Στις 16 Ιουλίου του 1998 εκδήμησε εις Κύριον ένας από τους αγιορείτες πατέρες που τιμάται ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αντιοχείας. Πρόκειται για τον ιερομόναχο Ισαάκ (Ατάλλα), που καταγόταν από το Λίβανο, το μαθητή του μεγάλου Αγίου των ημερών μας, του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτη. Το πρώτο βιβλίο με τη βιογραφία του γέροντα Παϊσίου, που έχει καταγράψει μεγάλη απήχηση και δημοτικότητα και που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ήταν κυρίως έργο του ιερομόναχου Ισαάκ [1]. Όμως, για τον ίδιο τον συγγραφέα δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα*. Στον πρόλογο του βιβλίου για τον Άγιο Παΐσιο υπάρχουν, βέβαια, διάσπαρτες βιογραφικές αναφορές. Προτείνουμε στους αναγνώστες να καλύψουμε εν μέρει αυτό το κενό, με υλικό που προέρχεται από ορισμένες προσιτές σε μας αραβικές πηγές. Ο καμβάς του κειμένου βασίζεται σε αναμνήσεις που διηγήθηκε ο αδελφός του πατέρα Ισαάκ Αντώνιος, τις οποίες κατέγραψε ο γαμπρός του, ο ιερέας Μιλχίμ Αλ Χαουρανί, που τώρα λειτουργεί στην εκκλησία του χωριού Μχάϊντς, στο Όρος του Λιβάνου[2].
Ο ιερομόναχος Ισαάκ (κατά κόσμον Φαρές Ατάλλα) γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1937, από ευσεβείς χριστιανούς, τους Νεμέρ και Μάρθα, στο χωριό Ναμπάϊ, που βρίσκεται στην περιοχή Ματέν, στην περιφέρεια του Όρους του Λιβάνου. Ήταν πρωτότοκος γιος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του, που είχε εξαιρετική φωνή, έψελνε στην εκκλησία και από αυτόν ο γιος κληρονόμησε την αγάπη του για την Εκκλησία. Ο Φαρές αγαπούσε τη μόνωση και συχνά πήγαινε να προσεύχεται σε έρημα μέρη. Μια φορά έφυγε για το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία[3] με την επιθυμία να μείνει εκεί. Όμως, αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι, επειδή στα μοναστήρια δε δέχονταν τότε τους πρωτότοκους, επειδή ενδεχομένως θα χρειαζόταν να φροντίζουν τους γονείς τους.
Όταν ο Φαρές ήταν 12 ετών, η μητέρα του πέθανε και ο πατέρας παντρεύτηκε ξανά. Ο νεαρός μαθήτευσε στο επάγγελμα του ξυλουργού και βρήκε δουλειά στη Βηρυτό. Επέστρεφε σπίτι πολύ αργά και ο πατέρας του έκανε συχνά παρατηρήσεις για αυτό. Σύντομα αποκαλύφτηκε ότι η αιτία των καθυστερήσεων ήταν ότι ο Φαρές παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής μουσικής, τα οποία παρέδιδε ο πρωτοψάλτης της Εκκλησίας της Αντιόχειας, ο Μίτρι Αλ Μουρ.
Πριν πάρει την απόφαση της ζωής του, ο Φαρές για 2 χρόνια δούλευε ως μάγειρας σε εστιατόριο του πολυτελούς ξενοδοχείου της Βηρυτού «Phoenicia Intercontinental». Το καλοκαίρι του 1962, παραιτήθηκε και επέστρεψε στο σπίτι. Αμέσως, παρέδωσε το τραπεζικό του βιβλιάριο στον πατέρα του, λέγοντας: «Αυτός είναι ένας λογαριασμός ταμιευτηρίου στο όνομά σου. Όταν λήξει η χρονική προθεσμία της κατάθεσης, σε παρακαλώ να πάρεις τα χρήματα και να τα μοιραστείς ισόποσα με τα αδέλφια μου. Εγώ δε χρειάζομαι τίποτα. Φεύγω για το μοναστήρι». Ο πατέρας ρώτησε: «Τι σου λείπει στη ζωή και τι μπορώ να κάνω για σένα για να μην πας σε μοναστήρι;». Ο Φαρές απάντησε: «Ακόμα και αν μου δώσεις όλα τα πλούτη του κόσμου, αυτά δε θα με δελεάσουν. Η θέση μου δεν είναι εδώ. Είναι στο μοναστήρι». Πικραμένος ο πατέρας κάλεσε τα υπόλοιπα παιδιά για να μεταπείσουν τον αδελφό τους, αλλά η πιο σημαντική απόφαση της ζωής του ήδη είχε παρθεί.
Την ίδια
μέρα, ο Φαρές, μαζί με τον αδελφό του Αντώνιο, ξεκίνησαν για την
Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Μπκεφτίν[4],
όπου δεν είχε ξαναπάει και ήξερε μόνο το όνομα της Μονής.
Ωστόσο, γνώριζε τον ηγούμενο της Μονής, τον Αρχιμανδρίτη Ιωάννη
(Μανσούρ) († 3 Απριλίου 2018), τον μετέπειτα Μητροπολίτη Λατάκιας[5].
Η Μονή εκείνο τον καιρό ήταν σχεδόν ερειπωμένη. Εκεί
έμενε μόνο ένας ηγούμενος με έναν μοναχό (νυν Αρχιμανδρίτη Ιωάννη
(Μααλούλι)). Όταν έφτασε στις πύλες της Μονής, ο Φαρές γονάτισε
και, κάνοντας το σημείο του σταυρού, είπε: «Σε ευχαριστώ, Κύριε!
Το όνειρό μου τώρα εκπληρώθηκε».
Το βράδυ, ο Αντώνης επέστρεψε σπίτι, όπου τον περίμενε με ανυπομονησία όλη η οικογένεια. «Που πήγε ο Φαρές;» - ρώτησε ο πατέρας. «Στη Μονή Μπκεφτίν. Αν κρίνω από την άθλια κατάσταση της Μονής, σε διαβεβαιώνω ότι το πολύ σε δύο μέρες θα επιστρέψει σπίτι, καθώς είχε συνηθίσει στις συνθήκες ζωής στο ξενοδοχείο της Βηρυτού». Ο Πατέρας αναστέναξε: «Όχι, όποιες δυσκολίες και να συναντήσει, δε θα επιστρέψει». Έτσι και έγινε.
Σε αυτό το μοναστήρι, ο Φαρές έμεινε για τρείς μήνες περίπου. Στη συνέχεια, πήγε στη Μονή Μπαλαμάντ[6], όπου φοίτησε σε Ιερατική Σχολή. Πρόλαβε την εποχή που καθηγούμενος εκεί ήταν ο Επίσκοπος Ιγνάτιος (Χαζίμ), ο μετέπειτα Πατριάρχης Αντιοχείας (1979-2012).
Το 1963, ο Φαρές χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα Φίλιππος, προς τιμήν του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου. Η χειροτονία πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάρτυρος Ιακώβ του Πέρσου, στο χωριό Ντέντε (επαρχία Τρίπολης του Λιβάνου). Παρέμεινε, ωστόσο, στη Μονή Μπαλαμάντ, όπου είχε το διακόνημα του ταμία. Ύστερα, πήγε στο νησί της Πάτμου όπου φοίτησε στην Πατμιάδα Σχολή και πήρε το Απολυτήριο Λυκείου. Αργότερα, σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και παράλληλα υπηρετούσε ως διάκονος στον καθεδρικό Ιερό Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου. Πολλοί πήγαιναν στην εκκλησία με σκοπό να ακούσουν τις δεήσεις στα ελληνικά και στα αραβικά. Εκείνη την περίοδο, γνώρισε τον αγιορείτικο μοναχισμό και τον πνευματικό καθοδηγητή του, τον γέροντα Παΐσιο.
Όταν επέστρεψε στο Λίβανο, ο πατήρ Φίλιππος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ηλία Δ’ (1970-1979), στην Ιερά Μονή Μπαλαμάντ. Το 1973, εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου «Χαματούρα»[7], η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν εγκαταλελειμμένη. Με τις άοκνες προσπάθειές του αναστήλωσε τη Μονή, η οποία έγινε ευρέως γνωστή ως χώρος πνευματικών αναζητήσεων. Εκτός από αυτό, διέθετε μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς του και των δυνάμεών του για την πνευματική καθοδήγηση των πιστών από τις γειτονικές περιοχές.
Το 1975, στο Λίβανο ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος και η Μονή βρέθηκε στη ζώνη των πολεμικών συρράξεων. Ο πατήρ Φίλιππος αναγκάστηκε να φύγει από κει και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο τον καιρό λειτουργούσε στον Ιερό Ναό Αγίας Βαρβάρας και ήταν ο πνευματικός των σπουδαστών της Ιερατικής Σχολής Μπαλαμάντ (λόγω των πολεμικών συρράξεων, η Θεολογική Σχολή Μπαλαμάντ εκκενώθηκε και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1975, και λειτουργούσε εκεί ως το 1979). Το 1978, ο πατήρ Φίλιππος, μετά από σχετική παράκληση, πήρε άδεια από τον Μητροπολίτη του Όρους του Λιβάνου Γεώργιο (Χοντρ) για να ενταχθεί στη μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους. Στο Άγιο Όρος εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Ισαάκ, προς τιμή του Οσίου Ισαάκ του Σύρου.
Ο πατήρ Ισαάκ πήγε αρχικά στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο, αλλά συνέχιζε να πηγαίνει για καθοδήγηση στον πνευματικό του πατέρα, το γέροντα Παΐσιο. Αργότερα, μετακινήθηκε στο Κελλί της Αναστάσεως του Κυρίου στην Καψάλα, κοντά στις Καρυές, το διοικητικό κέντρο του Αγίου Όρους. Έκτισε, σχεδόν από την αρχή, ένα ερειπωμένο Κελλί και έμεινε εκεί για 4 χρόνια μόνος του, ακολουθώντας ασκητικό τρόπο ζωής και παλεύοντας πολλούς και διάφορους πειρασμούς και δοκιμασίες. Μια φορά, την ώρα ενός έντονου αγώνα με τους λογισμούς, είδε στο βάθος του δάσους έναν παλαιό τάφο. Σταμάτησε μπροστά του, προσευχήθηκε θερμά και μονολόγησε: «Εδώ θα πεθάνω» και τότε οι λογισμοί που τον βασάνιζαν αμέσως εξαφανίστηκαν. Ακλουθώντας την αγιορείτικη παράδοση, για να έχει διαρκώς τη μνήμη του θανάτου, ο πατήρ Ισαάκ έσκαψε τάφο για τον εαυτό του στον κήπο, δίπλα στο Κελλί του, όπου κάθε μέρα θυμιάτιζε.
Ο πατήρ Ισαάκ ήταν γνωστός αγωνιστής, ασκητής και ευχέτης και πολύ αυστηρός με τον αυτό του. Αυτόν τον προσανατολισμό στην πνευματική του πορεία τον είχε διδαχτεί από τον Όσιο Παΐσιο. Έδινε την εντύπωση σκληρού, αλλά σύντομα αποκάλυπτε την ειλικρινή πατερική φροντίδα σε όσους τον επισκέπτονταν για πνευματική βοήθεια. Ιδιαίτερη προσοχή έδινε στο μυστήριο της Εξομολόγησης και καλούσε τους πάντες να προσέρχονται πιο συχνά στην Ιερή Εξομολόγηση. Αν και είχε απομακρυνθεί από τον κόσμο, δε διέκοψε τη σχέση μαζί του. Ήταν, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Όσιος Παΐσιος, ένας από τους «ασυρματιστές του Θεού», οι οποίοι μακριά από το θόρυβο συντονίζονται στην κατάλληλη πνευματική συχνότητα για να πιάνουν σήματα και να τα στέλνουν πίσω στον κόσμο.
Η αδελφότητα, που είχε δημιουργήσει, ζούσε σε ακραίες ασκητικές συνθήκες: στο Κελλί δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, ούτε φυσικό αέριο. Οι μοναχοί δε χρησιμοποιούσαν ντους και σώματα θέρμανσης. Δεν είχαν δικά τους χρήματα. Για το μαγείρεμα και τη θέρμανση αποθήκευαν ξύλα και το νερό το έπαιρναν από στέρνες. Η αδελφότητα ασχολούταν με την πνευματική καθοδήγηση των προσκυνητών, με το εργόχειρο και με τις εκδόσεις.
Ο πατήρ Ισαάκ μετέφραζε πνευματικά βιβλία από τα ελληνικά στα αραβικά. Εξέδωσε στα αραβικά τη μετάφραση του βιβλίου του Οσίου Ισαάκ του Σύρου «Λόγοι Ασκητικοί» (η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1983 στο Λίβανο), με το βίο του και το πλήρες κείμενο της ακολουθίας του και με αυτό τον τρόπο αποκάλυψε τον πνευματικό κόσμο του Αγίου προστάτη του στους αραβόφωνους χριστιανούς. Επίσης, μετέφρασε και εξέδωσε στα αραβικά την «Κλίμακα» του Οσίου Ιωάννη και τα έργα του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτη: «Επιστολές», το βιβλίο «Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης Ο Αθωνίτης», το βίο του πνευματικού του πατέρα, του Ρώσου γέροντα Τύχωνα και άλλα.
Η μεγάλη προσφορά του πατέρα Ισαάκ σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο ήταν η πρώτη βιογραφία που έγραψε για το γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, τον πνευματικό πατέρα του. Την εργασία για αυτό το βιβλίο την άρχισε 2 χρόνια μετά την κοίμησή του. Ο πατήρ Ισαάκ δεν ολοκλήρωσε ο ίδιος αυτό το έργο (κοιμήθηκε 4 χρόνια μετά τον Όσιο Παΐσιο). Την εργασία και την προετοιμασία για την έκδοση του βιβλίου την ολοκλήρωσε ο μαθητής του, ο πατήρ Ευθύμιος μαζί με την αδελφότητα του Κελλιού της Αναστάσεως του Χριστού. Η πρώτη έκδοση έγινε το 2004 με το όνομα του ιερομόναχου Ισαάκ.
Ο Πατήρ Ισαάκ έζησε στο Άγιο Όρος 20 χρόνια και κατά περιόδους έκανε μικρά ταξίδια στο Λίβανο, στη Συρία, στην Ιορδανία και την Αίγυπτο. Επειδή ήταν ο μοναδικός αραβόφωνος μοναχός του Αγίου Όρους, επισκέπτονταν το Κελλί του όλοι οι ορθόδοξοι προσκυνητές από τα Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξάνδρειας. Χάρη στον πατέρα Ισαάκ, πολλοί από αυτούς τους προσκυνητές έρχονταν σε επαφή για πρώτη φορά με την αγιορείτικη μοναχική παράδοση. Το Κελλί της Αναστάσεως απέκτησε, ανάμεσα στους ορθόδοξους Άραβες, τον άτυπο τίτλο «Πύλες της Αντιοχείας στο Άγιο Όρος». Συχνά τους έλεγε: «Είμαι εδώ για εσάς και για την Εκκλησία της Αντιοχείας».
Ο πατήρ Ισαάκ κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση πολλών ορθοδόξων στην Ελλάδα. Ο ιερέας Μιλχίμ, ο γαμπρός του αδελφού του, βεβαιώνει ότι στα σπίτια πολλών Ελλήνων, σε διάφορα μέρη της χώρας, βρίσκει φωτογραφίες του «γέροντα Ισαάκ», ότι στο Άγιο Όρος η μνημόνευση του Λιβάνου είναι οπωσδήποτε συνδεδεμένη με το όνομά του και ότι οι αγιορείτες τον τιμούν ως άγιο ασκητή.
Στις αρχές του 1980, ο πατέρας του, ο Νεμέρ Ατάλλα, αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία του ανάμεσα στα παιδιά του. Επιθυμούσε να αναλάβει αυτήν την υπόθεση ο μεγαλύτερος του γιος, ο πατήρ Ισαάκ, που ασκήτευε στο Άγιο Όρος. Τα αδέλφια τού έγραψαν για την επιθυμία αυτή του πατέρα τους. Σύντομα έλαβαν απάντηση, στην οποία ο πατήρ Ισαάκ τους ρωτούσε: «Δεν ετοιμάζετε για σας έστω ένα μικρό κλήρο στους ουρανούς, αντί να μεριμνάτε για τα υλικά αγαθά αυτού του κόσμου;» Επειδή ο πατήρ Ισαάκ δεν πήγε, ο πατέρας μόνος του ασχολήθηκε με την μοιρασιά της κληρονομιάς, την οποία μοίρασε ισόποσα ανάμεσα σε όλους, χωρίς να αποκλείσει και τον μεγαλύτερο γιο. Μετά από λίγους μήνες, ο πατήρ Ισαάκ βρέθηκε στο Λίβανο. Επισκέφτηκε τον πατέρα και εκείνος τον ενημέρωσε για την μοιρασιά της κληρονομιάς και ότι έχει ένα μερίδιο για αυτόν. Αφού ευχαρίστησε τον πατέρα για την αγάπη του και τη φροντίδα του, ο αγιορείτης ζήτησε να μοιραστεί το μερίδιό του σε ίσα μέρη ανάμεσα στα υπόλοιπα αδέλφια του, επειδή ο ίδιος είχε αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό, με την ελπίδα να κληρονομήσει έστω έναν ταπεινό κλήρο στους ουρανούς.
Αρχές καλοκαιριού του 1998, η υγεία του πατέρα Ισαάκ που είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται, χειροτέρευσε και έτσι αναγκάστηκε να βγει από το Άγιο Όρος και να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για θεραπεία σε νοσοκομείο. Η είδηση έφτασε και στους δικούς του. Ο πατήρ Μιλχίμ αναθυμάται το γεγονός ως εξής:
«Με τον αδελφό του πατέρα Ισαάκ Αντώνιο και τον ανιψιό του Τζορτζ (γιο του αδελφού του, του Ιωσήφ) αποφασίσαμε να πάμε στην Ελλάδα για να μάθουμε νέα του. Μόλις φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, πήγαμε κατευθείαν στο νοσοκομείο. Στο δωμάτιο του πατέρα Ισαάκ δεν επέτρεπαν να μπούμε, αλλά η Διοίκηση του νοσοκομείου, όταν έμαθαν ότι είχαν φτάσει οι συγγενείς, μας επέτρεψαν να μπούμε. Πρώτος μπήκε ο Αντώνιος. Όταν είδε τον αδελφό του σε τόσο σοβαρή κατάσταση, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Αλλά ο πατήρ Ισαάκ τον υποδέχτηκε με χαμόγελο και μίλησε πρώτος: ‟Αδελφέ, τι σε έφερε εδώ; Σου είπαν ότι είμαι άρρωστος και είναι καλό να με επισκεφτείς; Σε σκεφτόμουν. Ασκήτευα με προσευχή και νηστεία για τη συνάντηση με τον Κύριο και τώρα νιώθω ότι είμαι έτοιμος για αυτή την ευλογημένη στιγμή. Όμως, ανησυχώ για σένα, αδελφέ, γιατί όλο το χρόνο σου τον αφιερώνεις στη δουλειά. Κάνεις κάτι για να προετοιμαστείς για αυτή την ώρα; Είσαι έτοιμος για να παρουσιαστείς ενώπιον του Κυρίου;”
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του πατέρα Ισαάκ στο νοσοκομείο, μας έμεινε αξέχαστο το εξής περιστατικό. Όταν το πνευματικό παιδί του, ο πατήρ Ευθύμιος (μετέπειτα καθηγούμενος του Κελλιού της Αναστάσεως στην Καψάλα), διάβαζε προσευχές, σε μια από αυτές μερικές φορές ακούστηκε η λέξη ‟θάνατος”. Ο πατήρ Ευθύμιος ταράχθηκε, διέκοψε την προσευχή και δεν μπόρεσε να συνεχίσει το διάβασμα. Ο πατήρ Ισαάκ του ζήτησε να συνεχίσει την προσευχή με θάρρος, λέγοντάς του: ‟Γιατί να φοβόμαστε; Μια ζωή εργαζόμουν για αυτή την ώρα και είμαι έτοιμος”.
Μια από τις τελευταίες μέρες της παραμονής του πατέρα Ισαάκ στο νοσοκομείο, στο δωμάτιό του μπήκε μια νοσηλεύτρια, την οποία δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε. Απευθύνθηκε σε αυτήν με επιτιμητικό ύφος και της είπε: ‟Είναι ντροπή να ντρέπεσαι το όνομά σου, Σουλτάνα!” Η νοσηλεύτρια έμεινε σύξυλη, που ο γέροντας, χωρίς να την ρωτήσει, ήξερε το όνομά της και το πρόβλημα που την απασχολούσε. Και συνέχισε εκείνος: ‟Γιατί ντρέπεσαι, κόρη μου; Επειδή οι γονείς σού έδωσαν ξενόφερτο όνομα, που το θεωρείς τούρκικο και μη χριστιανικό; Ξέρεις ότι στη χώρα μου, το Λίβανο, αυτό είναι το όνομα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, την οποία αποκαλούμε Βασίλισσα[8] των Ουρανών; Να χαίρεσαι το μεγάλο όνομα που κουβαλάς και να είσαι υπερήφανη για αυτό”. Η νοσηλεύτρια υποκλίθηκε στον γέροντα, του φίλησε το χέρι και βγήκε, όταν τελείωσε τις νοσηλευτικές της εκκρεμότητες. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισε να υπηρετεί με ζήλο τον ξένο που είχε γίνει πολύ δικός της άνθρωπος και που της είχε αποκαλύψει το μυστικό της και που την θεράπευσε από τους ψυχικούς πόνους. Ήταν δίπλα του μέχρι το τέλος της παραμονής του γέροντα στο νοσοκομείο. Μετά το εξιτήριό του, έσπευσε να πάει στο δωμάτιο που ήταν ο γέροντας για να πάρει στο σπίτι της τα σεντόνια από το κρεβάτι του. Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση του γέροντα, η Σουλτάνα κατάλαβε τι θησαυρός της είχε απομείνει από τον Λιβανέζο ασκητή. Όταν άνοιξαν την ντουλάπα, όπου φυλάγονταν τα σεντόνια, το δωμάτιο γέμισε ευωδία. Μετά από αυτό, καλούσε του ορθόδοξους Λιβανέζους που ήξεραν καλά τον πατέρα Ισαάκ, να προσκυνούν για ευλογία αυτά τα σεντόνια που ευωδίαζαν.
Λίγο πριν την κοίμησή του, η κατάσταση του πατέρα Ισαάκ καλυτέρεψε για λίγο και ζήτησε να τον μεταφέρουν από το νοσοκομείο στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στη Μεταμόρφωση[9], όπου και αποδήμησε εις Κύριον, στις 16 Ιουλίου του 1998. Ο ιερομόναχος Ισαάκ (Ατάλλα) έχει ενταφιαστεί στο Κελλί της Αναστάσεως του Κυρίου στο Άγιο Όρος, σε εκείνο τον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για τον εαυτό του από καιρό.
Ιερέας Μιλχίμ Αλ Χαουρανί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου