Μεγάλη Τρίτη - Των Δέκα Παρθένων
Τρίτη μεγίστη Παρθένους δέκα φέρει,
Νίκην φερούσας ἀδεκάστου Δεσπότου.
Κατά
την Μεγάλη Τρίτη επιτελούμε ανάμνηση της περί των δέκα παρθένων γνωστής
παραβολής του Κυρίου. Η Εκκλησία μας καλεί να είμεθα έτοιμοι για να
υποδεχθούμε, κρατούντες τις λαμπάδες των αρετών μας, τον ουράνιον
Νυμφίο, τον Κύριον Ιησού, ο Οποίος θα έλθει αιφνίδια, είτε ειδικά κατά
τη στιγμή του θανάτου μας, είτε γενικά κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Επίσης
μας καλεί, φέρουσα ενώπιό μας και τη παραβολή των ταλάντων, να
καλλιεργήσουμε και να αυξήσουμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός.
Ο
Κύριός μας, ο Ιησούς Χριστός, όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα και πλησίαζε
προς το εκούσιο Πάθος, έλεγε στους μαθητές Του ορισμένες παραβολές για
να τους προετοιμάσει. Μερικές, μάλιστα, τις έλεγε για να καυτηριάσει και
να χτυπήσει του Γραμματείς και τους Φαρισαίους. Μια από αυτές, τη
σημερινή των δέκα παρθένων, την είπε για να παρακινήσει μεν όλους προς
την ελεημοσύνη, αλλά και να διδάξει όλους μας να είμαστε έτοιμοι πριν
μας προλάβει το τέλος του θανάτου. Επειδή έχει πολλή δόξα η παρθενία
(πραγματικά είναι μεγάλο κατόρθωμα!) και για να μη βρεθεί κάποιος που
κατορθώνει αυτό το μεγάλο έργο, αλλά παραμελεί τα άλλα και ιδίως την
ελεημοσύνη, προβάλλει αυτή τη παραβολή. Τρέχει πολύ γρήγορα η νύκτα της
παρούσης ζωής, έτσι οι παρθένες όλες νύσταξαν και κοιμήθηκαν, δηλαδή
πέθαναν, γιατί ο θάνατος λέγεται και ύπνος. Καθώς κοιμόντουσαν, στη μέση
της νύχτας ακούσθηκε μια δυνατή φωνή που έλεγε: «Να ΄τος ο Νυμφίος,
έρχεται! Βγείτε όλες να Τον προϋπαντήσετε!». Τότε οι φρόνιμες παρθένες
που είχαν φροντίσει να έχουν άφθονο λάδι, συνάντησαν τον Νυμφίο και
μπήκαν μέσα μαζί Του, όταν ανοίχθηκαν οι πύλες. Αυτές κοντά στις άλλες
αρετές και μάλιστα της παρθενίας, φρόντισαν να έχουν άφθονο και το λάδι
της ελεημοσύνης. Αντίθετα οι άλλες πέντε παρθένες που δεν είχαν αρκετό
λάδι, όταν ξύπνησαν ζητούσαν λίγο από τις φρόνιμες, αλλά μετά θάνατο δεν
είναι εύκολο να αγοράσεις λάδι από αυτούς που το πουλούν, δηλαδή τους
φτωχούς. Αυτές, η παραβολή, τις ονομάζει μωρές, γατί ενώ κατόρθωσαν το
δυσκολώτερο, την ''παρθενία'', παραμέλησαν το ευκολώτερο γιατί ήταν
ανελεήμονες καρδιές.
Όποιος λοιπόν κατορθώσει μια αρετή - έστω μεγάλη - αλλά δε φροντίσει και για τις άλλες και ιδίως την ελεημοσύνη, δε μπορεί να μπει μαζί με το Χριστό στην αιώνια ανάπαυση και γυρίζει πίσω ντροπιασμένος. Και τίποτα δεν είναι πιό λυπηρό και πιο ντροπιαστικό από μια "παρθένο" που νικιέται απ' τον έρωτα των χρημάτων.
Όποιος λοιπόν κατορθώσει μια αρετή - έστω μεγάλη - αλλά δε φροντίσει και για τις άλλες και ιδίως την ελεημοσύνη, δε μπορεί να μπει μαζί με το Χριστό στην αιώνια ανάπαυση και γυρίζει πίσω ντροπιασμένος. Και τίποτα δεν είναι πιό λυπηρό και πιο ντροπιαστικό από μια "παρθένο" που νικιέται απ' τον έρωτα των χρημάτων.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
Ερμηνευτική απόδοση Ανδρέα Θεοδώρου
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς· σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καὶ κράζουσα· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.
Ὁ Οἶκος
Τὶ ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου; τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; τί ἀσχολεῖς πρὸς τὰ ῥέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπ΄ ἄρτι, καὶ χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα, ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα· Ἡμάρτηκά σοι Σωτήρ μου, μὴ ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ' ὡς εὔσπλαγχνος Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση Ανδρέα Θεοδώρου
Γιατὶ εἶσαι ὀκνηρὴ καὶ ἀδιάφορη, ἀθλία μου ψυχή; Γιατί φαντάζεσαι ἄκαιρα μέριμνες ἀνόητες καὶ μάταιες; Γιατί ἀσχολεῖσαι μὲ πράγματα ποὺ ρέουν καὶ χάνονται; Σὲ λίγο φθάνει ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας καὶ πρόκειται νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Ὅσο ἀκόμη ἔχεις καιρό, σύνελθε ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία, κράζουσα· Ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, Σωτῆρα μου· μὴ μὲ κόψεις ὅπως τὴν ἄκαρπη συκή, ἀλλὰ ὡς σπλαχνικὸς Πατέρας, Χριστέ, δεῖξε συμπάθεια σὲ μένα, ποὺ κραυγάζω· νὰ μὴ μείνουμε ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν, τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ, ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους· ὁ γὰρ Νυμφίος δῶρον ὡς Θεός, πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Βουλευτήριον Σωτήρ, παρανομίας κατὰ σοῦ, Ἱερεῖς καὶ Γραμματεῖς, φθόνῳ ἀθροίσαντες δεινῶς, εἰς προδοσίαν ἐκίνησαν τὸν Ἰούδαν· ὅθεν ἀναιδῶς, ἐξεπορεύετο, ἐλάλει κατὰ σοῦ, τοῖς παρανόμοις λαοῖς. Τί μοι φησὶ παρέχετε, κᾀγὼ ὑμῖν αὐτὸν παραδώσω εἰς χεῖρας ὑμῶν; Τῆς κατακρίσεως τούτου ῥῦσαι, Κύριε τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ, κατὰ τοῦ Διδασκάλου ὁ δυσμενής, κινεῖται βουλεύεται, μελετᾷ τὴν παράδοσιν, τοῦ φωτὸς ἐκπίπτει, τὸ σκότος δεχόμενος, συμφωνεῖ τὴν πρᾶσιν, πωλεῖ τὸν ἀτίμητον· ὅθεν καὶ ἀγχόνην, ἀμοιβὴν ὧν περ ἔδρα, εὑρίσκει ὁ ἄθλιος, καὶ ἐπώδυνον θάνατον. Τῆς αὐτοῦ ἡμᾶς λύτρωσαι, μερίδος Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρούμενος, τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὸ ἄχραντον Πάθος σου.
Ἦχος πλ. δ'.
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
Ερμηνευτική απόδοση Ανδρέα Θεοδώρου
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς· σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καὶ κράζουσα· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.
Ὁ Οἶκος
Τὶ ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου; τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; τί ἀσχολεῖς πρὸς τὰ ῥέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπ΄ ἄρτι, καὶ χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα, ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα· Ἡμάρτηκά σοι Σωτήρ μου, μὴ ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ' ὡς εὔσπλαγχνος Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.
Ερμηνευτική απόδοση Ανδρέα Θεοδώρου
Γιατὶ εἶσαι ὀκνηρὴ καὶ ἀδιάφορη, ἀθλία μου ψυχή; Γιατί φαντάζεσαι ἄκαιρα μέριμνες ἀνόητες καὶ μάταιες; Γιατί ἀσχολεῖσαι μὲ πράγματα ποὺ ρέουν καὶ χάνονται; Σὲ λίγο φθάνει ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας καὶ πρόκειται νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Ὅσο ἀκόμη ἔχεις καιρό, σύνελθε ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία, κράζουσα· Ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, Σωτῆρα μου· μὴ μὲ κόψεις ὅπως τὴν ἄκαρπη συκή, ἀλλὰ ὡς σπλαχνικὸς Πατέρας, Χριστέ, δεῖξε συμπάθεια σὲ μένα, ποὺ κραυγάζω· νὰ μὴ μείνουμε ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν, τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ, ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους· ὁ γὰρ Νυμφίος δῶρον ὡς Θεός, πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Βουλευτήριον Σωτήρ, παρανομίας κατὰ σοῦ, Ἱερεῖς καὶ Γραμματεῖς, φθόνῳ ἀθροίσαντες δεινῶς, εἰς προδοσίαν ἐκίνησαν τὸν Ἰούδαν· ὅθεν ἀναιδῶς, ἐξεπορεύετο, ἐλάλει κατὰ σοῦ, τοῖς παρανόμοις λαοῖς. Τί μοι φησὶ παρέχετε, κᾀγὼ ὑμῖν αὐτὸν παραδώσω εἰς χεῖρας ὑμῶν; Τῆς κατακρίσεως τούτου ῥῦσαι, Κύριε τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ, κατὰ τοῦ Διδασκάλου ὁ δυσμενής, κινεῖται βουλεύεται, μελετᾷ τὴν παράδοσιν, τοῦ φωτὸς ἐκπίπτει, τὸ σκότος δεχόμενος, συμφωνεῖ τὴν πρᾶσιν, πωλεῖ τὸν ἀτίμητον· ὅθεν καὶ ἀγχόνην, ἀμοιβὴν ὧν περ ἔδρα, εὑρίσκει ὁ ἄθλιος, καὶ ἐπώδυνον θάνατον. Τῆς αὐτοῦ ἡμᾶς λύτρωσαι, μερίδος Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρούμενος, τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὸ ἄχραντον Πάθος σου.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος
Ὡς ἀμνὸς Ἰάκωβος ἀχθεὶς ἐσφάγη,
Τῆς εὐσεβείας μηρυκίζων τοὺς λόγους.
Κτεῖνε, μάχαιρα φόνου, Ἰάκωβον ἑνὶ τριακοστῇ.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ἦταν υἱὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τῆς Σαλώμης καὶ πρεσβύτερος ἀδελφὸς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Βησθαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας.
Ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ἁλιεία στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη, ἔχοντας καὶ οἱ δύο μαζί τους καὶ τὸν πατέρα τους, καθὼς καὶ πολλοὺς ἐργάτες. Εἶχαν δικό τους πλοῖο καὶ συνεργάτης τους ἦταν καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Παρόλα αὐτὰ ὅταν ἄκουσαν τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ».
Ὁ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη ἐπέδειξαν μεγάλο ζῆλο ὡς Μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ καὶ κλήθηκαν υἱοὶ βροντῆς καὶ ἔγιναν μάρτυρες πολλῶν μεγάλων γεγονότων, ποὺ δὲν τὰ βίωσαν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Ἔγιναν ἀποκλειστικοὶ μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Εἶδαν τὴ θαυμαστὴ Ἀνάσταση τῆς θυγατέρας τοῦ ἀρχισυναγωγοῦ Ἰάειρου καὶ εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ προσκληθοῦν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ κοντά Του κατὰ τὶς ὧρες τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀγωνίας Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Ὁ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη ἐπέδειξαν μεγάλο ζῆλο ὡς Μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ καὶ κλήθηκαν υἱοὶ βροντῆς καὶ ἔγιναν μάρτυρες πολλῶν μεγάλων γεγονότων, ποὺ δὲν τὰ βίωσαν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Ἔγιναν ἀποκλειστικοὶ μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου. Εἶδαν τὴ θαυμαστὴ Ἀνάσταση τῆς θυγατέρας τοῦ ἀρχισυναγωγοῦ Ἰάειρου καὶ εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ προσκληθοῦν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ κοντά Του κατὰ τὶς ὧρες τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀγωνίας Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Ἡ οἰκειότητα αὐτὴ ὁδήγησε προφανῶς τὸν Ἰάκωβο μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη νὰ ζητήσουν μέσῳ τῆς μητέρας τους ἀπὸ τὸν Κύριο, πρωτοκαθεδρία στὴν ἐγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας τὴν ἀποστολὴ τοῦ Μεσσία. Οἱ δυὸ Μαθητὲς ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστό, δόξα μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια, ἔχοντας κατὰ νοῦ ὅτι ἡ Βασιλεία Του εἶναι αἰσθητή. Ὁ Χριστὸς ὅμως, διορθώνοντας τὴν ἐσφαλμένη δοξασία τους, ὑποδεικνύει τὴν πραγματικὴ καὶ αἰώνια δόξα, ἡ ὁποία διέρχεται μέσα ἀπὸ τὸ «ποτήριον», ποὺ εἶναι τὰ Πάθη καὶ ὁ Σταυρός. Γι’ αὐτὸ τοὺς λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης. Μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων μεταστρεφόταν στὴ νέα πίστη καὶ ἄλλαξε τρόπο ζωῆς χάρη στὸ ἔργο τοῦ Ἰακώβου. Αὐτὸ θορύβησε ἰδιαίτερα τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι, τὸ ἔτος 44 μ.Χ., τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν, ὡς ἀμνό, μὲ διαταγὴ τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀγρίππα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τῇ οἰκουμένῃ, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε· ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετὰ τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε· μεθ’ οὗ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Μεγαλυνάριον.
Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.
Ὁ Ὅσιος Κλήμης ὁ Ὁμολογητής ὁ Ὑμνογράφος
Τέρψας ὁ Κλήμης γηγενεῖς ᾠδαῖς κάτω,
Ἀπῆλθε τέρψων, ὥσπερ οἶμαι, καὶ νόας.
Ὁ Ὅσιος Κλήμης, ὁ Ὑμνογράφος, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ Στουδίου, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου στοῦ Στουδίτου († 11 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία.
Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἔνθερμους ὑποστηρικτὲς τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ὑπέστη διωγμοὺς καὶ ἐξορίες. Γι’ αὐτὸ καὶ πέθανε στὴν ἐξορία, ὡς Ὁμολογητής.
Ὁ Ὅσιος Κλήμης συνέθεσε πολλοὺς Κανόνες καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια. Ἀπὸ τοὺς Κανόνες αὐτοῦ, παρελήφθησαν στὰ Μηναῖα, ὁ Κανόνας στὸν Προφήτη Μωυσέα († 4 Σεπτεμβρίου), ὁ Κανόνας στοὺς Ἀρχαγγέλους († 8 Νοεμβρίου), ὁ Κανόνας στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος († 30 Μαρτίου), ὁ Κανόνας στοὺς Ἁγίους Ἑπτὰ Παῖδες τοὺς ἐν Ἐφέσῳ († 4 Αὐγούστου) καὶ ὁ Κανόνας στὴ Θεοτόκο.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος Ἐπίσκοπος Εὐροίας
Τὶς μὴ Δονᾶτον δοξάσει ἐν τοῖς λόγοις,
Ὃν περ τὰ ἔργα πανταχοῦ ἐδόξασαν.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (37 – 395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Εὔροια καὶ μορφώθηκε στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Εὐροίας καὶ ἀρχιεράτευσε ἐπὶ ἑξήντα χρόνια. Μετεῖχε δὲ στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἄλλες πηγὲς θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Δύση, ἀφοῦ τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν πολὺ διαδεδομένο ἐκεῖ.
Στὶς λατινικὲς πηγὲς παρατηρεῖται σύγχυση μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Δονάτου, Ἐπισκόπου Εὐροίας, καὶ τοῦ ὁμωνύμου του Ἐπισκόπου Ἀρητίου Τυρρηνίας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου. Αὐτὸ ἦταν εὔκολο νὰ συμβεῖ, ἀφενὸς μὲν λόγῳ τῆς συνωνυμίας, ἀφετέρου δὲ διότι ἡ Ἐπισκοπὴ Εὐροίας ὑπαγόταν Ἐκκλησιαστικὰ στὴ Δύση, ἂν καὶ πολιτικὰ ἀνῆκε στὸ Βυζάντιο.
Οἱ ἁγιολογικὲς πηγὲς μαρτυροῦν πλῆθος θαυμάτων ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται καὶ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ φόνευσε τὸν δράκοντα. Κοντὰ στὴν Εὔροια ὑπῆρχε ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Σωρεία, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μία πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅποιος ἔπινε, πέθαινε. Ὅταν ὁ Ἅγιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, πῆρε μαζί του καὶ ἄλλους ἱερεῖς καὶ πῆγε στὴν πηγή. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἐκεῖ, ἀκούσθηκε μία βροντή. Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἕνας δράκοντας, ποὺ εἶχε τὴν φωλιά του στὴν πηγή. Μόλις ὁ Ἅγιος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε τὸ θηρίο, πῆρε στὰ χέρια του τὸ σχοινί, μὲ τὸ ὁποῖο κτυποῦσε τὸν ὄνο ἐπάνω στὸν ὁποῖο ἐπέβαινε, χτύπησε τὸ θηρίο στὴ ράχη, ποὺ ἔπεσε νεκρὸ στὸ ἔδαφος. Στὴν συνέχεια ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τὴν πηγή, ἤπιε πρῶτος αὐτὸς νερὸ ἀπ’ αὐτὴ καί, ἀκολούθως, προέτρεψε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιοῦν χωρὶς κανένα φόβο. Ἐκεῖνοι, πράγματι, ἤπιαν καὶ εὐφράνθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς στὶς οἰκίες τους.
Ἡ φήμη τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου, ἔφθασε μέχρι τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Μεγάλο, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν θυγατέρα του ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Ὁ Ἅγιος θεράπευσε τὴ βασιλόπαιδα καὶ ὁ Θεοδόσιος τοῦ πρόσφερε τόπο στὸν Ὀμφάλιο Ἠπείρου καὶ χρήματα, προκειμένου ὁ Ἅγιος νὰ ἀνεγείρει ναό. Στὴν τοποθεσία αὐτὴ σώζονται ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ, ποὺ χρονολογεῖται ὅμως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Εἶναι πιθανὸ ὁ νεότερος αὐτὸς ναὸς νὰ οἰκοδομήθηκε ἐπὶ τῶν θεμελίων ἐκείνου, τὸν ὁποῖο ἔχτισε ὁ Ἅγιος, διότι κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς βρέθηκε καὶ παλαιοχριστιανικὸ ὑλικό. Ὁ Ἅγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μᾶλλον τὸ 388 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ ἀνωτέρου ναοῦ σὲ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν παράδοση εἶχε ὁ ἴδιος ἑτοιμάσει.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Δονάτου τιμᾶται ἰδιαίτερα στὴ Θεσπρωτία, τὴν Πρέβεζα καὶ τὰ Ἰωάννινα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐροίας ποιμένα σε, καὶ τῆς Ἠπείρου πυρσόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, Δονᾶτε μακάριε· θαύμασι γὰρ ἐκλάμψας, καὶ λαμπρότητι βίου, νέμεις τοῖς σὲ τιμῶσι, πᾶσαν ἔνθεον δόσιν· διὸ τῇ προστασίᾳ σου, Πάτερ προστρέχομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Παραμυθίας ἡ πόλις, σὺν αὐτῇ δὲ ἅπασα, ἡ κληρουχία σου Πάτερ, μνήμην σου, τὴν παναγίαν καὶ φωτοφόρον· ἔχει γάρ, τὴν προστασίαν του τεῖχος μέγα· διὰ τοῦτο καὶ βοᾷ σοι· χαίροις Ἠπείρου, Δονᾶτε καύχημα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Εὐροίας θεῖος ποιμήν, καὶ Παραμυθίας, πολιοῦχος καὶ ἀρωγός· χαίροις Θεσπρωτίας, τὸ κλέος Ἱεράρχα, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης, Δονᾶτε καύχημα.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίας Ἀργυρῆς τῆς Νεομάρτυρος
H Aργυρή δε τοις φυλακής βασάνοις,
Yπέρ το αργύριον ημάς φαιδρύνει.
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Ἀργυρῆς τῆς Νεομάρτυρος, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 5 Ἀπριλίου ὅπου καὶ ὁ βίος της.
Στὶς 30 Ἀπριλίου 1725 ἐτελεῖται ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων της, ἐπειδὴ ζήτησε τοῦτο πολὺς κόσμος ποὺ ἐγνώριζε τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερε ἐπὶ τόσα χρόνια ἡ Ἀργυρή. Κατὰ τὴν ἀνακομιδή, τὴ βρῆκαν ὁλόσωμη νὰ εὐωδιάζει. Ἀμέσως εἰδοποίησαν τὸν Πατριάρχη Παΐσιο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἐρεύνησε αὐτοπροσώπως καὶ εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸ θαῦμα, ἐλειτούργησε μὲ ὅλη τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ διέταξε νὰ θέσουν τὸ ἅγιο λείψανό της σὲ ἰδιαίτερη λάρνακα.
Ἰδοὺ τί γράφει καὶ ὁ Πατριάρχης: «Ὢ, τῶν θαυμασίων σου Χριστέ. Ἀφοῦ ἀνοίξαμεν τὸν τάφον εἶδα νὰ μένει σῶο καὶ ἄφθορο τὸ ἅγιο αὐτῆς σκῆνος, νὰ ἀναβλύζει δὲ θαυμασίαν εὐωδίαν καὶ νὰ κάνει σὲ ὅλους θαύματα».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ἀντεχομένη, πολυχρόνιον, ἤνυσας ἆθλον, Νεομάρτυς Ἀργυρῆ ἀξιάγαστε· καὶ τὸν Χριστὸν τοῖς σοῖς πόνοις δοξάσασα, ἐμεγαλύνθης ἐνθέοις χαρίσμασιν· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Πτερωθεῖσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας τῷ πόθῳ, ἀνδρικῶς ἐνήθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος· ὅθεν σε, ὁ σὸς Νυμφίος λαμπρῶς δοξάσας, ἄφθαρτον, ἡμῖν ἀνέδειξε τὸ σὸν σῶμα, Ἀργυρῆ Μεγαλομάρτυς, πᾶσι πηγάζον χάριν ἀέναον.
Μεγαλυνάριον.
Ἤθλησας νομίμως ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἀργυρῆ θεόφρον, καὶ δεδόξασαι θαυμαστῶς· ὅθεν σου τὸ σῶμα, τὸ τίμιον πλουτοῦντες, ἐκ τούτου θείαν χάριν πιστῶς καρπούμεθα.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Μάρτυρας
Μάξιμος εὑρὼν τὴν ξὶ συλλαβὴν μέσην,
Τὸ γαστρὸς ἡμῖν μηνύει μέσον ξίφος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάξιμος, τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ τοῦ διαπέρασαν τὴν κοιλιὰ μὲ ξίφος.
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Βασιλέως τοῦ Ἱερομάρτυρος
Χρὴ μηδὲ νεκρὸν λανθάνειν Βασιλέα,
Βασιλέως θνήξαντα τοῦ ζῶντος χάριν.
Ὁ Ἅγιος Βασιλέας ὁ Ἱερομάρτυρας ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀμασείας καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 26 Ἀπριλίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου Νεομάρτυρα του Βυζαντίου
Η κυρίως μνήμη του γιορτάζεται την 17η Φεβρουαρίου, όπου και τα βιογραφικά του στοιχεία.
Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδος Ἐπίσκοπος Λονδίνου
Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδος ἦταν Ἀγγλοσάξονας καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια. Ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν ἐγκόσμιο βίο καὶ ἔγινε μοναχός. Ἵδρυσε δυὸ μεγάλες μονές. Στὴν πρώτη, ποὺ ἦταν γυναικεία, ἐγκατέστησε ὡς ἡγούμενη ἡ ἀδελφή του Ἁγία Ἐδιλμπούργκα († 7 Ἰουλίου). Ἡ ἀνδρικὴ μονὴ ἔκειτο στὴν περιοχὴ τοῦ Τσέρτσεϊ, πλησίον τοῦ ποταμοῦ Τάμεση.
Τὸ ἔτος 675 μ.Χ. ὑποχρεώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο Ταρσοῦ, Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας, νὰ ἀφήσει τὴν προσφιλή του ἡσυχία καὶ νὰ χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος Λονδίνου. Ἐξασφάλισε πολλὰ προνόμια γιὰ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ὁ ὁποῖος, ὡς λέγεται, χτίσθηκε ἐπὶ θεμελίων παλαιοῦ εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος.
Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδος ἀρχιεράτευσε ἐπὶ ἕντεκα χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 686 μ.Χ., ἀφήνοντας ὄνομα καλοῦ ποιμένα καὶ μεγάλη φήμη ἁγιότητος.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε τὸ ἔτος 1807 μ.Χ. στὴν κωμόπολη Ποκρὸφσκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Δημήτριος. Ὁ τόπος ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἅγιος ἦταν γεμάτος ἀπὸ μονὲς καὶ σκῆτες καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὀνομαζόταν «Θηβαΐδα τῆς Ρωσίας». Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ περιβάλλον ἐπέδρασε πολὺ στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου καὶ στὴν καλλιέργεια τῆς εὐσέβειάς του.
Ὁ πατέρας του τὸν ἔγραψε στὴν αὐτοκρατορικὴ σχολὴ πολέμου στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Παρὰ τὴν πρόοδό του στὴ σχολή, ἐκεῖνος ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἔδωσε μία σοβαρὴ ἀσθένειά του τὸ ἔτος 1827, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν σχολὴ παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῶν ἀξιωματικῶν. Ἀμέσως ἐγκαταβιώνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβὶρ στὴν Πετρούπολη. Ἐκεῖ συνδέεται πνευματικὰ μὲ τὸν Στάρετς Λεωνίδα, τῆς Ὄπτινα ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὴ μονή. Στὴν συνέχεια πῆγε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, ὅπου γνώρισε τὸν Στάρετς Θεοφάνη. Ἐκεῖ ἔμεινε τέσσερα ἀκόμη χρόνια, γιὰ νὰ καταλήξει κοντὰ στὸν γέροντά του Λεωνίδα στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα.
Κείρεται μοναχὸς τὸ 1831 μ.Χ. καὶ ὀνομάζεται Ἰγνάτιος. Λίγο καιρὸ ἀργότερα χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ὁ Ἅγιος ἀρχίζει τὸν ἔντονο πνευματικὸ ἀγώνα. Σὲ αὐτὸν ἀναφέρεται σχετικὰ ὁ γέρων Σωφρόνιος, ποὺ γράφει: «Ἡ χριστιανικὴ τελειότητα ἔγκειται στὴν ἐσωτερικὴ (ἐγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στὴν ὁποία ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς νὰ ἀποκαλύπτει τὴ διαμονή Του μέσα στὴν καρδιά, μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα χαρίσματα τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τὴν τελειότητα αὐτὴ γίνεται φορεὺς φωτός, ἐκπληρώνοντας τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον ὄχι μὲ σωματικὴ ὑπηρεσία, ἀλλὰ μὲ τὴ διακονία τοῦ Πνεύματος, καθοδηγώντας τοὺς σωζομένους, ἐγείροντας αὐτοὺς ἀπὸ τὴν πτώση, θεραπεύοντας τὶς ψυχικὲς τους πληγές. Ὁ χορὸς τῶν μοναχῶν ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία Ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μὲ ἐπιτηδευμένους λόγους ἀνθρώπινης σοφίας ἀλλὰ μὲ τοὺς λόγους τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἐπικυρώνονταν μὲ θαύματα, ποίμαναν καὶ στερέωναν τὴν Ἐκκλησία.
Ἰδού, γιατί ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὴν περίοδο τῶν Μαρτύρων ἐπεκτάθηκε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ τελειότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πηγὴ τοῦ φωτός της καὶ ἡ κύρια δύναμη τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας».
Μὲ ἐντολὴ τοῦ τσάρου Νικολάου καλεῖται στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ ἀναλαμβάνει ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Προηγουμένως ὅμως, παραιτεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ ἀξιώματα ποὺ εἶχε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποσύρεται στὴν ἡσυχία τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Στὸ μεταξὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν καλεῖ νὰ τὴν διακονήσει ὡς Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου καὶ Εὐξείνου Πόντου. Ἡ πνευματική του δραστηριότητα δὲν σταματᾶ. Κατὰ ἐκείνη τὴν περίοδο θὰ γράψει καὶ τὸ περίφημο ἔργο του «Προσφορὰ εἰς τὸν σύγχρονον μοναχισμόν», στὸ ὁποῖο ἀποτυπώνεται ἡ ἁγιότητα τῆς ὑπάρξεώς του.
Λόγοι ἀσθενείας τὸν ἀναγκάζουν νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι, ἀποσύρεται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Μπαμπάεβο.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἀφοῦ ἔζησε ἐκεῖ ὡς ἁπλὸς μοναχός, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1867, σὲ ἡλικία ἑξήντα ἐτῶν.
Οἱ Ἅγιοι Ἰσίδωρος, Ἠλίας καὶ Παῦλος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰσίδωρος, Ἠλίας καὶ Παῦλος μαρτύρησαν στὴν Κορδούη τῆς Ἱσπανίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀφροδίσιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ τριάντα Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀφροδίσιος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας καὶ μαρτύρησε στὴν Ἀλεξάνδρεια μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα Χριστιανούς.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικήτα Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικήτα Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 31 Ἰανουαρίου.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικήτα, ἀνεκομίσθηκαν τὸ ἔτος 1558.
Ὁ Ἅγιος Σίμων Μητροπολίτης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Σίμων ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὁσίου Σεργίου καὶ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1495 ἐξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1511 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου