Πόλου νοητοῦ ἀστέρες σελασφόροι,
Ἀκτῖσιν ὑμῶν φωτίσατέ μοι φρένας.
Την
Κυριακή μεταξύ της 13ης έως 19ης Ιουλίου εορτάζεται η μνήμη της Δ'
Οικουμενικής Συνόδου που έγινε στη Χαλκηδόνα κατά των Μονοφυσιτών το
έτος 451 μ.Χ.
Άλλες πηγές αναφέρουν, ότι η μνήμη είναι βασικώς
των Αγίων Πατέρων της Δ' Οικουμενικής Συνόδου και σε κάποια φάση
γιορτάστηκαν και των άλλων Συνόδων, δηλαδή των:
α) των 318 της Α' Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια κατά των Αρειανών το έτος 325 μ.Χ
β) των 150 της Β' Συνόδου, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη κατά των Πνευματομάχων το έτος 381 μ.Χ.,
γ) των 200 της Γ' Συνόδου, που έγινε στην Έφεσο κατά του Νεστορίου το έτος 431 μ.Χ.,
δ) των 630 της Δ' Συνόδου, που έγινε στη Χαλκηδόνα κατά των Μονοφυσιτών το έτος 451 μ.Χ.,
ε) των 165 της Ε' Συνόδου κατά του Ωριγένη και των οπαδών του, το έτος 553 μ.Χ.,
στ) των 170 της ΣΤ' Συνόδου, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη κατά των Μονοθελητών το έτος 680 μ.Χ. και
ζ) των 367 της Ζ' Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια κατά των εικονομάχων το έτος 781 μ.Χ.
Ἤγρευσε δ' ὡς θήραμα θεῖον Ἀκύλαν.
Ἀκύλαν δεκάτῃ γε τετάρτῃ τύμβος ἔκρυψεν.
Την ίδια ημέρα συνεορτάζονται από την τοπική Εκκλησία της Λευκάδος οι Άγιοι Απόστολοι Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου) και Ηρωδίων (βλέπε 28 Μαρτίου) και ο Άγιος Σωσίων, πρώτος Επίσκοπος Λευκάδος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τοῦ Παύλου Μαθητής, καὶ συνέκδημος ὤφθης, δεχθεῖς ἐν τὴ ψυχή, τὸν τῆς χάριτος λόγον, Ἀκύλα Ἀπόστολε, τοῦ Σωτῆρος διάκονε, ὅθεν ηὔγασας, τοὺς ἐν νυκτὶ τῆς ἀπάτης, καὶ ἠγώνισαι, ὑπὲρ τῆς δόξης Κυρίου, διὸ εὐφημοῦμεν σέ.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Ἀκύλα, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γʹ. Θείας πίστεως.
Πλάνην δύσθεον καταλιπόντες, Ἡρωδίωνος διδασκαλίᾳ καί Ἀκύλα παραινέσει ἐπώφθησαν, τῶν Λευκαδίων χοροί· οὕς μιμούμενοι τούς Ἀποστόλους ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν καί Σωσίωνα Λευκάδος πρῶτον ἐπίσκοπον, οἵ Παύλου στοιχοῦντες ρήμασι φωτί τῆς Ἀληθείας ἡμᾶς ηὔγασαν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀποστόλων σύνθρονος, καὶ συνοδίτης, γεγονῶς Ἀπόστολε, τὴν οἰκουμένην διδαχαίς, καὶ θαυμασίοις κατηύγασας, στέφανον δόξης, Ἀκύλα δεξάμενος.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου τοῖς ῥήμασι, καταυγασθεὶς τὴν ψυχήν, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, θεογνωσίας φωτί, Ἀκύλα μακάριε, στέφος δὲ μαρτυρίου, ἀνεπλέξω νομίμως· ὅθεν ἀναπηγάζεις, ποταμοὺς ἰαμάτων, τοῖς πίστει ἑορτάζουσι, μάκαρ τὴν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Χάριτι τοῦ Παύλου καταυγασθείς, τῆς θεογνωσίας, ἀνεδείχθης λαμπρὰ ἀκτίς· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, Ἀπόστολε Ἀκύλα, τῆς ἄνω θεαυγείας, ὤφθης ὁμόσκηνος.
Εἰς πῦρ Ἰοῦστος θῦμα βάλλεται ξένον.
Ὁ Ὅσιος Ὀνήσιμος ὁ Θαυματουργός
Ἐλαφρὸν ἦρα φορτίον σὸν ἡδέως,
Μεθ' οὗ σὸς Ὀνήσιμος ἥκω σοι, Λόγε.
Παρίσταται νῦν τῷ θρόνῳ τοῦ Κυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Ἰλάριος οἱ Μάρτυρες
Tον Iλάριον και τον Aκύλαν λίθοις,
Άνδρες πλάνοι κτείνουσιν οις θεοί λίθοι.
Ο διάλογος του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου με τον Όσιο Αρσένιο (από τον βίο του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, κατά τους κώδικες Μόσχας GIM Sin. 239 καί ΑΘΩΝ. ΛΑΥΡΑΣ Ι 117) - Ἀπόσπασμα στή δημοτική*
{…} καί ἀφοῦ ἦλθαν στά Ἱεροσόλυμα, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καί ὁ μαθητής του Ὅσ. Γεράσιμος, πού κατάγονταν ἀπό τήν Eὔβοια), γιά νά προσκυνήσουν τόν Ζωοδόχο Τάφο καί νά περιέλθουν προσκυνῶντας πάντας τούς Ἁγίους Τόπους.
Ἀμέσως μετά ἀπέπλευσαν γιά τή Νῆσο Κρήτη φθάσαντες σ᾽ ἕνα μέρος πού τό ἔλεγαν Καλοί Λιμένες, ὅπου παρέμειναν γιά λίγο, ἕνεκα τοῦ σάλου καί τῆς τρικυμίας τῆς θάλασσας, χωρίς νά χάσουν τό θάρρος τους.
Ὅμως στόν Ὅσιο, (Γρηγόριο), δέν θά ἦταν ἀνεκτό νά παραμείνει καί νά περνᾶ μάταια τόν καιρό του, σάν ἐλάφι πού καταδιψᾶ τήν ὥρα τοῦ θέρους καί τρέχει καί δέν παύει ποτέ νά τρέχει μέ ὅλη τή δύναμη τῶν ποδιῶν του, πρός τίς πηγές πού ἐκβλύζουν ψυχρό καί πόσιμο νερό. Ἤ, (πάλι), ὅπως (τό ἐλάφι), πού τρέχει γιά ν’ ἀνακαλύψει τήν ὁμόζυγο καί σύντροφό του, χωρίς καθόλου ν᾽ ἀνέχεται νά τή στερηθεῖ καί δέν ἡρεμεῖ μέχρι νά τή βρεῖ.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο λοιπόν καί ὁ Ὅσιος, (Γρηγόριος), ἐκεῖνος ο σπουδαῖος θεῖος ἄνδρας κατόπτευσε τούς ἐκεῖ χώρους, κάνοντάς το μέ σπουδή, ὥστε νά καταστεῖ τοῦτο κατοικητήριο τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπαλ- λαγμένος ὁλοκληρωτικά ἀπό τήν ταραχή, τόν θόρυβο καί τίς βιοτικές μέριμνες, συμβάλλοντας ἔτσι στήν ἡσυχία, (του).
Καί βέβαια, ἀφοῦ ἐρεύνησαν καί ἐξέτασαν μέ κόπο πολλά, (μέρη), ἀνακάλυψαν μερικά σπήλαια.
Ἐκεῖ ἐγκατοίκησαν μ’ εὐχαρίστηση, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τους. Ἀλλά τί ἔγινε; Ἐκεῖνος ὁ καλός καί ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πού διατηροῦσε τή ζωή του πρός τίς μέλλουσες ἐλπίδες, πάραυτα δέ, πρόσθεσε κόπο προσπαθῶντας νά φανεῖ ἀνώτερος γιά τόν ἑαυτό του, στούς κόπους καί στούς πόνους, (του).
Γιατί ἡ μέν τροφή ἦταν μία φορά τήν ἡμέρα, ἡ δέ ἀπόλαυση τοῦ ἄρτου μαζί μέ λίγο νερό ἦταν βραχεῖα, ζῶντας μέ δυσκολία, χωρίς τίποτε νά εἶναι ὑπερβολικό, ὅπως φθάσαμε νά λέμε παραπάνω.
Ἄν καί, σύμφωνα μέ τόν ἄλυτο ἐκεῖνο ὅρο καί θεσμό πού εἶχε βάλει, τό νά πεθάνει ἐξαρτῶνταν ἀπό τή δίψα. Σ᾽ ἐκεῖνα μποροῦσες νά δεῖς, μέ ἔκπληξη μαζί καί θαῦμα, ἐκείνη τήν ἐπίμονη προθυμία, πού, (κατ᾽ οὐσία), ἀνταγωνίζονταν τούς ἀγγέλους καί τήν κά- λλιστη ἀνάβαση, (του), πρός τόν Θεό.
Καί τά μέν πρόσωπα ἦταν χωρίς ἰκμάδα, ὠχρά ἀπό τήν ξηρότητα, ἕνεκα τῆς ἐγκράτειας. Τά δέ μέλη τοῦ σώματος, (ἦταν), λεπτοφυῆ καί καταπονημένα ἀπό τούς συνεχεῖς κόπους καί παράλυτα ἀπό τή φυσική τους δύναμη, ὥστε θά ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο τό νά βαδίζεις ἤ νά κάνεις κάποια ἄλλη ἐνέργεια.
Ὁ μακάριος, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ἐκτός ἀπ’ ὅσα σχολαστικά εἰπώθηκαν, πάντοτε εἶχε καί αὐτό, τήν ἐπιμελῆ ἀναζήτηση, ὥστε ν’ ἀναζητήσει κάποιον ὡς ὁδηγό πρός ἐκεῖνο, πού ἀκόμη δέν εἶχε προφθάσει ν’ ἀνακαλύψει.
Ἀφοῦ ὅμως εἶδε ὅσα ἀναφέρονται στή Γραφή ἤ σέ ἐκεῖνο πού δέν ἔτυχε νά διδαχθεῖ ἀπό τούς πνευματοφόρους, θείους πατέρες καί διδασκάλους. Διαλογιζόμενος λοιπόν θεωροῦσε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς διδάχτηκε τήν πράξη ἔτσι, (καί), ἔπρεπε νά μετέλθει καί τή θεωρία, δηλαδή τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή.
Ἀλλά ἐνῶ ἔτσι εἶχε τό πρᾶγμα ἀπό ψηλά ἐπένευσε ὁ Θεός τούς διαλογισμούς του. Ἀποκαλύφθηκε δέ ἀπό θειότερη ὄψη κάτι πού ἦταν κόσμημα ὅλων τῶν ἀρετῶν, στήν πράξη καί στή θεωρία. Ὁ Ἀρσένιος, (τῆς περιοχῆς μας), ἦταν ἐκεῖνος πού εἶχε τήν πρόσκληση, (ἀπό τόν Θεό), καί ἀσπαζόταν περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους τήν ἡσυχία.
Ἐκεῖνος τότε ἀφοῦ παρακινήθηκε ἀπό τό θεῖο πνεῦμα προσῆλθε, ὅπως ἦταν, γρήγορα στό κελλί τοῦ Ὁσίου, (τοῦ Ὁσ. Ἀρσενίου), καί, (ἐκεῖνος), τόν εἰσήγαγε σ᾽ αὐτό, ἀφοῦ κτύπησε μέ χαρά τήν πόρτα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ μεταξύ τους συνωμίλησαν τά πνευματικά, ἀσπάστηκαν κι ἀνέπεμψαν τή συνήθη εὐχή στόν Θεό.
Ἀμέσως κάθησαν ἀφότου ἡ εὐχή τελείωσε. Μετά, ὁ θεωρητικός ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), ὥριμος καί κατάλευκος ἄνδρας καί σεμνός, ἄρχισε, ἀπό κάποια θεία καί ἱερά βίβλο νά ὁμιλεῖ περί τῆς φυλακῆς τοῦ νοῦ, περί τῆς εἰλικρινοῦς νήψης καί τῆς καθαρῆς προσευχῆς.
Ὅπως ἡ ἐργασία πού καθαρίζεται μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς καί μετά ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἕνα σημεῖο, ὁ ὁποῖος ζωηρά φωτισμένος μεριμνᾶ καί μελετᾶ θεοφιλῶς, γίνεται ὁλόκληρος φωτοειδής. Ἀφοῦ εἶπε καί ἄλλα πολλά, περί αὐτῶν πού προειπώθηκαν γιά τήν κατά Θεόν βιωτή, ἡ ὁποία τόν ἔφερε νά λέγει περισσότερα, σταμάτησε γιά λίγο χωρίς νά μιλᾶ.
Ὕστερα στρέφοντας τόν λόγο πρός αὐτόν, (τόν Ὅσ. Γρηγόριο), εἶπε: «ἐσύ λοιπόν, τέκνο μου, ποιά ἐργασία διαχειρίζεσαι, φυσικά μέ τήν ὁδηγία τοῦ Θεοῦ, πού ὅπως εἴπαμε οἰκονομεῖ;».
Συνολικά, λοιπόν, καί αὐτός, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ἄρχισε νά διηγεῖται ἄνωθεν ὅλα πού τόν ἀφοροῦσαν, (ὅπως), γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τόν κοσμικό βίο, γιά τή φίλη του τήν ἐρημία, γιά τούς πολλούς πόνους καί κόπους τούς ὁποίους ἐπέλεξε νά ὑπομένει κατά Χριστόν, θέτοντας σέ δεύτερη μοῖρα ὅλα τά ὑπόλοιπα.
Ὁ θεσπέσιος ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), λαμβάνοντας τόν λόγο, κατέχοντας πνευματική δύναμη καί τό ὕψος τῆς ἀρετῆς, ἀφοῦ χαμογέλασε ἐλαφρά, εἶπε σ᾽ αὐτόν: «Τέκνο μου ὅλα αὐτά πού μέ λεπτομέρεια διηγήθηκες, ἀναφέρονται ἀπό τούς θεοφόρους πατέρες καί διδασκάλους μας, ὡς πράξη, οὐδέποτε ὅμως ὡς θεωρία».
Ὁ μακάριος ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ὄντας ἀληθινή στέγη πνεύματος, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτά, πάραυτα πέφτει στά πόδια του, (τοῦ Ὁσ. Ἀρσενίου), θερμά παρακαλῶντας καί ἱκετεύοντας νά διδαχθεῖ ξανά στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τί εἶναι προσευχή καί ἡσυχία ἤ προσήλωση τοῦ νοῦ.
Ἐκεῖνος ὁ θεῖος πατέρας, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, συνέλαβε ὡς θεόπεμπτο εὕρημα τή δέηση, χωρίς ν’ ἀμελήσει μήτε ν᾽ ἀναβάλει, παρευθύς τά εἶπε ὅλα καί τά δίδαξε χωρίς νά παραλείψει, ὅσα ἀπό τή χάρη ἀναδέχθηκε καί προικίστηκε πλούσια.
Ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλά καί γιά ὅσα συμβαίνουν σ᾽ αὐτούς πού ὁπλίζονται μέ ἀγάπη στό στάδιο τῆς ἀρετῆς, ἀγωνιζόμενοι τούς ἄθλους ὑπέρ αὐτῆς, ἐναντίον τῶν βάσκανων δαιμόνων, δεξιά καί ἀριστερά, τῶν δυστρόπων καί φθονερῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁ πονηρός χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανά του. Αὐτά, (σ᾽ αὐτόν), τά εἶπε κατά μέρος χωρίς νά παραλείψει τίποτε.
Μόλις λοιπόν ἄκουσε αὐτά ἀπό ἐκεῖνον τόν θεῖο ἄνδρα, (τόν Ὅσ. Ἀρσένιο), ἀμέσως σηκώθηκε, ἀφοῦ εἰσῆλθε στό πλοῖο, κατέφθασε στό Ὄρος τοῦ Ἄθωνα.
Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἐρεύνησε μέ ἀκρίβεια, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ὅλα τά τοπικά Μοναστήρια, ἀνακάλυψε ὄχι μόνο ὅσους ἔτυχε νά κάθονται ἥσυχοι, ἀλλά καί ὅσους διέμεναν μακριά σέ ἄβατους τόπους σέ ἡσυχία. Σκέφθηκε ὅμως ὅτι δέν ἔπρεπε νά παραλείψει νά δεῖ κανένα {…}
* Το χειρόγραφο στην αρχαία ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε εδώ είναιαπό το βιβλίο: «Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Η δράση και η συμβολή του στη διάδοση του Ησυχασμού στα Βαλκάνια – Η σλαβική μετάφραση του Βίου του κατά το αρχαιότερο χειρόγραφο», (Θεσ/νίκη 2004). τῆς κ. Ἀγγελικῆς Δεληκάρη, Καθηγήτριας τοῦ Α.Π.Θ..
Η απόδοση του αποσπάσματος του παρόντος κειμένου έγινε στην νέα ελληνική γλώσσα από τον κ. Εμμανουήλ Ανδουλιδάκη, Δρ Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σύμβουλο – Καθηγητή του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με τη συνδρομή του Σεβ. Μητροπολίτου Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακαρίου.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ νέος
Aπροσκόπτως βαίνοντα τον θείον Πέτρον,
Eζημίωσαν των ποδών αφαιρέσει.
Tας εκ ροπάλων Hράκλειος αικίας,
Ως Hρακλής ρόπαλον αυχήσει τάχα.
Το 1558 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Νεόφυτος ο Αμοργινός («ἀφνη΄ ἐφονεύθη ὑπὸ τῶν ἀγαρηνῶν εἰς τὸν λειψὸν νεόφυτος μοναχὸς ὁ ἀμοργίνος»).
Το 1561 μ.Χ. δολοφονείτε ο Μοναχός Ιωνάς («αφξα΄ φεβρουαρίου κη΄ ἐφονεύθη εἰς τὸν λειψὸν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἰωνὰς μοναχός, ὁ λέριος») (βλέπε και 28 Φεβρουαρίου).
Το 1609 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός («[1609] τῷ αὐτῷ ἔτει ἔπιασαν οἱ λεβέντες [οἱ πειρατὲς] εἰς τὸν λειψόν, τὸν ἐν μοναχοῖς νεόφυτον τὸ φαζόν, καὶ ἐφόνευσαν αὐτὸν διὰ σκεπάρνου καὶ ἀρχίσαμεν το μνημόσυνον καὶ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, δεκεμβρίου 8»).
Το 1635 μ.Χ. δολοφονείτε ο Ιωνάς ο Νισύριος («[1635] τῷ αὐτῷ μηνὶ ἀπριλλῷ ἐπίασεν ὁ μπεκὴρ πασιᾶς τὸν ἐν μοναχοῖς ἰωνὰν τὸν γαρμπὴν τὸν ἐκ νησύρου καὶ ἔδειρεν αὐτόν, ὁποῦ ἀπέθανεν ἀπὸ τὸν δαρμὸν καὶ ἔθαψάν τον εἰς τον λειψόν»).
Το 1696 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Παρθένιος («1696 ἐκοιμήθη ὁ ἁγιώτατος ἐν μοναχοῖς παρθένιος, αὖ τὴν φιλιπόπολιν, ἀναχωρητὴς εἰς τῶν ἀγρίων τὸ νερὸν ὁ θάνατος αὐτὸς μὲ καμάκιον, ἐτρυπίθη εἰς λεμὸν καὶ ὀ ἀφέντης ὀ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύσει»).
Την Ακολουθία τους συνέταξε ο δόκιμος Υμνογράφος Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, την οποία εξέδωσε το 1999 μ.Χ., με όσα βιογραφικά στοιχεία μπορούσε να συλλέξει, ο Εφημέριος της Λειψούς και αδελφός της Μονής μας, Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Κουμουνδούρος.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την υπ’ αριθ. πρωτ. 693/2002 Πράξη ανακήρυξε τους πέντε ασκητές «μετὰ τῶν Ὁσίων καὶ Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τιμώμενοι παρὰ τῶν πιστῶν καὶ ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενοι κατ’ ἔτος τῇ πρώτῃ μετὰ τὴν ι΄ Ἰουλίου Κυριακὴ».
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τὴν ἐν χρόνοις ποικίλοις πεντάδα ἔνθεον ὀσιοάθλων πατέρων ἐν τῇ Λείψω, ἱεροῖς ἀγωνίσμασιν ἀθλήσασαν τιμήσωμεν, σὺν Νεοφύτῳ, Ἴωνα, ἄλλῳ θείῳ Ἴωνα, Παρθένιον καὶ φωσφόρον εὐχῆς, Νεόφυτον, φάρον, αὐτῶν λιτὰς ἀπεκδεχόμενοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Λείψω τὴν νῆσον, θεοφόροι, ἡγιάσατε ἱδρώτων ὄμβροις καὶ αἱμάτων ταῖς ἐκχύσεσι ταῖς ὑμῶν, ὀσιομάρτυρες τροπαιοῦχοι, Ἴωνα σὺν Νεοφύτων ζεύγοι ἔμφρονι καὶ σὺν ἄλλῳ Ἴωνα, κλεινὲ Παρθένιε, ἀνακράζοντες. Χαίροις, γέρας πεντάριθμον.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, τῶν ἁγίων Λείψω πεντάς, ὀσιομαρτύρων, ὢ Νεόφυτε, Ἴωνα, σὺν τῷ Νεοφύτῳ καὶ Ἴωνα τῷ ἄλλῳ, Παρθένιε παμμάκαρ, πίστεως μάργαρα.
Ο Άγιος Ιωάννης Επίσκοπος Μεσσήνης ήταν μέλος της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Νέοι ἀθληταί, ὤλεσαν τήν γραῦν ῎Αγαρ.
Καί νῦν σύνεισι τοῖς ἀθληταῖς τοῖς πάλαι.
Βῆ δέ Πόλον πληθύς, νεάθλων ἄστυ θεοῖο.
Η Σύναξη των Αγίων Νεομαρτύρων είναι μη θεσπισθείσα αλλά κατ’ έθος τελούμενη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέοι Μάρτυρες, παλαιάν πλάνην, καταστρέψαντες, ὕψωσαν πίστιν, τῶν ᾽Ορθοδόξων, καί στερρῶς ἠγωνίσθησαν τήν γάρ ἀνόμων θρησκείαν ἐλέγξαντες, ἐν παρρησίᾳ Χριστόν ἀνεκήρυξαν, Θεόν τέλειον. Καί νῦν ἀπαύστως πρεσβεύουσι, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀγάλλου μυστικῶς, ἡ Χριστοῦ ᾽Εκκλησία, ὁρῶσα σούς υἱούς, Νεομάρτυρας κύκλῳ, τραπέζης σου καί βήματος, ἱσταμένους ἐν κόνεσιν, ὡς νεόφυτα, τῶν ἐλαιῶν καί τῷ Κτίστῃ ἀνακραύγαζε· σύ τῶν Μαρτύρων ὑπάρχεις, Χριστέ τό στερέωμα.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῶν λειψάνων αἱ θεῖαι ὑμῶν σοροί, ἰατρεῖα ὑπάρχουσι θαυμαστά· ἀπόδειξις ἔμψυχος, τῆς ὀρθῆς ἡμῶν πίστεως· καί θησαυροί παντοίων, θαυμάτων κοσμόπλουτοι· κροκοβαφῆ καί ἄσηπτα, πυξία τοῦ πνεύματος· τῶν ἐπουρανίων, ἀρωμάτων φιάλαι, νικῶσαι κιννάμωμον, μύρον νάρδον καί κάλαμον, καί τῆς γῆς τά ἀρώματα· πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, ἡμῖν τοῖς πόθῳ τιμῶσιν, ὑμᾶς Νεομάρτυρες.
Ὁ Οἶκος
Ἀεί μέν, καί ἐν πᾶσιν ὀφείλομεν, ἀδελφοί, ἐξυμνεῖν καί θαυμάζειν τῆς περί ἡμᾶς τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ προνοίας τά ἀνεξιχνίαστα κρίματα, οὐχ ἦττον δέ, καί ἐπί τῇ πολυχρονίῳ ταύτῃ τοῦ ἡμετέρου γένους τυραννικῇ αἰχμαλωσίᾳ· αὕτη καί γάρ, πλείστων τε ἄλλων κατά ψυχήν ἀγαθῶν ἡμῖν τοῖς τυραννουμένοις παραίτιος γέγονε, καί ἐξαιρέτως, δι' αὐτῆς καί ἐξ αὐτῆς ὁ εὐκλεής οὗτος, καί Χριστῷ πεφιλημένος, καί τῆς οὐρανίου ἀποθήκης ἄξιος καρπός ἀνεβλάστησεν, οἱ Νεοφανεῖς, λέγω, μάρτυρες· οἱ νῦν εἰς εὐφημίαν προκείμενοι· οὗτοι γάρ, οἱ καρτερόψυχοι, τῇ τοῦ Χριστοῦ δυνάμει θωρακισθέντες, πάντα τά τοῦ βίου τερπνά, ὡς σκύβαλα ἐλογίσαντο· καί σαρκός μηδόλως φεισάμενοι, εἰς τό στάδιον τῆς ἀθλήσεως ἀπεδύσαντο, τήν μέν τῶν ᾽Αγαρηνῶν ἀσέβειαν θριαμβεύσαντες, τήν δέ τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐν παρρησίᾳ ἀνακηρύξαντες· ὑπέρ ἧς, καί πολυειδέσι βασάνοις ἀνδρείως, μέχρι τέλους ἐνεκαρτέρησαν, καί τόν τοῦ μαρτυρίου ἀνεδήσαντο στέφανον, πρός τόν στεφανίτην ἀναβοῶντες, σύ τῶν μαρτύρων ὑπάρχεις, Χριστέ, τό στερέωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου