὐτῶν.

Ἄλλος, ἐπίσης, Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι ἦταν κρυμμένο σὲ αὐτοὺς τὸ βαθύτερο νόημα τῶν λόγων Του καὶ δὲν γνώριζαν ὅτι πρέπει Αὐτὸς νὰ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν [βλ. Μᾶρκ. 9,9-10: «καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον, εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν, πρὸς ἑαυτοὺς συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι (:καὶ ἐνῶ κατέβαιναν ἀπὸ τὸ βουνό, τοὺς πρόσταξε ὁ Ἰησοῦς νὰ μὴ διηγηθοῦν σὲ κανέναν αὐτὰ ποὺ εἶδαν, παρὰ μόνο τότε, ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν· διότι τότε δὲν θὰ ὑπάρχει κίνδυνος ἄκαιρων ἐνθουσιασμῶν τοῦ πλήθους, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως θὰ γίνει περισσότερο κατανοητὸ καὶ πιστευτό. Καὶ πράγματι κράτησαν μυστικὸ τὸν λόγο γιὰ τὴ Μεταμόρφωση. Συζητοῦσαν ὅμως μεταξύ τους τί σημασία ἔχει τὸ νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ὁ Χριστός, ἀφοῦ Αὐτὸς ὡς Μεσσίας ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν γνώρισαν θάνατο, ὅπως ὁ Ἐνὼχ καὶ ὁ Ἠλίας, καὶ συνεπῶς οὔτε Αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ πεθάνει)» καὶ Ματθ. 17,22-23: «Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα (:καὶ ἐνῶ αὐτοὶ περιόδευαν στὴ Γαλιλαία, τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πρόκειται νὰ παραδοθεῖ πολὺ σύντομα σὲ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ Τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸν θάνατό Του θὰ ἀναστηθεῖ. Καὶ οἱ μαθητὲς λυπήθηκαν πάρα πολύ)»]. Ὅμως αὐτὸ εὔλογα κρυπτόταν· καὶ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι καθένας ἀπὸ τοὺς λόγους Του ποὺ ἄκουγαν γιὰ τὴν ἐπικείμενη σύλληψη καὶ θανάτωσή Του, τοὺς γέμιζε μὲ θλίψη καὶ κατήφεια [βλ. παραπάνω, Ματθ. 17,22], λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν κατανοοῦσαν τὴ σημασία τοῦ λόγου περὶ τῆς Ἀναστάσεως ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε τὰ πάθη. Ὡστόσο αὐτὸ δίκαια κρυπτόταν, ἐπειδὴ ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τίς πνευματικὲς ἱκανότητές τους καὶ δὲν μποροῦσαν ἀκόμη νὰ ἐννοοῦν τὰ λεγόμενα· ὅμως τὸ σχετικὸ μὲ τὴν ὄνο, γιὰ ποιό λόγο δὲν ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτούς; Διότι καὶ αὐτὸ ἦταν σπουδαῖο.

Βλέπε φιλοσοφικότητα Εὐαγγελιστοῦ, πῶς δὲν ἐντρέπεται νὰ ἀναφέρει τὴν προηγούμενη ἄγνοιά τους. Ὅτι βεβαίως ἔχει γραφτεῖ ἡ προφητεία, τὸ γνώριζαν, ὅτι ἔχει γραφτεῖ ὅμως σχετικὰ μὲ Αὐτόν, δὲν τὸ γνώριζαν· διότι θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ τοὺς σκανδαλίσει τὸ ὅτι βέβαια ἐνῶ ἦταν βασιλιᾶς, ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ τέτοια πάθη καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ παραδοθεῖ. Ἐξάλλου, δὲ θὰ μποροῦσαν ἀμέσως νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ νόημα τῆς βασιλείας γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦσε· διότι καὶ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι νόμιζαν πὼς ὁ λόγος ἦταν γιὰ τὴν ἐπίγεια βασιλεία [Ματθ. 17,25].

«Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μέτ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν (:ὅλοι λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ ὅταν αὐτὸς εἶχε φωνάξει ἀπ' τὸν τάφο τὸν Λάζαρο καὶ τὸν εἶχε ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ τώρα ἦταν στὴν ὑποδοχὴ αὐτή, διηγοῦνταν καὶ διαβεβαίωναν τὸ θαῦμα τοῦ Λαζάρου σὲ ὅσους δὲν τὸ εἶχαν δεῖ)» [Ἰω. 12,17]. «Διότι δὲν θὰ μετέβαλαν», λέγει, «τόσοι πολλοὶ τὴ γνώμη τους, ἐὰν δὲν πίστευαν στὸ θαῦμα».

«Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν (:μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ αὐτὸ τοῦ λαοῦ εἶπαν οἱ Φαρισαῖοι μεταξύ τους: ''Βλέπετε ὅτι δὲν κερδίζετε τίποτε μὲ τὸ νὰ περιμένετε καὶ νὰ ἀναβάλλετε τὴ σύλληψή του; Νὰ  τώρα, ὅλος ὁ λαὸς ἐγκατέλειψε ἐμᾶς καὶ ἀκολούθησε αὐτόν'')» [Ἰω. 12,19]. Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὰ εἶναι λόγια ἐκείνων ποὺ σκέπτονταν ὑγιῶς μέν, δὲν τολμοῦσαν ὅμως νὰ τὰ ἐκφράσουν μὲ θάρρος, καὶ ποὺ ἀντιλαμβάνονταν ἀπὸ τὸ ὅλο ἀποτέλεσμα ὅτι αὐτοὶ ἐπιχειροῦν ἀκατόρθωτα πράγματα.

Καὶ «κόσμο» ὀνομάζει ἐδῶ πάλι τὸ πλῆθος· διότι γνωρίζει ἡ Γραφὴ νὰ ὀνομάζει «κόσμο» καὶ τὴν κτίση καὶ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν μὲ κακία. Καὶ τὸ μὲν πρῶτο ἐννοεῖ, ὅταν λέγει: «ἀναβλέψατε εἰς ὕψος τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ ἴδετε, τίς κατέδειξε ταῦτα πάντα; ὁ ἐκφέρων κατ᾿ ἀριθμὸν τὸν κόσμον αὐτοῦ πάντας ἐπ᾿ ὀνόματι καλέσει (:σηκῶστε ὑψηλὰ τὰ μάτια σας στὸν οὐρανὸ καὶ δεῖτε ποιός δημιούργησε καὶ κατέστησε περίλαμπρα ὅλα αὐτά; Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διατάσσει καὶ βγάζει σὰν μετρημένη καὶ τακτοποιημένη στρατιά, τὸν κόσμο τῶν ἀστέρων. Ὅλα τὰ ἀστέρια ὀνομαστικῶς θὰ τὰ καλέσει)» [Ἠσ. 40,26], ἐνῶ τὴ δεύτερη σημασία ἔχει ὅταν λέγει: «οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἐστιν (:δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ μισεῖ ἐσᾶς ὁ κόσμος, καὶ γι᾿ αὐτὸ κανεὶς δὲν σᾶς ἐμποδίζει νὰ πᾶτε ὅποτε θέλετε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐμένα ὅμως ὁ κόσμος μὲ μισεῖ, διότι ἐγὼ ἀποκαλύπτω καὶ καταγγέλλω ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι πονηρὰ καὶ τὸν ἐλέγχω γι᾿ αὐτά. Ὅταν λοιπὸν πάω στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ μὲ σκοτώσουν)» [Ἰω. 7,7]. Καὶ πρέπει ἀκριβῶς αὐτὰ νὰ γνωρίζουμε, ὥστε νὰ μὴν παρέχουμε λαβὴ στοὺς αἱρετικούς, παρεκκλίνοντας ἀπὸ τὴν κανονικὴ σημασία τῶν λέξεων κατὰ τὴ χρήση τους.

«Ἦσαν δὲ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ (:ἀνάμεσα σὲ ἐκείνους ποὺ συνήθως ἀνέβαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα ἦταν τότε καὶ μερικοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι)» [Ματθ. 12,20].

Παρευρίσκονταν στὴν ἑορτὴ οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ διότι σχεδὸν πλησίαζαν νὰ γίνουν προσήλυτοι. Ὅταν λοιπὸν διαδόθηκε ἡ φήμη ὅτι ἦλθε ὁ Ἰησοῦς, λένε: «Θέλουμε νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦ». Ὁ Φίλιππος λοιπὸν ἔρχεται πρῶτος τὸν Ἀνδρέα, ἐπειδὴ προηγεῖτο στὸ δρόμο ἀπὸ αὐτὸν καί τοῦ τὸ ἀνακοινώνει. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὸς παίρνει ἀπὸ μόνος του πρωτοβουλία· διότι εἶχε ἀκούσει τὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἔλεγε: «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε (:μὴν πᾶτε σὲ δρόμο ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ χώρα ποὺ κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, καὶ μὴν μπεῖτε σὲ πόλη ποὺ ἀνήκει σὲ Σαμαρεῖτες)» [Ματθ. 10,5]· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀφοῦ τὸ συζήτησε μὲ τὸν μαθητή, τὸ ἀναφέρει στὸν Διδάσκαλο· διότι καὶ οἱ δύο ἀνέφεραν τὸ αἴτημα αὐτὸ τῶν Ἑλλήνων σὲ Αὐτόν.

Καὶ Ἐκεῖνος τί λέγει; «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει (:ἦλθε ἡ ὥρα ποὺ ὅρισε ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιό Του, γιὰ νὰ δοξαστεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν θάνατό Του καὶ τὴν Ἀνάληψή Του, ὁπότε καὶ θὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς Μεσσίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς)» [Ἰω. 12,23]. Τί σημαίνει «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα»; Ἔλεγε «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε (:μὴ μεταβεῖτε πρὸς τοὺς ἐθνικούς)», ἀφαιρῶντας ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους κάθε πρόφαση ἀγνωμοσύνης καὶ τοὺς συγκρατοῦσε.

Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ μὲν Ἰουδαῖοι ἐπέμεναν στὴν ἀπείθεια, ἐνῶ οἱ ἐθνικοὶ ἤθελαν νὰ προσέλθουν, «καιρὸς εἶναι πλέον», λέγει, «νὰ προχωρήσω πρὸς τὸ Πάθος, ἐφόσον ὅλα ἔχουν ἐκπληρωθεῖ». «Διότι ἐὰν ἐπρόκειτο στοὺς πρώτους μὲν νὰ ἀφιερώνουμε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν φροντίδα μας, ἐνῶ εἶναι ἀνυπάκουοι καὶ ἀπείθαρχοι, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ νὰ μὴ δεχόμαστε τοὺς δεύτερους, ἐνῶ ἐκεῖνοι ἐκφράζουν τὴν ἐπιθυμία νὰ προσέλθουν, οἱ ἐνέργειες αὐτὲς δὲν θὰ ἦταν ἀντάξιες τῆς δικῆς μας κηδεμονίας». Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ ἀφήσει τοὺς μαθητές Του νὰ μεταβοῦν πλέον στὰ ἔθνη μετὰ τὴ σταύρωσή Του καὶ βλέπει τοὺς ἐθνικοὺς νὰ προσέρχονται πρὶν οἱ μαθητὲς μεταβοῦν πρὸς αὐτούς, λέγει: «Καιρὸς εἶναι νὰ βαδίσω πρὸς τὸν σταυρό»· δὲν τοὺς ἄφησε δηλαδὴ προηγουμένως, γιὰ νὰ ἀποτελεῖ αὐτὸ μαρτυρία γιὰ αὐτούς, διότι μέχρι τότε ποὺ Τὸν ἀπομάκρυναν μὲ τὰ ἔργα τους, μέχρι τότε ποὺ Τὸν σταύρωσαν, δὲν εἶπε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη (:λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη)» [Ματθ. 28,19]  ἀλλὰ «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε (:σὲ δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, μὴν πορευτεῖτε)» [Ματθ. 10,5] καὶ «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ (:δὲν μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ γένους)» [Ματθ. 15,24] καὶ «οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις (:δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρει κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξει στὰ σκυλάκια)» [Ματθ. 15,26].

Ἐπειδὴ ὡστόσο Τὸν μίσησαν καὶ τόσο πολὺ Τὸν μίσησαν, ὥστε νὰ Τὸν θανατώσουν, ἦταν περιττὸ νὰ φροντίζει γιὰ ἐκείνους ἐφόσον ἐκεῖνοι Τὸν ἀποστράφηκαν μὲ τὰ ἔργα τους· ἐφόσον Τὸν ἀρνήθηκαν, λέγοντας: «Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα (:δὲν ἔχουμε ἄλλον βασιλιᾶ παρὰ μόνο τὸν Καίσαρα)» [Ἰω. 19,15]. Δηλαδὴ τότε πλέον τοὺς ἄφησε, ὅταν αὐτοὶ Τὸν ἄφησαν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λέγει: «Ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε (:πόσες φορὲς θέλησα νὰ μαζέψω τὰ παιδιά σου μὲ μιὰ στοργὴ σὰν ἐκείνη ποὺ ἔχει ἡ ὄρνιθα ὅταν περιμαζεύει τὰ πουλιὰ της κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ της· καὶ δὲν θελήσατε)» [Ματθ. 23,37].

Τί σημαίνει: «ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ (:ἐὰν τὸ μικρὸ σπυρὶ τοῦ σιταριοῦ δὲν πέσει στὴ γῆ καὶ δὲν σαπίσει μέσα στὸ χῶμα;)» [Ἰω. 12,24]. Σημαίνει τὴ σταύρωσή Του. Γιὰ νὰ μὴ θορυβοῦνται δηλαδὴ σκεπτόμενοι ὅτι τότε θανατώθηκε, ὅταν προσῆλθαν οἱ Ἕλληνες λέγει: «Αὐτὸ λοιπὸν προπάντων θὰ τοὺς κάνει νὰ προσέλθουν καὶ θὰ αὐξήσει τὸ κήρυγμά μου».

Ἔπειτα, ἐπειδὴ μὲ τὰ λόγια δὲν τοὺς ἔπειθε τόσο, διδάσκει αὐτὸ μὲ παράλληλο παράδειγμα ἀπὸ τὴν πεῖρα ὅσων συμβαίνουν στὴ φύση, λέγοντας: «Διότι τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸ σιτάρι, τότε φέρει περισσότερο καρπό, ὅταν ἀποθάνει,  καὶ ἐὰν αὐτὸ συμβαίνει στὰ σπέρματα, πολὺ περισσότερο θὰ συμβεῖ σὲ Ἐμένα». Ἀλλὰ οἱ μαθητὲς δὲν ἀντιλήφτηκαν τὸ νόημα ὅσων τοὺς εἶπε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνεχῶς τὸ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής, ἀπολογούμενος γιὰ τὴ φυγή τους στὴ συνέχεια. Αὐτὸν τὸν λόγο ἀνέφερε καὶ ὁ Παῦλος, μιλῶντας γιὰ τὴν ἀνάσταση [Α' Κορ. 15,35-36: «Ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται;  ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· (:ἀλλὰ ἴσως θὰ πεῖ κανείς: ''πῶς ἀνασταίνονται οἱ νεκροὶ καὶ μὲ ποιό σῶμα ἔρχονται, μὲ αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἀποσυντέθηκε καὶ διαλύθηκε;''. Ἀνόητε καὶ ἀπερίσκεπτε, γιατί ἀμφιβάλλεις; Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐσὺ σπείρεις, δὲν ζωογονεῖται καὶ δὲν καρποφορεῖ, ἐὰν δὲν ἀποθάνει καὶ δὲν ἀποσυντεθεῖ θαπτόμενο στὴ γῆ)»].

Ποιά λοιπὸν ἀπολογία θὰ ἔχουν αὐτοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν στὴν ἀνάσταση, τὴ στιγμὴ ποὺ διαπιστώνουμε νὰ γίνεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα καθημερινῶς στὰ σπέρματα καὶ στὰ φυτὰ καὶ στὴ δική μας τὴ γέννηση; Διότι πρῶτα πρέπει νὰ καταστραφεῖ τὸ σπέρμα, καὶ τότε νὰ γεννηθεῖ τὸ νέο. Καὶ γενικά, ὅταν ὁ Θεὸς κάνει κάτι, δὲ χρειάζονται οἱ συλλογισμοί· διότι πῶς μᾶς δημιούργησε ἐμᾶς ἀπὸ τὸ μηδέν; Αὐτὰ τὰ λέγω γιὰ τοὺς χριστιανούς, ποὺ λένε ὅτι πιστεύουν στὶς Γραφές. Ἐγὼ ἐπίσης θὰ πῶ καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ ἀποτελεῖ ἀνθρώπινο συλλογισμό. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἄλλοι μὲν ζοῦν διαπράττοντας τὴν κακία καὶ ἄλλοι ἀσκῶντας τὴν ἀρετή, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ διαπράττουν τὴν κακία πολλοὶ ἔφθασαν σὲ βαθὺ γῆρας εὐημερῶντας, ἐνῶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τὴν ἐνάρετη ζωὴ πολλοὶ φθάνουν σὲ βαθὺ γῆρας ἀφοῦ ὑπέμεναν τὰ ἀντίθετα. Πότε λοιπὸν ὁ καθένας θὰ λάβει αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀξίζει; Σὲ ποιόν καιρό;

«Ναί», θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει κάποιος, «ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση σωμάτων». Δὲν ἀκοῦνε τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν (:διότι πρέπει αὐτὸ τὸ φθαρτὸ σῶμα νὰ ἐνδυθεῖ ἀφθαρσία)» [Α΄ Κορ. 15,53]. Δὲν τὸ λέει γιὰ τὴν ψυχὴ (διότι δὲν φθείρεται ἡ ψυχή)· καὶ ἀνάσταση λέγεται γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει πέσει· καὶ ἔπεσε τὸ σῶμα. Γιατί λοιπὸν δὲ θέλεις νὰ ὑπάρχει ἀνάσταση σώματος; Ποιό πρᾶγμα δὲν εἶναι δυνατὸ στὸν Θεό; Τὸ νὰ τὸ λέει αὐτὸ κανεὶς εἶναι δεῖγμα τῆς πιὸ μεγάλης ἀνοησίας. Ἀλλὰ δὲν πρέπει; Γιατί δὲν πρέπει τὸ φθαρτὸ σῶμα, ποὺ ἔλαβε μέρος στοὺς πόνους καὶ τὸν θάνατο, νὰ λάβει μέρος καὶ στοὺς στεφάνους; Διότι, ἐὰν δὲν ἔπρεπε, δὲν θὰ δημιουργοῦνταν ἀπὸ τὴν ἀρχή, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲ θὰ λάμβανε σάρκα.

Τὸ ὅτι λοιπὸν ἔλαβε σάρκα καὶ τὴν ἀνέστησε, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖς, ἄκουσε τί λέγει: «ἴδετε τὰς χεῖρας μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγὼ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα (:δεῖτε τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου ὅτι ἔχουν τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν, καὶ βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός σας ποὺ σταυρώθηκε. Ψηλαφῆστε με μὲ τὰ χέρια σας καὶ βεβαιωθεῖτε ὅτι δὲν εἶμαι ἄσαρκο πνεῦμα. Διότι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ φάντασμα ἑνὸς νεκροῦ δὲν ἔχει σῶμα καὶ ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε καὶ πείθεσθε ὅτι ἔχω ἐγώ)» [Λουκ. 24,39] καὶ «εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός (:ἔπειτα λέγει στὸν Θωμᾶ· Φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ. Ψηλάφισε καὶ ἐξέτασε τὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, καὶ δὲς συγχρόνως μὲ τὰ μάτια σου τὰ χέρια μου. Φέρε τὸ χέρι σου κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά μου καὶ βάλ᾿ το στὴν πλευρά μου ποὺ χτυπήθηκε ἀπὸ τὴ λόγχη. Καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ὥστε νὰ γίνεις μόνιμα καὶ ἀνεπανόρθωτα ἄπιστος, ἀλλὰ γιὰ νὰ προοδεύεις καὶ νὰ στηρίζεσαι στὴν πίστη, ὥστε νὰ γίνεις ἀμετακίνητος καὶ ἀδιάσειστος σὲ αὐτή)» [Ἰω. 20,27]. Γιατί λοιπὸν ἀνέστησε τὸν Λάζαρο, ἐὰν ἦταν προτιμότερο νὰ ἀναστηθεῖ χωρὶς τὸ σῶμα του; Γιατί τὸ ἐπιτελεῖ αὐτὸ σὲ θέση θαύματος καὶ εὐεργεσίας; Καὶ γενικὰ γιατί ἔδωσε τροφές;

Μή, λοιπόν, ἀδελφοί μου, μὴν ἀπατᾶσθε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· καθόσον καὶ ἀνάσταση ὑπάρχει καὶ κρίση ὑπάρχει. Αὐτὰ ἐπίσης τὰ ἀρνοῦνται ὅσοι δὲν θέλουν νὰ λογοδοτήσουν γιὰ τίς πράξεις τους· διότι καὶ πρέπει ἡ ἀνάσταση νὰ εἶναι τέτοια, ὅπως ὑπῆρξε ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ· διότι Ἐκεῖνος ὑπῆρξε ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ὁ πρῶτος ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς (πρβ. Πρὸς Κολοσσαεῖς 1,18: «ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν (:καὶ Αὐτὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο τὰ πάντα συγκρατοῦνται εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἱδρυτής της, ὁ πρῶτος ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, γιὰ νὰ γίνει Αὐτὸς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση Του πρῶτος σὲ ὅλα· πρῶτος δηλαδὴ καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ἀνάσταση)».

Ἐὰν λοιπὸν ἀνάσταση εἶναι αὐτό, καθαρισμὸς δηλαδὴ τῆς ψυχῆς, καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τίς ἁμαρτίες, καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἁμάρτησε, πῶς ἀνέστῃ; Πῶς ἐμεῖς ἀπαλλαχτήκαμε ἀπὸ τὴν κατάρα, ἐὰν βέβαια καὶ ὁ Ἴδιος ἁμάρτησε; Πῶς ἐπίσης λέγει: «ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν (:δὲν θὰ  πῶ πλέον πολλὰ μαζί σας. Δὲν μένει ἄλλωστε καιρὸς γιὰ νὰ σᾶς πῶ περισσότερα· διότι ἔρχεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ἐξουσιάζει τὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ· καὶ ἔρχεται γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν τελευταία καὶ βιαιότερη ἐπίθεσή του ἐναντίον μου. Ἀλλὰ δὲν θὰ βρεῖ σὲ μένα τίποτε τὸ δικό του, τὸ ὁποῖο θὰ τοῦ δίνει κάποια ἐξουσία ἢ κάποιο δικαίωμα ἐπάνω μου)» [Ἰω. 14,30]; Διότι αὐτὰ εἶναι λόγια κάποιου ποὺ καθιστὰ φανερὸ ὅτι δὲν ἔχει διαπράξει καμία ἁμαρτία.

Λοιπόν, σύμφωνα μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἢ δὲν ἀνέστῃ ἢ ἐὰν ἀνέστῃ, ἁμάρτησε πρὸ τῆς ἀναστάσεως. Ἀλλὰ ὅμως καὶ ἀνέστῃ καὶ δὲν ἁμάρτησε. Ἀνέστῃ λοιπὸν κατὰ τὸ σῶμα καὶ αὐτὰ τὰ πονηρὰ διδάγματα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ προϊόντα κενοδοξίας. Ἄς ἀποφεύγουμε λοιπὸν αὐτὸ τὸ νόσημα· διότι λέγει: «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί (:μὴ λησμονεῖτε ὅτι οἱ κακὲς συναναστροφὲς διαφθείρουν τὰ καλὰ ἤθη)» [Α΄ Κορ. 15,34]. Δὲν εἶναι αὐτὰ διδάγματα τῶν Ἀποστόλων· αὐτὲς τίς καινοτομίες τίς δίδαξαν ὁ Μαρκίων καὶ ὁ Οὐαλεντῖνος.

Ἄς τὰ ἀποφεύγουμε λοιπόν, ἀγαπητοί· διότι δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε ὁ καθαρὸς βίος, ἐὰν τὰ διδάγματα εἶναι διεφθαρμένα· ὅπως ἀκριβῶς  βέβαια οὔτε καὶ τὸ ἀντίθετο, δὲν ὠφελοῦν τὰ ὑγιῆ δόγματα, ἐὰν ὁ βίος εἶναι διεφθαρμένος. Αὐτὰ τὰ γέννησαν οἱ Ἕλληνες, αὐτὰ οἱ αἱρετικοὶ τὰ διόγκωσαν, ἀφοῦ τὰ πῆραν ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους, διδάσκοντας ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἀγέννητη καὶ πολλὰ παρόμοια. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν δίδαξαν, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει δημιουργός, ἀφοῦ δὲν ἐνυπάρχει ὕλη ἀγέννητη, ἔτσι ἀρνήθηκαν καὶ τὴν ἀνάσταση. Ἀλλὰ ἂς μὴν τὰ προσέχουμε αὐτὰ τὰ διδάγματα, γνωρίζοντας ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι πανίσχυρη· ἂς μὴν τὰ προσέχουμε. Πρὸς ἐσᾶς τὰ λέγω αὐτά· διότι ἐμεῖς δὲν θὰ παρατήσουμε τὴ μάχη πρὸς αὐτούς.

Ἀλλὰ ὁ ἄοπλος καὶ γυμνός, καὶ ἂν ἀκόμη πέσει σὲ ἀσθενεῖς ἀντιπάλους, εὔκολα θὰ κατανικηθεῖ καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι ἰσχυρότερος. Διότι, ἐὰν προσέχατε τίς Γραφὲς καὶ ἀσκούσατε καθημερινὰ τοὺς ἑαυτούς σας, δὲ θὰ σᾶς συμβούλευα νὰ ἀποφεύγετε τὴ μάχη πρὸς ἐκείνους, ἀλλὰ θὰ σᾶς συμβούλευα καὶ νὰ συμπλέκεστε· καθόσον ἡ ἀλήθεια εἶναι ἰσχυρή. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μπορεῖτε νὰ τίς χρησιμοποιεῖτε, φοβοῦμαι τὴ συμπλοκή, μήπως σᾶς συλλάβουν ἄοπλους καὶ σᾶς κατανικήσουν· διότι τίποτε δὲν ὑπάρχει ἀσθενέστερο ἀπὸ τὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος. Ἐπίσης, ἐὰν χρησιμοποιοῦν τὴ μὴ χριστιανικὴ σοφία, δὲν πρέπει νὰ τοὺς θαυμάζουμε ἀλλὰ νὰ τοὺς καταγελοῦμε, διότι χρησιμοποιοῦν τοὺς μωροὺς διδασκάλους· διότι ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν τίποτε τὸ ἀληθινὸ οὔτε περὶ τοῦ Θεοῦ οὔτε περὶ τῶν δημιουργημάτων, ἀλλά, αὐτὰ ποὺ ἡ δική μας χήρα τὰ γνωρίζει πάρα πολὺ καλά, αὐτὰ οὔτε ἀκόμη καὶ ὁ Πυθαγόρας δὲν τὰ γνώρισε· ἀλλὰ ἔλεγαν ὅτι ἡ ψυχὴ γίνεται θάμνος καὶ ἰχθὺς καὶ σκύλος...!

Αὐτούς, λοιπόν, πές μου, πρέπει νὰ προσέχουμε; Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε αὐτὸ νὰ δικαιολογηθεῖ; Ἐκεῖνοι ἔχουν μακριὰ κόμη, τρέφουν ὡραῖες μποῦκλες καὶ φοροῦν τετριμμένα ἱμάτια. Μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο φθάνει ἡ φιλοσοφία τους. Ἐὰν ὅμως δεῖς τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τους, εἶναι στάχτη καὶ σκόνη καὶ τίποτε τὸ ὑγιές, ἀλλὰ «τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν (:ὁ λάρυγγάς τους, σὰν τάφος ἀνοιχτὸς ποὺ ἀναδίδει μολυσματικὴ δυσοσμία, βγάζει μόνο λόγια βλάσφημα καὶ βρωμερὲς αἰσχρότητες. Μὲ τίς συκοφαντικὲς γλῶσσες τους ὑφαίνουν δολιότητες καὶ φαρμακερὲς ἐπινοήσεις)» [Ψαλμ. 5,10]. Ὅλα τὰ διδάγματά τους εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἀκαθαρσία καὶ σαπίλα καὶ σκουλήκια.

Ὁ πρῶτος λοιπὸν ἀπὸ αὐτούς [:ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος] εἶπε ὅτι τὸ νερὸ εἶναι θεός, ὁ ἑπόμενος [:ὁ Ἡράκλειτος] ὅτι ἡ φωτιὰ εἶναι θεός, ἄλλος ἔλεγε [:ὁ Ἀναξιμένης] ὅτι ὁ ἀέρας εἶναι Θεὸς καὶ ὅλη τὴν ἀρχὴ τοῦ παντὸς στὰ σώματα τὰ ὑλικὰ τὴν ἀνήγαγαν. Αὐτοὺς λοιπόν, πές μου, πρέπει νὰ θαυμάζουμε, ποὺ δὲν συνέλαβαν στὸν νοῦ τους οὔτε καὶ τὴν ἀσώματη ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ βέβαια ἀργότερα συνέλαβαν αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὅταν συνανεστράφησαν τοὺς δικούς μας στὴν Αἴγυπτο; Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ σᾶς θορυβήσουμε πάρα πολύ, ἂς σταματήσουμε ἐδῶ τὸν λόγο. Διότι ἐὰν ἀρχίσουμε νὰ ἀναφέρουμε τὰ διδάγματα ἐκείνων καὶ τί εἶπαν περὶ Θεοῦ, τί δὲ περὶ ὕλης, τί περὶ ψυχῆς καὶ τί περὶ σωμάτων θὰ ἀκολουθήσει πολὺ γέλιο. Καὶ δὲ θὰ χρειασθοῦν οὔτε τὴν δική μας κατηγορία, διότι οἱ ἴδιοι ἀντιτάχτηκαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔγραψε ἐναντίον μας τὸν λόγο περὶ τῆς ὕλης, τὸν ἑαυτό του ἔπληξε καὶ ἀφάνισε.

Γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, γιὰ νὰ μὴ σᾶς ἀπασχολήσουμε ἄδικα καὶ σᾶς ἁπλώσουμε λαβύρινθο λόγων, ἀφήνοντας αὐτά, ἐκεῖνο θὰ ποῦμε, προσέχετε τὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ μὴ λογομαχεῖτε γιὰ τίποτε τὸ μὴ ἀναγκαῖο, πρᾶγμα ποὺ καὶ ὁ Παῦλος συμβουλεύει στὸν Τιμόθεο [Β΄ Τίμ. 2,14: «Ταῦτα ὑπομίμνησκε, διαμαρτυρόμενος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὴ λογομαχεῖν εἰς οὐδὲν χρήσιμον, ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ἀκουόντων (:αὐτὰ ὑπενθύμιζε, μαρτυρῶντας ἐπίσημα μπροστὰ στὸν Θεὸ νὰ μὴ λογομαχοῦν, γιατί δὲν εἶναι σὲ τίποτα χρήσιμο, ἀλλὰ ἐπιφέρει καταστροφὴ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀκοῦν)»], ἂν καὶ ἦταν πλήρης ἀπὸ πολλὴ σοφία καὶ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα. Ἄς ὑπακούουμε λοιπὸν σὲ Ἐκεῖνον καὶ ἀφοῦ ἀφήσουμε τίς φλυαρίες, ἂς ἐπιδοθοῦμε σὲ ἔργα, ἐννοῶ τὴ φιλαδελφία καὶ τὴ φιλοξενία καὶ ἂς δείξουμε μεγάλη φροντίδα γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὰ ὑποσχεθέντα ἀγαθὰ μέ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ὁμιλίες ΞΕ΄ καὶ ΞΣΤ΄(ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἑρμηνεία τῆς συγκεκριμένης εὐαγγελικῆς περικοπῆς), πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2011, τόμος 14, σελίδες 257- 287.

•   Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 74, σελ. 223-225 καὶ σέλ.230-243.

•   Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

______________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου