Εξακολουθούμε να παρακαλούμε όλους όσοι μπορούν να μοιραστούν σημαντικές μαρτυρίες, έγγραφα ή αναμνήσεις για τον πατέρα Ιωάννη, να τα στείλουν στο e-mail της Μονής των Σπηλαίων του Πσκοβ: otets_ioann@mail.ru ή στο e-mail της συντακτικής επιτροπής της πύλης pravoslavie.ru: editor@pravoslavie.ru.
«Γκαλίνα στο τετράγωνο»
Γκαλίνα, Βλαντικαβκάζ-Μπέλγκοροντ:
— Τον χειμώνα του 1985 πήγαμε εγώ και η μητέρα μου από το Βλαντικαβκάζ στη Μονή των Σπηλαίων του Πσκοβ. Φτάσαμε εκεί νωρίς το πρωί και ήταν σκοτάδι ακόμα. Ήμουν 15 χρονών και η μητέρα μου 45. Πλησιάζοντας τα μεγαλειώδη τείχη της μονής, είχαμε τη σκέψη ότι σε λίγο θα βρεθούμε σ’ ένα μέρος, όπου όλα είναι άγια. Μέχρι τότε δεν είχαμε καμία ιδέα για τη μοναχική ζωή. Έπρεπε να βρούμε την αδελφή Μαργαρίτα (που έμενε κοντά στο μοναστήρι), για να φιλοξενηθούμε στο σπίτι της. Όταν χτυπήσαμε την αυλόπορτα, κάποιος μας έβαλε τις φωνές. Περιμέναμε να βρούμε κάποιους άγιους ανθρώπους εκεί πίσω από την πόρτα και αντ’αυτού μας έτυχε κάτι τέτοιο. Η συνέχεια ήταν ακόμη χειρότερη. Κάποιος μοναχός, μπορεί κι ένας απλός δόκιμος, μας συμπεριφέρθηκε αγενώς και μας έστειλε στην εκκλησία για την ακολουθία. Στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου πραγματοποιείτο η πρώτη λειτουργία. Ήμασταν εντελώς χαμένες και κουρασμένες. Μετανιώσαμε που ταξιδέψαμε πάνω από χίλια χιλιόμετρα, για να συναντήσουμε την ίδια συμπεριφορά που θα μπορούσαμε να είχαμε συναντήσει οπουδήποτε στον κόσμο.
Η ακολουθία τελείωσε και βγήκαμε έξω για να πάμε στον σταθμό. Όμως από τον ναό βγήκε ένας παππούς, που ήταν περικυκλωμένος από ανθρώπους. Εγώ και η μητέρα μου σταθήκαμε πλάι στον τοίχο και κοιτούσαμε σιωπηλά αυτό το φαινόμενο. Ο παππούς δεν περπατούσε, άλλα σαν να πετούσε, ενώ όλοι τον εμπόδιζαν, έτσι μας φάνηκε. Ξαφνικά παραμέρισε το πλήθος και προχώρησε κατ’ ευθείαν προς το μέρος μας. Κοκκαλωμένες, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν γνωρίζαμε ούτε πώς να ζητήσουμε την ευλογία. Ο παππούς μας πλησίασε, έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι της μαμάς πρώτα και μετά στο δικό μου και είπε με τρυφερότητα: «Έλα, Γκαλίνα στο τεράγωνο, όλα θα πάνε καλά!» (Είμαστε και οι δύο Γκαλίνες!). Το είπε κι έφυγε. Αυτό μας έδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τη ζωή μας. Χαρούμενες κι ευτυχισμένες, πήγαμε προς το σπίτι της αδελφής Μαργαρίτας. Στη συνέχεια μάθαμε από αυτήν ότι ο παππούς ήταν ο αγαπημένος πατήρ Ιωάννης.
Από τότε και μετά, κάθε χρόνο επισκεπτόμασταν το μοναστήρι και λαμβάναμε επιστολές και νουθεσίες από τον πατέρα Ιωάννη. Αλλά ακόμη και μετά τη μετάβασή του στον άλλο κόσμο, δεν παύει να μας βοηθά.
Ήταν νόστιμο το αυγουλάκι;
Ρίμα Βλαντίμιροβνα Λαβίτσκαγια:
— Η μητέρα μου γνώρισε τον πατέρα Ιωάννη όταν ήμουν 6 χρονών (δηλαδή πριν από 43 χρόνια) και σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του η πνευματική σχέση μαζί του δεν διακόπηκε. Μέναμε τότε στην Αγία Πετρούπολη κι επισκεπτόμασταν την εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Κάθε φορά μετά τη λειτουργία μέναμε στην εκκλησία, για να την καθαρίσουμε. Εγώ, 7χρονο παιδί, αρεσκόμουν πολύ στο να καθαρίζω τα κηροπήγια. Το Πάσχα μια γιαγιά, η οποία επίσης καθάριζε τα κηροπήγια, μου χάρισε ένα πολύ όμορφο αυγό, το οποίο ήθελα να φάω αμέσως. Σκεφτόμουν: Αφού είναι τόσο όμορφο, πρέπει να είναι πολύ νόστιμο. Η μητέρα μου είπε τότε: «Θέλεις να το βάλουμε δίπλα στις εικόνες στο σπίτι μας;» Εγώ συμφώνησα, ενώ μέσα μου ανυπομονούσα να το φάω. Και όταν η μητέρα μου πήγε στη δουλειά, το έφαγα κρυφά. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, δεν το πρόσεξε. Μετά από μερικές μέρες πήγαμε μαζί στη Μονή των Σπηλαίων του Πσκοβ.
Θηρίο
Τατιάνα Σεργκέεβνα Σμιρνόβα, γραμματέας του πατρός Ιωάννη για πολλά χρόνια:
— Νωρίς το πρωί στις 6 Μαΐου (ήταν Τρίτη της πρώτης εβδομάδας μετά ο Πάσχα και η γιορτή του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου), όταν για πρώτη φορά μετά τον χειμώνα έβγαζαν τις αγελάδες για βοσκή, πήγα στον πατέρα Ιωάννη. Στον χαρούμενο πασχαλινό μου χαιρετισμό αποκρίθηκε απότομα και με αγωνία: «Τι έγινε εκεί στο μοναστήρι; Πώς είναι ο προεστώς;» Στον δρόμο μου προς το κελλί του δεν παρατήρησα καμία αναστάτωση, καθώς και δεν ήθελα καθόλου να συναντήσω τον προεστώτα. Γι’ αυτό του απάντησα με αγαλλίαση ότι ο ήλιος χαίρεται με το Πάσχα, το ίδιο κι εμείς όλοι είμαστε χαρούμενοι. Όταν του ξαναείπα «Χριστός Ανέστη!», ο πατήρ Ιωάννης αποκρίθηκε πιο εύθυμα. Αντί, όμως, να μιλήσει για τις δουλειές, κάθισε στον καναπέ και άρχισε να διηγείται για ένα όραμα, που είχε μερικά λεπτά πριν την εμφάνισή μου.
Του παρουσιάστηκε το μοναστήρι ολόλαμπρο και ο Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σαν να ήταν από χρυσάφι. Σε αυτό το πανηγυρικό φόντο, ο προεστώς της μονής, ο αρχιμανδρίτης Γαβριήλ, παρήλαυνε μεγαλοπρεπώς προς την πύλη του οικονομίου. Μια στιγμή αργότερα, πίσω απ’ αυτόν εμφανίστηκε ένα μαύρο κουβάρι, το οποίο στη συνέχεια πήρε τη μορφή ενός τρομερού θηρίου, άγνωστης ράτσας, και ακολούθησε γρήγορα τον προεστώτα. Ο πατήρ Ιωάννης όρμησε στις εικόνες κι εκείνην τη στιγμή το χτύπημα στην πόρτα διέκοψε το όραμα. Ο πατήρ Ιωάννης βγήκε έξω, ώστε ο ίδιος να βεβαιωθεί ότι στο μοναστήρι δεν συνέβη πραγματικά τίποτα το τρομερό. Επέστρεψε αρκετά γρήγορα, αλλά το άγχος δεν τον άφηνε. Κάνοντας τον σταυρό του μερικές φορές, ο πατήρ Ιωάννης με παρακάλεσε να φύγω.
Όταν έφερα τα γράμματατα το απόγευμα, ο πατήρ Ιωάννης ξαναθυμήθηκε το πρωινό όραμα με ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και είπε ότι αυτός ήταν εκφοβισμός από τον Διάβολο και ότι δεν μας χάλασε τη διακαινήσιμη εβδομάδα. Στη συνέχεια δεν ξανασυζητήσαμε αυτό το γεγονός ποτέ.
Ύστερα από μερικά χρόνια, μια φορά ξαφνικά άκουσα αυτήν την ιστορία από τον ιερομόναχο Ιωάσαφ (Σβετσόβ). Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή θυμηθήκαμε τον προεστώτα, ο οποίος δεν ήταν πια στο μοναστήρι ήδη για πολλά χρόνια τότε. Το 1988 έγινε αρχιερέας και υπηρετούσε στην Άπω Ανατολή, αλλά εμείς συχνά τον αναθυμόμασταν, επειδή μάθαμε πολλά υπό την καθοδήγησή του. Για κάποιον λόγο, ο πατήρ Ιωασάφ άρχισε να διηγείται μια ιστορία, που είχε λάβει χώρα πριν από πολλά χρόνια, η οποία σχετιζόταν με τον προεστώτα, ακριβώς αυτήν που άκουσα κάποτε από τον πατέρα Ιωάννη. Εγώ ενθουσιάστηκα: «Εσύ από πού ξέρεις γι’ αυτό το όραμα του γέροντα;». «Ποιο όραμα», είπε ο πατήρ Ιωάσαφ, «το είδα με τα δικά μου μάτια».
Θ’ αναφέρω αυτά που είπε. Ο πατήρ Ιωάσαφ ήταν τότε ο δόκιμος Αλέξανδρος και από νωρίς το πρωί είχε βάρδια στην πύλη του οικονομίου. Η μέρα ήταν γιορτινή, καθώς έβγαζαν τις αγελάδες για βοσκή. Τέλεσαν την παράκληση. Οι αγελάδες ακολούθησαν πρόσχαρα τον βοσκό τους, αλλά προέκυψε ένα πρόβλημα με τον ταύρο, καθώς προσπαθούσαν για πολλή ώρα να τον απελευθερώσουν από το λουρί του και ο ταύρος ήταν έξαλλος. Μόλις αισθάνθηκε ελεύθερος, έσπευσε έξω από το βουστάσιο με ορμή. Όλοι οι παρευρισκόμενοι εκεί έφυγαν αμέσως μακριά από τον ταύρο και μόνο ο προεστώς της μονής, μη υποπτευόμενος τίποτα, περπατούσε ήσυχα προς την πύλη. Φοβισμένος ο Αλέξανδρος έκλεισε τα μάτια με τα χέρια του, περιμένοντας ότι θα είναι αναπόφευκτα πιτσιλισμένος με αίμα. Άκουσε το ποδοβολητό του ταύρου και άνοιξε τα μάτια. Ο προεστώς, ακουμπισμένος στον τοίχο, κοιτούσε σαστισμένος τον ταύρο, που πέρασε ορμητικά από δίπλα του. Την τελευταία στιγμή, κάποια δύναμη πέταξε τον προεστώτα, κυριολεκτικά σαν ένα φτερό, προς τον τοίχο κι έτσι έμεινε ζωντανός. Έμαθε άραγε αργότερα σε ποιον όφειλε τη σωτηρία του;
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου