Κυριακή 12 Μαΐου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 12 ΜΑΪΟΥ 2024

Κυριακή του Θωμά
 
 
Εἰ νηδύος κλείς, ἢ τάφου μὴ κωλύει,
Σὴν Σῶτερ ὁρμήν, κλεὶς θυρῶν πῶς κωλύσει;
 
Ο Απόστολος Θωμάς απουσίαζε όταν ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, επισκέφθηκε τους Μαθητές Του στο υπερώον όπου ήταν συνηγμένοι. Όταν πληροφορήθηκε τα σχετικά με την επίσκεψη του Χριστού, ζήτησε να Τον δη και να ψηλαφίση τις πληγές του Σταυρού στα χέρια και την πλευρά Του. Ο Χριστός όταν επισκέφθηκε και πάλι τους Μαθητές Του μετά από οκτώ ημέρες, κάλεσε τον Απόστολο Θωμά να ψηλαφήση τα σημάδια των πληγών στο Σώμα Του. Τότε ο Απόστολος Θωμάς Τον ανεγνώρισε και Τον ομολόγησε Κύριο και Θεό του. Τον ανεγνώρισε από τις πληγές του Σταυρού, οι οποίες αποτελούν σημάδι της αγάπης Του, αλλά και της δυνάμεώς Του. Την ομολογία του Θωμά οι άγιοι Πατέρες την ονομάζουν σωτήριο. Και πραγματικά οδηγεί στην σωτηρία όλους εκείνους που την απευθύνουν στον Χριστό εκζητώντας ταπεινά το έλεός Του.

Το γεγονός ότι ο Απόστολος Θωμάς αρχικά απουσίαζε κατά την εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητές Του, φαίνεται ότι ήταν οικονομία Θεού, για να γίνη πιστευτό το θαύμα της Αναστάσεως και να διαλυθή κάθε είδους αμφιβολία.

Ο Απόστολος Θωμάς, μετά την Πεντηκοστή, κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους, τους Πέρσες, τους Μήδους και τους Ινδούς και είχε μαρτυρικό τέλος.


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος βαρὺς.
Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης ἡ πάντων ἀνάστασις, πνεῦμα εὐθὲς δι' αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄.
Τῇ φιλοπράγμονι δεξιᾷ, τὴν ζωοπάροχόν σου πλευράν, ὁ Θωμᾶς ἐξηρεύνησε Χριστὲ ὁ Θεός· συγκεκλεισμένων γὰρ τῶν θυρῶν ὡς εἰσῆλθες, σὺν τοῖς λοιποῖς Ἀποστόλοις ἐβόα σοι· Κύριος ὑπάρχεις καὶ Θεός μου.

Μεγαλυνάριον
Θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς, ἐπέστης Σωτήρ μου τὴν εἰρήνην σου δοὺς αὐτοῖς· ὅθεν ὁ Θωμᾶς σε, δακτύλῳ ψηλαφήσας, ἐβόα· Σὺ Θεός μου, πέλεις καὶ Κύριος.
 
 
Άγιος Νικήτας ο Νέος Ιερομάρτυρας 


 
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Νικήτας γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1760 - 1770 μ.Χ. και καταγόταν από την Ήπειρο. Άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι ο Άγιος καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και μάλιστα από την περιοχή των Λαζών. Την εκδοχή αυτή στηρίζουν κυρίως στην Ακολουθία των Αγιαννανιτών, που εγράφη το 1840 - 1850 μ.Χ. από τον μοναχό Ιάκωβο της Νέας Σκήτης και στην οποία αναφέρεται ότι ο Άγιος καταγόταν από την περιοχή των Λαζών του Πόντου, καθώς και στη λειψανοθήκη του Αγίου επί της οποίας αναγράφεται «Τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Νικήτα τοῦ Λαζοῦ». Για τους γονείς και συγγενείς του Αγίου δεν γνωρίζουμε τίποτα το σπουδαίο. Ξέρουμε μόνο πως ήταν κρυπτοχριστιανοί.

Από το κείμενο του μαρτυρίου του δεν μας είναι γνωστό αν αρνήθηκε στην αρχή του βίου του τον Χριστό και έγινε Μωαμεθανός στις Σέρρες. Πάντως, γίνεται λόγος για την περιτομή την οποία υπέστη ο Άγιος.

Ο Άγιος έγινε μοναχός στη Σκήτη της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος. Εκεί άρχισε τους πνευματικούς αγώνες ζώντας με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος, την καλούμενη Ρωσική. Καταληφθείς από τον πόθο του μαρτυρίου περιερχόταν τα περίχωρα των Σερρών και της Δράμας και κήρυττε ενώπιον των Τούρκων τον Χριστό ως αληθινό Θεό. Η απόφασή του ήταν να χύσει το αίμα του για την αγάπη του γλυκύτατου Ιησού.

Ο Άγιος Νικήτας εξομολογήθηκε στον προηγούμενο ιερομόναχο Κωνσταντίνο του μετοχίου της Παναγίας της Ηλιόκαλλης και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Αφού πέρασε από το ναό του Αγίου Γεωργίου, πήγε ύστερα στο τζαμί του Αχμέτ Πασά. Στο τζαμί αυτό έμενε ένας ιεροδιδάσκαλος των Τούρκων μαζί με τους ιεροσπουδαστές του. Ένας από τους μαθητές αυτούς ήταν χωλός και στα δύο πόδια. Ο Άγιος Νικήτας του είπε ότι θα θεραπευθεί, εάν πιστέψει στον Χριστό.

Ο νεαρός Τούρκος ανέφερε αμέσως στον διδάσκαλό του τον λόγο που του είπε ο Άγιος. Έτσι ο Άγιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στο βοεβόδα των Σερρών, ο οποίος έδωσε εντολή να τον φλακίσουν. Κατά τον χρόνο της φυλακίσεώς του υπέστη πολλά και φρικώδη βασανιστήρια. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 1808 μ.Χ. ο Ισούχ μπέης διέταξε να εκτελεσθεί η απόφαση του θανάτου του Αγίου Νικήτα, τον οποίο κρέμασαν στην τοποθεσία Τζεριάχ - Παζάρ. Κοντά στον τόπο του μαρτυρίου του ήταν ο ναός του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Την ίδια νύχτα του μαρτυρίου ο διάκονος του ναού βγήκε από το κελλί του και είδε ένα μεγάλο φως να λάμπει σε όλη την γύρω περιοχή. Το λείψανο του Μάρτυρος έμεινε κρεμασμένο στην αγχόνη τρεις ημέρες. Την Τρίτη της Διακαινησίμου, το βράδυ, δόθηκε στους Χριστιανούς η άδεια να κατεβάσουν το ιερό λείψανο και να το ενταφιάσουν στο ναό του Αγίου Νικολάου των Σερρών.

Ο Άγιος στον τόπο του μαρτυρίου του, στις Σέρρες, τιμάται σαν Πολιούχος. Γιορτάζεται δε πανηγυρικά την Κυριακή του Θωμά.
 
Άγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος και Μιχαήλ από τη Σαμοθράκη 


Χορὸν τὸν πεντάριθμον νέων Μαρτύρων,
Σαμοθράκη γεραίρε νῦν ἐπαξίως.

Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος και ο νεότερος Γεώργιος κατάγονταν από την Σαμοθράκη, ο δε Μιχαήλ από την Κύπρο.

Κατά την επανάσταση του 1821 μ.Χ. η νήσος Σαμοθράκη κατελήφθη από Αγαρηνούς, που ήλθαν από την Άβυδο και την Τένεδο και εφόνευσαν τους Χριστιανούς κατοίκους, τις δε γυναίκες και τα παιδιά διεμοίρασαν στην Ανατολή και στην Αίγυπτο. Τότε συνέλαβαν και τους τέσσερις μάρτυρες μαζί με τον Μιχαήλ, ο οποίος όμως φοβήθηκε και αλλαξοπίστησε, και τους επούλησαν σε Τούρκους σε διάφορα μέρη. Απ' αυτούς ο Μανουήλ, πουλήθηκε στην Αίγυπτο, έμαθε την αραβική γλώσσα και επιδόθηκε στη μελέτη του Κορανίου.

Όταν η Ελλάδα ελευθερώθηκε, οι πέντε Νεομάρτυρες επέστρεψαν στη Σαμοθράκη και ακολούθησαν το χριστιανικό βίο. Εκείνη την περίοδο διορίσθηκε στο υπούργημα του Καδή της Μάκρης κάποιος σκληρός Απτουρραχμάν αφέντης λεγόμενος, απάνθρωπος και ζηλωτής της θρησκείας του Μωάμεθ. Αυτός, συνέλαβε τους Μάρτυρες, τους οποίους εφυλάκισε και βασάνισε. Παρά τις κολακείες και τα φρικώδη βασανιστήρια οι Μάρτυρες ομολογούσαν την πίστη τους στον Χριστό. Τότε ο καδής έγραψε στην Κωνσταντινούπολη προς τον αφέντη της Βασάφ, ο οποίος ήταν μυστικός γραμματεύς του σουλτάνου Μαχμούτ, τα σχετικά με τους Μάρτυρες και ότι αρνήθηκαν τη θρησκεία του Μωάμεθ. Η απόφαση που ήλθε ήταν καταδικαστική.

Πρώτος εμαρτύρησε ο γέροντας Μιχαήλ που τον κατέκοψαν σε κομμάτια με τα ξίφη τους.

Οι Άγιοι Θεόδωρος και Γεώργιος εκρεμάσθησαν και έτσι έλαβαν τον στέφανο της αθλήσεως.

Τον δε πολυπαθή Μανουήλ τον έριξαν επάνω σε σιδερένια τσιγκέλια και εκαρφώθηκε σταυροειδώς. Έτσι έριξαν και τον μακάριο μικρό Γεώργιο, αλλά, ω του θαύματος! Τα καρφιά ελύγισαν και δεν καρφώθηκε κανένα στο σώμα του Αγίου. Μετά από αυτό τον έριξαν πάνω σε σιδερένια σουβλιά και τον επατούσαν για να καρφωθεί το σώμα του. Με αυτόν τον τρόπο ο Μάρτυς Μανουήλ σύντομα παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού, ο δε Μάρτυς Γεώργιος έμεινε καρφωμένος είκοσι τέσσερις ώρες με οδύνη αφόρητη. Οι Αγαρηνοί, όταν είδαν ότι ακόμη μετά από τόσο διάστημα ζει, τον επυροβόλησαν στην κεφαλή κι έτσι ετελείωσε το βίο του κι αυτός ο αοίδιμος.

Οι Χριστιανοί, αφού έλαβαν την άδεια, ενταφίασαν τα λείψανα των Μαρτύρων στο τόπο του μαρτυρίου αυτών.

Όλων τα μαρτύρια έγιναν στη Μάκρη της Αλεξανδρούπολης στις 6 Απριλίου 1835 μ.Χ.

Η Σύναξή τους εορτάζεται και στις 6 Απριλίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαμοθράκης λαμπτῆρες καὶ τῆς Μάκρης ἀγλάισμα, Νεομάρτυρες θεῖοι ἀληθῶς ἀνεδείχθητε, ἀθλήσαντες στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ λύσαντες τὴν πλάνην τοῦ ἐχθροῦ, Μανουὴλ σὺν Θεοδώρω καὶ Μιχαήλ, καὶ οἱ διττοὶ Γεώργιοι, δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι δι' ὑμῶν, ἠμὶν χάριν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθείς.
Τοὺς Ἀθλοφόρους τοῦ Χριστοῦ χαρμοσύνως, ἀνευφημήσωμεν πιστῶν αἱ χορεῖαι, ὅτι αὐτοὶ ἐκήρυξαν λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, ὠμοτάτοις βαρβάροις, Μανουὴλ Θεόδωρος, Μιχαῆλος σὺν δύο, τοῖς Γεωργίοις οὓς χρεωστικῶς, ἀνευφημοῦντες τιμῶμεν ἐν ᾄσμασιν.

Μεγαλυνάριον
Σαμοθράκης νήσου γόνους λαμπρούς, καὶ τῆς χώρας Μάκρης, μέγα κλέος τε καὶ φρουρούς, καὶ τῶν ἀσθενούντων, ἰατρούς τε καὶ σώστας, τοὺς πέντε μεγάθλους ἀνευφημήσωμεν.
 
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου


Φανεὶς Ἐπιφάνιος ἐν Κύπρῳ μέγας,
Κλέος παρ᾽ αὐτῇ καὶ θανὼν ἔχει μέγα.
Τῇ δυσκαιδεκάτῃ Ἐπιφάνιον μόρος εἷλε.

Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βησανδούκη τὸ 310 μ.Χ., κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ πάμφτωχη οἰκογένεια Ἰουδαίων ἀγροτῶν. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀκόμη ἕνα παιδί, τὴν Καλλίτροπο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ ἔμεινε ὀρφανός.

Χάρη στὴ διδασκαλία δύο περίφημων γιὰ τὴν γραμματική τους κατάρτιση καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος μοναχῶν, τοῦ Λουκιανοῦ καὶ τοῦ Ἰλαρίωνος, προσελκύεται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ βαπτίζεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανό. Στὴν συνέχεια πηγαίνει στὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης καὶ ζεῖ κοντὰ στοὺς ἐπιφανέστερους ἀσκητές, ἀσκούμενος στὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, γενόμενος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς συνασκητές του. Ἡ φήμη του καὶ οἱ ἀρετές του δὲν ἄργησαν νὰ διαδοθοῦν καὶ γρήγορα ἀναδείχθηκε, τὸ 367 μ.Χ., Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στὴν ὁποία κατέφυγε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ ἐπέπλεε πρὸς τὴν Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, ἔφθασε στὴν Κύπρο.
 
Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου ὁ Ἅγιος ἄρχισε τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴ διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας ὅλες τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πλάνες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τοῦ Ὠριγένους. Κάνοντας συνεχὴ χρήση τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γράφοντας πλῆθος ἀντιαιρετικῶν συγγραμμάτων, ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ κρατήσει τοὺς πιστοὺς στὴν ἀνόθευτη χριστιανικὴ πίστη. 

Ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς νήσου ὁλοκληρώνεται στὰ χρόνια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Ἐπιφανίου στὸ τελευταῖο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν δύναμη τοῦ χαρακτῆρος του, τὴν παιδεία καὶ τὴν δογματικὴ κατάρτισή του, ἀγωνίσθηκε σκληρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἀλλοθρήσκων. Τόσο καθολικὴ ἦταν ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ βαθιὰ ἐκτίμηση πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Α’ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Κύπρου ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας.

Μετὰ ἀπὸ τριάντα ἕξι ἔτη γόνιμης καὶ ἐποικοδομητικῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας καὶ προσφορᾶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 403 μ.Χ. Τὸ τίμιο λείψανό του μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸν ἁγιότατο οἶκο του, ποὺ ἦταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος.

Ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας ἔκτισε τὴν μεγάλη βασιλικὴ (δὲν τὴν ὁλοκλήρωσε μέχρι τὸν θάνατό του), τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια διασώζονται μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἀρχιεπίσκοπος, πολὺ σημαντικὸς διδάσκαλος καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε καὶ ἀξιόλογος συγγραφέας. Τὰ ἔργα του «Πανάριον», «Ἀγκυρωτός», «Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν», «Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρών», ἀποτελοῦν πολύτιμα πετράδια στὸ μέγα ψηφιδωτὸ τῆς Πατερικῆς Γραμματείας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, ἔγνως τὴν χάριν, καὶ θεόφθογγον, ἔσχηκας γλῶσσαν, Ἱεράρχα σοφέ Ἐπιφάνιε· ὅθεν δογμάτων ὀρθαῖς ἀναπτύξεσιν, αἱρετικῶν θριαμβεύεις τὴν ἄνοιαν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος

Τῆς ἐν τῇ Κύπρῳ Ἐκκλησίας ποιμὴν ἄριστος

Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον λαμπρὸν ἐδείχθης.

Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον

Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως

Τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Ἐπιφάνιε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις Ἐπιφάνιε ἱερέ, Κύπρου ποιμενάρχα, Ἐκκλησίας πάσης φωστήρ· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστογράφε, καὶ τῶν σοὶ ὁμωνύμων, πρέσβυς πρὸς Κύριον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.
 
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Χαίρων ἀφεὶς γῆν Γερμανὸς καὶ γῆς θρόνον,
Γῆς Δημιουργοῦ τὸν θρόνον χαίρει βλέπων.

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 640 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ τὸν Πωγωνάτο (668 – 685 μ.Χ.), ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἐνεχόταν στὴν δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β’. Τὸν Γερμανό, ἀφοῦ τὸν εὐνούχισε, τὸν κατέταξε στὸν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθὺς γνώστης αὐτῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἀρετή του. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τὸ 709 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου.

Ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Ὅταν καθαιρέθηκε ὁ Πατριάρχης Κύρος καὶ πέθανε ὁ διάδοχος αὐτοῦ Ἰωάννης ΣΤ’, ἐξελέγη στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 715 μ.Χ., μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις στὴ διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καὶ νουθετώντας αὐτὸ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα κηρύγματά του.

Ὅταν ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀπὸ αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ σκοπὸ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ τὸν μὲν Λέοντα ἔλεγξε γιὰ τὶς ἀνίερες πράξεις του, τὸν δὲ λαὸ παρότρυνε σὲ ἀντίσταση κατὰ τῶν εἰκονομάχων. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὅτι τίποτα δὲν κατόρθωνε, διὰ πραξικοπήματος ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο νὰ παραιτηθεῖ. Ἔτσι, στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 730 μ.Χ., ἀφοῦ κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ παλατιοῦ, ἀποσύρθηκε στὴν πατρική του οἰκία στὸ Πλατάνι, ὅπου ἔζησε ἀσκητεύοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους.

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε, μετὰ σύντομη ἀσθένεια, τὸ 740 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Χώρας.

Ἐνῷ ἀρχικὰ καθαιρέθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ τὴ ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας τὸ 754 μ.Χ., στὴν συνέχεια δικαιώθηκε καὶ ἐξυμνήθηκε ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 787 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀναστήλωσε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ 718 μ.Χ. διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ βαρβαρικὴ ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικὸ καὶ συγγραφικὸ ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τὰ περισσότερα ἔργα του κατακάηκαν μὲ διαταγὴ τοῦ Λέοντος. Περισώθηκαν δὲ ἀπὸ μὲν τοὺς ὕμνους, 104 Στιχηρὰ καὶ 22 Κανόνες, ἀπὸ δὲ τὰ συγγράμματά του τὰ ἑξῆς: 

α) «Περὶ αἱρέσεων καὶ Συνόδων», β) «Τρεῖς δογματικαὶ ἐπιστολαὶ ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων» (πρὸς Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνάδων, πρὸς Κωνσταντίνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καὶ πρὸς Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτὼ λόγοι» (δύο στὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δύο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἕνας στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου),

δ) «Ὁμιλία» (στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σοφίας τοῖς δόγμασιν, ἐκπαιδευθεὶς εὐκλεῶς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι· σύμμορφος γὰρ ὑπάρχων, τῆς εἰκόνος τοῦ Λόγου, λύεις Εἰκονομάχων, τὴν ἀντίθεον πλάνην· διό σε Ἱεράρχα Γερμανέ, Χριστὸς ἐδόξασε

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Οἰκονόμος ἄριστος, τῶν δωρεῶν τοῦ Σωτῆρος, ὡς εἰκὼν θεόγραφος, τῶν ἀρετῶν πέλων Πάτερ, ἔλαμψας, ἐν Ἱεράρχαις ἀμέμπτῳ βίῳ· ἔδειξας, τὴν τῶν Εἰκόνων τιμὴν προσφόρως· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις τρισμάκαρ, Γερμανὲ ἔνδοξε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις ὁ τῆς χάριτος ὑπουργός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφόστολος θεοειδής· χαίροις ὁ τρανώσας, τὴν τῶν Εἰκόνων δόξαν, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, Γερμανὲ ἔνδοξε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ ἐν Κυθήροις ἀσκήσας


Μοναστήρι του Οσίου Θεοδώρου

Χριστοῦ δωρεῶν ἐπωνυμίαν φέρων.
Βροτοῖς ἴασιν ἀεὶ πηγάζεις Πάτερ.
Δυωδεκάτῃ Θεόδωρος ὕπερθεν ἀείρατο αἴης.

Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στην Κορώνη μεταξύ των ετών 870 - 890 μ.Χ. και πατρίδα του ήταν η Κορώνη της Πελοποννήσου. Η μητέρα του προηγούμενα ήταν στείρα και όταν ο Θεός της χάρισε παιδί το ονόμασε Θεόδωρο.

Ο Θεόδωρος λοιπόν διδάχτηκε τα Ιερά γράμματα και παραδόθηκε από τους γονείς του στον τότε επίσκοπο Κορώνης, ο οποίος τον έκανε αναγνώστη. Όταν πέθαναν οι γονείς του, ο Θεόδωρος μπήκε υπό την προστασία ενός Ιερέα του Ναυπλίου, που ήταν φίλος των γονέων του Οσίου.

Όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία, παντρεύτηκε και απόκτησε δύο παιδιά. Ο επίσκοπος Άργους, βλέποντας τις αρετές του, τον χειροτόνησε Διάκονο. Αργότερα ο Θεόδωρος πήγε στη Ρώμη και προσκύνησε τους τόπους των Μαρτύρων. Κατόπιν επέστρεψε στη Μονεμβασία, όπου παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα σ' ένα κελί της εκκλησίας της Θεοτόκου της Διακονίας.

Έπειτα, παρά τις παρακλήσεις της οικογένειας του να μείνει κοντά της, ο Θεόδωρος, ποθώντας τα ανώτερα πνευματικά αγαθά, ήλθε στα Κύθηρα περί το 921 μ.Χ. όταν η νήσος ήταν «ἔρημος καί ἀοίκητος» λόγω των επιδρομών των Σαρακηνών της Κρήτης και μόνασε στον παλαιό χριστιανικό Ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Εκεί αφού έζησε ζωή πολύ ασκητική και έφτασε σε μεγάλα ύψη αρετής, απεβίωσε ειρηνικά στις 12 Μαΐου του 922 μ.Χ.

Λίγο καιρό μετά το θάνατό του ναύτες περαστικοί από τα Κύθηρα βρήκαν άθικτο το λείψανό του. Τρία χρόνια αργότερα, το 925 μ.Χ., Μονεμβασιώτες έθαψαν το λείψανο του Οσίου. Η παλιά εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου ξαναχτίστηκε από Μονεμβασιώτες και αφιερώθηκε στον Όσιο Θεόδωρο. Με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκε μοναστήρι, το οποίο απέκτησε περιουσία, την οποία καλλιεργούσαν οι ιερωμένοι, κοσμικοί και μοναχοί.

Το χρονικό του Κυθήριου μοναχού Χειλά αποτελεί πολυτιμότατη πηγή για την ιστορία του μοναστηριού. Είναι μια έκθεση - αναφορά προς τους Βενιέρους, η οποία γράφτηκε περί το 1460 μ.Χ.

Γύρω στα 1630 μ.Χ. ο Επίσκοπος Κυθήρων Αθανάσιος Βαλεριανός ανακαίνισε το Ναό του Οσίου, στον οποίο έγιναν διάφορες μετατροπές και προσθήκες.

Ακολουθία του Οσίου εκδόθηκε το 1747 μ.Χ. στη Βενετία, το 1841 μ.Χ. στη Σμύρνη και το 1899 μ.Χ. και 1961 μ.Χ. στην Αθήνα).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Πλοῦτον ἄσυλον, ἡ νῆσος ἔχει, τὴν κατάθεσιν τῶν σῶν λειψάνων, ἐξ ὧν καὶ χάριν θαυμάτων ἀῥύεται, ἐκλυτρουμένη παθῶν καὶ κακώσεων, διὸ καὶ χαίρει τιμῶσα τὴν μνήμην σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἐλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τοῦ βίου φυγὼν ἡδύτητας καὶ θόρυβον, καὶ τέκνα λιπὼν καὶ σύζυγον μακάριε, τὴν ἐρημον ᾤκησας, καὶ Ἄγγέλων γέγονας Ὅσιε, ζηλωτὴς ἀξιάγαστος, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τᾶς τοῦ βίου παγίδας ἀποφυγὼν, ἐλαμπρύνθης τῇ αἴγλῃτῶν ἀρετῶν, ἄνωθεν δεξάμενος τὴν ἀκτῖνα τοῦ πνεύματος, καὶ διὰ τοῦτο πᾶσαν, ὑπ' έμεινας κάκωσιν, οἱ γὰρ σοὶ ἀγῶνες, ἐπτόησαν δαίμονας, ὅθεν καὶ νικήσας, τὰς αὐτῶν μεθοδίας, παρέχεις ἰάματα, τοῖς αἰτοῦσί σε Ἅγιε, θεοφόρε Θεόδωρε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν Ἅγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τῶν ἀσκητῶν τὸ καύχημα, πάντες συνελθόντες, προθύμως εὐφημήσωμεν Θεόδωρον τὸν μακάριον· οὗτος γὰρ καταφρονήσας, κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ ἐν ἐρήμῳ κατῴκησε· καὶ τὴν σάρκα τῇ ψυχῇ καθυπέταξε· διὸ χάριν θαυμάτων οὺρανόθεν ἐδέξατο, καὶ μεταστὰς ἀπὸ γῆν σὺν Ἀγγέλοις ᾄδει τὸν πλάσαντα· πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Πατέρων ἡ καλλονὴ, χαίροις τῶν Ὁσίων, ἡ σεμνότης καὶ ἀσκητῶν· χαίροις τῶν Κυθήρων, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, διώκτα τῶν δαιμόνων, χαίροις Θεόδωρε.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βλαχίας


Σώφρων υπάρχων ω Iωάννη Bλάχε,
Aθλείς άριστα δι’ αγάπην Kυρίου.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἰωάννης γεννήθηκε στὴ Βλαχὶα καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἐπὶ Σουλτάνου Μεχμὲτ καὶ σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἰσέβαλαν στὴ Βλαχία, γιὰ νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἄρχοντα Μιχαὴλ Βοεβόδα Τζιβὰν Μπέτι. 

Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ εἶδε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Ἁγίου, τὸν ἔδεσε σὲ ἕνα δένδρο μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσελγήσει ἐπ’ αὐτοῦ. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀμυνόμενος τὸν φόνευσε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ὅμως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ παραδόθηκε στὴ σύζυγο τοῦ στρατιώτη ποὺ σκότωσε, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκείνη τὸν ὁδήγησε στὸ βεζίρη, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάκριση τὸν παρέδωσε πάλι σὲ ἐκείνη, γιὰ νὰ τὸν μεταχειριστεῖ ὅπως ἤθελε. 

Ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει, τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο. Ὁ ἔπαρχος ἀπέτυχε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ διέταξε τὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατό του τὸ 1662, στὸ Παρμὰκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐξαγοράσθηκε μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ εὐλάβεια.

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἀργύριος

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος ὁ Ἀργύριος, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, ἦταν πρεσβύτερος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 647 καὶ στὸν Κώδικα Δ. α. Ι.Χ. τῆς μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης τῆς Ρώμης, ὅπου καὶ ἡ ἀκολουθία του.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀπαντᾶ στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριον. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 7 Νοεμβρίου.

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Σιναΐτης

Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Νικήτα τοῦ Σιναΐτου.

Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος

Τὰ τίμια λείψανα τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος βρέθηκαν στὸ χωριὸ Καρυὲς τῆς Λέσβου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερρῶν

 
Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας Σερραίων. Γεννήθηκε και έζησε στην πόλη των Σερρών στο τελευταίο μισό του 15ου μ.Χ. αιώνος.

Το παιδικό κλάμα του Αγίου μπερδεύτηκε με τους ολολυγμούς των Σερραίων για το θάνατο του Βασιλιά της Τραπεζούντας Δαβίδ και των τριών παιδιών του, που κρεμάστηκαν με εντολή του Μωάμεθ του Β΄ εκεί, στο τέλος της βασιλικής οδού, λίγο έξω από την πόλη των Σερρών.

Στην ακμή της νεότητάς του, το θάρρος του να παρουσιάζεται σε δημόσιους χώρους ως ίσος προς τους κατακτητές και η λαμπρότητα της εμφανίσεώς του, προκάλεσαν το φθόνο των Τούρκων, που τον διέβαλαν στις αρχές τους. Οι διαβολείς του υποστήριξαν πως ο Νεομάρτυς Ιωάννης δημόσια εξύβρισε την πίστη του Προφήτη, αρνούμενος να την ακολουθήσει, παρά την αρχική του υπόσχεση. Οι αρχές των κατακτητών διέταξαν, μετά από μια τόσο σοβαρή καταγγελία, ο Ιωάννης να συλληφθεί και να οδηγηθεί στο δικαστήριο, πράγμα που παραχρήμα έγινε. 

Οι δικαστές του, εκτιμώντας τα δεδομένα, στην αρχή προσπάθησαν με υποσχέσεις για αξιώματα να τον δελεάσουν να αλλάξει την πίστη του, καθώς θα είχαν κέρδος μεγάλο αν το παράδειγμά του έβρισκε και άλλους μιμητές, όμως, όλες τους οι προσπάθειες απέτυχαν, αφού ο Ιωάννης, ως απάντηση στα προτεινόμενα, ομολογούσε δημόσια την πίστη του στον Χριστό.

Όταν όλες οι πλάγιες μέθοδοι απέτυχαν, οι αλλόφυλοι προκειμένου να αποσπάσουν την ομολογία του Ιωάννη στην μάταιά τους πίστη, κατέφυγαν στα βασανιστήρια. Έβγαλαν το μάρτυρα από τη φυλακή και «ώσπερ θήρες ανήμεροι» τον έσυραν χωρίς ένδυση πάνω στη γη των Σερρών και, τέλος, του ξερίζωσαν τα μαλλιά ραβδίζοντάς τον χωρίς διακοπή. Ο άγιος, παρά τα φοβερά αυτά μαρτύρια, άντεχε και συνέχιζε να υμνεί τον Κύριο Ιησού Χριστό και τότε, στα δεξιά του, εμφανίσθηκε ένας έφιππος και μεγαλοπρεπής άνδρας που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε σαν ήλιος. Ο μάρτυρας Ιωάννης είδε την υπέρλαμπρη αυτή παρουσία, που δεν ήταν άλλη απ΄ αυτή του Αγίου Θεοδώρου, και κατάλαβε πως ο έφιππος άνδρας του συνιστούσε να μη χάσει το θάρρος του.

Οι Τούρκοι, όταν και με αυτόν τον επώδυνο τρόπο, στάθηκε αδύνατο να τον κάνουν να αλλάξει την πίστη του, τον οδήγησαν και πάλι στην φυλακή, όπου και συνέχισαν τις σωματικές και ηθικές πιέσεις τους πάνω στον νεομάρτυρα. Η σταθερή όμως προσήλωση του Ιωάννη στην πάτρια πίστη του τους απέλπισε και, αναγκάστηκαν να ζητήσουν έγγραφες οδηγίες για την τύχη του νεαρού Σερραίου από τη Μεγάλη Πύλη. Όταν ήρθαν οι έγγραφες οδηγίες, ο δικαστής των Σερρών διέταξε το θάνατο του Ιωάννη, εάν δεν απαρνιόταν την πίστη του στο Χριστό.

Έτσι, οι τύραννοι του, μετά και την αποτυχία των τελευταίων προσπαθειών τους να πείσουν τον Ιωάννη να απαρνηθεί την πίστη του, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν σε χώρο δημόσιο, όπου, οι δήμιοί του, για να κάνουν το τέλος του πιο επώδυνο, τον ανέβασαν πάνω σε σωρό από φρύγανα και ξερά ξύλα και, αφού του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, έβαλαν φωτιά στο εύφλεκτο υπόστρωμα.

Ο μάρτυρας Ιωάννης παρέμεινε ήρεμος σε όλη τη διάρκεια του φρικτού του μαρτυρίου και, μάλιστα, προκαλώντας τους βασανιστές του, τους ρωτούσε εάν πράγματι τον παρέδωσαν στη φωτιά, ενώ με ήπια φωνή υμνολογούσε το Θεό. Ένας από τους δήμιούς του, για να τον κάνει να σωπάσει, του έμπηξε έναν πάσαλο στο στόμα και επέφερε έτσι το τέλος της επίγειας ζωής του αγίου.

Την ακολουθία του αγίου Νεομάρτυρα Ιωάννη του Σερραίου έγραψε ο Μεγάλος Ρήτορας της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Μανουήλ ο Πελοποννήσιος πιθανότατα μεταξύ των ετών 1491 - 1497 μ.Χ.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Σερραίος μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού περί το 1480 μ.Χ. και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Μαΐου.

Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος

Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, Ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κύπρου.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ὁσίας.

Ἡ Ἁγία Δομιτίλλα ἡ Μάρτυς


Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δομιτίλλα ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ἦταν σύζυγος τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματούχου Τίτου Φλαβίου Κλήμεντος καὶ θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.). Τελειώθηκε μαρτυρικά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ὁ Μάρτυρας 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Παγκράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία ἢ τὴ Φρυγία καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).



Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου 

Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἀναφέρεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἂν καὶ τὸ ὄνομά του δὲν ἀναφέρεται στοὺς γνωστοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 12ου - 13ου αἰῶνος μ.Χ.



Όσιος Λέων εν Μεθώνη


Ο Όσιος Λέων ο εν Μεθώνη, γεννήθηκε στην Κολαβρία της Ιταλίας και διήγε τη ζωή του «μονοχίτων και ανυπόδητος τη νηστεία και αγρυπνία καταψύχων».

Κατά τη διάρκεια προσκυνηματικού ταξιδιού στους Αγίους Τόπους και καταβεβλημένος από την άσκηση, πέθανε εν πλω μόλις αντίκρυσε τη Μεθώνη, που από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ήταν υποχρεωτικός ενδιάμεσος σταθμός των ταξιδιωτών από και προς τα Ιεροσόλυμα. Τότε οι ναύτες έθαψαν το άψυχο σώμα του στην παραλία της Μεθώνης ενώ μετά από χρόνια ο Άγιος Λέων εμφανίστηκε στον Επίσκοπο Μεθώνης Νικόλαο, διαπρεπή Θεολόγο του 12ου αιώνος μ.Χ., ο οποίος προέβη στην ανακομιδή του Ιερού Λειψάνου, που αμέσως άρχισε να θαυματουργεί.

Η τιμή του Αγίου σταμάτησε περίπου το 1600 μ.Χ. και μετά από τετρακόσια και πλέον χρόνια, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Γ' επανέφερε τη μνήμη του στις 12 Μαΐου.



Άγιοι Μάρτυρες εις Μπούτοβο της Ρωσίας

Το Μπούτοβο, περιοχή που βρίσκεται κοντά στη Μόσχα, έγινε κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως (1917 μ.Χ.) τόπος μαζικών εκτελέσεων Αρχιερέων, Κληρικών και πιστών της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, που μαρτύρησαν κατά τα έτη του διωγμού στην Ρωσία. Μεταξύ των Αγίων Μαρτύρων που μαρτύρησαν στο Μπούκοβο και ανέρχονται σε χιλιάδες, ήταν και δέκα Έλληνες Μάρτυρες.


 Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα


Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Νικόλαος Τύχωνωφ, γεννήθηκε τὸ 1853 στὴν πόλη Γιελὲτς τῆς ἐπαρχίας Ὀριόλ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἑλένη. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἦταν ἑπτὰ ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, εὐλόγησε τὸν υἱό του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναθέτοντας τὸ παιδί του στὴν κηδεμονία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ὁ μελλοντικὸς Στάρετς δὲν ἀποχωρίσθηκε τὴν εἰκόνα αὐτὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Νικόλαο ἡ μητέρα του εἶχε καὶ ἄλλα μικρότερα τέκνα, τὰ ὁποῖα πέθαναν πρόωρα ἀπὸ πεῖνα καὶ ἀσθένειες.

Ὁ μικρὸς Νικόλαος εἶχε θερμὴ καρδιακὴ σχέση μὲ τὴν μητέρα του. Οἱ προσευχές της καὶ ἡ αὐστηρὴ ἀνατροφή, ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὸν προστάτευαν ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ συμφορές. Σιγὰ – σιγὰ μεγάλωνε καὶ ἔγινε πρᾶος, ἥσυχος καὶ εὐλαβής, ἔξυπνος καὶ φιλομαθής. Λόγω τῆς μεγάλης φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἀναγκάσθηκε νὰ φοιτήσει ὄχι στὸ δημόσιο σχολεῖο, ἀλλὰ στὸ ἐνοριακὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του, ὅπου φοιτοῦσαν οἱ ἄποροι. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμαθε νὰ διαβάζει, νὰ γράφει, νὰ μετράει καὶ νὰ μελετᾶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἔγινε ἕνδεκα ἐτῶν, ἐργάσθηκε στὸ κατάστημα τοῦ πλούσιου ἐμπόρου Χάμωφ. Λίγο ἀργότερα, ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος, ἡ μητέρα του πέθανε καὶ ἔτσι ἔμεινε πιὰ παντελῶς ὀρφανός. Ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια στὸ σπίτι τοῦ ἐμπόρου. Στὶς ἐλεύθερες ὧρες του μελετοῦσε πνευματικὰ βιβλία καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Τὸν διέκρινε ἡ πραότητα, ἡ μετριοφροσύνη καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὴν Γιελὲτς μία σχεδὸν ἑκατοντάχρονη μοναχή, ἡ μάτιουσκα Θεοδώρα, πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Τύχωνος τοῦ Ζαντὸνκ († 13 Αὐγούστου). Οἱ κάτοικοι τῆς Γιελὲτς εἶχαν τὴν εὐλαβὴ συνήθεια νὰ τὴν συμβουλεύονται σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς ἀποφάσεις τους. Ὁ ἐργοδότης, λοιπόν, τοῦ Νικολάου, ποὺ πληροφορήθηκε ὅτι τοῦ ἑτοίμαζαν ἕνα προξενιό, τὸν ἔστειλε σὲ αὐτὴν νὰ πάρει εὐλογία γιὰ τὸ γάμο. Ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πήγαινε στὴν Ὄπτινα στὸν Στάρετς Ἱλαρίωνα καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ πεῖ τί θὰ κάνεις». Ἔτσι ὁ Νικόλαος πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν Ὄπτινα, ποὺ βρισκόταν σχετικὰ κοντὰ στὴ γενέτειρά του καὶ ἦταν τότε ἤδη ξακουστὴ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία.

Ὁ Στάρετς Ἱλαρίων τοῦ συνέστησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε καὶ μίλησε μαζί του γιὰ δύο ὧρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνομιλία ἡ ζωὴ τοῦ Νικολάου ἄλλαξε ξαφνικά. Κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἀνακάλυψε τὴν πραγματική του κλίση.

Ὁ Νικόλαος ἐκτελοῦσε κάθε διακόνημα μὲ πολλὴ ὑπακοή, ταπείνωση καὶ ζῆλο. Ὅταν ἀργότερα ὁ Στάρετς, ἐπαναλάμβανε τὸ ἀποστολικὸ παράγγελμα: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες. Ἳνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες. Ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. (Νὰ πειθαρχεῖτε καὶ νὰ ὑπακούετε στοὺς ἡγουμένους σας. Γιατί αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν χάριν τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδὴ θὰ ἀποδώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς. Ὥστε αὐτὸ νὰ τὸ κάνουν μὲ χαρὰ καὶ ὄχι ἀναστενάζοντας. Διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπιζήμιο γιὰ σᾶς)».

Στὶς 3 Ἀπριλίου 1876 ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός. Μετὰ ἕνδεκα χρόνια, στὶς 14 Μαρτίου 1887, Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἐκάρη μικρόσχημος καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεκτάριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου († 29 Νοεμβρίου).

Ἡ εἴσοδός του στὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ ἔφερε μεγάλη χαρά. Σὲ προχωρημένη ἡλικία θυμόταν: «Ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἔνοιωθα σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στοὺς ὤμους μου».

Ὅσο περισσότερο ἀνέβαινε τὴν πνευματικὴ κλίμακα, τόσο κατώτερο ἀπὸ ταπεινοφροσύνη θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο αἰσθανόταν τὴν ἀναξιότητά του.

Οἱ Γέροντες, ποὺ ἔβλεπαν τὴν πνευματικὴ προκοπή του, ἀποφάσισαν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο, ποὺ ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1894 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο καὶ εἰς πρεσβύτερον στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1898 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Μακάριο.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος δίδασκε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπομονή, περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές. Γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου δίδασκε πῶς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν προσευχή, ὅταν ἱκετεύεις τὸν Θεὸ λέγοντας «Πατέρα μου καὶ Κύριε τῆς ψυχῆς μου, ἐλέησόν με», ὁ Θεὸς καθαρίζει τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάνει νύμφη Κυρίου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Λόγου. Πράγματι ὁ Ὅσιος δίδασκε σὲ ὅλους τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μάλιστα, ὅταν πλησίαζε ἡ σοβιετικὴ λαίλαπα, τόνιζε στὰ πνευματικά του παιδιά: «σὲ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες εἶναι καιρὸς γιὰ προσευχή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐργασίας σας νὰ λέτε συνεχῶς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν ἀρχὴ μὲ τὰ χείλη, μετὰ μὲ τὸ νοῦ καὶ ὕστερα θὰ εἰσχωρήσει μέσα στὴν καρδιά σας».

Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Ὄπτινα ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα ὅλες τὶς δοκιμασίες, ἀλλὰ οἱ μέρες τῆς ἁγίας μονῆς ἦταν πιὰ μετρημένες.

Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1923 ἡ Ὄπτινα ἔκλεισε ὁριστικά. Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος σνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ φυλακή. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ τοῦ Κοζὲλκ καὶ καταδικάσθηκε χωρὶς δίκη σὲ θάνατο διὰ τουφεκισμοῦ. Μετὰ ἀπὸ διαμαρτυρίες ὁ Ὅσιος ἀπελευθερώθηκε στὶς 17 Ἀπριλίου καὶ ἔζησε ὡς ἐξόριστος σὲ ἀγρόκτημα τοῦ Πλόχινο. Ἀργότερα, μὲ διαταγὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ καθεστῶτος, ἐξορίζεται πιὸ μακριά, στὸ χωριὸ Χόλμισι τῆς ἐπαρχίας Μπριάνκ. Ἐκεῖ δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μεγάλους ἱεράρχες. Ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Τύχων τὸν συμβουλευόταν διὰ μέσου ἔμπιστων ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶχε δωρίσει στὸν Ὅσιο τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἔτσι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονταν καὶ ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν λόγο του.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος κοιμήθηκε, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1928. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε ἀστραπιαία. Χιλιάδες πιστοὶ ἄρχισαν νὰ συρρέουν συνεχῶς ἀπὸ διάφορες πόλεις στὸ Χόλμισι.
Τὸ 1935, κλέφτες ἔσκαψαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου ψάχνοντας γιὰ πολύτιμα ἀντικείμενα. Ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φέρετρο, ἔσπασαν τὸ κάλυμμα καὶ ἀφοῦ ἔψαξαν καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε, παράτησαν τὸ ἀνοιχτὸ φέρετρο μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου στηριγμένο σὲ ἕνα δένδρο. Μία ὁμάδα ἀπὸ ἐργάτες, ποὺ δούλευαν δίπλα στὰ ἀγροκτήματα, ἔτρεξαν στὸ κοιμητήριο καὶ εἶδαν ἔκπληκτοι πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν ἐκεῖ ἄφθαρτος, ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὴν ταφή του. Τὸ δέρμα του εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ κεριοῦ καὶ τὰ χέρια του ἦταν εὐλύγιστα καὶ μαλακά. Μία γυναῖκα ἔφερε λευκὸ μεταξωτὸ ὕφασμα καὶ κάλυψε τὸ πρόσωπό του. Ἔπειτα ἔκλεισαν τὸ φέρετρο καὶ ἐνταφίασαν τὸν Ὅσιο ψάλλοντας Τρισάγιο. Στὶς 16 Ἰουλίου 1989 πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ὁσίου καὶ ἡ ἐπιστροφή του στὴν Ὄπτινα.

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ


Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Ἀνδρέας Μεντβέντεφ, γεννήθηκε στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1792 στὴν πόλη Λύσκοβο τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γεωργιανοῦ πρίγκιπος Γεωργίου. Γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο ὁ Ἅγιος εἰσῆλθε τὸ 1818 στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σάρωφ καὶ τὸ 1822 στὴ μονὴ Βυσοκογκόρσκϊυ τοῦ Ἀρζαμᾶς, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τὸ 1831 καλεῖται ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, στὴν ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὶς ἀρετές του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1877. Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τὸ 1997.

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ

 
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Δαβὶδ Ζομπνινόβσκι, γεννήθηκε περὶ τὸ 1570 στὴν πόλη Ρζέβ. Ὑπῆρξε μοναχὸς καὶ μετὰ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ Οὐσπένσκι στὴ Στάριτσα. Τὴ λεγόμενη Σκοτεινὴ περίοδο ἦταν ὁ πιὸ πιστὸς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Ἐρμογένους, Πατριάρχου Μόσχας. Ἀπὸ τὸ 1610 ὁ Ὅσιος Διονύσιος γίνεται Ἀρχιμανδρίτης τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας. 

Μὲ τὴν φροντίδα του ἱδρύθηκαν στὸ μοναστήρι νοσοκομεῖα γιὰ ἀρρώστους, τραυματισμένους καὶ ἄστεγους τοῦ πολέμου μετὰ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Πωλονο – Λιθουανικοῦ στρατοῦ. Σὲ περίοδο πείνας, κατόπιν ἐπιμονῆς του, ἡ ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τρεφόταν μὲ ψωμὶ ἀπὸ βρώμη καὶ νερό, γιὰ νὰ διαθέσει τὸ ψωμὶ ἀπὸ σιτάρι καὶ σίκαλη στοὺς ἀρρώστους. Τὸ 1611 – 1612 μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας, τὸν Ἀβραὰμ Πολίτσιν († τὸ 1625), ἔγραφε ἐπιστολὲς μὲ ἔκκληση νὰ ἀποσταλοῦν στρατιῶτες καὶ χρήματα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τοὺς Πολωνούς. Ἔγραψε ἐπίσης καὶ στὸν πρίγκιπα Δημήτριο Ποζάρσκι καὶ στοὺς στρατιῶτες του νὰ ἐπιταχύνουν τὴν ἐκστρατεία τους στὴ Μόσχα.

Οἱ συνεχεῖς προσευχές του καὶ τὰ καθημερινὰ πνευματικά του κατορθώματα, τοῦ πρόσφεραν, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ξεχωριστὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ ἡ συμμετοχή του στὴ διόρθωση τῶν θεολογικῶν βιβλίων. Ἀπὸ τὸ 1616 ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἡγεῖται τῆς ἐργασίας διορθώσεως τῆς Σύνοψης τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ ὁποία βασιζόταν στὴ σύγκριση τῶν ἀρχαίων Σλαβικῶν καὶ διαφόρων Ἑλληνικῶν ἐκδόσεων. 

Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἐργασίας οἱ διορθωτὲς βρῆκαν πολλὲς καὶ σημαντικὲς διαφορὲς καὶ σὲ ἄλλα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1612 ἕως τὸ 1619. Ὃμως οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εὐθύνονται γιὰ τὰ λάθη αὐτά, στὴ Σύνοδο τοῦ 1618, κατηγόρησαν τὸν Ὅσιο Διονύσιο γιὰ αἵρεση. Ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο ἀφαιρέθηκαν τὰ ἱερουργικά του δικαιώματα. Τὸν ἀπέκοψαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ μονὴ Νοβοσπάσκιϊ, ὅπου ὑπέφερε ἀπὸ ἀσιτία. Οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Θεοφάνους Δ’ (1608 – 1644) καὶ τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου (1619 – 1633), ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Πολωνικὴ αἰχμαλωσία, διέκοψαν τὴν φυλάκισή του καὶ ἀθωώθηκε.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1633 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Τρόϊιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρα.

Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας

 
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐρμογένης, Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν, ἄρχισε νὰ τιμᾶται ὡς Ἅγιος, ἀπὸ τὶς 12 Μαΐου τοῦ 1913. Πιστοὶ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς Ρωσίας ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνονται στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Ἱερομάρτυρα Ἑρμογένη καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη στὸν καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο, ὅπου Παννυχίδες τελοῦνταν σχεδὸν χωρὶς διακοπή. Ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Ἅγιος ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα καὶ θεραπεῖες ἀσθενῶν. Ἡ μνήμη του τιμᾶται 17 Φεβρουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.
 
Σύναξη των Χιλίων Διακοσίων Σαράντα Ένα Νεομαρτύρων της Νάουσας 


Μετά την κατάλυση την επανάστασης των Ναουσαίων από τους Τούρκους (1822 μ.Χ.), ακολούθησαν πολλά φρικιαστικά μαρτύρια. Μεταξύ των άλλων, 1241 νεομάρτυρες αρνήθηκαν να εξομώσουν και δέχθηκαν τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο. Οι Τούρκοι θα είχαν σφάξει και άλλους Ναουσαίους, αν ένα ακέφαλο σώμα κάποιου νεομάρτυρα δεν είχε σηκωθεί όρθιο και δεν κατευθυνόταν απειλητικά προς τη σκηνή του Διοικητή του τούρκικου στρατού, σκορπώντας τον τρόμο στο στράτευμα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄.
Του αγίου Νεομάρτυρος Νίκου του ράφτη του Κοκοβίτη.
Ἀπετμήθης τήν κάραν ἐν πλατάνῳ, τρισόλβιε, Νίκο, ἐν Ναούσῃ φοβίσας τῶν σφαγέων θρασύτητα. Καί γέγονας μαρτύρων ἡ σφραγίς τῶν νέων άθλητῶν τοῦ Ἰησοῦ΄ Ὅθεν πάντες, ἀθλοφόρε, ἐπί τῆ μνήμῃ σου χαίροντες ψάλλομεν: Δόξα τῆ καρτερίᾳ σου, σοφέ΄ δόξα τῶ θείῳ σθένει σου. Δόξα καί γάρ ὑπάρχεις τῆς κώμης Κοκόβης, ἥτις σέ ἤνεγκεν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ὡς στύλος ἀκλόνητος.
Ἐστόμωσας φάσγανον δεινῶν σφαγέων ποτε, τήν κάραν τεμνόμενος μετά μαρτύρων πολλῶν, ἐν τέλει, μακάριε, Νίκο, καί προχωρήσας ἄνευ ταύτης φοβίσας βάρβαρον γένος, μάκαρ, ἀνεδείχθης μαρτύρων νεόστεπτον κλέος, δόξα τούτων καί καύχημα.
 
Σύναξη της Παναγίας της Παντάνασσας στον Μυστρά
 

Σεπτὴ Παντάνασσα Μυστρᾶ δόξα,
Ναὸς Παντανάσσης Ἀνάσσης δόξα.
 
O ναός της Παντάνασσας είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του α΄ μισού του 15ου μ.Χ. αιώνα. Iδρυτής του καθολικού και της μονής ήταν ο πρωτοστράτωρ Iωάννης Φραγκόπουλος, ο οποίος άφησε μονογράμματα κι επιγραφή με το όνομα και τους τίτλους του στα πάνω δυτικά παράθυρα, στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσι και στην κυκλική βάση του τρούλου του νάρθηκα. Tα εγκαίνια της μονής έγιναν το Σεπτέμβριο του 1428 μ.Χ.

H Παντάνασσα ανήκει στο μικτό τύπο του Mυστρά, είναι δηλαδή τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και ναός σύνθετος σταυροειδής με τρούλο στον όροφο. Έντονες είναι οι φραγκικές επιδράσεις στην αψίδα, με γοτθικά τόξα να περιβάλλουν μονόλοβα παράθυρα, στο ψηλό καμπαναριό, όπου τα τρίλοβα ανοίγματα του πλαισιώνονται από ένα μεγάλο «σπασμένο» γοτθικό τόξο, και στον ψηλό τρούλο της οροφής, που συνοδεύεται από τέσσερις μικρούς πύργους.

Στο νότιο τοίχο του νάρθηκα βρίσκεται ο τάφος του Mανουήλ Λάσκαρη Xατζίκη, που πέθανε στα 1445 μ.Χ. Στον τοίχο υπάρχει επιτάφια επιγραφή, μονογράμματα και παράσταση του νεκρού. H μορφή του παριστάνεται ψηλή, επιβλητική, αρχοντικά ντυμένη, με καπέλο που μιμείται το αυτοκρατορικό σκιάδιο του Iωάννη H΄ Παλαιολόγου. H οικογένεια του προερχόταν από την Kωνσταντινούπολη, τόπο προέλευσης πολλών αριστοκρατών της Πελοποννήσου, κατά τον 15ο μ.Χ. αιώνα.

H αρχική ζωγραφική διακόσμηση έχει σωθεί αρκετά καλά στον όροφο, ενώ το ισόγειο φέρει τοιχογραφίες του 17ου - 18ου μ.Χ. αιώνα. Tο εικονογραφικό πρόγραμμα του 1430 μ.Χ. ακολουθεί πιστά το πρόγραμμα της Oδηγήτριας. O κτήτορας ίσως ήταν αυτός, που υπέδειξε ως πρότυπο το Aφεντικό.

Το συνεργείο που ζωγράφισε την Παντάνασσα, διακρίνεται για τον τεχνοτροπικό εκλεκτικισμό του. Eπιστρέφει στα πρότυπα της Oδηγήτριας και σχεδιάζει φωτεινές μορφές, με κυλινδρικά σώματα και επιβλητικές φυσιογνωμίες. Δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα βραχώδη τοπία για το φόντο των παραστάσεων. Πολλές συνθέσεις είναι πολυπρόσωπες, με ζωηρή κίνηση κι αρκετές γραφικές λεπτομέρειες, χαρακτηριστικά που θυμίζουν τη ζωγραφική της Περιβλέπτου. Tα χρώματα είναι ανοικτά και χαρούμενα, όπως και στην Περίβλεπτο, εδώ όμως η ζωγραφική αποκτά πιο έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα.

Oι τοιχογραφίες της Παντάνασσας χαρακτηρίζονται γενικά από έντονη εκζήτηση. Oι ζωγράφοι καταφεύγουν σε τρόπους και μέσα του παρελθόντος, ενώ τονίζουν δευτερεύοντα στοιχεία, διασπώντας έτσι την ενότητα των συνθέσεων και των χώρων. Tα χαρακτηριστικά αυτά είναι τυπικά της τελευταίας φάσης της αριστοκρατικής παλαιολόγειας ζωγραφικής και οι τοιχογραφίες της Παντάνασσας, με την υψηλή ποιότητα τους, είναι το μόνο μνημείο αυτής της περιόδου που σώζεται άρτιο.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν Μυστρᾷ συνελθόντες πιστῶς εἰσέλθωμεν, ἐν τῷ ναῷ Παντανάσσης καὶ Θεοτόκου Μητρός, προσκυνοῦντες εὐλαβῶς θεῖον εἰκόνισμα· ὅτι ὡς Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, κατασκέπει τοὺς πιστούς, ἐκ πάσης δοκιμασίας, καὶ στηρίζει ἐν τοῖς ἀγῶσι, τοὺς εὐσεβῶς ἐπευφημοῦντας αὐτήν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῆς Παντανάσσης τὴν Εἰκόνα προσκυνήσωμεν, ἐν ἱερῷ ναῷ Μυστρᾶ καὶ ἐκβοήσωμεν· χαῖρε Μῆτερ ἡ γεννήσασα Θεὸν Λόγον. Τὸν λαὸν ταῖς Σαῖς πρεσβείαις διαφύλαξον, καὶ τὴν πίστιν ὀρθόδοξον περιτράνωσον, ἵνα κράζωμεν· Χαῖρε πάντων ἡ Ἄνασσα.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
(Μετὰ τὴν α΄ στιχολογίαν)
Παντάνασσα πιστῶν, Παναγία Παρθένε, ἱκέτευε Χριστόν, ὑπὲρ γένους ἀνθρώπων, τοῦ κόσμου ἡ σώτειρα, καὶ Ἀγγέλων τὸ μέλισμα, τῶν τιμώντων σε, ἡ κραταιὰ προστασία, τοῦ ναοῦ Μυστρᾶ, κόσμος ἀγλάϊσμα εὖχος, καὶ ἄνασσα ἔνδοξος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
(Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν)
Παντάνασσα Δέσποινα τοὺς Σὲ τιμῶντας πιστῶς, περίσωζε φύλαττε ἐξ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ πάσης κακώσεως· Σὺ γὰρ Θεὸν Σωτῆρα, ἐν ἀγκάλαις βαστάζεις, ἔχουσα παῤῥησίαν, τοῦ πρεσβεύειν ἀπαύστως, ὡς Μήτηρ τοῦ πάντων Κτίστου, Θεοχαρίτωτε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
(Μετὰ τὸν Πολυέλεον)
Τὴν Παντάνασσαν πιστοί, καὶ Θεοτόκον ἀληθῆ, ἀνυμνήσωμεν φαιδρῶς, ὡς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, καὶ προστασίαν τοῦ κόσμου καὶ θείαν σκέπην· κλέϊσμα Μυστρᾶ καὶ ἀγλάϊσμα, τεῖχος τῶν πιστῶν καὶ προπύργιον, καὶ τῶν παρθένων πρότυπον καὶ κλέος, καὶ Ἐκκλησίας τὸ καύχημα· μητέρων δόξα, χαῖρε Μαρία, μείζων πάντων Ἀγγέλων.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ τοῦ Μυστρᾶ Ἐκκλησία, καὶ τιμᾷ φαιδρότατα, τῆς Παντανάσσης Μαρίας, ἄῤῥητον, κυοφορίαν καὶ παρθενίαν, ἄφραστον, οἰκονομίαν τοῦ μυστηρίου· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, Παρθένος Μήτηρ τοῦ πρὸ αἰώνων Θεοῦ.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι οὐρανόθεν, ἀοράτως κυκλοῦσι, ναὸν τῆς Παντανάσσης ἐν φόβῳ (γ΄)· καὶ σὺν αὐτοῖς πλήθη πιστῶν πρὸ τῆς σεπτῆς αὐτῆς Εἰκόνος ἱστάμενα, ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει βοῶσι πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, Μυστρᾶ ἡ χαρὰ καὶ δόξα·
χαῖρε, πιστῶν ἡ ἐλπὶς καὶ σκέπη.
Χαῖρε, τοῦ σεπτοῦ Σου ναοῦ ἡ ἐπίσκεψις·
χαῖρε, εὐσεβείας πιστῶν ἡ ἀνάδειξις.
Χαῖρε, Κόρη θεοδώρητε, Ἐκκλησίας τοῦ Μυστρᾶ·
χαῖρε, Μῆτερ θεοτίμητε, τῶν Ἀγγέλων ἡ χαρά.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις τῶν πιστῶν προστασία·
χαῖρε, ὅτι στηρίζεις τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν.
Χαῖρε, κρατὴρ τῆς χἄριτος ἔμπλεως·
χαῖρε, κρουνὸς τῆς πίστεως ἔνθεος.
Χαῖρε, δι’ ἧς εὐλογεῖται ἡ κτίσις·
χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ φύσις.
Χαῖρε πάντων ἡ Ἄνασσα.

Μεγαλυνάριον
Παντάνασσα χαῖρε ἡ τοῦ Μυστρᾶ, Εἰκόνα Σου θείαν, οἱ τιμῶντες πανευλαβῶς, βοῶμεν ἐκ πόθου, προστρέχοντες ναῷ Σου, αἰτούμενοι Σὴν σκέπην, καὶ Σὴν βοήθειαν.


Πηγές:http://www.saint.gr/05/12/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/12/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου